Οι ανυπακουες από το Καμερούν (γράφει ο Μιχάλης Μπορνόβας)

0
160
Amal, Djaili-Amadou

 

γράφει ο Μιχάλης Μπορνόβας (*) 

Με την ιδιότητα του μέσου αναγνώστη διάβασα το βιβλίο της Ντζαϊλί Αμαντού Αμάλ «Οι ανυπάκουες». Ένα μυθιστόρημα καλογραμμένο, με ροή λόγου, —η μετάφραση του Άγγελου Μουταφίδη συνέβαλε σ’ αυτό— ευσύνοπτο και χωρίς φλυαρίες. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρία ίσα μέρη. Το κάθε μέρος αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας. Τρεις ιστορίες παράλληλες, που αλληλοδιηθούνται, πλέκοντας το ύφασμα του βαθύτερου νοήματος που επιδιώκει να παρουσιάσει η συγγραφέας.

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή: ποιος, πού, πότε; Οι δύο γυναίκες είναι σε ηλικία γάμου και παντρεύονται, η τρίτη είναι ήδη παντρεμένη και μητέρα. Βρισκόμαστε στη σύγχρονη εποχή, στο βόρειο Καμερούν. Και οι τρεις ανήκουν στη φυλή των Φούλα ή Πελ.

Τί είναι όμως αυτή η εξωτική φυλή, που ζει σ’ αυτήν την εξωτική χώρα; Οι Φούλα είναι ένας από τους αρχαιότερους λαούς της βόρειας και κεντρικής Αφρικής και εξακολουθεί να είναι ένας από της σημαντικότερους, μιας και έχει δώσει μεγάλο αριθμό ηγετών της Δυτικής Αφρικής και του Σαχέλ καθώς και διεθνών προσωπικοτήτων όπως οι προέδροι της Νιγηρίας, (Μουχαμαντού Μπουχάρι), του Καμερούν (Αχμαντού Αχιτζό), της Σενεγάλης(Μακί Σαλ), της Γκάμπιας (Αντάμα Μπάρροου), της Γουινέας-Μπισάου (Ουμάρου Σισοκό Εμπαλό), ο πρωθυπουργός του Μάλι (Μπουμπού Σισέ), η Αναπληρώτρια Γενική Γραμματέας του ΟΗΕ (Αμίνα Τζ. Μοχαμμάν), ο πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (Τζιτζάνι Μουχάμαντ Μπάντε) και ο Γενικός Γραμματέας του ΟΠΕΚ (Μοχάμεντ Σανούσι Μπαρκίντο).

Στην πολύχρονη ιστορία του αυτός ο λαός υποχώρησε από τις βόρειες περιοχές της Αφρικής προς τον Νότο, σπρωγμένος από άλλους βορειοαφρικανικούς λαούς όπως οι Βέρβεροι και, αργότερα, οι Βάνδαλοι, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί και οι Άραβες, διέσχισε τη Σαχάρα, που δεν ήταν τόσο ξηρή όσο σήμερα και εγκαταστάθηκε τελικά στο Σαχέλ. Το Σαχέλ είναι ένας όρος που, τα τελευταία χρόνια, έχει εισβάλει στην επικαιρότητα λόγω των σύγχρονων γεωπολιτικών ανακατατάξεων του πλανήτη. Η Γαλλία έχει εσχάτως εκδιωχθεί βιαίως από την περιοχή, ενώ η Ρωσική, η Κινέζικη και, τελευταία, η Τουρκική επιρροή γίνονται ολοένα και μεγαλύτερες. Είναι μια υποσαχάρια λωρίδα αφρικανικών κρατών από το Σουδάν ανατολικά μέχρι και την Νιγηρία, τον Νίγηρα, το Καμερούν αλλά και το Μάλι και τη Μαυριτανία Δυτικά. Υπολογίζεται ότι, σ’ αυτή τη λωρίδα κρατών, ζουν σήμερα περί τα 50 εκατομμύρια Φούλα, με μεγαλύτερη πυκνότητα στη Δυτική Αφρική.

