συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Χαΐνη
Η Κωνσταντία Σωτηρίου εμφανίστηκε στα γράμματα το 2015 με το μυθιστόρημα «Η Αϊσέ πάει διακοπές». Έκτοτε έχει εκδώσει άλλα τέσσερα βιβλία: τα τρία πρώτα, η Αϊσέ, το «Φωνές από χώμα» (2016) και το «Πικρία χώρα» (2019) συνθέτουν την τριλογία της για τις γυναίκες της Κύπρου, τις γυναίκες των διακοινοτικών συγκρούσεων και της εισβολής· στο επόμενο, το «Brandy Sour» (2022), με επίκεντρο το ξενοδοχείο της Λήδρας -το περίφημο Λήδρα Παλάς-, λέει την ιστορία του τόπου της μέσα από τις αφηγήσεις των ανθρώπων που βρέθηκαν εκεί σε κάποια φάση στα 27 χρόνια λειτουργίας του.
Στο τελευταίο βιβλίο της, «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ», το βίαιο παρελθόν της Κύπρου μετουσιώνεται σε ένα εξίσου βίαιο παρόν. Εδώ, ηρωίδα και αφηγήτρια είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα, που έχασε σε νεαρή ηλικία τον άντρα της της τον Νικολή, ο οποίος δούλευε για χρόνια στα μεταλλεία της Κοκκινοπεζούλας. Τα μεταλλεία πέρασαν από πολλές επιχειρηματικές μεταμορφώσεις για να κλείσουν στο τέλος, αφήνοντας στη θέση τους μια κόκκινη τοξική λίμνη, και πολλούς εργάτες νεκρούς ή χρόνια ασθενείς. Σε αυτή τη λίμνη το 2019 βρέθηκαν δολοφονημένες και στρυμωγμένες μέσα σε βαλίτσες, επτά γυναίκες-μετανάστριες από τις Φιλιππίνες και το Νεπάλ.
Η Κωνσταντία Σωτηρίου είναι μια ιδιαίτερη συγγραφέας – επίμονη και μεθοδική, σε κάθε βιβλίο της ακόμη πιο ενδιαφέρουσα και πιο ώριμη. Και παρότι ο πόλεμος, ο διχασμός, το διαγενεακό τραύμα και η ανάγκη για ειρηνική συνύπαρξη εν τέλει, συνιστούν τη βασική θεματολογία της, το ύφος, ο σχεδόν προφορικός τρόπος γραφής της, η εσωτερική ισορροπία και ο ρυθμός του κειμένου της, δίνουν ένα αποτέλεσμα που δεν εκβιάζει το συναίσθημα -προσοχή, δεν λέω ότι δεν συγκινεί- χωρίς ταυτόχρονα όμως να συγκαλύπτει τη σκληρότητα και τον πόνο.
Μίλησα με τη συγγραφέα λίγο πριν το Φεστιβάλ Βιβλίου Λευκωσίας 2025 (Nicosia Book Fest, 11-12/10/25), που φέτος γιορτάζει τα 10 χρόνια παρουσίας στα πολιτιστικά δρώμενα της Κύπρου. Πριν ξεκινήσει η κουβέντα μας, της εξομολογήθηκα ότι τα βιβλία της κατά κάποιο τρόπο με έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι παρόλο που έχω συναναστραφεί φιλικά και επαγγελματικά πολλούς ανθρώπους από την Κύπρο, το παρελθόν, το βάρος που κουβαλούν στους ώμους τους ήταν πάντα σαν τον ελέφαντα στο δωμάτιο· ένα θέμα που δεν έπεφτε ποτέ στο τραπέζι. Αντιθέτως, ανάλογα ζητήματα είχα συζητήσει με φίλους και γνωστούς από το Λίβανο, το Ισραήλ ή τη Γερμανία. «Ναι, πολύ ενδιαφέρον αυτό που λες», μου απάντησε. «Ξέρεις όμως, δεν είναι ότι κι εμείς στην Κύπρο περνάμε τις ώρες μας μιλώντας για την εισβολή και τον πόλεμο. Η καθημερινότητά μας είναι όπως όλων. Ωστόσο, νομίζω ότι όσα έχουν γίνει -και οι διακοινοτικές ταραχές, να μην το ξεχνάμε-, είναι ένα κομμάτι της ιστορίας. Όλα αυτά έχουν τη σκιά τους, η οποία πέφτει πάνω μας. Κάποτε πολύ πιο βαριά, κάποτε πιο ελαφριά. Και σκέφτομαι πάντα ότι υπάρχει το τραύμα. Είναι διάχυτο στη ζωή μας. Μπορεί να μην το βλέπεις στην καθημερινότητα με ένα πιο απτό τρόπο, αλλά τα σημάδια τα έχεις και τα κουβαλάς μέσα σου.»
