
γράφει ο Αλέξανδρος Πλατανιώτης
Δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας κι ούτε επιθυμώ να γίνω. Υπάρχουν άνθρωποι πολύ πιο άξιοι από εμένα γι’ αυτόν τον ρόλο. Γράφω εδώ ως απλός αναγνώστης που αγάπησε πολύ και θαύμασε ένα ποιητικό έργο, το Πράσινος ουρανός, μπλε χορτάρι του Σταύρου Ζαφειρίου, και θέλει να δώσει νόημα στην ανάγνωσή του, το οποίο ίσως καταφέρει να συμβάλει στον διάλογο για το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά και για την ποίηση ευρύτερα. Η γνώμη μου είναι ότι πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ως προς την ουσία του, αλλά και την τεχνική του, ως προς το «τι» και το «πώς» που το οργανώνουν.
Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση που έχει καταφέρει να ενσωματώσει και τα τρία γένη της ποίησης: τη δραματική εκφορά, την επική οπτική και τη λυρική ευαισθησία (την τελευταία κυρίως στο τρίτο μέρος της σύνθεσης). Σημειώνω, ότι με τη χρήση του όρου «επική οπτική» (ή «επικό βλέμμα» καλύτερα), εννοώ την οικουμενικότητα που περιέχει στον πυρήνα του το έργο, το ιστορικό και αρχαϊκό του άνυσμα, τον τρόπο με τον οποίο θεωρεί τον τόπο και τον χρόνο. Η πετυχημένη σύνθεση των τριών γενών της ποίησης σε ένα ποιητικό έργο είναι άθλος. Κι ο Ζαφειρίου κατακτά αυτό το ύψος όχι μέσω της θεωρίας, όχι με μια ακαδημαϊκή μανιέρα, αλλά με γνησιότητα και βίωμα. Η δραματική ποίηση είναι η υψηλότερη κατά τον Έλιοτ. Πόσο μάλλον εκείνη που κατακτά και τους τρεις τρόπους/γένη.
Υπάρχει, όμως, κατ’ εμέ κ’ ένας ακόμη λόγος που καθιστά την ποίηση του Σ.Ζ. σημαντική: η ηθική της υπόσταση. Ο Ζαφειρίου στοχάζεται πάνω σε προβλήματα ηθικής, δημιουργεί τον δικό του μύθο (και δεν υφίσταται μύθος δίχως διδαχή), αποκτώντας έτσι και μια παιδαγωγική διάσταση πέρα από την αισθητική. Δίχως ρητορισμούς και κηρύγματα, καταφέρνει ν’ αφήσει πίσω του μια διδαχή, που διαπλάθει το πνεύμα του αναγνώστη, του κληροδοτεί μια πυξίδα, μια ταυτότητα. Κι αυτό για μένα είναι γνώρισμα των σημαντικών ποιητών, εκείνων που ενδιαφέρθηκαν περισσότερο για το «τι λες» από το «πώς το λες», αυτών που έδωσαν προτεραιότητα στο περιεχόμενο κι όχι στο κυνήγι της πρωτοτυπίας, που συχνά αλλοιώνει τον σκοπό της ποίησης· των ποιητών που γράφουν με αίσθηση του χρέους που έχουν απέναντι στον αναγνώστη, που συνειδητοποιούν πλήρως τη διάσταση και τη σημασία του δημόσιου καλλιτεχνικού λόγου. Στην αρχαία Αθήνα το δράμα είχε αυτόν τον παιδαγωγικό χαρακτήρα. Στις μέρες μας είναι ελάχιστα τα παραδείγματα τέτοιας ποίησης.
Όπως έχει ήδη γραφτεί, το Πράσινος ουρανός, μπλε χορτάρι χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες: α) «Ο Πιερρότος που κοιτούσε το φεγγάρι», β) «Οδός Αλχημιστών», γ) «Εικόνες από μια Έκθεση», δ) «Συνομιλίες» (η οποία αποτελείται από τις σημειώσεις του ποιητή). Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθώ με τις τρεις πρώτες ενότητες.
