Απολογισμός, κρίσεις και επικρίσεις για τις ελληνίδες ποιήτριες (της Βαρβάρας Ρούσσου)

1
1021
Sylvia Anita 1968

της Βαρβάρας Ρούσσου

Η δίτομη μελέτη της ποιήτριας Αριστέας Παπαλεξάνδρου, επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής της διατριβής, μετρά ήδη περισσότερο από ένα χρόνο έκδοσης. Το διάστημα αυτό επιτρέπει όχι μόνο την ενδελεχή ανάγνωση της ογκώδους αυτής εργασίας αλλά την εκτίμησή της σε ένα γενικότερο πλαίσιο που αφορά αφενός στην ίδια την ιστορία των γυναικών και της λογοτεχνίας που έγραψαν αφετέρου τόσο στην ιστορία της νεοελληνικής κριτικής και στις παραμέτρους άσκησής της όσο και στην ιστορία της φιλολογίας αφού στη μεγάλη εικόνα της πρόσληψης έχουν τη θέση τους ιστορίες λογοτεχνίας, μονογραφίες και μικρότερης έκτασης φιλολογικά μελετήματα.

Δεν αρκεί να χαρακτηρίσουμε τη μελέτη πολύτιμη, μοναδική, έργο υποδομής, σημείο εκκίνησης για σειρά άλλων παράλληλων εργασιών που θα εξειδικεύσουν και θα αναδείξουν επιμέρους δεδομένα. Αυτά, πέρα από αυτονοήτως ισχύοντα, είναι ήδη τονισμένα από τις σχετικές κριτικές με τις οποίες δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει. Μάλιστα, ο αξιότατος βιβλιογράφος, κριτικός και ποιητής Δημήτρης Δασκαλόπουλος, παρουσιάζοντας αναλυτικά και με αριθμητικά στοιχεία το πεδίο εργασίας της Παπαλεξάνδρου, και, εν μέρει, τη μέθοδο που ακολούθησε στα προς εξέταση, αποδελτίωση, κατάταξη και σχολιασμό τεκμήρια, κάνει λόγο για «δύσκολη απόφαση» αιτιολογώντας, προφανώς, τη δυσκολία στη βάση του ειλικρινά τιτάνιου, για ένα άτομο, εγχειρήματος επεξεργασίας ενός υλικού τέτοιας έκτασης.[1]

Ας σημειωθεί επίσης ότι παρά το κοπιώδες της μελέτης κα το μέγεθος του βιβλίου, συγκροτήθηκε και ευρετήριο το οποίο διευκολύνει τον μελετητή που επιθυμεί να εντοπίσει συγκεκριμένα στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση το ευρετήριο δεν αποτελεί παρά μόνο μια αφορμή για σκανάρισμα στοιχείων και κάθε επιμονή στις υποτιθέμενες παραλείψεις του εκτρέπει από αυτή καθαυτή την ουσία του έργου. Πώς είδε η κριτική και η φιλολογία τις ποιήτριες; Πόσο το φύλο τους εκλαμβάνεται ως δεδομένο βιολογικό γνώρισμα, αλλά και ως πλέγμα σχέσεων και πρακτικών που συγκροτούνται μέσα σε ιστορικά και πολιτισμικά καθορισμένες δομές εξουσίας, οι οποίες το παράγουν, το οριοθετούν και το αναδιαμορφώνουν;

Ο τίτλος

  Έχοντας το ισχυρό ποιητικό παρελθόν της η Παπαλεξάνδρου καταλήγει σε έναν ευφάνταστο και δελεαστικό τίτλο: μια παράφραση εκείνου της σατιρικής συλλογής Έδρεψε τα όστρακα των διθυράμβων από την ψευδώνυμη Ταυρία Σοφένκου (1940) που έμεινε γνωστή ως «η φάρσα της Ταυρίας». Η συλλογή αυτή, σύνθεση της Σοφίας Κενταύρου-Οικονομίδου, αποτέλεσε επιτυχή σατιρική μίμηση του ύφους του Εμπειρίκου.

