Πέθανε ο ποιητής Τάσος Γαλάτης

0
97
Πέθανε ο ποιητής Τάσος Γαλάτης, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή Τάσου Παπαδόπουλου(1937 – Αθήνα 2025) και κηδεύεται σήμερα στον γενέθλιο τόπο του, στο Αργοστόλι Κεφαλλονιάς.  . Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρέτησε ως φιλόλογος σε διάφορα σχολεία της Ελλάδας και του εξωτερικού. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1962, δημοσιεύοντας ποιήματά του στο περ. Πανσπουδαστική. Το 2006 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του Ανιπτόποδες και Σφενδονήτες.

Ο Αλέξης Ζήρας, κριτικός λογοτεχνίας για την ποίηση του Τάσου Γαλάτη:

Ποίηση που βασίζεται σε βιωματικό υλικό, για να αποτυπώσει με δραματικό τρόπο  την ασφυχτική μεταπολεμική πραγματικότητα αλλά και το όνειρο της φθίνουσας ωραιότητας. Η αρχαιογνωσία του Τάσου Γαλάτη, διαρκώς παρούσα στην ποίησή του, ακολουθεί ως ένα βαθμό την καβαφική διαχρονία, παραβάλλοντας σημερινά βιώματα σε ιστορικά παραδείγματα της αρχαιότητας. Με τον αναστοχασμό του για το παρελθόν, ο Γαλάτης εκφράζει ένα είδος παραδειγματικής ερμηνείας για τα τρέχοντα, καθώς ένα από τα μοτίβα της ποίησής του είναι η διαχρονική «ήττα» του ανθρώπου από δυνάμεις πανίσχυρες και αρχέγονες. Και μάλιστα από  διαφορετικές χρονικές στιγμές της ιστορίας. Το νεανικό σύμβολο του δάσους, με ποικίλες μεταμφιέσεις στα επόμενα βιβλία του, εξακολουθεί να υπάρχει ως τόπος καταφυγής όσων αισθάνονται παρίες και περιθωριοποιημένοι μέσα στα συμβατικά ήθη. Ακόμη και στα τελευταία του ποιήματα το προδιαγεγραμμένο είναι βασική κινητήρια δύναμη που επιδρά δια βίου στον άνθρωπο και που είναι πέρα από τις υπαρξιακές αγωνίες και τα πάθη του. Αν και εξέφρασε μια από τις γονιμότερες μετασεφερικές φωνές, η ποίηση του Γαλάτη, με  μεγάλα διαστήματα εκδοτικής σιωπής να παρεμβάλλονται από συλλογή σε συλλογή, είναι δυστυχώς έως και σήμερα ελάχιστα ερευνημένη.

Εργογραφία

  • Μυθολογία του δάσους (1962)
  • Τα παροράματα (1968)
  • Τα χαράγματα (1986)
  • Ανιπτόποδες και σφενδονήτες (2005)
  • Ο σημειωμένος (2005)
  • Κάθοδος (2011)
  • Το φως του κόσμου (2013)
  • Νυχτερινή οξυγραφία (2013)
  • Μέμνησο (2017)
  • Τα χαράγματα (2017)
  • Ο κάλλιστος κόσμος (2020)
Ποιήματα 

 

