της Κατερίνας Σχινά
Ο Χένρι Τζέιμς έγραψε κάποτε πως ένα από τα επακόλουθα του θανάτου είναι ότι «λειαίνει τις πτυχές» του ανθρώπου που γνωρίσαμε: «Η μορφή που περιέχεται στη μνήμη έχει συμπιεστεί και ενταθεί· τα περιστασιακά γνωρίσματα έχουν χαθεί και οι αποχρώσεις έχουν πάψει να βαραίνουν· τώρα αντιπροσωπεύει, με σαφήνεια, μερικά βαθιά εκτιμημένα και αγαπημένα στοιχεία, και όχι ένα νεφελώδες σμήνος πιθανοτήτων», γράφει. Τα λόγια του ήρθαν στον νου μου ενόσω διάβαζα το βιβλίο του Νίκου Δαββέτα Η Δεσμοφύλακας, ίσως επειδή αισθανόμουν ότι παρακολουθούσα μια αντίστροφη διαδικασία: ένα εγχείρημα σχεδόν ανασκαφικό, που παραμερίζοντας τις επιχωματώσεις του χρόνου και τα αποσαθρωμένα από μια διαβρωτική ασθένεια υλικά, επιχειρούσε να αποδώσει στο πρόσωπο που βρίσκεται στο επίκεντρο της νουβέλας του τις αποχρώσεις που το καθιστούσαν μοναδικό, να ανασυνθέσει περιστατικά και λεπτομέρειες σ’ ένα ευανάγνωστο σύνολο, να εκτιμήσει τα παραγνωρισμένα του στοιχεία. Να τονίσει τις πτυχές του. Να ανασυγκροτήσει το πρόσωπο της μητέρας – γιατί αυτή είναι η «Δεσμοφύλακας» του τίτλου – πρόσωπο πάντοτε φευγαλέο, κατ’ ουσίαν ανεξιχνίαστο, που τώρα πια οδεύει σταδιακά προς την εξάλειψη του εαυτού. Ισορροπώντας επιδέξια μεταξύ βιογραφίας, αυτοβιογραφίας και επινόησης, ο συγγραφέας, συναξαριστής, φροντιστής, ημεροσκόπος της πάσχουσας από Αλτσχάιμερ μητέρας του, σημειώνει, με την ακρίβεια χρονικογράφου, τα στάδια της καταβύθισης, τις ιστορίες που αναδύονται μέσα από τις παρεκκλίσεις της φθίνουσας μνήμης και τις ποιητικές αποστροφές ενός μυαλού σε αποδρομή, ενώ ταυτόχρονα επανεπισκέπτεται τη ζωή με τη μητέρα, αναμοχλεύοντας παιδικές απορίες και τραύματα, εφηβικές εξεγέρσεις και ώριμες αντινομίες. Και απ’ αυτές τις διάσπαρτες σημειώσεις θα αρμολογήσει μια λιτή, δίχως ίχνος αισθηματολογίας, αφήγηση, διανθισμένη από τις μικροϊστορίες γυναικών που συνάντησε η μητέρα στις φυλακές όπου εργάστηκε πολλά χρόνια ως δεσμοφύλακας.
