ΑΡΧΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ Percival Everett: “James”, η επανερμηνεία του Χάκλμπερι Φιν (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

Percival Everett: “James”, η επανερμηνεία του Χάκλμπερι Φιν (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
162

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα

Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε τις “Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν” ως παράδειγμα της αμερικανικής ουμανιστικής λογοτεχνίας, που ξεπερνά τις φυλετικές διαφορές και επιβεβαιώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ανεξάρτητα από το χρώμα του δέρματος. Το “James” του Πέρσιβάλ Έβερετ, ένας είδος διασκευής του εμβληματικού αριστουργήματος του Μαρκ Τουέιν, έρχεται να επαναπροσδιορίσει αυτές τις ιδέες και γιατί όχι να αποκαταστήσει μερικές αδικίες.

Με το που κυκλοφόρησε, το “James” προκάλεσε κύμα επαίνων, συμπεριλήφθηκε σε πολλές λίστες ευπώλητων και συστάσεων, προτάθηκε για Μπούκερ και κέρδισε τα κορυφαία National Book Award και Πούλιτζερ. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ έχει ήδη αποκτήσει τα δικαιώματα για την κινηματογραφική μεταφορά και ο συγγραφέας του Πέρσιβαλ Έβερετ, καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, Αφροαμερικανός (αν και ο ίδιος δεν αποδέχεται τον όρο) από την “καρδιά του Νότου” στη Νότια Καρολίνα και δημιουργός δεκαεννέα βιβλίων έχει εδραιώσει πλέον τη θέση του στη πρώτη γραμμή των καλύτερων σύγχρονων Αμερικανών συγγραφέων.

Το “James” είναι μια ιστορία που αφηγείται ένας δραπέτης σκλάβος για το πώς αυτός και ένα λευκό αγόρι πλέουν με μια σχεδία στον Μισισιπή. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια ιστορία γραμμένη από την οπτική του Τζιμ/Τζέιμς, σε μια  αντιστροφή των ρόλων στο κλασικό έργο του Τουέιν. Του βιβλίου που, σύμφωνα με τον Χέμινγουεϊ, γέννησε ολόκληρη την αμερικανική λογοτεχνία και το οποίο από τη στιγμή που εμφανίστηκε, στα 1884, προκάλεσε συζητήσεις και σκάνδαλα, απαγορεύτηκε και διασκευάστηκε αρκετές φορές μέχρι τώρα. Το “James” είναι μια άλλη φωνή σε αυτή τη χορωδία φωνών, μια αναζωογονητική και αποκαλυπτική ματιά στην επισφαλή θέση του ήρωα ως δραπέτη σκλάβου, στον αγώνα του να βγει από τα όρια της δουλείας στην οποία γεννήθηκε και να απελευθερώσει την οικογένειά του. Να βγει από το περιθώριο και να πάρει θέση στο προσκήνιο με τη δική του φωνή.

Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Τζιμ που έγινε Τζέιμς, σκλάβος στην ιδιοκτησία της λευκής μις Γουάτσον, στο Χάνιμπαλ του Μιζούρι, μαθαίνει για την επικείμενη πώλησή του στη Νέα Ορλεάνη, χωρίζοντάς τον από την οικογένειά του. “Δεν μπορούν να με πουλήσουν αν δεν με έχουν”. Έτσι, κυριευμένος από φόβο και επιθυμία να προστατεύσει τη γυναίκα του Σέιντι και την κόρη τους Λίζι, κρύβεται στο  Νησί του Τζάκσον, περιμένοντας την ευκαιρία να δραπετεύσει. “Το να είσαι σκλάβος ήταν ήδη χάλια, αλλά οι φυγάδες σκλάβοι την είχαν ακόμα χειρότερα”. Έτσι αρχίζουν οι περιπέτειες, μαζί με τον άλλον βασικό χαρακτήρα σε δεύτερο ρόλο εδώ, τον έφηβο Χακ Φιν που έλκεται από την περιπέτεια. Το αγόρι έχει σκηνοθετήσει επιδέξια τον θάνατό του για να ξεφύγει από τη βία του πατέρα του. Το μονοπάτι του διασταυρώνεται με αυτό του Τζιμ ο οποίος πλέον θα κατηγορηθεί και για απαγωγή.