- Και αυτό ισχύει για όλους.
Ναι. Σκεφτόμουν προχθές ότι εγώ γεννήθηκα το 1975, μετά τον πόλεμο, αλλά πολύ λίγο μετά τον πόλεμο. Είμασταν μια παρέα φίλοι και λέγαμε ότι όλοι σχετιζόμαστε με την εισβολή με κάποιο τρόπο. Δηλαδή, εγώ δεν είμαι πρόσφυγας, είναι η οικογένεια του πατέρα μου, αλλά με ονόμασαν Κωνσταντία γιατί πέθανε ο θείος μου στον πόλεμο και οι γονείς μου αποφάσισαν να μου δώσουν το όνομα αυτό, επειδή ο θείος μου λεγόταν Κώστας. Έχω μια φίλη που ο αδερφός της μητέρας της ήταν αγνοούμενος. Μιας άλλης φίλης μου οι γονείς έχασαν τα πάντα και έπρεπε να μείνουν σε προσφυγικό συνοικισμό και να ξαναρχίσουν από την αρχή. Βλέπεις μια κατάσταση, αλλά λίγο να ξύσεις, Αλεξάνδρα, υπάρχει το τραύμα, υπάρχει.
Αόρατοι άνθρωποι
- Στο τελευταίο σου μυθιστόρημα, «Η Κεφαλή του Τσάτσγουερθ», ωστόσο, ξεφεύγεις κάπως από αυτή τη θεματολογία, που είναι κυρίαρχη σε όλα τα προηγούμενα βιβλία σου. Ασχολείσαι με ένα πρόσφατο γεγονός, τον πρώτο serial killer στην Κύπρο, τον πρώτο γυναικοκτόνο.
Δεν θέλω να μιλάω γι’ αυτόν που σκότωσε τις γυναίκες. Όταν είχαν γίνει οι δολοφονίες τότε, υπήρχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τον άνθρωπο που είχε διαπράξει τα εγκλήματα. Και σε κάποιο βαθμό, έβλεπα μία νοσηρή περιέργεια έως και ρομαντικοποίηση της υπόθεσης. Εμένα με νοιάζει ότι αυτό που έγινε ήταν προϊόν μιας κατάστασης στην Κύπρο. Δηλαδή, γιατί τα θύματα ήταν ξένες γυναίκες; Επειδή κανένας δεν θα έψαχνε τις ξένες γυναίκες εδώ. Η υπόθεση, ειδικά με την Λυδία και την κόρη της, η οποία είχε ένα παιδάκι άρρωστο που χρειαζόταν φάρμακα: όταν εξαφανίστηκε, έμεινε το τραπέζι στρωμένο με το φαγητό και τα φάρμακα του παιδιού, όμως παρόλα αυτά χάθηκε και δεν έγιναν οι απαραίτητες έρευνες για να βρεθεί. Είναι λες και αυτοί οι άνθρωποι ήταν αόρατοι για μας.
- Ουσιαστικά χρησιμοποιείς αυτό το γεγονός ως αφορμή, ως μέσον για να μιλήσεις για τη μεγάλη εικόνα. Καταφέρνεις με μαεστρία να δέσεις το παρελθόν -τους εργάτες των μεταλλείων που δούλευαν σε άθλιες συνθήκες και χωρίς καμία ασφάλεια- με το παρόν – τη μοίρα των μεταναστριών σήμερα. Και βάζεις σε παράλληλη αφήγηση μια ηλικιωμένη γυναίκα που έχει χάσει τον άντρα της σε νεαρή ηλικία και την οποία προσέχει μια ξένη γυναίκα. Ποια είναι αυτή η τόσο δυνατή φωνή από το παρελθόν; Έχει πράγματι στοιχεία από τη γιαγιά σου;
Βασίζομαι πολύ στη γιαγιά μου, ναι. Όταν το 2019 ανακαλύφθηκαν τα πτώματα αυτών των γυναικών, μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι βρέθηκαν στην κόκκινη τοξική λίμνη. Η λίμνη είναι πολύ γνωστή στην Κύπρο, έχει φωτογραφηθεί πολύ, έχει προβληθεί σε ντοκιμαντέρ. Βρίσκεται σ’ ένα τοπίο απόκοσμο· γύρω γύρω έχει δέντρα, αλλά στις παρυφές της δεν υπάρχει τίποτα. Ο παππούς μου ήταν μεταλλωρύχος, αλλά δεν δούλευε στην περιοχή. Ήταν στην Πάφο αλλά λόγω της συνδικαλιστικής του δράσης έφυγε από εκεί και ήρθε ως εσωτερικός μετανάστης στη Λευκωσία με την οικογένειά του. Είχαν δύσκολη ζωή με τη γιαγιά και εκείνη αναγκάστηκε να βγει στην αγορά εργασίας. Θυμάμαι λοιπόν ότι μου έλεγε πως είχαν πεθάνει πάρα πολλοί άνθρωποι εκείνη την εποχή στα μεταλλεία από πνευμονοκονίαση.
