γράφει η Βαρβάρα Ρούσσου
Η τρίτη συλλογή της Σιώζιου, που διαφέρει από τις δυο προηγούμενες, είναι δομημένη σε δεκαπέντε διπλά ποιήματα υπό μορφή επιστολών σε συγκεκριμένες κάθε φορά και όμοιες ανά ζεύγος επιστολών μορφολογικές επιλογές από το πεζόμορφο ποίημα έως το ένστιχο, με στίχους διαφορετικής έκτασης άλλοτε ελαφρά πεζολογώντας άλλοτε με στοιχεία ρυθμικότητας, πάντα όμως με εύστοχη επιλογή κάθε φορά των λέξεων ώστε τίποτα να μην φαίνεται περίσσιο. Ήση ο τρόπος δόμησης του βιβλίου και η επεξεργασία εξασφαλίζουν την απόλυτη αποφυγή της κοινοτοπίας, όσο νάναι μια από τις ασθένειες του σύγχρονου ποιητικού λόγου.
Στον ιδιότυπο αυτό διάλογο ο αποστολέας δεν είναι ποτέ άνθρωπος αλλά μη ανθρώπινο ζώο («Η Αράχνη», «Τα άλογα» «Η Κλαίουσα Ιτιά» και το περιληπτικό «Το Δάσος») ή θεωρητικά άψυχο: καιρικά φαινόμενα, («Η Ομίχλη», «Ο Παγετώνας», «Η Βροχή»), αντικείμενα («Το Καρουζέλ» «Το Τραπέζι της Κουζίνας»), αφηρημένες έννοιες («Το Φωτεινό Σημείο», «Η Προφητεία», «Η Φωνή»), καταστάσεις («Ο Ύπνος»), τόποι («Η Θαλασσινή Σπηλιά») ακόμη και μέρη του σώματος («Η Κοτσίδα»). Είναι δηλαδή οι αποστολείς παρά προσδοκίαν «φωνές» που απευθύνονται στον ίδιο πάντα παραλήπτη-ανώνυμο άνθρωπο-άντρα κύριο Κ.
Αυτή η επιστολογραφία υπονομεύει τα διπολικά σχήματα: ανθρώπινο/μη ανθρώπινο, έλλογο/ά-λογο, ομιλία/γραφή ή γραπτό-προφορικό, παρουσία/απουσία θέτοντας τα θεμέλια για μια διαφορετική επικοινωνία
Η επιστολή ως επιθυμία για εγγύτητα συχνά αρθρώνεται σε ερωτήματα που δεν ανακαλούν μόνο το βασικό επικοινωνιακό στόχο αλλά δηλώνουν και το φόβο της παρερμηνείας, της απόρριψης, της απώλειας του αντικειμένου επιστολή.
Σε πολλά σημεία της συλλογής, τα αντικείμενα μοιάζουν να έχουν διατηρήσει τα ανθρώπινα ίχνη. Το τραπέζι έχει απορροφήσει συναίσθημα («μ’ ένα σημείωμα για τη γιορτή σας, δώρο του αγαπημένου σας φίλου[…]μπορώ κι εγώ να ρουφάω, να γεύομαι, να μυρίζω, να ζαλίζομαι. Μου αρέσει ιδιαιτέρως όταν τρίβετε με τα δάχτυλά σας το αλάτι…». Οι λέξεις, οι αισθήσεις του τραπεζιού μεταφέρονται στην απάντηση του κυρίου Κ. Η επιστολή δημιουργεί σχέση, αυτός εξάλλου ήταν ο στόχος της: η δυνητική κατάργηση της απουσίας και κυρίως η ανταλλαγή συν-αισθημάτων. Στις Επιστολές τα αντικείμενα δεν είναι ουδέτερα· φέρουν επενδύσεις επιθυμίας, φόβου, απώλειας.
Η εξομολογητική σχεδόν φωνή της βροχής («έχω φωνή τραγουδιστή. Όπως κι εσείς τραγουδάω έναν σκοπό,[…] παράγει ένα συνειρμό ανάμνησης: «Κατέβαινα το μονοπάτι για τον ποταμό, τον Άσπρο…». Το νερό δημιουργεί μια άλλου είδους σχέση-σύνδεση από τις λέξεις ως φορείς μνήμης. «Μου αρέσει όταν αντηχούμε/ο ένας μέσα στον άλλο.» λέει η βροχή.
Ο επιστολικός λοιπόν διάλογος γίνεται από απλώς μέσο επικοινωνίας διαδικασία ενεργοποίησης σχέσης, παράγοντας μια σειρά σχέσεις, φαινομενικά ασύμβατες και ανοίκειες αλλά ενεργητικά συναισθηματικές. Η Σιώζιου επαναδιαπραγματεύεται την έννοια της επιστολογραφίας στη λογοτεχνία με το να στοχάζεται πάνω στην πράξη αυτή ως τρόπο διαχείρισης σύνθετων συναισθημάτων και σχέσεων μέσα στο φευγαλέο της χρονικότητας που χαρακτηρίζει την επιστολή.