Αυτό το απίθανο δίδυμο δουλείας και νεανικού αυθορμητισμού γίνεται σύμβολο του αγώνα για ελευθερία και αυτοπροσδιορισμό. Ο Έβερετ αναδεικνύει με δεξιοτεχνία πώς οι δρόμοι της ζωής τους αλληλοσυνδέονται, δημιουργώντας μια ισχυρή μεταφορά του αγώνα για ανθρώπινη αξιοπρέπεια σε έναν κόσμο όπου οι αξίες του ελεύθερου ατόμου απειλούνται συνεχώς.

Από την αρχή της έκδοσής του, το “James” κρίθηκε ως δείγμα υψηλής λογοτεχνίας, συγκρίσιμο με το αριστούργημα του Τουέιν. Και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία κατά πόσο ακολουθεί την αρχική πλοκή. Σίγουρα πολλά περιστατικά παραμένουν, διανθισμένα με το πνεύμα και τη σατιρική διάθεση του συγγραφέα, καθώς τα μονοπάτια του Τζιμ και του Χακ αποκλίνουν και συναντώνται ξανά προς το τέλος του μυθιστορήματος, αποκαλύπτοντας αναπάντεχα ένα ειδικό βάρος στη σχέση τους. Ο συγγραφέας επίσης μετακίνησε τον χρόνο της ιστορίας κατά ένα τέταρτο του αιώνα μπροστά, έτσι ώστε η αφήγηση να φτάσει στην αρχή του Εμφυλίου Πολέμου. Ο δε Μισισιπής, τεμπέλικος μόνο στην όχθη, είναι ένα καταραμένο και επικίνδυνο ποτάμι και όχι ειδυλλιακό όπως στον Τουέιν.

Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι ο Έβερετ έχει μεταμορφώσει τον αφελή και αμόρφωτο σκλάβο Τζιμ σε έξυπνο και εγγράμματο. Διαβάζει στα κρυφά βιβλία τρυπώνοντας στη βιβλιοθήκη του δικαστή Θάτσερ, κάποια παίρνει μαζί του λαχταρώντας να τα διαβάσει – η δύναμη της ανάγνωσης “ήταν μια εντελώς προσωπική υπόθεση και εντελώς ελεύθερη και, κατά συνέπεια, ανατρεπτική”. Κάνει φανταστικές συζητήσεις για τη δουλεία και τη φυλή με τους πυλώνες του Διαφωτισμού – Βολταίρο,  Ρουσσώ και Λοκ – αμφισβητώντας τους συχνά για την ελευθερία ως έννοια έναντι της δικής του πραγματικότητας. Η Βίβλος τον απωθεί, αυτή είναι για τους καταπιεστές.

Επιπλέον δεν μιλάει ως “νέγρος του Μιζούρι” αλλά άψογα αγγλικά. Κι όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και όλοι οι σκλάβοι που συναντά. ΄Όλοι τους χρησιμοποιούν το ίδιο τέχνασμα: Μιλούν με προφορά ένα βλακώδες γλωσσικό ιδίωμα κάθε φορά που είναι παρόντες οι λευκοί, προκειμένου να φαίνονται στα μάτια τους πιο ηλίθιοι και να διασκεδάζουν με τη φυλετική ανωτερότητά τους. Διαφορετικά, όταν χρησιμοποιούν τη γλώσσα των λευκών, τιμωρούνται. “Οι λευκοί περιμένουν από μας να μιλάμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο, και μόνο καλό μάς κάνει το να μην τους απογοητεύουμε. Οι μόνοι που υποφέρουν όταν οι λευκοί αισθάνονται κατώτεροι είμαστε εμείς”, εξηγεί ο Τζιμ στην κόρη του, εκπαιδεύοντάς την για τα δύσκολα της επιβίωσης. Ακόμη κι όταν μιλά με τον (λευκό) Χακ, παρόλο που μεταξύ τους έχει αναπτυχθεί μια συντροφικότητα, διατηρεί επιμελώς αυτό το φραγμό. Είναι φανερό πόσο δύσκολο ήταν το έργο της μεταφράστριας Μυρσίνης Γκανά να μεταφέρει στα ελληνικά το παιχνίδι με τη γλώσσα του κειμένου.