Ἡ πλεκτάνη

Τελικὰ μετὰ πολλὲς παλινδρομήσεις καὶ ἀναβολὲς
τ’ ἀνησυχαστικὰ μηνύματα κατίσχυσαν·
δὲν ἔπαιρνε ἄλλο, ἔκοψε μὲ τὸ μαχαίρι τὸ τσιγάρο
μὰ ἔπρεπε τὸ ἴδιο νυστέρι νὰ μπεῖ καὶ στὸ ἀλκοόλ.
Στὴν ἀρχὴ πάσχισε μὲ διάφορα ὑποκατάστατα
ζουμιά, χυμοὺς καὶ ἀφεψήματα
μ’ ἄς πάει στὸ διάολο
ἂν εἶναι νὰ πάει στὸν ἄλλο κόσμο γιὰ δυὸ ποτηράκια τὸ μεσημέρι
κι ἄλλα τόσα τὸ βράδυ, χαλάλι.
Ὅσο γιὰ τὶς ἐρωτικές του ἐπιδόσεις, ἐδῶ ἐπιτρέψτε μου νὰ μὴν ἐπεκταθῶ
ἤμουνα πάντα ντροπαλὸς σ’ αὐτὰ τὰ θέματα
δὲν θέλω νὰ διασύρω στὰ καλὰ καθούμενα τὸν ἄνθρωπο.
Ἄλλωστε δὲν τοῦ λείπει ἡ αἰσιοδοξία
συχνὰ μάλιστα σκέφτεται ὅτι ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ πολλοὺς βραχνάδες
νιώθει πιὰ ἐλεύθερος ἀπὸ τὰ πάθη
μπορεῖ ἐπὶ τέλους ν’ ἀφοσιωθεῖ ἀπερίσπαστος στὰ ὁράματά του
νὰ στοχαστεῖ χωρὶς δολιχοδρομίες τί ἐστὶ τὸ ὄν
τὸ δικό του ὄν ἰδιαίτερα
κι ἂν εἶναι ἀπὸ τὴν ἡδονὴ πιὸ κραταιὲς ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ φρόνηση.
Ἀκόμη μιὰ πλεκτάνη πιὸ ἀπατηλὴ
ἀπὸ τὴ νικοτίνη, τὸ ἀλκοὸλ καὶ τῆς σαρκὸς τὰ δολερὰ παραστρατήματα
Κι ἐξάπαντος ὁριστικὰ θανάσιμη.
Οὔτις
στὸν Χρίστο Ρουμελιωτάκη
Mantua me genuit…
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ

Μὲ γέννησαν ἡ Ζούρτσα καὶ τὸ Ἀργοστόλι
μεγάλωσα στὴν Καλογραίζα καὶ στοὺς Ποδαράδες
ἔκανα δάσκαλος ἐπάνω στὰ βουνά.
Θὰ ἤθελα κι ἐγώ, σὰν τὸν κύκνο τῆς Μάντουας
νὰ εἶχα τραγουδήσει βοσκούς, ἀγροὺς καὶ ἥρωες
ὅπως, ὅσο κι ἂν φαίνεται ἀπίστευτο
ἔθαλλαν τότε ἀκόμη
ὅταν ἄνοιγαν στὸ φῶς τὰ βρεφικά μου μάτια.
Ὁ παιδικοί μου φίλοι καὶ συμμαθητὲς
ποὺ οἱ πατεράδες τους δούλευαν στὰ λιγνιτωρυχεῖα
καὶ οἱ μανάδες τους στὰ ὑφαντουργεῖα τοῦ Μουταλάσκη
μποροῦν νὰ εἶναι μάρτυρες
ἂν ἐξακολουθοῦν νὰ θυμοῦνται
τὶς σχολικές μας ἐκδρομὲς πεζῆ στὰ Μάρμαρα
ἢ μὲ τὸ φορτηγὸ στὸ Σούνιο καὶ στὴν Πεντέλη.

Δὲν πρόλαβα
πάει καιρὸς ποὺ ὅλα τοῦτα πνίγηκαν
στὸ βόμβο καὶ στοὺς καπνοὺς τῆς λεωφόρου.
Δὲν ἔχω πιὰ πατρίδα, δὲν πιστεύω σὲ θεοὺς
οὔτε γνωρίζω ἀκριβῶς ποιὸς εἶμαι
στὸ τέρας τοῦ καιροῦ
ποὺ μ’ ἔχει φυλακίσει στὴ σπηλιά του
σὰν μὲ ρωτάει ἀπαντάω ἀνυπόκριτα Οὔτις.

Ἡ παράταση

Οἱ φίλοι του, ὅσοι δὲν ἔχουν ἀκόμη ἀποδημήσει
ἀναζητοῦν ἐναγωνίως κάποια παράταση.
Συχνὰ τοὺς συναντᾶ σὲ διάφορα διαγνωστικὰ κέντρα
ποὺ ἔχουν πλημμυρίσει, τὴν τελευταία ἰδίως δεκαετία
ὅλες τὶς συνοικίες· ἀπομνημονεύει τὰ ὀνόματά τους
ὅπως ἄλλοτε τὰ ἀγαπημένα του ποιήματα
ὀνόματα εὔηχα, ἐνθαρρυντικά, αἰσιόδοξα·
δὲν ἔχουν τέλος τὰ περιφανῆ Ἀσκληπιεῖα,
οἱ θαυματουργοὶ ὁσιομάρτυρες
ἀλλὰ καὶ οἱ ἔσχατοι τοῦ γένους εὐεργέτες.