Η μνημονική συγκομιδή είναι γριφώδης διαδικασία. Πριν υποβληθεί στην ανάκριση και τον έλεγχο του συγγραφέα, η μνήμη είναι ένας αχανής τόπος, γεμάτος θραύσματα, θολά περιγράμματα, ασυνέχειες, ανακολουθίες· μια ζώνη χαμηλής συχνότητας, όπου ο βόμβος του παρελθόντος ακούγεται γεμάτος παράσιτα. Αλλά ο Δαββέτας καταφέρνει να αποσπάσει έναρθρο λόγο από αυτόν τον βόμβο. Περιπλανιέται στη μνημονική ενδοχώρα οδηγημένος από τις μητρικές μπερδεμένες αναπολήσεις ή κινήσεις που αναπαράγουν μοτίβα του παρελθόντος, κενωμένα μεν από το νόημά τους αλλά με συγκλονιστική ανακλητική δύναμη, και από αυτόν τον αχανή τόπο επιλέγει ό,τι αναγνωρίζει ως αποϋλωμένο χαρακτηριστικό του παροντικού του εγώ και συνενώνει τα θραύσματα. Μπροστά στη λευκή σελίδα πια, θα αρμαθιάσει τα διάσπαρτα στοιχεία και θα ανασημασιοδοτήσει τα συντελεσμένα συμβάντα, για να μιλήσει, μέσα από την ιστορία της μητέρας του, και για τον εαυτό του. Καθώς θα βλέπει τη ζωή της να ξεφτίζει και να λιγοστεύει, καθώς θα καταγίνεται με τα πρακτικά ζητήματα της καθημερινότητάς της – επισκέψεις σε γιατρούς, φάρμακα, φροντίστριες, γραφειοκρατικές διατυπώσεις κάθε είδους – θα ξετυλίγει και το νήμα της δικής του ζωής. «Ώστε αυτό ήταν;» θα αναρωτηθεί μαζί της. «Αυτό είναι;» Λίγες στιγμές θησαυρισμένες από το φαινομενικά αχανές – αλλά τελικά, το πολύ περιορισμένο – του χρόνου, «λίγες ώρες πραγματικά βιωμένες από την αρχή της συνειδητής ζωής σου», όπως γράφει ο Δαββέτας διατυπώνοντας, σε ταυτοφωνία με τη μητέρα του, το σπαρακτικό ερώτημα, που θα μπορούσε να το θέσει ο καθένας μας : «Ώστε δεν έχει άλλο; Δεν έχει έναν συνταρακτικό έρωτα; Δεν έχει το φιλί, το κορμί, τη σαγήνη, την προδοσία; Δεν έχει το ταξίδι στα Κύθηρα;»
Διάβασα τη «Δεσμοφύλακα», σαν ένα στοχασμό για το τέλος των πραγμάτων, το τέλος του χρόνου, τη συρρίκνωση της ζωής. Σαν ένα ζωντάνεμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε ο αφηγητής, παιδί που ντρεπόταν να ομολογήσει τη δουλειά της μητέρας του, παιδί που προσπαθούσε να ξεφύγει από το δίχως χαρά σπίτι, παιδί που οι επιθυμίες του ξεφούσκωναν στο κενό, αφού ποτέ δεν εκπληρώνονταν όπως τις ήθελε, ίσως γιατί η εντεταλμένη να τις πραγματοποιήσει μητέρα, ποτέ δεν τον είδε στ’ αλήθεια, ποτέ δεν τον κατάλαβε, ίσως ούτε τον αποδέχτηκε. Κι όμως, έστω κι αν δεν διάβασε ποτέ, ούτε καν ξεφύλλισε, κανένα από τα βιβλία που έγραψε ο γιός της στην ενήλικη ζωή του, έστω κι αν δεν θέλησε, ή δεν μπόρεσε, να παρακολουθήσει την εξέλιξή του, τον κράτησε κοντά της προστατεύοντάς τον από την ορφάνια αρνούμενη να τον εμπιστευτεί σε κάποιο ίδρυμα όπως την παραινούσαν οι οικείοι της, τον έμαθε να περπατάει «χωρίς τα ορθοπεδικά ελάσματα να πληγώνουν το εκ γενετής προβληματικό πέλμα», να κάνει ποδήλατο χωρίς να χάνει την ισορροπία του «ανασηκώνοντας κρυφά τις δυο μικρές βοηθητικές ρόδες», να «κολυμπάει στα βαθιά ξεφουσκώνοντας κάθε μέρα κι από λίγο το σωσίβιό του». Και τώρα, που σιγά σιγά αποχωρεί, του μαθαίνει τα οδόσημα αυτής της διάβασης.