Το «κλικ» και η «φωνή»
Η σύνδεση ήρθε αμέσως στο μυαλό μου: Πριν κάποια χρόνια, όχι πολλά, οι Κύπριοι ήταν η εργατική τάξη, τους εκμεταλλεύονταν οι αποικιοκράτες. Οι αόρατοι άνθρωποι ήταν τότε οι Κύπριοι, δηλαδή. Κανένας δεν νοιάστηκε να τους πει τότε πώς θα μπορούσαν να προφυλάξουν τον εαυτό τους για να μην αρρωστήσουν. Ήταν αναλώσιμοι. Οι αναλώσιμοι αυτοί άνθρωποι όμως, άφησαν πίσω τους τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους, άφησαν πίσω τους μια ολόκληρη κληρονομιά ανθρώπων πονεμένων, οι οποίοι δεν θα συνήθιζαν ποτέ με αυτό το τραύμα. Το κλικ έγινε λοιπόν στο μυαλό μου ενώ έκανα την έρευνά μου για το μεταλλείο και για τις γυναίκες.
Άρχισα να γράφω το βιβλίο αμέσως μόλις εξιχνιάστηκαν οι δολοφονίες, όμως δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να βρω τη φωνή της αφηγήτριας. Σκεφτόμουν, ποιος μπορεί να μιλά, ποιος να διηγηθεί όλα αυτά που γίνονταν. Κατέληξα έτσι στη γιαγιά μου, η οποία ήταν μια πάρα πολύ σκληρή γυναίκα. Δεν τη θυμάμαι να μας αγκαλιάζει, να είναι διαχυτική μαζί μας. Γιατί η γιαγιά μου, όπως και όλες αυτές οι γυναίκες, αναγκάστηκαν να αποποιηθούν λίγο τη μητρική τους -ας πούμε-, τρυφερότητα για την ανάγκη της επιβίωσης.
Ωστόσο, παρά τις τεράστιες θυσίες που είχαν κάνει τότε, είναι μόνες τους πλέον, και έχουν για βοήθεια αυτές τις γυναίκες που έχουν παρόμοια μοίρα με τις ίδιες: έχουν αφήσει κι εκείνες τα παιδιά τους, έχουν αφήσει τη ζωή τους και έχουν έρθει εδώ. Όμως βλέπω ότι δεν υπάρχει αλληλεγγύη, δεν καταλαβαίνουμε ιδιαίτερα αυτές τις γυναίκες – και αυτό ήθελα να το περάσω μέσα από το βιβλίο, ότι δεν καταλαβαίνουμε γιατί αυτές οι γυναίκες είναι εδώ, δεν τους δίνουμε δικαιολογητικά.
Υπήρξε με άλλα λόγια και από μια μεριά της κοινωνίας η επίκριση τότε, για το τι κάνουν αυτές οι γυναίκες, με ποιους συνδιαλέγονται ερωτικά για να βρεθούν σε αυτή τη δύσκολη θέση. Και μου είχε κάνει εντύπωση όλο αυτό, ότι δηλαδή υπάρχει αυτή η έλλειψη κατανόησης και αλληλεγγύης ανάμεσα στην προηγούμενη εργατική τάξη και τη σύγχρονη, ανάμεσα στους προηγούμενους αόρατους ανθρώπους και σε αυτούς τους αόρατους.
- Είναι κοντή η μνήμη τελικά σε μερικά πράγματα.