Στην πρώτη ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο χρόνος και ο τόπος: «Πληθαίνει μέσα μου εκείνο το πουλί που ομολογεί τον χρόνο» και «Τι κάνω τάχα εδώ;» Η επιστροφή του Ζαφειρίου σε αυτές τις δύο έννοιες μέσα στην πρώτη ενότητα, αλλά και στις επόμενες, πρέπει να μας υποψιάσει: πού βρισκόμαστε; Πότε; Λόγω του παραθέματος που προτάσσεται της ενότητας, κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει ως τόπο τη Μακρόνησο και χρόνο τα γεγονότα που την περιβάλλουν. Διαβάζοντας κανείς, όμως, τους στίχους, διακρίνει ότι ο Πιερρότος απέχει. Μοιάζει μ’ έναν παρατηρητή που έχει διαβεί το όριο της Ιστορίας για να την ελέγξει. Αλλού πάλι, φράσεις όπως «στα ζύγια της μακάριας γης», «πόση θυσία υπάρχει στη θυσία; Πόση απώλεια; Πόσος θεός μες στον θεό/ που λέει τη ζωή στον θάνατό του» σε συνδυασμό με τη δυστοπική ατμόσφαιρα της ενότητας, μάλλον μας τοποθετούν στον τόπο και τον χρόνο της Κρίσης. Ο Πιερρότος, αυτός ο απλοϊκός και αφελής υπηρέτης, γίνεται μάρτυρας της κρίσης της Ιστορίας: «Ξεύρεις τι είναι ήττα αγοράκι; Τι είναι η ήττα –η ήττα σου;» ρωτά επιτακτικά μια φωνή. Αλλού: «πόση ζωή υπάρχει στη ζωή;». Υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα, αλλά σταματάω εδώ, γιατί θέλω απλώς να δείξω ότι όλα τοποθετούνται σε μια εννοιολογική κλίμακα μέτρησης, όπως θα γινόταν σε μια δίκη. Αυτός που δικάζεται, φαίνεται πως είναι ο άνθρωπος, αλλά και ο ίδιος ο Πιερρότος, που ως σύψυχος αισθάνεται την ενοχή: «Συνένοχος. Σε ποια ενοχή;» Η ενοχή διαπνέει όλη την ποιητική σύνθεση του Ζαφειρίου, τη σφραγίζει με το ματωμένο βουλοκέρι της. Μια ενοχή που μοιάζει αρχαϊκή, κληροδοτημένη από ένα παρελθόν που έχει βυθιστεί πια στη λήθη, μια ενοχή που δεν έχει όνομα, αλλά τιμωρείται. Η βαρβαρότητα που αποπνέει η πρώτη ενότητα (και οι υπόλοιπες), ίσως υποδεικνύει ότι η ενοχή αυτή (που συνδέεται στο βιβλίο με την ήττα) είναι η συνέπεια της έκπτωσης του ανθρώπου, που δεν έχει ως μέτρο πια τον Θεό, αλλά το Ζώο, που παλεύει με Αυτό, όπως ο Ιακώβ με τον άγγελο. Κι αυτή η βεβήλωση της ιερότητας του ανθρώπου χρειάζεται ένα σφάγιο για τον καθαρμό της, μια θυσία που αποδίδεται στον τρίτο: «ποιος είναι ο τρίτος, ο φτενός,/ εκείνος που του μέλλεται να ζαλωθεί το κρίμα;» Σύμφωνα με τις σημειώσεις του Ζαφειρίου, ο τρίτος είναι ένας χαρακτήρας που εμφανίζεται και στην Έρημη Χώρα και στην Κ.Δ. και τείνει να ταυτιστεί με τον Ιησού: για άλλη μια φορά η ανθρωπότητα, στο έργο του Ζαφειρίου, χρειάζεται κάποιον που θα «ζαλωθεί το κρίμα».