Όσο μαθαίνουμε για τους Φούλα, τόσο μας φαίνονται πιο προσιτοί: είναι σχετικά ανοιχτόχρωμοι-κάποιοι «χλωμοί» μας λέει η συγγραφέας, έχουν λεπτές μύτες και χείλη και ίσια μαλλιά, χαρακτηριστικά που μας απομακρύνουν από τις στερεοτυπικές εικόνες που έχουμε για τους αφρικανικούς λαούς. Ζουν στη σύγχρονη εποχή και χρησιμοποιούν τις ίδιες τεχνολογίες μ’ εμάς: έχουν από κινητά και τηλεοράσεις μέχρι Μερσεντές και ίντερνετ.  Όλα αυτά τους φέρνουν πιο κοντά στα δικά μας κριτήρια κατανόησης του κόσμου, διευκολύνοντας την ταύτιση του αναγνώστη και ίσως περισσότερο της αναγνώστριας.

Οι Φούλα ήταν και κατά ένα μέρος εξακολουθεί να είναι ένας ημινομαδικός κτηνοτροφικός λαός. Τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω της αποαποικιοποίησης και της παγκοσμιοποίησης, έχουν αστικοποιηθεί, μένουν πια μόνιμα σε πόλεις και ασχολούνται κυρίως με επιχειρήσεις. Η πληροφορία αυτή είναι κρίσιμη γιατί μας βοηθά να κατανοήσουμε την δομή της κοινωνίας τους. Και είναι ακόμα πιο κρίσιμη για τον Έλληνα αναγνώστη, αν αναλογιστούμε ότι μέχρι και το 1950 ο κεντρικός ορεινός κορμός της χώρας μας κατοικούνταν από μεγάλους πληθυσμούς ημινομάδων κτηνοτρόφων. Αυτή η κοινωνική δομή, λοιπόν, δεν μας είναι τελείως ξένη.

Μένουν σε σπίτια-συγκροτήματα, που στα γαλλικά αποδίδονται με τον όρο concession, για τον οποίο σημειώνει ο μεταφραστής: «Ο όρος χρησιμοποιούνταν αρχικά για να ορίσει τις δασικές εκτάσεις που παραχωρούνταν για την ανέγερση κατοικιών σε δασικές ζώνες. Σταδιακά, ωστόσο, απέκτησε τη σημασία της αυτόνομης οικογενειακής εστίας και,  μετωνυμικά, του συνόλου των προσώπων που συνδέονται με δεσμούς εξάρτησης και πατρικής αυθεντίας με τον επικεφαλής της οικογένειας και που ζουν όλα μαζί σε ένα κοινό σύστημα συλλογικής κατοίκησης».  Ας αναρωτηθούμε π.χ., γιατί υπάρχουν χωριά με όνομα όπως Χριστοφιλέικα, Τσουκαλέικα, Καλλιανέικα, Κυβελέικα κλπ. Ας μη λησμονούμε ότι οι Μανιάτες, μέχρι πρόσφατα οργανώνονταν κοινωνικά σε πατριές, ενώ παλαιότερα ίσχυε ο θεσμός της σύγκριας, — της δεύτερης γυναίκας, προκειμένου να αποκτηθεί άρρεν τέκνο.

Το αξιακό σύστημα των Φούλα διέπεται από κανόνες που μεταφέρονται με την pulaaku -την παράδοση δηλαδή. Οι τέσσερις πιο σημαντικοί είναι:

  • Munyal: Υπομονή, αυτοέλεγχος, πειθαρχία, σύνεση
  • Gacce/Semteende: Μετριοπάθεια, σεβασμός των άλλων (περιλαμβάνει και τους εχθρούς)
  • Hakkille: Σωφροσύνη, προνοητικότητα, υπευθυνότητα, φιλοξενία
  • Sagata/Tiinaade: Θάρρος, σκληρή δουλειά