Μπορεί σε αυτή την επιλογή να διαγνωστεί μια ελαφρά ειρωνεία ή και η υποδήλωση ενός μεταγενέστερου γυναικείου θριάμβου καταξίωσης: ποιοι ήταν αλήθεια και με ποιους όρους αυτοί οι διθύραμβοι; Ποιοι τους κανονικοποίησαν ως τέτοιους; Οι διθύραμβοι αντανακλούν την εντέλει καταξίωση πολλών ποιητριών, την ισότιμη με τους άντρες αναγνώρισή τους; Η αναμφίβολη πρωτοτυπία και ερμηνευτική ανοιχτότητα του τίτλου περιορίζεται από τον επεξηγηματικό υπότιτλο 1974-2000: μνείες, κρίσεις κι επικρίσεις για την ποίηση των Ελληνίδων.  Ο ευρηματικός συνδυασμός ερεθιστικού τίτλου και προσδιοριστικού υπότιτλου είναι απόλυτα λειτουργικός και η λεκτική ακροβασία δεν ακυρώνει την φιλολογική οπτική της μελέτης. Η πιθανότητα ονομασίας «Ελληνίδες ποιήτριες» που προτάθηκε από τον Δασκαλόπουλο ως είδος συνέχειας της εργασίας της Ταρσούλη θα δημιουργούσε έναν ασύμβατο συσχετισμό ανάμεσα σε μια ενδελεχή φιλολογική έρευνα και εργασία και μια επιδερμική ιμπρεσιονιστική παρουσίαση που μπορεί να αποτέλεσε, ελλείψει άλλων βιβλίων, αρχική βάση μελέτης των ποιητριών αλλά δεν παύει να μετρά 60 χρόνια και να αφορά (για το 1951) μια κάποτε ελάχιστα μελετημένη εποχή της γυναικείας ποίησης, την περίοδο (1857-1940).[2]

Δομή και παράμετροι

Το βιβλίο δομείται στον άξονα του χρόνου. Η χρονολογική διαίρεση ανά δεκαετίες επιτρέπει την παρακολούθηση των κριτικών σημειωμάτων,κυρίως στον περιοδικό τύπο, τις εκδόσεις ιστοριών λογοτεχνίας και τις τυχόν επικαιροποιημένες επανεκδόσεις τους, τις ανθολογίες και συνεπώς την πιθανή δημοφιλία ορισμένων ποιητριών ή τη συμπερίληψη εκείνων που αργότερα χάθηκαν για πολλούς λόγους, τις μελέτες/συλλογικούς τόμους και μονογραφίες. Εξασφαλίζεται έτσι η πλήρης εικόνα και συνεπώς η ασφαλέστερη εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τον εντοπισμό τάσεων, συγκλίσεων και αποκλίσεων μεταξύ κριτικών (από εντελώς απορριπτικές έως θερμά υποστηρικτικές) ως προς τα ονόματα ποιητριών και την πρόσληψη του έργου τους,  ως προς τις συγκρίσεις στην αποτίμηση ποιητριών διαδοχικών γενεών (με τη βιολογική έννοια του όρου). Κυρίως όμως εξάγονται συμπεράσματα για τις αλλαγές στάσεων και τις μετατοπίσεις κριτηρίων, στοιχείο ιδιαίτερα κρίσιμο για την ιστορία της κιριτικής και της κριτική σχετικά με γυναίκες δημιουργούς.

Παραμέτρους εξέτασης στη μελέτη αποτελούν, πέρα από το έργο των ποιητριών, το γενικότερο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο το οποίο υπόκειται, αν και εύλογα, για λόγους οικονομίας, δεν αναλύεται, όπως επίσης υπόκεινται και τα χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού τοπίου της περιόδου με τις κάθε είδους λογοτεχνικές ροπές και επιδράσεις, τις ζυμώσεις, εξουσιαστικές σχέσεις, θεσιακότητες κριτικών και φιλολόγων. Έτσι, η πρόσληψη των ποιητριών δεν εξετάζεται από την Παπαλεξάνδρου ως εν κενώ αφηρημένη ή φιλοσοφική έννοια, αλλά ως δρων πεδίο δημόσιου λόγου στην ιστορικότητά του.