Μια άλλη σημαντική έννοια στο βιβλίο είναι αυτή της επιθυμίας. Ο Πιερρότος λέει: «ζητώ· κι ό,τι ζητώ είναι αυτό που δεν μού δίνεται·/ κι ό,τι μού δίνεται μού είναι το δοσμένο:/ ίσκιοι παλιοί που αποσώνουν τη θητεία τους,/ πίστη σπαταλημένη σε αποτάξεις του κακού./ Πίστη ζητώ·». Πίστη σε έναν Θεό ή στον άνθρωπο, που έχει ηττηθεί στην πάλη με το Ζώο; Η πορεία του Πιερρότου (αν και παρουσιάζεται στατικός σωματικά, αμήχανος, πορεύεται, ωστόσο, πνευματικά, ακολουθώντας τα χνάρια της Ιστορίας) μοιάζει με μια νέκυια, μια κάθοδο παρόμοια όχι τόσο με εκείνη του Οδυσσέα, όσο με την περίφημη κάθοδο του Δάντη στην Κόλαση. Μόνο που ο κόσμος των νεκρών δεν είναι έτερος της πραγματικότητας που ζει ο Πιερρότος. Έτσι ο «κάτω κόσμος» γίνεται ένας καθρέφτης του παρόντος. Άλλωστε, το καθρέφτισμα ενυπάρχει και στον τίτλο της ποιητικής σύνθεσης: Πράσινος ουρανός, μπλε χορτάρι. Εδώ δεν πρόκειται απλώς για την ελευθερία του ζωγράφου, αλλά και για μια αντιστροφή, μια διαλεκτικοποίηση της Ιστορίας, δηλαδή μια κινητοποίησή της: «όχι, δεν γράφεται έτσι η ιστορία,/ έτσι τακτοποιείται». Η Ιστορία αποκτά έναν δυναμικό χαρακτήρα, καθώς γίνεται το κατεξοχήν αντικείμενο του βιβλίου, αλλά και του πνεύματος του αφηγητή. Γίνεται ειρμός και βίωμα. Ενσαρκώνεται μέσα στον λόγο του ποιητικού έργου, γίνεται ανάγλυφη, και η αφή του ποιητή υπομένει την άγρια επιφάνειά της. Ο λόγος γίνεται κρίση και οδύνη. Όλα ζυγίζονται (το κείμενο βρίθει φράσεων που εκφράζουν ποσότητες, μεγέθη) μέσα στον κύκλο της Ιστορίας («Είμαι το πάλι στην παλίρροια του κόσμου»), μέσα στην επανάληψη της αγωνίας: δεν υπάρχει τίποτα το σταθερό, τίποτα το βέβαιο, καμιά απάντηση: ο Πιερρότος γίνεται ο ναυαγός της απάντησης που ζητά. Όλα έχουν παραδοθεί στη βία.
Στην επόμενη ενότητα («Οδός Αλχημιστών») ο Νόμος επανεμφανίζεται, αυτή τη φορά στο πρόσωπο του Φραντς: ο Φραντς είναι και δεν είναι το Εγώ του. Έχει τη δύναμη (την εξουσία (Νόμος)) να είναι και μην είναι ταυτόχρονα, να δημιουργεί και να αφαιρεί Εγώ, να δίνει ονόματα στα πράγματα, να δικάζεται και να δικάζει μέσα σε μια δίκη-φάρσα, σαν αλχημιστής να αλλάζει τη σύσταση των αντικειμένων/εαυτών, για να δημιουργήσει «έναν κόκκο από θεό» ως κληροδότημα για αυτούς που θα έρθουν. Ο Φραντς είναι το υποκείμενο και το αντικείμενο. Είναι η περσόνα του δημιουργού που κυνηγάει το απόλυτο. Στην πραγματικότητα, δεν έχει καμία εξουσία, γιατί δεν έχει την αλήθεια, που απεγνωσμένα αποζητά. Είναι ένα κομμάτι του παράλογου. Είναι όλοι και κανείς. Είναι ένας χαρακτήρας που μέσα στο υπόγειό του αναζητά την ταυτότητα, όχι εκείνη του πλήθους, την «εξωτερική», αλλά την εσωτερική. Ο Φραντς είναι ένα ακόμη σφάγιο του Ζαφειρίου. Όμως, αιμορραγεί νόμο και γλώσσα, όπως κάθε αληθινή θυσία. Αιμορραγεί σιωπή. Αυτή η σιωπή είναι κατάρα και ευλογία. Είναι παρουσία και απουσία ταυτόχρονα. Εδώ ο Ζαφειρίου στοχάζεται σε βάθος πάνω στην έννοια του Είναι. Τι είναι Ον και τι μη Ον; Ταυτόχρονα, η ενότητα είναι και ένα μακροσκελές σχόλιο ποιητικής: ποια είναι η πραγματική δύναμη της λογοτεχνίας; Η ενοχή, που επανεμφανίζεται και σε αυτήν την ενότητα, εύκολα αντιστρέφεται σε