Όπως το λες, η μνήμη είναι κοντή.
- Έτσι λοιπόν βρήκες τη φωνή της.
Ναι. Είχα ολοκληρώσει την τριλογία με τις γυναίκες της Κύπρου και ενώ είχα ξεκινήσει να γράφω, δεν μου έβγαινε. Δεν έχω γενικά πολύ χρόνο στη διάθεσή μου, οπότε, όταν κάθομαι να γράψω θέλω να έχω αποτελέσματα. Στο μεσοδιάστημα μάλιστα, μέχρι να βρω τη «φωνή», έγραψα τον «Brandy Sour». Έκανε μια πολύ καλή πορεία το «Brandy Sour», ως μεταβατικό τελικά βιβλίο, ανάμεσα στο κατ’ εξοχήν κυπριακό δράμα και σε αυτό που επιχείρησα να κάνω με την «Κεφαλή», που είναι μια ματιά στην πιο σύγχρονη Κύπρο. Αλλά τελικά φαίνεται ότι τα κείμενα σε οδηγούν. Έρχεται η ώρα του κάθε βιβλίου να γραφτεί.
- Τι έχει αλλάξει 10 χρόνια μετά;
Όταν έγραφα το πρώτο μου βιβλίο, «Η Αϊσέ πάει διακοπές», μόλις είχα γεννήσει. Πιστεύω ότι όλη αυτή η τρυφερότητα και η αγωνία με τα βρέφη και το τραύμα που ένιωθα ότι θα μετέφερα στα παιδιά μου από την εισβολή και τη βαριά σκιά του πολέμου, που μπορεί να μην είναι ορατή αλλά τη νιώθεις, με έκαναν μια τρυφερή συγγραφέα. Ενώ τώρα, δέκα χρόνια μετά, ωρίμασα. Είμαι πιο σκληρή στο πώς γράφω τα πράγματα. Νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να γράψω αυτό το βιβλίο (την Κεφαλή) όταν ξεκίνησα.
- Τα πρώτα βιβλία σου έχουν περισσότερα κοινά στοιχεία μεταξύ τους, κυρίως στη θεματολογία. Το «Brandy Sour» διαφοροποιείται σε σχέση με τη χρήση της γλώσσας και θεωρώ ότι στην «Κεφαλή του Τσάτσγουερθ» περνάς σε άλλο επίπεδο. Θέλω να σταθούμε λίγο στο ύφος σου. Στη χρήση της κυπριακής διαλέκτου και της προφορικότητας στη γραφή σου, τα οποία προσδίδουν στο κείμενο ποιητικότητα και αμεσότητα.
Μεγάλωσα μιλώντας στην κυπριακή διάλεκτο. Μέχρι που πάμε στο σχολείο και μας λένε ότι αυτό που μιλάς δεν είναι αυτό που γράφεις. Πρέπει να γράφεις στην κοινή ελληνική. Και θυμάμαι στο δημοτικό να γράφω έκθεση στην κυπριακή διάλεκτο και να μου λέει η δασκάλα μου ότι πρέπει να την γράψω στην κοινή ελληνική και να ρωτώ γιατί και να μου λέει αλλιώς μιλάμε, αλλιώς γράφουμε.
Μεγαλώνοντας ένιωθα πάντοτε ότι υπήρχε αυτό το γλωσσικό ζήτημα. Και ότι οι λιγότερο μορφωμένοι -οι γονείς μου δεν ήταν μορφωμένοι- μιλούσαν κυπριακά. Όλα αυτά τα ζητήματα ήθελα να αντιμετωπίσω μέσα από τα βιβλία μου και να τα ξεπεράσω.
Αλλά ναι, είναι αλήθεια αυτό που λες. Είναι τόσο ποιητική και όμορφη η κυπριακή διάλεκτος και ξέρεις κάποια πράγματα, δεν μπορείς να τα πεις με άλλο τρόπο. Θυμάμαι ότι ήθελα να γράψω στην Αϊσέ κάποια κομμάτια για τον τόπο και το τραύμα, τα έγραψα αρχικά στην κοινή ελληνική και λέω όχι, αυτό δεν γίνεται, πρέπει να μπεις στη διάλεκτο. Σου λέω, εγώ λειτουργώ πολύ με το ένστικτο. Δηλαδή αυτό έπρεπε να γίνει με τον τρόπο που έπρεπε να γίνει. Όσο για την προφορικότητα, νομίζω ότι φαίνεται ακόμα και στην κοινή ελληνική, αλλά επαναλαμβάνω, κάποια πράγματα έπρεπε να γραφτούν στα κυπριακά.
