50 χρόνια Πολυτεχνείο (6): Αποκλίνουσες διαδρομές. Η μνήμη της εξέγερσης μέσα από τις μαρτυρίες (του Πολυμέρη Βόγλη)

0
197

 

του Πολυμέρη Βόγλη (*)

 

Οι προσωπικές αφηγήσεις για την εξέγερση του Πολυτεχνείου θα μπορούσαν να χωριστούν σε δυο περιόδους: η πρώτη περίοδος αφορά τα χρόνια από το 1974 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και η δεύτερη περίοδος τη δεκαετία του 1990 μέχρι και την αυγή της νέας χιλιετίας. Στην πρώτη περίοδο οι αφηγήσεις οι στενά συνδεδεμένες και επικαθορίζονται από τις συγκεκριμένες, διακριτές πολιτικές ταυτότητες των πρωταγωνιστών. Στη δεύτερη περίοδο, οι πρωταγωνιστές λειτουργούν περισσότερο ως «κοινότητα μνήμης» και στόχος τους είναι να διατηρήσουν ζωντανή τη μνήμη και το «νόημα» της εξέγερσης στο παρόν. Από την άλλη πλευρά, αυτό που είναι κοινό και στις δύο περιόδους είναι ότι οι αφηγήσεις για το γεγονός επισκιάζουν την υποκειμενικότητα των αφηγητών. Το υλικό προέρχεται από συνεντεύξεις, αφηγήσεις και κείμενα ανθρώπων που συμμετείχαν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και δημοσιεύθηκαν στον Τύπο από το 1974 έως το 2003.

Η πρώτη περίοδος από το 1974 έως τα τέλη δεκαετίας 1980 είναι και η πλουσιότερη από πλευράς όγκου αφηγήσεων. Στις συνεντεύξεις και κείμενα που δημοσιεύονται στον Τύπο, οι πρωταγωνιστές δεν μιλούν τόσο ως μάρτυρες των γεγονότων του 1973 αλλά περισσότερο ως εκπρόσωποι των κομμάτων της Αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ. Δεν καταθέτουν τις προσωπικές αναμνήσεις τους αλλά την πολιτική ανάλυση, η οποία να δικαιώνει τη γραμμή των δικών τους οργανώσεων έναντι των άλλων, και αναλαμβάνουν να προσδιορίσουν το «νόημα» του Πολυτεχνείου απέναντι σε προσπάθειες «διαστρέβλωσής» του. Η συζήτηση για το νόημα του Πολυτεχνείου, όπως γενικότερα για το νόημα κάθε επετείου, είναι ιστορικά προσδιορισμένη, και από αυτήν την σκοπιά «τομή» μπορεί να θεωρηθεί το 1981. Λίγες εβδομάδες μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981, ο Κ. Λαλιώτης σε συνέντευξή του (Ελευθεροτυπία, 13/11/1981) τις ημέρες του εορτασμού της επετείου διαπίστωνε ότι «ο αγώνας του Πολυτεχνείου άρχισε να δικαιώνεται». Σε αυτή τη νέα πολιτική πραγματικότητα μετά το 1981, η δημόσια συζήτηση θα αφορούσε το εάν «το Πολυτεχνείο δικαιώθηκε» ή εάν «ο αγώνας συνεχίζεται». Στον αντίποδα της λογικής ότι το Πολυτεχνείο δικαιώθηκε, κινήθηκαν άλλοι αντιδικτατορικοί αγωνιστές, οι οποίοι παρέμεναν ενεργοί στο χώρο της Αριστεράς και επεδίωξαν να υπογραμμίσουν τον ρόλο των παράνομων οργανώσεων το 1973. Επίσης, απέναντι σε μια λογική που παρουσίαζε το Πολυτεχνείο ως μια αυθόρμητη κινητοποίηση των φοιτητών, η Αριστερά μέσα από τη φωνή των πρωταγωνιστών της επεδίωξε να αναδείξει το ρόλο των πολιτικών οργανώσεων στην οργάνωση της εξέγερσης.

Στη δεκαετία του 1990, οι αφηγήσεις αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά το «εμείς» μέσα από μια οπτική απολογισμού και αυτοκριτικής, ενώ οι «άλλοι» (η χούντα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι προβοκάτορες, κ.α.) έχουν εξοβελιστεί. Το 1993 σε μια συζήτηση που οργάνωσε η Ελευθεροτυπία ο Κ. Λαλιώτης υποστήριξε ότι «Το Πολυτεχνείο είναι ένα γεγονός, μια πραγματικότητα, είναι κι ένας μύθος. Αυτό που έχει κυριαρχήσει είναι ο μύθος. Τον μύθο αυτό τον είχε συνολικά ανάγκη η ελληνική κοινωνία για να καλύψει τις ενοχές της επειδή πολύ λίγο αντιστάθηκε, περισσότερο συμβιβάστηκε με τη χούντα». Αυτή η διαπίστωση ερχόταν να διαψεύσει την αντίληψη που πρόσωπα, κόμματα και οργανώσεις είχαν επίμονα καλλιεργήσει μετά το 1973: ότι δηλαδή ο λαός αγωνίστηκε κατά της χούντας και η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν η κορύφωση αυτού του αγώνα. Στην ίδια συνέντευξη η αποστασιοποίηση από τα ιδεολογικά ερμηνευτικά σχήματα και τις μονολιθικές κατηγορίες του παρελθόντος φαίνεται στην αφήγηση του Α. Αλαβάνου, ο οποίος από την εξέγερση του Πολυτεχνείου θα κρατούσε, όπως λέει, «τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη κι επίσης τον αντικομφορμισμό και μια κάποια ανορθολογικότητα».