χρέος. Ποια είναι η ευθύνη του δημιουργού; Φυσικά, τίθεται και το ζήτημα της εξουσίας: όλο το βιβλίο, άλλωστε, έχει πολιτικό πρόσημο. Η σχέση του εγώ και του άλλου δοκιμάζεται ώς τα όρια των αντοχών της στο υπόγειο του Φραντς. Η υπόσταση του Νόμου το ίδιο, ο οποίος ίσως προσωποποιείται ως «το μονόφθαλμο/ κομμάτι του εαυτού», που πρέπει να «αποτυφλωθεί» για να ανακτήσει ο Κανένας την ταυτότητά του (ένας μάλλον κληροδοτημένος Νόμος, ένας «γονικός Άλλος», κατά τον Λακάν, αλλά ταυτόχρονα κ’ ένας αρχαϊκός Νόμος που κατασπαράζει τα παιδιά του) . Ένα ερώτημα που τίθεται εδώ, είναι σίγουρα το μέχρι πιο σημείο φτάνει η ελευθερία σ’ ένα πολιτικό πλαίσιο. Ταυτόχρονα, ποιο είναι το όριο της εσωτερικής ελευθερίας; Υφίσταται ελευθερία δίχως νόμο; Υφίσταται ελευθερία με τον νόμο; Τελικά, είναι «ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας»; Η ενότητα ολοκληρώνεται με παραληρηματικό λόγο: η ύβρις που διαπράττει ο Φραντς τον τυφλώνει πνευματικά. Φτάνει να ζητά τον θάνατο από τους άλλους ως λύτρωση. Στην «Οδό Αλχημιστών» νομίζω ότι δεσπόζουν δύο μύθοι: ο προφανής είναι εκείνος του Οδυσσέα. Ο κρυμμένος πιστεύω πως είναι αυτός του Οιδίποδα: ο άνθρωπος που αναζητώντας την ταυτότητά του υπερβαίνει τα ανθρώπινα όρια. Στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου παρόμοια μοίρα έχει και ο Νάρκισσος: «θα ζήσει χρόνους πολλούς, φτάνει να μη γνωρίσει τον εαυτό του» λέει ο Τειρεσίας στη μητέρα του (το παραθέτω από μνήμης). Η ταυτότητα γίνεται θάνατος, ενοχή. Με άλλα λόγια, στο έργο του Ζαφειρίου η ίδια η φύση του ανθρώπου είναι η ενοχή του. Δεν είναι αυτή η ιστορία του δυτικού πολιτισμού, που απεγνωσμένα προσπαθεί να υπερβεί μια ταυτότητα που τη θεωρεί μολυσμένη από το κακό, τον θάνατο; Δεν υποβόσκουν εδώ ιδέες που κινητοποιούν τον μετανθρωπισμό; Εδώ έγκειται το επικό βλέμμα του Σ.Ζ.: δεν προσπαθεί να χωρέσει μονάχα τον αιώνα του, μια εποχή βίας και ενοχής, αλλά ολόκληρη την Ιστορία. Ή καλύτερα να χωρέσει το παρελθόν στο παρόν μέσα σ’ ένα καθρέφτισμα κριτικής και μνήμης. Η καφκική και ταυτόχρονα οιδιπόδεια ενοχή της ενότητας είναι η αρχαϊκή οδύνη. Είναι η πιο σπαρακτική κραυγή που βγήκε ποτέ από το στόμα του ανθρώπου. Θα την ονόμαζα «υψηλή απελπισία», γιατί ο πυρήνας της είναι βαθιά φιλοσοφικός, εδρεύει στα έγκατα του ανθρώπου (το υπόγειο). Αν ο Φραντς είναι ο Νόμος, αυτό σημαίνει ότι είναι απόλυτα μόνος, απόλυτα ελεύθερος. Κι ο ελεύθερος άνθρωπος είναι ο κατεξοχήν δεσμώτης: αρκεί να θυμηθούμε τον μύθο του Προμηθέα. Ο Λόγος, ο πάσχων Λόγος, κατατρώει κάθε μέρα τις σάρκες του. Η αγωνία του Φραντς είναι βαθιά πολιτική και οντολογική. Είναι μια άρνηση της θνητότητας και των ορίων. Ο Φραντς δεν παλεύει με το Ζώο, αλλά με τον Θεό, έναν άγριο, μνησίκακο Θεό (βλ. Τα άσματα του Μαλντορόρ). Εδώ έγκειται η ιερή του αγωνία, αυτό που ονομάζω «πάσχων Λόγος». Δεν είναι, όμως, ένας Ιακώβ (δεν έχει πίστη, όπως και ο Πιερρότος), αλλά ένας Προμηθέας: σύμβολο της επανάστασης κατά της εξουσίας, έρμαιο του Νόμου, αρνητής της φύσης. Η αλχημεία είναι, άλλωστε, μια άρνηση του θανάτου. «Η αναζήτηση του απόλυτου», για να θυμηθώ τον Μπαλζάκ.
