του Θανάση Μήνα
Δεν μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι – το σπίτι, η πατρίδα έχει πάψει να υπάρχει∙ επιζεί μόνο στη ναφθαλίνη της μνήμης – Thomas Wolfe
O Robert Penn Warren (Γκάθρι, Κεντάκι, 1905 – Στράτον, Βερμόντ, 1989), δεν ήταν μόνο ένας δαφνοστεφής ποιητής (δύο φορές βραβευμένος με Πούλιτζερ) και βιρτουόζος πεζογράφος∙ ήταν ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς συγγραφείς στην Αμερική του 20ού αιώνα, τόσο ως μυθιστοριογράφος όσο και ως δοκιμιογράφος.
Το κορυφαίο του μυθιστόρημα Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, Εκδόσεις Πόλις, 2020), πέρα από τα ηθικά και ιδεολογικά διλήμματα που επεξεργάζεται, αποτελεί σπουδή πάνω στη φιλοσοφία που κρύβεται πίσω από το modus operandi της αμερικανικής εκλογικής διαδικασίας, η οποία υπερβαίνει την ανάλυση του πολυσύνθετου εκλογικού συστήματος –«τόσο δυσνόητου, στους απέξω και στους απομέσα, όσο και οι κανόνες του μπέιζμπολ», έγραφε ο Νόρμαν Μαίηλερ.
Το άλλο του περίφημο ιστορικό-πολιτικό έργο, ο Αγριότοπος (μτφρ. Άννα Μαραγκάκη, Εκδόσεις Πόλις, 2023), με τη σειρά του ανατέμνει την εποχή του Αμερικανικού Εμφυλίου και εξετάζει τη συνθήκη που τέθηκε μετά τη λήξη του για τη διατήρηση της Ομοσπονδίας και το καθεστώς των μαύρων. O Warren είχε προβληματιστεί από τον ρατσισμό των λευκών Αμερικανών και το απύθμενο χάσμα του φυλετικού διαχωρισμού, τόσο στον Βορρά, όσο και στον Νότο. Ο Warren αναρωτήθηκε επίσης για τον αντίκτυπο του Εμφυλίου Πολέμου στην εδραίωση του αμερικανικού έθνους. Η οριστική, στρατιωτική νίκη των Ομοσπονδιακών στο Απόματοξ (Απρίλιος 1965), έγραψε, «σφράγισε τη μοίρα της Ένωσης». Οι Αμερικανοί δεν θα φαντάζονταν πλέον τους εαυτούς τους να κατοικούν σε αποσχισμένες δημοκρατίες, το κόστος θα ήταν πολύ υψηλό. Ο πόλεμος δεν είχε λύσει το φυλετικό ζήτημα, αλλά είχε βάλει μια σιδερένια σφραγίδα στο ζήτημα της Ένωσης.
Λιγότερο πολιτικό, αλλά πάντα εντός του ιστορικού συγκείμενου που περιεγράφηκε πιο πάνω, είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Warren, το At Heaven’s Gate (Random House, 1943) και το Ένα τόπος για να επιστρέψεις. Εν τάχει, στο πρώτο, που παραμένει αμετάφραστο στα ελληνικά, ο συγγραφέας περιγράφει τη σύγκρουση ανάμεσα στη Σου Μέρντοκ και στον πατέρα της Μπόγκαν, ο οποίος παραμένει προσκολλημένος σε παλιομοδίτικες αντιλήψεις για την τιμή και την υπερηφάνεια του Νότου∙ το σκάει με έναν υποτίθεται προοδευτικό συγγραφέα, σύντομα όμως ασφυκτιά σε έναν κύκλο υποκριτών ψευδο-διανοούμενων.
Τo Ένα τόπος για να επιστρέφεις (1977) σε μια πρώτη ανάγνωση είναι ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα, με ήρωα έναν σύγχρονο λόγιο της φιλολογικής γραμματείας του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης (εξπέρ στον Δάντη), ο οποίος αναστοχάζεται τη ζωή του, επιστρέφοντας στην πολιτεία όπου γεννήθηκε∙ όμως το στόρι εκτυλίσσεται σε πολιτείες όπως η Αλαμπάμα και σε πόλεις όπως τον Νάσβιλ με υψηλό συμβολικό φορτίο, όπου το νότιο φαντασιακό παραμένει πολύ ισχυρό και όπου ο ρατσισμός ουδέποτε εξαλείφθηκε.