Όχι μόνο τη γλώσσα της λευκής κουλτούρας οικειοποιείται ο Τζέιμς, αλλά και το δικαίωμα στη γραφή. Η απλή δυνατότητα να αποκτήσει ένα μολύβι γίνεται εδώ τόσο πολύτιμη. Όταν παίρνει στα χέρια του ένα κομμάτι μολυβιού (γεγονός που κοστίζει τη ζωή ενός άλλου σκλάβου, μόλις ο ο ιδιοκτήτης του ανακαλύπτει την κλοπή), αρχίζει να  γράφει όλα όσα του συμβαίνουν. Αυτό τον καθιστά κύριο της μοίρας του. “Με το μολύβι μου, γράφοντας δίνω υπόσταση στον εαυτό μου”.

Το μυθιστόρημα ίσως πρέπει να το δούμε ως μια πολύπλευρη εκδοχή της αφροαμερικανικής κριτικής που θεωρεί τις ερμηνείες των “Περιπετειών του Χάκλμπερι Φιν” ως μια αμήχανη προσπάθεια να ξεπλυθεί μια ένοχη συνείδηση, να ισχυριστεί ότι η αμερικανική κουλτούρα ήταν πάντα κατά της δουλείας και του ρατσισμού. “Οι λευκοί λατρεύουν να νιώθουν ενοχές”, γράφει κάπου ο καυστικός Έβερετ. Ο Χακ στο “James” έχει ξεπεράσει τις φυλετικές προκαταλήψεις που του έχουν σφυρηλατηθεί από παιδί, βλέπει τον Τζιμ ως ίσο και είναι πρόθυμος να τον σώσει αν χρειαστεί και να “καεί στην κόλαση” για να τον ελευθερώσει. “Πώς γίνεται ένας άνθρωπος να έχει δικό του έναν άλλο άνθρωπο;”, ρωτά με αθωότητα τον Τζιμ που έχει γίνει μια αληθινή πατρική φιγούρα, επιδεικνύοντας μάλιστα πνευματική λεπτότητα όταν αποσιωπά τον θάνατο του πατέρα του αγοριού.

Στην πραγματικότητα, κάποιοι σύγχρονοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο ρατσισμός δεν έφυγε ποτέ από το βιβλίο του Τουέιν. Και δεν είναι μόνο πόσες φορές επαναλαμβάνεται η υβριστική για τους έγχρωμους “λέξη N” (nigger), αλλά υπάρχουν και οι παραστάσεις των μενεστρέλων, κατά τις οποίες οι λευκοί, βαμμένοι μαύροι, ενεργούν ως σκλάβοι προσπαθώντας να μιμηθούν τους λευκούς. Ο Τζιμ στον Τουέιν εμφανίζεται σε μια τέτοια παράσταση. Ο Έβερετ παρουσιάζει μια ακόμη σημαντική ανατροπή: ο Τζέιμς του συμμετέχει στην ομάδα Μενεστρέλοι της Βιρτζίνια με μια παράλογη και σουρεαλιστική εμφάνιση: “ένας μαύρος που περνιόταν για λευκός βαμμένος μαύρος έτσι που να φαίνεται σαν λευκός που  προσπαθεί να περάσει για μαύρος”.