Παιδί μοναχικό που αναμηρύκαζε τις λύπες του με χάρτινη συντροφιά (χωρίς πολλά βιβλία, διαβάζει και ξαναδιαβάζει τα ίδια μυθιστορήματα, δέκα φορές τα «Άγουρα χρόνια», τουλάχιστον οκτώ τα «Σταφύλια της οργής»), ο αφηγητής –ίδιος και ταυτόχρονα άλλος από τον συγγραφέα– θα φτάσει στην ενηλικότητα μέσα από ματαιώσεις και διαψεύσεις. Μέσα από παράξενες συναντήσεις στις φυλακές, όπου τον παίρνει τα σαββατοκύριακα η μητέρα του, μέσα από τις σκληρές ιστορίες έγκλειστων γυναικών που ξετυλίγονται μέσα στο σωφρονιστικό ίδρυμα αλλά κι έξω απ’ αυτό, στις σπάνιες επισκέψεις πρώην κρατουμένων στο σπίτι τους, μέσα από τις αφηγήσεις της μητέρας ή τις ανακαλύψεις που κάνει ίδιος, σκαλίζοντας τα χαρτιά της. Ποια ήταν, λοιπόν αυτή η γυναίκα, ποιος ο πυρήνας της ταυτότητάς της, πώς μπορεί να ξεδιαλύνει το αίνιγμα της ετερότητάς της; Στη διασταύρωση γλώσσας και γεγονότων, πασχίζει να αποκαλύψει την αλήθεια που υφίσταται κάπου στο παρελθόν και που διαφεύγει, καθώς διαφεύγει, χάνεται, παρεκκλίνει και η μνήμη της μητέρας του.
Αυτό που θα ανακαλύψει, ωστόσο, ζώντας τόσο κοντά με τη μητέρα του στο τέλος της ζωής της, είναι ότι ενώ ως τότε πίστευε πως ήταν διαμετρικά αντίθετος, ή μάλλον αταίριαστος μαζί της, έχει πολλά κοινά μ’ αυτήν. Δεν τους συνδέουν μόνο τα εξωτερικά γνωρίσματα, ελιές και δυσχρωμίες στο δέρμα, το ίδιο ευαίσθητο στομάχι, το ίδιο ευερέθιστο έντερο, αλλά και η κοινή συνθήκη μέσα στην οποία έζησαν, οι εναλλάξιμες θέσεις τους, το τοπίο και ο ορίζοντας της ζωής τους. Με δυο λόγια, ο εγκλεισμός. Η μητέρα, δεσμοφύλακας που γίνεται κρατούμενη στην ίδια τη φυλακή που επιτηρεί και διευθύνει· νεαρή χήρα που ετεροπροσδιορίζεται από τις επιταγές τις οποίες προτάσσουν και επιβάλλουν οι άλλοι, ως σύμφυτες με τη συνθήκη της χηρείας της και της μητρότητας· ανελεύθερη, παρά τις παροδικές (και τόσο σύντομες) αποδράσεις της. Και ο γιος, δέσμιος μιας ασφυκτικής οικογενειακής κατάστασης από παιδί, τιμωρημένος σ’ έναν άνυδρο τόπο συναισθηματικής ξηρασίας, απών από τη ζωή της μητέρας του στον ενήλικο βίο του, στην πραγματικότητα ωστόσο παρών – αφού εκείνη παραμένει μέσα του επιτακτικά παρούσα, αφού όσα έχει βιώσει δεν αλλάζουν, κι όσα περιμένει χρωματίζονται από τη δική της διαδρομή. «Και το μυαλό μου άραγε θα έχει τη μοίρα του μυαλού της; … Δεν θα αναγνωρίζω κι εγώ στο μέλλον τον γιο μου, τους συγγραφείς που αγάπησα, τα βιβλία που έγραψα;» αναρωτιέται κάποια στιγμή. Αυτή η εναλλαξιμότητα των ρόλων – δεσμοφύλακας και δέσμιος, πότε ο ένας πότε ο άλλος –, είναι και ο σκληρός, σπαρακτικός πυρήνας του βιβλίου. Και το ριζικά προσωπικό αίσθημα της απώλειας, που, δεν αποκτά ποτέ τα χαρακτηριστικά μιας λύτρωσης στο βιβλίο του Νίκου Δαββέτα, είναι ο κινητήρας της, εξαιρετικά δραστικής, μετουσίωσης του ιδιωτικού σε καθολικό, του βιώματος σε μυθοπλασία.
Νίκος Δαββέτας, Η δεσμοφύλακας, Πατάκης
![]()

