Κι αὐτοὶ ἐκεῖ, ἀνεβοκατεβαίνουν τοὺς ὀρόφους
ἀδημονοῦν, δὲν περιμένουν τὸν ἀνελκυστήρα
δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν πὼς εἶναι μελλοθάνατοι
ὅτι τὰ βήματά τους ἀντηχοῦν ἤδη σὲ ἄλλη χώρα
ὅτι μπορεῖ νὰ δρασκελίσαν τὸ κατώφλι τοῦ αἰώνα
νὰ ἐπιβίωσαν ἀπὸ λιμούς, λοιμοὺς καὶ καταποντισμοὺς
μὰ ἡ καρδιὰ τους ἔχει ἀπολέσει πρὸ πολλοῦ τὸν γνώριμο ρυθμό της
οἱ ἀρρυθμίες της συναγωνίζονται μὲ τὴ δυσαρμονία τῶν καιρῶν.

Διαβάζουν τὴν ἐφημερίδα τους στὴν αἴθουσα ἀναμονῆς
ψύχραιμοι καὶ ἀδιάφοροι γιὰ τὶς παγκόσμιες ἐξελίξεις
κι ἐκλιπαροῦν τὸ ἀόρατο βουβοὶ
ὁ φάκελος μὲ τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐξετάσεων
ποὺ τοὺς προτείνει στὸ γκισὲ ἡ δροσερὴ κοπελίτσα
νὰ περιέχει ἐξάπαντος τὴν πολυπόθητη παράταση
αὐτὴ ποὺ θὰ τοὺς δώσει πιὰ τὴν τελευταία εὐκαιρία
νὰ προσδιορίσουν τὸ ἀληθινὸ μέτρο τοῦ βίου τους
καὶ σ’ ἐμένα ἐπιτέλους νὰ χαράξω
τὸν πιὸ ἀκριβό, τὸν πιὸ ἀληθινό μου στίχο
τὸ στίχο ποὺ δὲν συμβιβάζεται μὲ καμιὰ παράταση.

 

Τὸ τρυπάνισμα

Ἡ τερηδών, τὸ τέρετρον
τὸ τρύπανο τοῦ ξυλοφάγου
τοῦ ξυλοτρώκτη τὸ τρυπητήρι.

Αὔριο, μεθαύριο, σ’ ἕνα μήνα, κάποτε
τὸ τρυπάνισμα θὰ εὐοδωθεῖ
θὰ πάρει τὴν ὁριστικὴ μορφή της
ἡ ἀγυρτεία τοῦ χρόνου
ἡ μαύρη τρύπα τοῦ θεοῦ.

Τὰ μέτρα καὶ οἱ ρυθμοὶ

Ὅμως δὲν ἐξαλείφεται τόσο ἀνώδυνα ἡ τερηδόνα
ὁ βόμβος τοῦ τροχοῦ προώρισται νὰ μὲ συνοδεύει ὡς τὴ συντέλεια
γι’ αὐτὸ πρέπει ἐγκαίρως νὰ ἐνταχθῶ στὰ μέτρα ποὺ τὸν περιέχουν
ν’ ἁρμόσω τὴ φθαρτότητά μου στοὺς ρυθμούς του
τὴν ἄτεγκτη προσωδία του, ὅπως ἡ ποίηση ὁρίζει
καὶ ἡ ἐξουσία της.

Ρίχνω μιὰ τελευταῖα ματιὰ
ἐκεῖ ποὺ λίγο πρὶν παραδομένος στὴν παντοδυναμία τοῦ τροχοῦ
ἄκουγα γιὰ τὸν αἰώνα ποὺ διάβηκε
κι ἀρχίζω νὰ τρεκλίζω
εἶναι τόσο βαριά, τόσο ἀσήκωτα τ’ ἀρκαδικὰ βουνὰ
τὰ μαῦρα μάρμαρα τῆς Γορτυνίας
οἱ μπαρουτόμυλοι τῆς Δημητσάνας
ὁ Βελουχιώτης καὶ οἱ συντρόφοι του.