Πρέπει να πω ότι είμαι πάντα ευγνώμων στην Άννα Πατάκη που έλαβε ένα κείμενο από μία άγνωστη γυναίκα από την Κύπρο το 2014 γεμάτο κυπριακή διάλεκτο και αμέσως είδε κάτι σε αυτό και αποφάσισε να προχωρήσουμε.
- Μου αρέσει που η φωνή της Κεφαλής είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα. Λείπει από την πεζογραφία νομίζω αυτή η οπτική. Ειδικά από νέους συγγραφείς.
Μεγάλωσα σε έναν κόσμο γυναικών. Δηλαδή με τη μαμά μου, τις γιαγιάδες μου, τις θείες μου. Η γιαγιά μου από την πλευρά του πατέρα μου ήταν μία αρχόντισσα κυρά, σε ένα χωριό στην Κερύνεια. Έγινε πρόσφυγας το 1974. Έχασε ένα γιο στα 22 του χρόνια. Δεν έβγαλε τα μαύρα ποτέ από πάνω της, αλλά στον προσφυγικό συνοικισμό είχε το φούρνο για να κάνει τα πρόσφορα και το ψωμί, για να κρατήσει όλα αυτά που αντιπροσωπεύαν τον κόσμο της που είχε χάσει. Από την πλευρά της μητέρας μου είχα αυτή τη γιαγιά, την εργάτρια, την πολύ δυναμική, τη σκληρή. Η μαμά μου ήταν ένας πάρα πολύ τρυφερός άνθρωπος, ο οποίος πάντα σκέφτομαι ότι ήταν η γέφυρά μου ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Μεγάλωσα με αυτές τις γυναίκες και ένιωθα πάντα ότι εγώ είμαι ένας φορέας αυτής της φωνής λογοτεχνικά. Ήθελα πολύ να γράψω πώς μιλάνε οι γυναίκες και για τον πόλεμο και για όλα όσα είχαν γίνει.
- Ένιωθες ότι στην «επίσημη» αφήγηση απουσίαζαν οι γυναίκες;
Ναι, σε τόπους σαν τους δικούς μας, σαν την Κύπρο, που το τραύμα είναι τόσο έντονο, υπάρχει πάντα μια γραμμή εθνική, πολιτική, για το πώς πρέπει να είναι τα πράγματα και ένιωθα ότι απουσίαζε η γυναίκα, όχι με την έννοια της ηρωίδας μάνας που υπέφερε κλπ., αλλά για να πει τη δική της εκδοχή των πραγμάτων.
- Ναι, γιατί ο πόλεμος θεωρείται ανδρική υπόθεση.
Ακριβώς. Ο πόλεμος ήταν φυσικά και γυναικεία υπόθεση, διότι οι γυναίκες μένουν πίσω στα χαρακώματα. Ξέρεις, η μητέρα μου έλεγε έτσι με πολύ χιούμορ ότι όταν έγινε ο πόλεμος και επειδή το σπίτι μας ήταν ακριβώς στην πράσινη γραμμή, φιλοξένησε όλους τους συγγενείς του πατέρα μου. Και έλεγε ότι όλη την ημέρα έφτιαχνε χαλούμια για να τους ταΐσει. Η έγνοια της μητέρας μου ήταν πώς θα φροντίσει όλο αυτό το ρημαδιό. Δηλαδή αυτό το χιούμορ στην αντιμετώπιση των πραγμάτων, ένιωθα πώς ήταν ένας μηχανισμός που βοήθησε και τη μάνα μου και όλη την οικογένεια να επιβιώσει. Άρα ήθελα να μιλήσω για το πώς βίωσαν όλα αυτά τα πράγματα οι γυναίκες. Για μένα ήταν πολύ σημαντική αυτή η φωνή.
Εξίσου σημαντική για μένα είναι η ζωή των συνηθισμένων ανθρώπων· με ενδιαφέρει πολύ πώς επηρέασε, τη γιαγιά μου ο πόλεμος – το ότι άνοιξε ο κόσμος κάτω από τα πόδια της και μέχρι να πεθάνει έπεφτε στο χάος, αλλά προσπαθούσε να κρατηθεί από κάπου. Αυτό το είδα σε πάρα πολύ κόσμο· το είδα στις μανάδες των φίλων μου, το είδα παντού στον τραυματισμένο κόσμο της Κύπρου.