Σημειώνει ο Warren σε δοκίμιό του:
«Με το Μεγάλο άλλοθι, ο Νότος εξηγεί, συγχωρεί και μετουσιώνει τα πάντα σε “παράδοση”. Ακόμα και σήμερα, οποιοσδήποτε κοινός λυντσέρ γίνεται υπερασπιστής της παράδοσης του Νότου, και οποιοσδήποτε ξεσηκωτής ο γενναίος ηγέτης μιας λεπτής γκρίζας σειράς ηρώων, με το καπέλο του στο σημείο του σπαθιού, σαν τον Ρόμπερτ Ε. Λη τη στιγμή της συνθηκολόγησής του, για να του παρέχει μια ψευδαίσθηση αυθεντικότητας».
Αφηγητής του μυθιστορήματος είναι ο Τζεντ Τιούκσμπερι, ένας γόνος από την Αλαμπάμα, ο οποίος σε αντίθεση με ότι προμήνυε η καταγωγή του, κατάφερε να σπουδάσει σε ανώτατο επίπεδο, αναγορεύθηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και εξελίχθηκε σε μια παγκοσμίως γνωστή αυθεντία στον Δάντη. Αντί για υπερηφάνεια και ικανοποίηση, όμως, ο Τιούκσμπερι νιώθει μόνο ένα αίσθημα απογοήτευσης και ντροπής, επειδή για να πετύχει τους προσωπικούς τους στόχους, άφησε μόνη την ηλικιωμένη μητέρα του στο χωριό Ντάγκτον, τον γενέθλιο τόπο∙ έκτοτε, για να πληρώσει το αντίτιμο, ο Τιούκσμπουρι φέρεται να είναι καταδικασμένος να ταξιδεύει μόνος σε όλο τον κόσμο αναζητώντας τον εαυτό του: προσιδιάζει στον Περιπλανώμενο Ιουδαίο.
Ο πατέρας του Τζεντ πέθανε υπό επαίσχυντες συνθήκες, δεχόμενος ένα μοιραίο λάκτισμα ενώ στεκόταν σε ένα κάρο, μεθυσμένος, για να ουρήσει στα πίσω άκρα ενός μουλαριού. Η μητέρα του Τζεντ είναι αυτή που τον διώχνει από την ενδοχώρα της Αλαμπάμα, με το αρκετά λογικό επιχείρημα ότι δεν υπάρχει τίποτα εκεί για ένα άτομο με τα ταλέντα του. Τον επιπλήττει, μάλιστα, όταν πιάνει δουλειά σε μια νότια πόλη όπως το Νάσβιλ, και του απαγορεύει να την επισκέπτεται, αν και εκείνη συνεχίζει να του γράφει επιστολές σε ακατάληπτες διαλέκτους στις δεκαετίες που μεσολάβησαν μέχρι τον θάνατό της.