Κανένα θρόισμα, κανένα μούρμουρο ἀπὸ τὰ ἔλατα
δὲν μοῦ μέλλεται νὰ φτάσει ὡς ἐδῶ
νὰ μερώσει τὸν τροχὸ τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἱστορίας.

Τὸ βουλιαγμένο σχολεῖο

ταυτὸ τὲ ζῶν καὶ τεθνηκὸς

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Κι ὅπως ἐσὺ ἀφήνοντας τὰ Τρόπαια ἔριξες μαύρη πέτρα
ἔτσι χαθῆκαν, ἔτσι σκόρπισαν ὅλα τὰ παιδιὰ
ὅσα κινοῦσαν ἀνηφορίζοντας ἀπὸ τοῦ Δάρα καὶ τὴν Καμενίτσα
ἢ κατηφόριζαν ἀπὸ τὰ Μαγούλιανα καὶ τὸ Βαλτεσινίκο
ἀγόρια καὶ κορίτσια, νύμφες καὶ σάτυροι
στὶς λαγκαδιὲς τοῦ Μαίναλου.

Κι εἶναι σὰν νὰ παραμιλάω
σ’ ἕνα σχολεῖο βουλιαγμένο
μ’ ἀκόμη δὲν βολεῖ νὰ τὸ χωνέψω τόσα χρόνια δάσκαλος
ὅτι τὸ ἴδιο πρᾶγμα εἶναι ὁ Πάνω καὶ ὁ Κάτω κόσμος
ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ σκοτεινὸς Ἐφέσιος.

Νύμφες καὶ σάτυροι, ζουζούνια καὶ νυφίτσες
σκίουροι καὶ σκαντζόχοιροι στὶς λαγκαδιὲς τοῦ Μαίναλου
ξέρω καλὰ τὸν Πάνω κόσμο
γιατί μοῦ χάρισε τὴ Γορτυνία καὶ τὶς στράτες ἐκεῖνες
ποὺ διάβηκαν οἱ Κολοκοτρωναῖοι καὶ τὰ παλληκάρια τους.

Μὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Μυλάοντα
τώρα πιὰ μὲ καλοῦν ἀπὸ τὸν Κάτω κόσμο.

Ζούρτσα

Προσπερνώντας τὸν τσιμεντένιο σκελετὸ
ποὺ τὰ πλατύχωρα μπαλκόνια του
θὰ ζήλευε ὁποιαδήποτε πολυκατοικία τῆς Μεσογείων
φτάνω ἐπὶ τέλους στὴν Τρανὴ τὴ Βρύση
ποὺ δὲν εἶναι βρύση πιά.

Ὡστόσο στέκει ἀκόμη ὄρθια ἡ ἐκκλησία τῆς Ὑπαπαντῆς·
σπρώχνω τὴν πόρτα
καὶ ξαφνικὰ ἕνα βίαιο ἀπελπισμένο φτεροκόπημα
κάποιος φυλακισμένος μποῦφος κύριος οἶδε πῶς
σπαθίζει τὸ κενὸ σκουντουφλώντας στὰ ψηλὰ παράθυρα.

Δὲν ἀντέχει τὸ φῶς τὸ φοβισμένο νυχτοπούλι
γυρεύει τὸ ἀγαπημένο του σκοτάδι
θέλει νὰ τρέξει κάπου νὰ κρυφτεῖ
μὰ δὲν διακρίνει τὴν διάπλατη πόρτα
οὔτε μπορῶ ἀλλιῶς νὰ τὸ συντρέξω.

Φτωχὸς σ’ ἐπινοήσεις ἐγκαταλείπω τὴν προσπάθεια
καὶ ξαναζυγώνω στὴ φρυγμένη τρανὴ Βρύση
καταλαβαίνω πιά, ἐγὼ εἶμαι ὁ μποῦφος
τὸ φοβισμένο νυχτοπούλι θὰ ξαναβρεῖ κάποια στιγμὴ
τὸ ἀγαπημένο του σκοτάδι
θὰ συμφιλιωθεῖ πάλι μαζί του
μὰ ἐγὼ ποτὲ
ὅσο κι ἂν τὸ παλιὸ ρολόι τοῦ Ἅγιου Νικόλα
χτυπάει μιὰ καὶ δυὸ μεσάνυχτα.