Δεν με ενδιαφέρει η επίσημη έννοια της ιστορίας, η ανδρική θεώρηση των πραγμάτων. Αυτή τη λένε άλλοι. Ήθελα να μιλήσω και για το πώς επιβιώσαμε ως γυναίκες. Γέννησα τα παιδιά κι ένιωσα ότι κουβαλούσα ένα τραύμα πάνω στην πλάτη μου το οποίο είμαι αναγκασμένη να τους παραδώσω γιατί έτσι είναι η κατάσταση εδώ. Και σκέφτομαι ότι αυτό που θα παραδώσω πρέπει να είναι διαφορετικό. Δεν πρέπει να είναι το ίδιο τραυματισμένα με μένα.
- Πρέπει να είναι πιο επεξεργασμένο, εννοείς;
Ναι, πιο επεξεργασμένο και πιο αληθινό, πιο ειλικρινές, για να μπορούν να το αποδεχτούν πιο εύκολα. Να μην το κουβαλάνε ως βάρος και ως αρνητικό φορτίο. Με αυτήν την έννοια. Φυσικά το πόσο επιτυχημένοι είμαστε σε αυτό ως κοινωνία φαίνεται -ειρωνικά το λέω-, και από την άνοδο της ακροδεξιάς στην Κύπρο και από την ξενοφοβία και από όλα. Δηλαδή σε αυτό έχουμε αποτύχει. Όμως ο καθένας σε προσωπικό επίπεδο κάνει ό,τι μπορεί.
- Έχεις πάρει πολλά βραβεία και στην Κύπρο και το λέω κυρίως επειδή καθώς θίγεις τόσο ευαίσθητα ζητήματα, θα περίμενε κανείς ότι δεν θα τύγχανες τόσο μεγάλης αποδοχής. Υποθέτω ότι αυτό σε γεμίζει ικανοποίηση.
Συγγραφείς σαν εμένα που γράφουμε πολύ για πολιτικά και ευαίσθητα θέματα, συνήθως μας συζητάνε για τα θέματά μας, όχι για το αν γράφουμε καλή λογοτεχνία. Αυτό βλέπω. Όμως μερικές φορές σκέφτομαι ότι στις παρουσιάσεις θέλω να μου πει και κάποιος πόσο καλά έγραψες αυτό το βιβλίο, πόση προσπάθεια κατέβαλες ως συγγραφέας. Γιατί προσπαθώ σε κάθε βιβλίο να εξελίσσομαι, να βρίσκω και νέες τεχνικές κλπ. Θεωρώ ότι είναι μια αναγνώριση και της όποιας λογοτεχνικής αξίας τα βραβεία, δηλαδή αυτής της προσπάθειας που καταβάλουμε. Αλλά ναι, νομίζω ότι είναι σημαντικό να παίρνεις βραβεία από τον τόπο σου, υπάρχει μια αναγνώριση της προσπάθειας που κάνεις. Αυτού που κάνω εγώ δηλαδή, της γυναικείας φωνής, του ότι στα βιβλία μου υπάρχουν Τουρκοκύπριοι, ότι η πολιτική μου θέση είναι να επανενωθεί ο τόπος μου και να υπάρχει συμφιλίωση· θεωρώ σημαντικό ότι υπάρχει αναγνώριση ως προς αυτό το πεδίο.
Από εκεί και πέρα είχα και επικρίσεις, ειδικά στο δεύτερο βιβλίο μου, όπου η ηρωίδα είναι Τουρκοκύπρια και αναφέρομαι στις διακοινοτικές ταραχές, ένα ευαίσθητο θέμα για την Κύπρο και την ελληνοκυπριακή πλευρά. Κάποιοι με είπαν τουρκόφιλη άλλοι μου έκαναν κριτική γιατί τα βιβλία μου δεν αναμοχλεύουν με τον παλιό τρόπο το τραύμα. Φυσικά, ο καθένας γράφει από την δική του οπτική. Εγώ, επειδή δεν είμαι άμεσο θύμα της κατάστασης, είμαι και πιο ψύχραιμη όταν γράφω για κάποια πράγματα. Έχω την πολυτέλεια να τα δω με άλλον τρόπο.
Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ σημαντικό το ότι αναδεικνύονται νέες και κυρίως γυναικείες φωνές στη σύγχρονη Κυπριακή λογοτεχνία, που βλέπουν το τραύμα μέσα από μια άλλη οπτική. Αυτό δεν μηδενίζει βέβαια την προηγούμενη οπτική. Αλλά πιστεύω ότι η ορατότητα που υπάρχει για την εισβολή σήμερα, μετά τα 50 χρόνια που έχουν περάσει, έχει να κάνει και με την νέα οπτική.
Το Πανεπιστήμιο Κύπρου
- Όλα αυτά που περιγράφεις σε ώθησαν να κάνεις Τουρκικές σπουδές;
Έχω πτυχίο Τουρκικών και Μεσανατολικών σπουδών από το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Είμαι από τις πρώτες απόφοιτες του Πανεπιστήμιου Κύπρου. Ακόμα και η δημιουργία του Πανεπιστήμιου Κύπρου, είχε περάσει από χίλια μύρια κύματα, γιατί είχε να κάνει και με το τι σημαίνει να υπάρχει Κυπριακό Πανεπιστήμιο όταν υπάρχουν ελληνικά πανεπιστήμια και το πώς διαμορφώνεται, τέλος πάντων, ο κόσμος που σπουδάζει σε αυτό. Σπούδασα σε ένα κλάδο μέσω του οποίου ήρθα για πρώτη επαφή με Τουρκοκύπριους, τους οποίους δεν είχα δει ποτέ επί 18 χρόνια. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα ότι είχα πολύ σπουδαίους καθηγητές οι οποίοι μου έδωσαν μια άλλη οπτική στα πράγματα, ότι μπορούσα να διαβάζω στα τουρκικά και να έχω πρόσβαση σε πηγές που μπορεί να μην είναι σύμφωνες με κάποια εθνικά θέματα που θεωρούσα σωστά ως τότε. Μπόρεσα να κρίνω καλύτερα τα πράγματα.
- Πρέπει να ήταν πολύτιμο και για τα βιβλία σου. Να σε βοήθησε να αποκτήσεις μια πιο αντικειμενική θεώρηση των καταστάσεων.
Γενικά, η γνώση πάντα είναι μια πύλη που ανοίγει το μυαλό σου σε άλλα πράγματα. Ήταν πολύ σημαντικό το γεγονός ότι σπούδασα και στο Πανεπιστήμιο αλλά και στις Τουρκικές σπουδές. Θεωρώ ότι αυτό με καθόρισε πάρα πολύ και ως άνθρωπο και ως συγγραφέα.
- Έχεις επισκεφθεί την τουρκοκυπριακή πλευρά;
Αυτό είναι, ξέρεις, ένα θέμα δύσκολο. Όταν περνάμε τα οδοφράγματα, αναγκαζόμαστε να δείξουμε κάποια στοιχεία ταυτότητας κλπ. Για μένα ήταν πολύ σημαντικό να δείξω στα παιδιά μου το υπόλοιπο μέρος της Κύπρου που θεωρώ ότι είναι πατρίδα μου. Να πάμε στο χωριό του πατέρα μου, αν και το σπίτι της γιαγιάς δεν υπάρχει πια, αλλά να δούμε ότι εδώ είναι ο χώρος που μεγάλωσε ο παππούς. Ο πατέρας μου δεν θέλει να πάει στο χωριό του. Πέρσι είχαμε πάει διακοπές στην Κρήτη με τα παιδιά, και οδηγούσαμε από τα Χανιά στο Ηράκλειο και τους έλεγα, έτσι θα μπορούσε να ήταν η Κύπρος. Δηλαδή να πηγαίνεις από τη μία πλευρά στην άλλη. Το να μπορείς να δεις όλο τον τόπο είναι σημαντικό για να αισθάνεσαι την ολότητα της πατρίδας σου. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα, ειδικά για τα παιδιά μου να το νιώσουν αυτό.