Αξίζει να εντοπίσουμε τις μετακινήσεις της κριτικής και φιλολογικής οπτικής που αντιστοιχεί σε μια σταδιακή πρόοδο της αναγνώρισης των ποιητριών στη δημόσια σφαίρα.

Πριν από το κρίσιμο διάστημα της μεταπολίτευσης προηγείται το εισαγωγικό κεφάλαιο για την κριτική πρόσληψη της γυναικείας ποίησης από τον 19ο αιώνα έως και το τέλος της δικτατορίας. Διαμορφώνεται έτσι το προϋπάρχον πλαίσιο για να εξεταστούν οι μεταπολιτευτικές μετατοπίσεις ή αγκυλώσεις της κριτικής και της φιλολογίας αναφορικά με τις ποιήτριες.

Η δεκαετία του ’70 χαρακτηρίζεται από μερική είσοδο των ποιητριών στον λογοτεχνικό κανόνα, αν και παραμένουν σε ρόλο περιθωριακό, υπό το βάρος προϋπαρχουσών προκαταλήψεων και την αρχή μετάβαση από τη χούντα στη δημοκρατία.

Στη δεκαετία του ’80, υπάρχει αυξημένος αριθμός κριτικών αναφορών, αλλά συχνά οι γυναίκες ποιήτριες αποτιμώνται ακόμη μέσα από «συγκαταβατικό» ή «προστατευτικό» λόγο. Η εποχή όμως αποδεικνύεται κρίσιμη για την μερική αλλαγή των στάσεων απέναντι στις ποιήτριες.

Για την εξέλιξη μεταξύ 1970-1989, παίζει τον ρόλο της η απελευθέρωση από την λογοκρισία της χούντας, που επιτρέπει, στα τέλη πλέον της δεκαετίας του ’70 και εξής, τη δυναμική ανάπτυξη του φεμινιστικού κινήματος που, έστω και με καθυστέρηση, συσπειρώνεται στην Ελλάδα και τη διάδοση της δευτεροκυματικής φεμινιστικής θεωρίας.

Στη δεκαετία του ’90, η παρουσία των ποιητριών εδραιώνεται, αλλά παραμένει ετεροκαθοριζόμενη. Δηλαδή, η γυναικεία ποίηση συχνά κρίνεται βάσει θεματικών στερεοτύπων (π.χ. μητρότητα, έρωτας), αποτιμάται συχνά συγκριτικά με αντρικά ποιητικά πρότυπα, χωρίς να απουσιάζουν πλέον τα αισθητικά κριτήρια, τα σαφώς λογοτεχνικά ήτοι ενδοκειμενικά. Τούτο βέβαια αν και μπορεί να εκληφθεί ως αίσθηση ισότητας στην εκτίμηση ποιητριών-ποιητών διόλου δεν εξοβελίζει τον έμφυλο παράγοντα από τον κριτικό λόγο ούτε ουδετεροποιεί τον κανονιστικό ρόλο (με την έννοια του κανόνα και της νομιμοποίησης) της φιλολογίας και της κριτικής.

Καθώς κάθε δεκαετία υποδιαιρείται σε ενότητες όπου εξετάζονται τα κριτικά σημειώματα, οι ανθολογίες, οι ιστορίες λογοτεχνίας και οι επανεκδόσεις τους, οι μονογραφίες, τα αφιερώματα κλπ γίνεται αντιληπτό ποιες ποιήτριες επανεμφανίζονται ως «αναγνωρίσιμες φωνές», ποιες παραμένουν «στιγμιαίες επισημάνσεις» και κυρίως πώς οι ίδιες οι κριτικές πρακτικές συγκροτούν και νομιμοποιούν τη «λογοτεχνική αξία» και τις συνιστώσες της.

Ό,τι λοιπόν αναδεικνύεται ως σχόλιο από την Παπαλεξάνδρου ή προκύπτει από τα σχετικά παραθέματα και τα επεξεργασμένα στοιχεία (π.χ. για ανθολογίες και ιστορίες λογοτεχνίας) είναι ότι την αρχική περιθωριοποίηση των ποιητριών αντικαθιστά μια σχεδόν υπό όρους σταδιακή αποδοχή.

