του Γιάννη Πάσχου
Η Λου ίσως να είναι 25 χρονών, φοράει χοντρά γυαλιά μυωπίας, παρατηρεί αυτά που συνήθως δεν παρατηρεί κανείς, λέει αυτά που σκέφτεται με την πρώτη, ο κόσμος της είναι διαφορετικός από τον δικό μου, η Λου είναι διαφορετική.
Καθόμαστε οι δυο μας στην ακρογιαλιά, είναι πρωί, πολύ πρωί, δεν κουνιέται φύλλο, η Λου με μπικίνι γαλάζιο. Δεν μιλάμε, κάποια στιγμή λέει: η θάλασσα είναι σαν γυαλί, θα σπάσουμε το γυαλί με μια βουτιά.
Μπαίνουμε στο νερό μέχρι τους αστραγάλους. Με ρωτάει αν φοβάμαι, κουνάω αρνητικά το κεφάλι. Με το τρία φωνάζει:1,2,3!
Ακούω ένα κρατς πολύ δυνατό. Είμαστε και οι δυο μας κάτω από το νερό, μακροβούτι και βγαίνουμε στην επιφάνεια. Με ρωτάει αν φοβήθηκα, της απαντάω όχι. Μου εξηγεί ότι αυτή φώναξε δυνατά «κρατς» για να με δοκιμάσει αν φοβάμαι. Αυτοί που αγαπώ δεν θέλω να φοβούνται, συμπληρώνει. Της δίνω ένα φιλάκι πεταχτό. Να μαζέψουμε τα σπασμένα γυαλιά, της λέω, σε λίγο η ακρογιαλιά θα γεμίσει με κολυμβητές, να μην έχουμε κανένα ατύχημα.



