Το γράψιμο είναι σαν τον θηλασμό
Η καθημερινή δουλειά μου είναι πολύ απαιτητική. Δηλαδή, δεν υπάρχει περιθώριο σε μία κανονική εργάσιμη μέρα, οπότε γράφω κυρίως τα Σαββατοκύριακα. Δουλεύω πολύ στο μυαλό μου μία ιδέα. Όταν πηγαίνω τα παιδιά σε δραστηριότητες και περιμένω, ακόμα και όταν ψωνίζω στο σούπερ μάρκετ. Όταν έχω λίγο ελεύθερο χρόνο, επεξεργάζομαι τις ιδέες στο μυαλό μου. Δηλαδή, σκέφτομαι πάντα ότι το 50% της δουλειάς μου γίνεται μέσα στο μυαλό μου. Και έχω μαζί μου σημειωματάρια πάντα, όπου καταγράφω τις σκέψεις μου και επανέρχομαι αργότερα όταν κάνω την έρευνά μου. Για την Κεφαλή, ανάτρεξα πολύ στις εφημερίδες της εποχής, σε βιβλία που γράφτηκαν, ειδικά από παλιούς μεταλλωρύχους.
Συνήθως γράφω Σάββατο απόγευμα, σε ένα μικρό καφέ εδώ στη Λευκωσία. Δεν μου αρέσει να είμαι σπίτι μόνη μου να γράφω. Μου αρέσει «ο λευκός θόρυβος». Είμαι πολύ κοινωνική, γενικά. Δεν μπορώ να είμαι μόνη μου σε ένα άδειο σπίτι να γράφω. Έτσι, έχω εκεί ένα τραπεζάκι. Με ξέρουν κιόλας. Πηγαίνω, παίρνω τα βιβλία μου, απλώνω τα πάντα και γράφω. Αφιερώνω, τρεις-τέσσερις ώρες όταν γράφω ένα βιβλίο. Έχω την ικανότητα, όταν πρέπει, να είμαι πάρα πολύ συγκεντρωμένη και αποδοτική.
Ξέρεις, παρομοιάζω το γράψιμο με το θηλασμό. Εγώ θήλασα δίδυμα· πέρασα μια μάχη με το θηλασμό και αυτό που θυμάμαι από τότε είναι ότι κάθε σταγόνα γάλακτος ήταν πολύτιμη. Δεν μπορούσε να πάει χαμένη. Και τώρα, κάθε λέξη είναι πολύτιμη.
Who is who: Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε στη Λευκωσία. Είναι απόφοιτος του Τµήµατος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστηµίου Κύπρου και κάτοχος µεταπτυχιακού στην ιστορία της Μέσης Ανατολής από το Πανεπιστήµιο του Μάντσεστερ. Εργάζεται στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δηµοκρατίας. Το µυθιστόρηµά της «Η Αϊσέ πάει διακοπές» (Εκδόσεις Πατάκη, 2015) βραβεύτηκε µε το Athens Prize for Literature και ήταν στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Κύπρου και Ελλάδας· οι «Φωνές από χώµα» (Εκδόσεις Πατάκη, 2017) ήταν στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Κύπρου και Ελλάδας. Η νουβέλα της «Πικρία χώρα» (Εκδόσεις Πατάκη, 2019) ήταν στη βραχεία λίστα του περιοδικού Ο Αναγνώστης, στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Ελλάδας, βραβεύτηκε µε το Κρατικό Βραβείο Κύπρου στην κατηγορία Διήγηµα/Νουβέλα και ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας 2021. Το «Brandy Sour» (Εκδόσεις Πατάκη, 2022) βραβεύτηκε µε το Κρατικό Βραβείο Κύπρου στην κατηγορία Μυθιστόρηµα, ενώ κυκλοφόρησε στα αγγλικά (Foundry Editions, Ιούνιος 2023) και είναι υπό έκδοση στα γαλλικά (Editions Heloise d’Ormesson). Το πιο πρόσφατο έργο της που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη είναι το μυθιστόρημα «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ» (2025). Αναδείχθηκε νικήτρια του λογοτεχνικού Βραβείου της Κοινοπολιτείας 2019 της περιφέρειας Ευρώπης και Καναδά, αλλά και παγκόσµια νικήτρια του διαγωνισµού για το διήγηµά της «Έθιµα θανάτου» που αποτελεί µέρος της Πικρίας χώρας. Έχει επίσης γράψει το παιδικό βιβλίο «Η κουβέρτα του Τζον» (Τελεία, 2024), καθώς και θεατρικά έργα για ανεξάρτητες σκηνές και τον Θεατρικό Οργανισµό Κύπρου. Έχει συµµετάσχει σε ανθολογίες διηγηµάτων στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Διηγήµατά της έχουν µεταφραστεί στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα ιαπωνικά, στα σέρβικα, στα δανέζικα και στα ιταλικά.
Κωνσταντία Σωτηρίου, Η κεφαλή του Τσατσγουέρθ, Πατάκης