Ακόμη πιο κρίσιμο όμως είναι ότι η Παπαλεξάνδρου αναδεικνύει τον έμφυλο χαρακτήρα της πρόσληψης. Η κριτική συχνά φαίνεται να αποτιμά τις ποιήτριες με μέτρα και όρους που σχετίζονται εξίσου, αν όχι περισσότερο, με το κοινωνικό τους φύλο και τον ρόλο του παρά με τη γλωσσική, μορφική ή θεματική τους ποιητική πρόταση. Παρότι δεν υιοθετεί/επιλέγει ρητά και σταθερά μια φεμινιστική θεωρητική βάση, η Παπαλεξάνδρου καταγράφει μέσω των σχολίων και των παραθεμάτων της πώς και σε ποιο βαθμό η λογοτεχνική κριτική υπήρξε συχνά προνομιακό πεδίο αναπαραγωγής πατριαρχικών αναπαραστάσεων, ακόμη και όταν χρησιμοποιεί φαινομενικά ουδέτερα αισθητικά κριτήρια. Η εστίαση της Παπαλεξάνδρου βρίσκεται στη μελέτη του τρόπου που διαβάστηκαν, κατηγοριοποιήθηκαν, αποσιωπήθηκαν ή αναδείχθηκαν τα ποιήματα των Ελληνίδων.

Αποτιμήσεις, κριτήρια και μετατοπίσεις

Η Παπαλεξάνδρου ανασύρει μια σειρά από επαναλαμβανόμενα μοτίβα σε πολλές από τις κριτικές πρακτικές της περιόδου. Δεν τα αποδομεί θεωρητικά, αλλά τα αποτυπώνει με σχολαστική ακρίβεια.

Ακόμη και όταν οι ποιήτριες αναγνωρίζονται, η ένταξή τους στον λογοτεχνικό κανόνα γίνεται με όρους που παραπέμπουν σε εξαιρέσεις «η μοναδική γυναίκα αυτής της γενιάς που…», «η πιο σταθερή φωνή μεταξύ των γυναικών ποιητριών» κ.ο.κ. Η γυναίκα-ποιήτρια ούτε συγκροτείται ούτε εξετάζεται αυτόνομα, αλλά πάντα ως επιτυχής συνάρτηση με ένα άρρητο ανδρικό μέτρο. Η έλλειψη διαρκούς παρουσίας στις Ανθολογίες και στις Ιστορίες της Λογοτεχνίας αποτελεί επίσης δείγμα πατριαρχικά δομημένων κριτηρίων: οι ποιήτριες που αναφέρονται είναι ελάχιστες τοποθετούνται σχεδόν ως εξαιρέσεις, ποτέ ως “γενιές”, σχεδόν ποτέ ως ηγετικές μορφές ρευμάτων ενώ ο τίτλος του εθνικός αλλά και κορυφαίος, ηγέτης κλπ ανήκει πάντοτε σε άντρα.

Οι ποιήτριες εξετάζονται και συνδέονται πολύ συχνά με στερεοτυπικές θεματικές και η ευθυγράμμιση με αυτές μπορεί και να επαινείται ενώ η «παρέκκλιση» να ψέγεται: η γυναικεία εμπειρία, η μητρότητα, η εσωτερικότητα, η ευαισθησία, ο ερωτισμός. Η έμφυλη διάσταση των κριτικών σημειωμάτων αφορά και το ύφος (ευαισθησία και λυρισμός στην απόδοση των συναισθημάτων), τη γλώσσα αλλά κυρίως τα ερμηνευτικά σχήματα που επιστρατεύονται: το ποίημα προσεγγίζεται συχνά ως συναισθηματική έκθεση, ως μαρτυρία ψυχισμού ή ως «γυναικεία εμπειρία» με εστίαση σε θεματικούς άξονες που έχουν προαποφασιστεί ως «γυναικείοι»: έρωτας, μητρότητα, οικιακή καθημερινότητα, σωματικότητα συνδυασμένη με μητρότητα ή ερωτισμό. Οι ανδροκρατούμενοι όροι του «μεγάλου θέματος» και της «ιστορικής ευθύνης» παραμένουν κωδικοποιημένοι ως αρσενικοί.