Ας κρατήσουμε τον πρώτο όρο —munyal =υπομονή και πειθαρχία— γιατί αποτελεί το κεντρικό θέμα του βιβλίου. Κι εδώ θέλω να κάνω μια παρέκβαση όσον αφορά τον τίτλο του βιβλίου. Στο πρωτότυπο, στα γαλλικά, ο τίτλος είναι «Les impatientes», μεταφράζοντας κατά λέξη είναι «Οι ανυπόμονες». Ορθώς κατά τη γνώμη μου επιλέχτηκε ο όρος «Οι ανυπάκουες» δεδομένου ότι στη γλώσσα μας, αν δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενο του βιβλίου, ο όρος «ανυπόμονες» συνειρμικά παραπέμπει σε λαιμαργία και πλεονεξία.

Σκοπίμως δεν ανέφερα μέχρι τώρα ότι οι Φούλα είναι μουσουλμάνοι. Είναι οι πρώτοι που ασπάστηκαν το Ισλάμ, πράγμα που τους έδωσε αίσθημα ενότητας και, επομένως, προτέρημα απέναντι στους άλλους επιχώριους λαούς. Το έκανα εσκεμμένα, γιατί φοβάμαι ότι μια απρόσεκτη και βιαστική ανάγνωση του βιβλίου θα μπορούσε να το θεωρήσει σαν ένα άνοστο άρλεκιν, που ασχολείται με τα ανθρώπινα πάθη —και δη τα ερωτικά— αποδίδοντας στον μουσουλμανισμό την ευθύνη για όλα τα κακά, λόγω της δυνατότητας πολυγαμίας και της υποτιθέμενης εγγενούς αυταρχικότητας. Δεν είναι έτσι όμως. Μια προσεκτικότερη ανάγνωση δείχνει ότι το Ισλάμ χρησιμοποιείται ως πλαίσιο για την στήριξη και αναπαραγωγή ενός βαθύτερου και θεμελιωδέστερου σκελετού κοινωνικής οργάνωσης, που λέγεται πατριαρχία. Και το λέω αυτό γιατί, κατ’ αναλογίαν, και ο χριστιανισμός έχει χρησιμοποιηθεί ως πλαίσιο για την επιβολή και διαιώνιση της πατριαρχίας. Το βλέπουμε εξάλλου και στα καθ’ ημάς.

Μη μου πείτε ότι δεν έχετε ακούσει ότι η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας και ο ενδογαμικός βιασμός δικαιολογείται και συγχωρείται εύκολα στη δική μας κοινωνία —κι ας απαγορεύεται θεσμικά.Μη μου πείτε ότι δεν έχετε ακούσει τη φράση: «υπομονή παιδάκι μου, άντρας είναι, βάσανα έχει, θα σηκώσει και το χέρι» ή «άντρας είναι, θα κάνει και το τσιλιμπούρδισμά του». Μη μου πείτε ότι δεν έχετε ακούσει τη φράση: «ο πατέρας της την πάντρεψε…» ή, ακόμα και για νεαρούς άντρες «τον πάντρεψαν…» Ποιος; Μα, η οικογένεια. Αυτή ή αυτός δεν επιτρέπεται να έχουν βούληση. Αλλά και μη μου πείτε ότι δεν έχετε ακούσει και τη φράση: «θα της βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα της νύφης μου, που μπήκε στην οικογένεια και θέλει να κάνει και κουμάντο!» Αυτά είναι χριστιανικά πράγματα.  Αλλά και πόσο μοιάζουν μ’ αυτά της μακρινής εξωτικής μουσουλμανικής κοινωνίας που περιγράφει το βιβλίο.