Τὸ γουργουρητὸ

Ἀκόμη κι ὅταν συγκατανεύεις στὶς θωπεῖες μου
δὲν κάνεις λιγότερο ἀνοίκειο τὸ ἀπροσπέλαστο·
εἶσαι μία λόχμη παντοτινὰ νυχτερινὴ καὶ ἀδιαπέραστη
ποὺ δὲν αὐλάκωσαν ποτὲ οἱ ἄνεμοι τῆς ἱστορίας
κι ὅσο βυθίζεσαι μ’ ἀτέλειωτα γουργουρητὰ στὴν ἀγκαλιά μου
τόσο πιὸ σκοτεινὸ κι ἀνεξιχνὶαστο
προβάλλει τὸ ἀκατανόητο,
σὰν τὰ σουβλερά σου δόντια καὶ τὰ νύχια
ποὺ δῆθεν ἀνεξίκακα στὰ παίγνιά μας
μαγγώνουν τὶς παλάμες μου.

Συνέχισε, συνέχισε τὸ ἀέναο γουργουρητὸ
τὶς γνώρισα τὶς χαρακιὲς τῆς μοίρας
τὰ δόντια καὶ τὰ νύχια της·
εἶδα τὰ μάτια της μέσα στὰ μάτια σου
κι ἔνιωσα τὸ ἀκατανόητο νὰ πάλλεται ὁλοζώντανο
σὰν τὴν κοιλιά σου μεσ’ στὰ χάδια μου.

Ἀπέναντι

Ἐσεῖς ποὺ τρέχετε τὶς λεωφόρους καὶ στὶς ἐθνικὲς
ἂν τύχει κι ἀνταμώσετε στὸ δρόμο σας
τὸ συντριμμένο καύκαλο κάποιας χελώνας
μὴν προσπεράσετε ἀδιάφοροι.

Γύρευε κι ἐκείνη ὅπως κι ἐσεῖς νὰ πάει ἀπέναντι
σ’ ἕνα κόσμο διαφορετικὸ
τὸν κόσμο ποὺ κι ἐσεῖς δαιμονισμένοι
τρέχετε καὶ δὲν σώνετε νὰ φτάσετε.

Ο ΣΗΜΕΙΩΜΕΝΟΣ

Ὁ σημειωμένος

Πάει καιρὸς ποὺ ἡ Μερόπη
μὲ κοιτάζει ἐξεταστικὴ καὶ ἀνήσυχη
καρφώνοντας συχνὰ πυκνὰ τὸ βλέμμα στὰ πόδια μου
κι ὕστερα θυμιατίζει
καὶ μὲ ραντίζει μ’ ἅγιο μύρο ἀπὸ τὴν Πειρήνη
μὰ πιὸ πολὺ αὐτὸς ποὺ μὲ παιδεύει
μὲ τὴν καχυποψία του καὶ τοὺς ὑπαινιγμούς του
εἶναι ὁ Πόλυβος.

Καὶ ποῦ γυρνᾶς, ποῦ γύριζες ὁλημερὶς
ἀπὸ τὴ μιὰ θάλασσα στὴν ἄλλη
πεζοπορώντας ὡς τὸ Λέχαιο καὶ τὶς Κεχριὲς
τί γυρεύεις, τί ζητᾶς
στὶς ἐρημιὲς καὶ στὰ λιμάνια.

Μὰ ἐγὼ μιλιὰ δὲ βγάζω
τί νὰ πῶ, πῶς νὰ τὸ πῶ
τί ἐξηγήσεις νὰ ἀπαιτήσω
γιατί ὄχι πιὰ ψιθυριστὰ πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη μου
ἀλλὰ κατάμουτρά μοῦ τὸ πετᾶν
ὁ μπάσταρδος, ὁ μοῦλος, ὁ σημειωμένος.

(πηγή: Εταιρεία Συγγραφέων)
Προηγούμενο άρθροΣυνάντησα 4 Νομπελίστες: Λ. Γκλυκ, Γ.Μπρόντσκι, Οκτ. Πας, και Ντ.Γουόλκοτ (γράφει ο Χρήστος  Τσιάμης)
Επόμενο άρθροΤι αξία έχουν οι λέξεις, αν δεν φανερώνουν την αλήθεια; (της Αγάθης Γεωργιάδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