Περνώ στην τρίτη και τελευταία ενότητα που θα σχολιάσω, τις «Εικόνες από μια Έκθεση». Δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ζαφειρίου επιλέγει να κλείσει το ταξίδι του με την Τέχνη. Ακόμη περισσότερο, δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός ότι στην τελευταία ενότητα, η σκυτάλη της θεώρησης της Ιστορίας δίνεται στην Τέχνη. Είναι αυτή που έρχεται στο τέλος να νοηματοδοτήσει τα γεγονότα με την εσώτερη αλήθεια. Γιατί «κι ο πιο τέλειος κόσμος θα είναι ημιτελής/ πριν απ’ την πινελιά της ουτοπίας». Αλλά και διότι «μένει η τέχνη να ιστορεί τους νικημένους». Είναι η τελευταία ενότητα μια μεταρσίωση του ηττημένου ανθρώπου που είδαμε ώς τώρα; Ή είναι ο τάφος του, ένα μνημούρι Κάλλους; Η ενότητα είναι η πιο λυρική. Ο λυρισμός, σε αντίθεση με το δράμα, πάντα θέλει κάτι να διασώσει μέσα από το τρυφερό του βλέμμα. Η βία, η βαρβαρότητα δεν λείπουν από εδώ. Ωστόσο, σαν αναγνώστης έχω την αίσθηση ότι αυτός ο λυρισμός απλώνεται σαν μητρικό χέρι στο εμπύρετο μέτωπο της ανθρωπότητας. Ταυτόχρονα, η Τέχνη τοποθετείται στο τέλος σαν μια άλλη Κρίση, δεύτερη και μάλλον πιο αληθινή: δεν λείπει ούτε από τον λυρισμό η στοχαστική ηθική του Ζαφειρίου. Η Τέχνη, ωστόσο, έρχεται και ως μνήμη: μνήμη ιερή αυτήν τη φορά, που διαφέρει από τους ίσκιους της πρώτης ενότητας, το αιματηρό και βάναυσο παρελθόν. Αναδεικνύει την αλήθεια ως μέτρο της παρακμής. Εδώ η τραγικότητα έχει και αισθητική διάσταση, πέρα από την ηθική. Είναι μια ταπείνωση του ανθρώπου, που ανήμπορος, δέσμιος τόσο του ουρανού, όσο και της γης, παραδέχεται τη θνητότητά του, την έλλειψή του, τον θάνατο. Μέσα ακριβώς από την Τέχνη είναι, νομίζω, που τον υπερβαίνει. Γράφει ο Ζαφειρίου: «– Όμως οι άνθρωποι; Οι άνθρωποι πού είναι;/ – Εκεί όπου ανήκουν./ – Πού ανήκουν;» Η ερώτηση μένει μετέωρη: Τι είναι ο άνθρωπος; Ποια είναι η πραγματική μας ταυτότητα; Είναι ρητορική άραγε η ερώτηση και η αυτονόητη απάντηση είναι «το ενδιάμεσο»; Ή μήπως ο Ζαφειρίου εδώ θέλει να στρέψει το βλέμμα μας αλλού; Ποια είναι η γεωγραφία τού ανθρώπινου Είναι; Τα πάθη είναι απλοί προσδιορισμοί ή φύση; Ίσως αυτό είναι το ερώτημα το Ζαφειρίου, το οποίο υπερβαίνει τον χρόνο και τη μνήμη. Το Πράσινος ουρανός, μπλε χορτάρι είναι ένα βιβλίο που πραγματικά ξεχωρίζω. Και προσπάθησα να δείξω την ομορφιά του μέσα από αυτό το μοίρασμα, καλώντας τους αναγνώστες να το διαβάσουν και να διευρύνουν τον διάλογο που ήδη το περιβάλλει.
Σταύρος Ζαφειρίου, Πράσινος ουρανός, μπλε χορτάρι,Νεφέλη