Τα ίχνη και οι λέξεις γίνονται το νήμα των επιστολών ανάμεσα σε ανθρώπινα- μη ανθρώπινα ζώα-φυσικά φαινόμενα-«άψυχα». Πρόκειται ακριβώς για τα ίχνη, τα συν-αισθήματα που παράγουν οι σχέσεις με καθετί που μας περιβάλλει και που επενδύουν ιδίως τα αντικείμενα. Πρόκειται για την αίσθηση ότι ο κύριος Κ. έχει βαθιά συγγένεια με τη φύση ακροβατώντας ανάμεσα στις μνήμες -συχνά συνδεδεμένες με και τα στοιχεία της φύσης. Λέει η Φωνή και πάλι σε σύνδεση με μη ανθρώπινο ζώο: «όταν σας σκέφτομαι γίνομαι κοχύλι/όπως το κοχύλι, μπορώ μόνο να αντηχήσω.». Τα κοχύλια περνούν στην απάντηση του κυρίου Κ. («Σε τι ωφελούν οι αναμνήσεις; Δεν είναι άγγελοι./Ωστόσο μαζεύω τα κοχύλια στην παλάμη μου,/») που όχι μόνο στην επιστολή με τη «Φωνή» αλλά και αλλού κυριεύεται, με αφορμή μια λέξη, από μνήμες.
Στο τελικό πεζόμορφο ποίημα «Το δάσος» ο κύριος Κ. εκλαμβάνεται ως εκπρόσωπος του είδους του: «Το είδος σας πέρασε πολλές δοκιμασίες. Μέσα μου διευρύνατε τα όριά σας. Οι άνθρωποι τώρα πια με αποφεύγουν.[…] Τι σας έκανε να επιστρέψετε;». Ο παραλήπτης απαντά με μια προσωπική παιδική ανάμνηση, έντονα συναισθηματική όπου η τελική μεταφορά (το δάσος ως ξηλωμένο νήμα και «κεντημένο στο χέρι, ένα ολόκληρο δάσος. Φάσκιωσε μ’ αυτό όλα της τα παιδιά.») παραπέμπει στην οργανική ενότητα ανθρώπινων μη ανθρώπινων ζώων (εδώ συμπεριλαμβάνονται τα φυτά και όλα τα φυσικά φαινόμενα ομιλούντα και γράφοντα στη συλλογή) και στη φύση ως Μητέρα.
Θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε ως βάση την αντίληψη των ρομαντικών περί ενότητας ανθρώπου-φύσης ως Όλου; Στον ρομαντισμό, η ενότητα ανθρώπου-φύσης βασίζεται σε μια μεταφυσική ή αισθητική συν-ταύτιση όπου το ανθρώπινο ζώο αποτελεί κεντρικό νοηματοδοτικό φορέα. Στις Επιστολές η ενότητα έχει επιτελεστικό χαρακτήρα και ευθραυστότητα, καθώς οικοδομείται στην απόπειρα επιστολικής επικοινωνίας. Δεν υπάρχει ένα σύμπαν-Όλον, αλλά συγκεκριμένες σχέσεις.
Στο «Τα άλογα» τα άλογα, οι μόνοι αποστολείς με υπογραφή, δηλώνουν «Μας ονομάσατε[…]Κατερίνα και Μάρκος». Η ονοματοδοσία γίνεται πράξη σύστασης: πριν ήταν ζώα, μετά είναι «Κατερίνα και Μάρκος» υποκείμενα με ονόματα, φωνή και ικανότητα επιστολογραφίας, τα μόνο εξάλλου που υπογράφουν με όνομα. Η συγκρότηση του άλλου (σκόπιμα, νομίζω επιλέγονται τα ά-λογα) ως υποκειμένου επιστρέφει πάνω του σαν μια μορφή αντίστροφης έγκλησης: ο κύριος Κ. αναγνωρίζει την πράξη του ως έντονα συναισθηματική: «Σας ονόμασα, έκλαψα,/μέχρι που οι τεντωμένες χορδές στην ψυχή μου,/να σπάσουν όλες η μια μετά την άλλη.».
Σε τι λοιπόν διακρίνεται η απόδοση γλώσσας σε μη ανθρώπινα ζώα ή «άψυχα» από τον παλαιό γνωστό ανθρωπομορφισμό ή την προσωποποίηση όταν μάλιστα η γλώσσα δίνεται από το ανθρώπινο ζώο και αποτελεί ανθρώπινη κατασκευή; Ο ανθρωπομορφισμός παλιότερα δεν επιδίωκε τη σχέση και την ανταλλαγή αλλά την υπαγωγή στον ανθρώπινο κόσμο. Τα μη ανθρώπινα ζώα υποδύονταν, είχαν ανθρώπινα γνωρίσματα για να εξυπηρετήσουν ως όχημα αλληγορίας ανθρώπινα σχήματα κατανόησης (π.χ. με στόχο τη διδαχή ή τη μεταφορά). Στις Επιστολές δεν πρόκειται για προβολή ανθρώπινων χαρακτηριστικών σε ζώα, αλλά για αποδοχή της φωνής του μη ανθρώπινου ως φωνής άλλης, όχι κατώτερης, όχι ίδιας, αλλά σχεσιακής και ισοδύναμα σημαίνουσας. Αντίθετα, ο άνθρωπος μετατοπίζεται: οφείλει να μάθει να ακούει μια μη ανθρώπινη φωνή που δεν του μοιάζει αλλά συγκινεί. Η γλώσσα που αποδίδεται σε μη ανθρώπινα -άψυχα-καταστάσεις κλπ δεν προϋποθέτει ανωτερότητα ή ιδιότητα του ανθρώπου, αλλά αφήνει χώρο στη συγκινησιακή ύλη, στο ίχνος της σχέσης, στην αμοιβαιότητα της εγγύτητας, στο δισταγμό της ερώτησης και την αναμονή της απάντησης.
Δανάη Σιώζιου, Επιστολές, αντίποδες 2024