Η κριτική εμφανίζεται συχνά συγκαταβατική, προστατευτική, πατερναλιστική π.χ. γίνεται λόγος για «μια φωνή γυναικείας αυθεντικότητας» ή για «την προσωπική έκφραση μιας ποιήτριας που έχει κάτι να πει» και σε κάποιες περιπτώσεις αναγνωρίζονται καινοτομίες.

Βεβαίως, θα ήταν άδικο να παραλείψουμε τις μετατοπίσεις και τις απόπειρες να εξεταστεί η ποίηση των γυναικών κειμενοκεντρικά αποφεύγοντας, απρόθετα ή εμπρόθετα αναγνώριση έμφυλων στοιχείων στα ποιήματα ή αναφορά στο φύλο της δημιουργού. Ακόμη όμως και όταν η κριτική εμφανίζεται τεχνική ή «ενδοκειμενική», παραμένει πατριαρχική. Τα κριτήρια αποτίμησης «δομή», «θεματική συνοχή», «οργανικότητα», «καθολικότητα»/ «οικουμενικότητα» και «πανανθρώπινη αλήθεια» είναι προϊόντα ιστορικής ανδροκεντρικής συγκρότησης του κριτικού λόγου και δεν είναι ουδέτερα. Η αξιολόγηση του έργου των ποιητριών βασίζεται σε πρότυπα που συγκροτήθηκαν στη βάση της ανδρικής εμπειρίας και της ανδρικής λογοτεχνικής παράδοσης. Η απόρριψη, για παράδειγμα, της αποσπασματικότητας, της ετερότητας της φωνής ή της ποιητικής της σιωπής ως «ανολοκλήρωτες» ή «ανώριμες» μορφές αποτελεί έμμεση παθολογιοποίηση μιας διαφορετικής έμφυλης γραφής. Η υποτίμηση της διακειμενικότητας με φεμινιστικό φορτίο ή της σωματικότητας του λόγου προδίδει ένα σύστημα αξιολόγησης που δεν επιθυμεί να αναγνωρίσει πολιτικά τη γραφή του γυναικείου υποκειμένου. Η γυναικεία φωνή νομιμοποιείται μόνο όταν παραμένει εντός αποδεκτών πλαισίων.

Καθώς τα μοντερνιστικά προτάγματα υπήρξαν τα επικρατέστερα στα χρόνια που εξετάζονται, τόσο σε τμήμα του εισαγωγικού μέρους (τα χρόνια πριν το 1974) όσο και στο κυρίως μέρος, τίθεται το ερώτημα αν και σε ποιο βαθμό το κυρίαρχο ρεύμα του μοντερνισμού μετέβαλε την οπτική προς τις ποιήτριες δεδομένου ότι οι τάξεις τους, ιδίως στα μεταπολιτευτικά χρόνια, πύκνωναν και με αποτέλεσμα σημαντικές ποιητικές παρουσίες. Η είσοδος του ρεύματος, ήδη προπολεμικά, και η βαθμιαία σημαντική επιρροή του συνδυαστικά με την είσοδο του ελεύθερου στίχου έφερε στροφή του ενδιαφέροντος σε μορφολογικά ζητήματα (στιχουργική, γλώσσα, μοντερνιστικές τεχνικές κλπ) και αυτός ο προσανατολισμός οδήγησε προς μια μάλλον ισότιμη αντιμετώπιση των ποιητριών. Προ του μοντερνισμού, η γυναικεία ποίηση γινόταν αντιληπτή με βάση κλισέ (π.χ. «συγκινησιακή», «εξομολογητική», «ελάσσονα») ενώ ο μοντερνισμός έθεσε νέα κριτήρια: μορφική αυστηρότητα, συνθετική πειθαρχία, γλωσσική οικονομία. Έτσι, η κριτική όφειλε να διαβάσει τις ποιήτριες με βάση τα μοντερνιστικά μέτρα. Η Παπαλεξάνδρου δεν γενικεύει βέβαια ούτε απολυτοποιεί αυτή τη θέση προς μια αποϊδεολογικοποίηση της κριτικής μέσω της στροφής στη μορφή· Αναγνωρίζει ότι ο νέος κανόνας, αν και πιο «ουδέτερος», μπορεί επίσης να καθολικοποιεί την ανδρική φωνή ως αφηρημένο πρότυπο αισθητικής αρτιότητας και γι αυτό καταδεικνύει, καταγράφει πώς τα μορφολογικά κριτήρια αποτέλεσαν μέρος του μηχανισμού τόσο αποδοχής όσο αποκλεισμού.  