Munyal λοιπόν· υπομονή και εγκαρτέρηση. Τελικά υποταγή δηλαδή. Πέρα από την ισλαμοφοβία, ένας άλλος σκόπελος που πρέπει να υπερβούμε κατά την ανάγνωση του είναι αυτό που η σύγχρονη διανοήτρια, πολιτική επιστημόνισσα, κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας Φρανσουάζ Βερζές περιγράφει με τον όρο «misogynoir». Τον μισογυνισμό που έχει φυλετικά,ρατσιστικά χαρακτηριστικά ενάντια στις μαύρες γυναίκες. Και εξηγώ:

Κατασκευάζεται η μη λευκότητα ως εγγενώς πατριαρχική και οιονεί «πρωτόγονη». Οι μεν μη λευκοί άνδρες θεωρούνται ως εκ κατασκευής πατριαρχικοί και βίαιοι, οι δε μη λευκές γυναίκες ως αιώνια θύματα που εκ κατασκευής δεν έχουν πρόθεση να αντιδράσουν. Με απλά καθημερινά, αυθόρμητα λόγια: «Ε, τί περιμένεις; Στους Μαύρους συμβαίνουν αυτά».Όχι όμως. Δεν συμβαίνουν μόνο στους Μαύρους αυτά. Αν ο αναγνώστης ή η αναγνώστρια αφήσει το αντιληπτικό του όργανο ελεύθερο και ανοιχτό θα καταλάβει ότι δεν είναι θέμα γεωγραφίας, φυλής ή θρησκείας, ότι όλα αυτά είναι σκηνοθετικές επινοήσεις ενώ η ουσία του δράματος είναι οικουμενική.

Γράφει η Έλενα Φερράντε, η σημαντικότερη ίσως σύγχρονη Ιταλίδα συγγραφέας, στο δεύτερο βιβλίο από την τετραλογία της Νάπολης:

«Εκείνη την ημέρα όμως είδα ξεκάθαρα τις μανάδες της παλιάς γειτονιάς.  Ήταν νευρικές,  συγκαταβατικές. Σιωπούσαν με τα χείλη σφαλισμένα και την πλάτη καμπουριασμένη ή ξεστόμιζαν τρομερές βρισιές στα παιδιά τους που τις τυραννούσαν.  Σέρνονταν κοκαλιάρες,  με σκαμμένα μάτια και μάγουλα ή με φαρδιές λεκάνες,  πρησμένους αστραγάλους,  βαριά στήθη,  φορτωμένες με σακούλες γεμάτες ψώνια,  με τα πιτσιρίκια τους να τις τραβάνε από τη φούστα και να γυρεύουν την αγκαλιά τους.  Και ήταν,  ω, Θεέ μου,  δέκα,  το πολύ είκοσι χρόνια μεγαλύτερές μου. Μα όλες τους έμοιαζαν να έχουν χάσει αυτές τις γυναικείες χάρες,  τόσο σημαντικές για μας τα κορίτσια,  χάρες που τις τονίζαμε με τα ρούχα,  με το βάψιμο.  Τις είχαν καταβροχθίσει τα κορμιά των συζύγων τους,  των πατεράδων τους, των αδερφών τους και σιγά σιγά τους έμοιαζαν όλο και περισσότερο.  Μπορεί να έφταιγε ο μόχθος,  μπορεί και ο ερχομός των γηρατειών,  της αρρώστιας.  Άραγε,  πότε ξεκινούσε αυτή η μεταμόρφωση; Με τις δουλειές του σπιτιού; Με τις εγκυμοσύνες; Με το ξυλοφόρτωμα;”

Πόσο πικρό απόσπασμα και πόση θλίψη μας προκαλεί! Αυτές οι γυναίκες στα 30 τους και στα 40 τους δεν είναι πια γυναίκες. Έχουν χάσει τη θηλυκότητά τους, είναι «νοικοκυρές» και «μάνες». Και αυτό δεν οφείλεται στα γηρατειά ή στις εγκυμοσύνες. Έχουν χάσει την θηλυκή τους ταυτότητα και έχουν γίνει ο ρόλος που τους επιφυλάσσει η κοινωνία να είναι. Όχι να παίξουν· να ΕΙΝΑΙ. Δεν είναι πια θηλυκά υποκείμενα, είναι η γυναίκα-ρόλος στο κοινωνικό σκηνικό της πατριαρχίας.