Η κρίση των πολιτικών ταυτοτήτων, οδηγεί τους αντιδικτατορικούς αγωνιστές να ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο με τη μνήμη του Πολυτεχνείου. Το 1994 ο Δ. Παπαχρήστος προσκεκλημένος να μιλήσει για την επέτειο του Πολυτεχνείου στους μαθητές στο 1ο Λύκειο Χαϊδαρίου είπε ότι «μνήμη είναι η ίδια μας η ύπαρξη. Μπορεί να γεννήσει ελπίδες. Είναι η μόνη που αντιστέκεται σε κάθε μορφή εξουσίας. Αν οι γιορτές δεν καλλιεργούν αυτή τη μνήμη δεν έχουν καμία ουσία». (Ελευθεροτυπία, 17/11/1994). Ο ρόλος των αγωνιστών του Πολυτεχνείου από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα είναι να διεκδικούν και να υπερασπίζονται τη μνήμη ενός σημαντικού ιστορικού γεγονότος. Ωστόσο ως ιστορικοί γνωρίζουμε ότι η μνήμη δεν είναι δεδομένη και ότι η αφήγηση για το παρελθόν καθορίζεται από παρόν. Ή, για το θέσω διαφορετικά, το παρόν κυριαρχεί και επικαθορίζει τον τρόπο προσέγγισης του παρελθόντος. Έτσι, για παράδειγμα, τον Νοέμβριο 2002, η εφημερίδα Έθνος κάλεσε τους αγωνιστές του 1973 να γράψουν σύντομα κείμενα για την εξέγερση. Σχεδόν όλοι στα κείμενά τους συνέδεσαν την επέτειο με το φαινόμενο της τρομοκρατίας, και εκθείασαν την εξέγερση με την ίδια θέρμη που καταδίκασαν την τρομοκρατία. Για να το εξηγήσει κανείς πρέπει να λάβει υπόψη του τη συγκυρία, δηλαδή τη σύλληψη των μελών της οργάνωσης 17 Νοέμβρη το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς. Στα κείμενα είναι πολύ προφανής ηπροσπάθεια τους να διαφυλάξουν τη μνήμη του Πολυτεχνείου από τις αρνητικές συνδηλώσεις που δημιουργούσε η ονομασία μιας οργάνωσης που είχε ταυτιστεί με την τρομοκρατία.

Οι αφηγήσεις στο πέρασμα των δεκαετιών αλλάζουν γιατί, όπως γνωρίζουν οι ιστορικοί, ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε το παρελθόν εξαρτάται από το παρόν. Οι αφηγήσεις την πρώτη περίοδο επικαθορίζονται από τις πολιτικές ταυτότητες των αγωνιστών, ενώ από τη δεκαετία του 1990 οι αφηγήσεις δείχνουν ότι οι πρώην εξεγερμένοι γίνονται σταδιακά μια «κοινότητα μνήμης». Καθώς οι πολιτικές ταυτότητες της Μεταπολίτευσης, οι οποίες που είχαν ως καταστατικά στοιχεία αφενός το Πολυτεχνείο και αφετέρου την Αντίσταση, αποδυναμώνονταν, η μνήμη αποκτούσε μεγαλύτερη βαρύτητα. Με το πέρασμα των δεκαετιών αυτό που ενδιαφέρει τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες της εξέγερσης πλέον δεν είναι να αποδείξουν ποιος εκπροσωπεί καλύτερα το «πνεύμα» του Πολυτεχνείου αλλά να διαφυλάξουν τη μνήμη της εξέγερσης από τον αναθεωρητισμό και τη λήθη.

 

 

(*)  Ο Πολυμέρης Βόγλης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Το κείμενο αυτό είναι η ανακοίνωσή του στο συνέδριο «Το Πολυτεχνείο ως Δημόσια Ιστορία: Οι χρήσεις, οι προσλήψεις, οι αναπαραστάσεις (1974-2023)», που διοργανώθηκε από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, 2-4 Νοεμβρίου 2023, και αναδημοσιεύεται από το περιοδικό της Βουλής Επί του… περιστυλίου!, τχ. 67, 14 Νοεμβρίου 2023.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤο Πολυτεχνείο ως Δημόσια Ιστορία:
Επόμενο άρθρο2η Πανελλήνια Διαλεσχική Συνάντηση (2-3 Δεκεμβρίου , Αθήνα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