Τελικά

Η στάση της κριτικής και η φιλολογία δεν υπόκειται σε πιέσεις αόριστων δυνάμεων ούτε σε υπόγειες συνομωσίες. Η γυναικεία ποίηση δεν παρασύρθηκε και δεν περιέπεσε τυχαία στη λήθη αλλά αποκλείστηκε συστηματικά, υποτιμήθηκε ρητορικά, εκτοπίστηκε θεσμικά εντός δομών εξουσίας και κατασκευών ιστορικά μεταβαλλόμενων αλλά πάντα περιοριστικών για τη γυναικεία ποίηση.

Η μελέτη τεκμηριώνει την έντονη ασυμμετρία με την οποία άνδρες —κατά κύριο λόγο— κριτικοί προσέγγισαν τις ποιήτριες. Οι κριτικές δεν είναι απλώς γνώμες βάσει αισθητικών κριτηρίων και γνώσεων, αλλά επιτελέσεις εξουσίας που συγκροτούν ταυτότητες: ο «ποιητής» ως σοβαρός, καθολικός, αδιαμεσολάβητος· η «ποιήτρια» ως συγκινησιακή, περιστασιακή, περιφερειακή φωνή, το «σιωπηλό υποκείμενο», δείχνοντας πως η γυναίκα-ποιήτρια μιλάει σε ένα σύστημα που δεν την έχει προϋπολογίσει.

Η μελέτη της Παπαλεξάνδρου συνιστά “ανασύστασης μνήμης” με άξονα την αποτίμηση των ποιητριών από την ανδροκρατούμενη κριτική και ανοίγει το ερώτημα: τι σημαίνει να είναι κανείς ποιήτρια στην Ελλάδα του 1984 ή του 1996; Ποια είναι τα συστήματα αποκλεισμού και ανάδειξης που αποτυπώνονται στον τρόπο με τον οποίο η ποίηση των γυναικών «προσλαμβάνεται»; Ποια η διαφορά ανάμεσα σε ανοχή, αποδοχή και ενσωμάτωση και με ποιους όρους αυτές πραγματώνονται;

 

[1] Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «Ελληνίδες ποιήτριες 1974-2000» https://booksjournal.gr/kritikes/poiisi/5278-ellinides-poiitries-1974-2000

[2] Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ό.π. και για την Ταρσούλη και αναλυτικά για την περίοδο στην οποίαν αναφέρεται βλ. Βαρβάρα Ρούσσου Ο μακρύς δρόμος της γυναικείας ποιητικής παράδοσης των Ελληνίδων υπό έκδοση διδακτορική διατριβή ΕΑΔΔ

 

Αριστέα Παπαλεξάνδρου, Δρέποντας τα όστρακα των διθυράμβων τους. 1974-2000: Μνείες, κρίσεις κι επικρίσεις για την ποίηση των Ελληνίδων (Τόμος Α΄. Τόμος Β΄) εκδ. ενύπνιο 2024

Προηγούμενο άρθροΗ νύχτα της αυταπάρνησης – διήγημα του Ιβάν Μπούνιν (μτφρ.Νικήτας Αλεξάνδρου)
Επόμενο άρθροΗ κυρία Μαίρη πάει για ύπνο (διήγημα της Χαράς Ζυμαρά)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Εξαιρετικό το κείμενο για την Αριστέα Παπαλεξανδρου. Ευχαριστούμε πολύ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