Η ίδια, η Φερράντε, σε μια συνέντευξη της λέει:

«Οι γυναίκες, όπου κι αν βρισκόμαστε στον κόσμο, καθοριζόμαστε από την ανδρική κουλτούρα από τη γέννησή μας. Η γλώσσα μας καθορίζεται από τους άνδρες, η οικογένεια, η θρησκεία, οι νόμοι, οι κυβερνητικοί θεσμοί καθορίζονται από τους άνδρες, η λογοτεχνία, οι τέχνες, οι επιστήμες καθορίζονται από τους άνδρες, η μόρφωση -των ανδρών και των γυναικώνκαθορίζεται από τους άνδρες.

»Τι εννοώ; Εννοώ πως για κάθε απόφαση που θα πάρουμε -ακόμα και για θέματα που σχετίζονται με το σώμα μας και με τη μητρότηταυιοθετούμε απόψεις που έχουν διαμορφωθεί από την πατριαρχική κοινωνία τις τελευταίες χιλιετίες. »

Σ’ αυτή τη λογική κινείται και το αφήγημα της Τζαϊλί Αμαντού Αμάλ. Δεν προσφέρει έτοιμα συμπεράσματα. Αφηγείται απλά και ανθρώπινα, αφήνοντας τον αναγνώστη να συνδέσει μόνος του τα σημεία, να αναστοχαστεί, να συμπεράνει. Και αυτός ο αναστοχασμός οδηγεί εύκολα και αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ο δρόμος, τόσο για την συλλογική όσο και για την προσωπική ευτυχία, εμποδίζεται απ’ την πατριαρχία. Κι όταν λέω «προσωπική ευτυχία» δεν εννοώ μόνο την ευτυχία των γυναικών αλλά και αυτή των ανδρών. Γιατί διαφαίνεται καθαρά ότι και οι άντρες αυτοπαγιδεύονται από την απόλυτη ισχύ τους, καταλήγοντας κι αυτοί να γίνουν πιόνια και θύματα αυτού του απάνθρωπου συστήματος.

Στο σημείο αυτό θα υπενθυμίσω ότι η πατριαρχία προηγείται, βέβαια, χρονικά του καπιταλισμού. Αλλά ο καπιταλισμός βρήκε έτοιμο από την πατριαρχία ένα σύστημα εξουσίας που λειτουργεί και αναπαράγεται στην βάση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Το υιοθέτησε με χαρά και έκτοτε βαδίζουν οι δυο τους χέρι χέρι. Κύριο θύμα τους, βέβαια, οι γυναίκες —ή οι μη άντρες, αν θέλετε—μια πηγή δυστυχίας για όλους μας.

Ολοκληρώνοντας, αξίζει κανείς να αφεθεί στη ρέουσα και χωρίς δύσκολα νοήματα αφήγηση της Αμάλ, απολαμβάνοντας ένα όμορφο βιβλίο και αποκομίζοντας, με ανθρώπινο τρόπο, χωρίς βίαιες ωθήσεις, έναν πλούσιο προβληματισμό για το τί είναι αυτό που κατατρώει τη ζωή μας και εμποδίζει τον εξανθρωπισμό της κοινωνίας μας.

Τζαϊλί Αμαντού Αμάλ, Οι ανυπάκουες, Μετάφραση Άγγελος Μουταφίδης, Εκδόσεις Θίνες, 2024

 

 

 

 

 

(*) Ο Μιχάλης Μπορνόβας δηλώνει αναγνώστης

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο“Μικρό τραίνο με τους ουράνιους καπνούς”, Φεστιβάλ Ακροναυπλίας (18-31/8)
Επόμενο άρθροΟ Νίκος Καζαντζάκης κι ο Νικολό Μακιαβέλι (του Φίλιππου Φιλίππου)   

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