Αρχηγό των Μενεστρέλων ο συγγραφέας τοποθετεί μια ιστορική προσωπικότητα, τον Ντάνιελ Έμετ, στον οποίο αποδίδεται το τραγούδι  “Dixie” που έγινε ο ύμνος του επαναστατικού Νότου (το βιβλίο ξεκινά με στίχους του). Και είναι ο συμπαθής και φιλελεύθερος ΄Εμετ, ο οποίος πληρώνει διακόσια δολάρια για την ελευθερία του Τζιμ, αποκτώντας τον στην ομάδα του ως τενόρο, αλλά πείθοντάς τον τελικά για την υποκρισία της λευκής κουλτούρας. Η ελευθερία που οι λευκοί προσφέρουν στους μαύρους δεν είναι ποτέ πραγματικά ελευθερία, απλώς σκλαβιά με άλλη μεταμφίεση. Γιατί, κατά τον Τζιμ, ένας άνθρωπος, όπως ο Έμετ, “που δε δεχόταν να έχει στην κατοχή του σκλάβους, αλλά δεν έφερνε αντιρρήσεις στο να έχουν οι άλλοι σκλάβους, παρέμενε δουλέμπορος”. Σε κάποιο άλλο σημείο, όταν ο Τζιμ σκέφτεται τη στάση των λευκών του βορρά ενάντια στη δουλεία διερωτάται με νόημα: “Πόση από την επιθυμία για κατάργηση αυτού του θεσμού ερχόταν από κάποια ανάγκη κατευνασμού και καθησυχασμού της ενοχής και του πόνου των λευκών;”

Με ρυθμό που από τα μέσα του βιβλίου επιταχύνεται σαν θρίλερ και γίνεται δραματικός, προς το τέλος και πάντα με τη φλογερή επιθυμία να βρει την οικογένειά του, ο καταζητούμενος ως φυγάς, απαγωγέας, κλέφτης και δολοφόνος Τζιμ επιστρέφει και αποκαλύπτεται στους οικείους φορείς της λευκής κουλτούρας στο πρόσωπο του δικαστή Θάτσερ και της ωμής βίας στο πρόσωπο του επιστάτη. Όταν γίνεται μάρτυρας του βιασμού μιας σκλάβας από τον επιστάτη στο παλιό του σπίτι, τότε ο Έβερετ επιτρέπει στον ήρωά του να ακολουθήσει το μονοπάτι της εκδίκησης, της “γλυκιάς δικαιοσύνης”, όπως λέει, οπλίζοντας το χέρι του ήρεμου και ειρηνικού Τζιμ.  Για να απελευθερώσει στη συνέχεια, και πριν το μετέωρο φινάλε κάπου στο βορρά, όχι μόνο τον εαυτό του και την οικογένειά του, αλλά και όλους τους σκλάβους ενός “εκτροφείου σκλάβων” σε μια έκρηξη βίας και να τους πει:

“Θα πάρω  την οικογένειά μου. Μπορείτε να έρθετε μαζί μου ή μπορείτε να μείνετε εδώ. Μπορείτε να έρθετε και να δοκιμάσετε την ελευθερία ή μπορείτε να μείνετε εδώ. Μπορείτε να πεθάνετε μαζί μου προσπαθώντας να βρείτε την ελευθερία ή μπορείτε να μείνετε εδώ και να είστε νεκροί έτσι κι αλλιώς. Με λένε Τζέιμς”.

Ενώ η δύναμή του πηγάζει από τη σύγκριση με το έργο του Τουέιν, το “James” παραμένει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που βυθίζει τον αναγνώστη στον περίπλοκο και αντιφατικό κόσμο της Αμερικής του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα με φόντο τα γεγονότα που οδήγησαν στον Εμφύλιο. Αποκαλύπτει όχι μόνο τα προσωπικά δράματα των χαρακτήρων βέβαια τη δουλεία, την ταυτότητα και την αναζήτηση της ελευθερίας. Ο Πέρσιβαλ Έβερετ αποδεικνύει κι εδώ την ικανότητά του να συνδυάζει μια δυναμική αφήγηση με βαθιές φιλοσοφικές και πολιτικές σκέψεις.

 

 

“James” Percival Everett, μτφρ. Μυρσίνη Γκανά,  “Ψυχογιός”,  σελ. 343

NO COMMENTS

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here