Ο Τζεντ μισεί τον Νότο, και τον μισεί όσο πρέπει. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αισθάνθηκε απελευθερωμένος όταν κατατάχθηκε στον στρατό και υπηρέτησε στην Ευρώπη∙ ο Τζεντ πολέμησε στο μέτωπο μαζί με Ιταλούς παρτιζάνους και σκότωσε με γυμνά χέρια. Από τα μαθητικά του χρόνια στο Ντάγκτον, ο Τζέντ έχει κρατήσει στη μνήμη (και στην καρδιά του) τον πρώτο του έρωτα, την Ροζέλ Χάρντκασλ, την καλλονή της τάξης και επίσης λαμπρή -τότε- μελετήτρια των λατινικών. Αλλά την απέρριψε, όχι τόσο επειδή αισθανόταν μειονεκτικά λόγω της διαφορετικής ταξικής καταγωγής της, όσο επειδή νόμιζε ότι τον κορόιδευε. Στη συνέχεια, όταν την ξανασυναντάμε και όταν επανασυνδέεται με τον Τζεντ, η Ροζέλ έχει παντρευτεί έναν πλούσιο τζέντλεμαν και επίδοξο γλύπτη από το Νάσβιλ του Τενεσί και ζει σαν παλιά αριστοκράτισσά του Νότου. Σ’ αυτά τα σημεία του μυθιστορήματος. η πλοκή μοιάζει με στοχασμός πάνω στο θέμα του παλιού τραγουδιού του Hank Williams “A Mansion on the Hill” (1949):
«The light shine bright from yer window / The trees stand so silent and still / I know you’re alone with your pride dear / In your loveless mansion on the hill»
Ο Τζεντ με τη σειρά του έχει παντρευτεί δύο φορές, πριν και μετά την επανασύνδεση με τη Ροζέλ: η πρώτη του σύζυγος πεθαίνει και η δεύτερη τον χωρίζει. Έχει και έναν γιο τον οποίο αγαπά και θέλει να του μιλήσει για την δική του παιδική ηλικία.
Κανείς και τίποτα ωστόσο δεν μπορεί να επηρεάσει τη μοναξιά του Τζεντ Τιούκσμπουρι. Ο Τζεντ προσκολλάται σ’ αυτή και τη θρηνεί. Άλλοτε προσπαθεί να διαφύγει μέσω του σεξ ή της αδιάκοπης εργασίας, στο «σκιώδες ιερό της άχρονης φύσης». Χωρίς αίσθηση γεωγραφικού ανήκειν -καθώς έχει απορρίψει τις νότιες ρίζες του-, η κραυγή του «Δεν είχα πού να πάω» γίνεται ένας μεταφυσικός θρήνος.
Το γεγονός ότι το μυθιστόρημα λειτουργεί τόσο καλά οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ποιητική γλωσσική δεινότητα του Robert Penn Warren. Το λεξιλόγιό του είναι φωκνερικών αξιώσεων, με ένα αξιοσημείωτο χάρισμα για αναπάντεχες όσο και πλούσιες μεταφορές. Οι χαρακτήρες του αγωνίζονται να ξεφύγουν από την καταστροφική τη ροή της μοίρας. Μέσα σε χείμαρρους λέξεων, που ρέουν σαν μουσική, ξετυλίγουν το κουβάρι των ψευδαισθήσεων που κρύβουν τη ζωή τους, αναγνωρίζοντας την κατάρρευσή τους.
Η δύναμη της γλώσσας του Warren δημιουργεί ένα πλέγμα εικόνων πιο ζωντανών από τους ίδιους τους χαρακτήρες που περιγράφουν. Αυτό που θυμάται κανείς από το μυθιστόρημα είναι πρώτα απ’ όλα μια σειρά από λεκτικές εικόνες -της Ροζέλ να χτυπάει υπνωτικά το σανδάλι της στη λάμψη της φωτιάς, της συζύγου του, που πεθαίνει από καρκίνο, να σηκώνει το κοκαλιάρικο χέρι της προς το μέρος του με πόνο και ικεσία, του ίδιου του Τζεντ να κρατά ένα όπλο στο κεφάλι ενός Γερμανού αξιωματικού που χλευάζει.
Η επίμονη δύναμη αυτών των εικόνων συνδέεται με τον τρόπο αφήγησης. Ο Τζεντ αφηγείται την ιστορία του -μια οδύσσεια που τον μεταφέρει από το Ντάγκτον της Αλαμπάμα στην ακαδημαϊκή φήμη και την προσωπική τραγωδία πίσω στο Ντάγκτον- ανακαλώντας μια σειρά από σκηνές από το παρελθόν του. Το μυθιστόρημα, όπως και ολόκληρη η ζωή του, αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια να συμφιλιωθεί με τις ρίζες του, να ανακαλύψει στη στιβαρή συνέπεια της μητέρας του και στην απερισκεψία του μεθυσμένου πατέρα του μια πηγή αυτογνωσίας και αυτοκυριαρχίας.
Robert Penn Warren, Ένας τόπος για να επιστρέφεις, μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου,