Ιγνάτης Χουβαρδάς
Ένα τετραήμερο σε θέρετρο, ο Αιμίλιος το επισκεπτόταν παλιότερα. Σχεδόν δεν το αναγνωρίζει. Η γραφική παραλία όπου έκανε μπάνιο, με μια σειρά από κάμπινγκ, ισοπεδώθηκε. Η τεράστια άναρχη επιφάνεια με τους θάμνους που πλαισίωνε την ακτή λίγο έξω από τον οικισμό, μετατράπηκε σε καφετί επίπεδο χώρο, περιφραγμένο, με φρέσκο χώμα, καλά πατημένο και ευθυγραμμισμένο από οδοστρωτήρα. Έμαθε πως προορίζεται η έκταση για κατασκευή παραθεριστικών κατοικιών. Εξαφανίστηκαν και τα κάμπινγκ. Υποψιάζεται τις ζυμώσεις, τις μηχανορραφίες, τις λαδιές και τις δωροδοκίες πίσω από το εγχείρημα. Πιο πέρα, στον οικισμό, η κίνηση υπερβολικά αυξημένη, κάθε υπόγειο και κάθε αποθήκη μετατράπηκε σε χώρο διαμονής ξένων τουριστών. Οι ταβέρνες αγκομαχούν, δίνουν την εντύπωση ότι γέρνουν από τον συνωστισμό. Η εκμετάλλευση παντού, η λύσσα για κέρδος. Κι ο ήλιος διαφορετικός, πιο καυτός, ανυπόφορος. Θα χαρακτήριζε τη διαμονή του μια αγχώδης ανεπιτυχής προσπάθεια να βρει τους κρυμμένους κρίκους με το ωραίο και ανέμελο ελληνικό καλοκαίρι του παρελθόντος. Ακόμα κι η επιστροφή από τις σύντομες διακοπές διαφορετική. Ένα διαρκές κομβόι αυτοκινήτων, με ξένες πινακίδες κυρίως, συνωστίζονται σε μισότρελα διόδια που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν κι ανοίγουν κατά περιόδους τις μπάρες, να περάσουν τα αμάξια, να αναπνεύσει η εθνική οδός από τη συμφόρηση. Είναι οδυνηρό για έναν εραστή του θέρους, να νιώθει τούτο το καλοκαίρι τραυματικό, σχεδόν ανυπόφορο, αταίριαστο με όσα κουβαλά μέσα του. Απομένουν μετρημένες εικόνες, αποτυπωμένες στη μνήμη του, πίσω από την κρούστα νωθρότητας του καύσωνα.
Είναι αρχές Σεπτεμβρίου και το βράδυ της επιστροφής, κυριεύεται από τη μελαγχολία μιας επανεκκίνησης, χωρίς εφόδια. Γιατί η έναρξη κάθε χρονιάς είναι ουσιαστικά τον Σεπτέμβριο κι όχι τον Ιανουάριο. Κι ο Αιμίλιος ανακαλύπτει πως ξεκινά τη νέα χρονιά με ακόμα χειρότερους οιωνούς από τους περσινούς. Είχε προγραμματίσει να δει το βράδυ μια ταινία του Χίτσκοκ στην τηλεόραση. Είναι ένας σκηνοθέτης που επαναλαμβάνει σε κάθε ταινία τις ίδιες εμμονές, με παραλλαγμένο σενάριο. Η αδυναμία του Χίτσκοκ στις εντυπωσιακές ξανθές γυναίκες διαπνέει τον τρόπο που γυρίζει τις ταινίες του. Ο μηχανισμός του θρίλερ στον Χίτσκοκ, είναι μια παραπλανητική εκφορά της ερωτικής διαστροφής. Το μόνο που παρηγορούσε τον Αιμίλιο ήταν η αναμονή της ώρας για την ταινία. Όσο πλησίαζε η ώρα, ένιωθε την απειλή ενός χειμώνα που δεν φαίνεται ακόμα αλλά καραδοκεί, κι ενός σώματος, του δικού του, που μουλιάζει στην απραξία, και μιας ψυχής που ματώνει. Καθώς ανέμενε την ώρα της προβολής, συλλαμβάνει τον εαυτό του να ψάχνει στο ίντερνετ εφαρμογές ερωτικών γνωριμιών, επιλέγει μία, κατεβάζει την εφαρμογή, επιχειρεί να κάνει εγγραφή, συμπληρώνει ένα ερωτηματολόγιο, ανακαλύπτει πως στο τέλος πρέπει να πληρώνει συνδρομή, μετανιώνει, διαγράφει την εφαρμογή χωρίς να κάνει εγγραφή. Ύστερα κατεβάζει μια άλλη εφαρμογή, αφού πρώτα διαβάζει ότι η εφαρμογή είναι δωρεάν, μπαίνει στη διαδικασία εγγραφής, του ζητά η εφαρμογή νούμερο κινητού τηλεφώνου, επίσης δύο φωτογραφίες για το προφίλ, η μία να έχει σίγουρα το πρόσωπό του, εκεί ο Αιμίλιος κολλάει, δεν νιώθει άνετα, δεν ξέρει ακριβώς τον λόγο, μάλλον νιώθει ότι έχει γεράσει, κάτι ανάλογο έκανε πριν πολλά χρόνια, να αναζητά δηλαδή επικοινωνία με γυναίκες μέσα από σελίδες γνωριμιών στο διαδίκτυο, τότε ήταν διαφορετικά, ήταν ένα παιχνίδι τότε, τώρα όχι, τώρα τα πράγματα είναι οριακά. Αφήνει ο Αιμίλιος την αναζήτηση και θυμάται μια άλλη εφαρμογή, δεν χρειάζεται εγγραφή, είναι πιο πολύ θέαμα, επιλέγεις την εγγραφή μόνο αν θέλεις να συνομιλείς με το μοντέλο που εμφανίζεται ζωντανό στην κάμερα. Στην αρχική ιστοσελίδα, σε τετραγωνάκια, φωτογραφίες από διάφορες γυναίκες, όσες εκείνη την ώρα είναι συνδεμένες ζωντανά, η καθεμία με τη δική της κάμερα, στον ιδιωτικό της χώρο. Στη λεζάντα των φωτογραφιών αναγράφεται με σκόρπιες ασύνδετες λέξεις το είδος του σόου που επιλέγει η κάθε γυναίκα, για παράδειγμα σε μια κοπέλα γράφει «αυνανισμός, στήθη, στριπτίζ». Είχε να μπει σε αυτήν την εφαρμογή τουλάχιστον μια δεκαετία, του έκανε εντύπωση πως τόσο διάστημα εξακολουθούσε να υπάρχει. Συνδέθηκε με την κάμερα μιας κοπέλας από την Πολωνία, του άρεζαν τα ανοιχτά καστανόξανθα χαρακτηριστικά, το αθλητικό κορμί, το χαριτωμένο οικείο βλέμμα χωρίς αυταρέσκεια, χωρίς επίπλαστη θηλυκότητα. Ήταν καθισμένη σε ένα γραφείο, είχε μπροστά της τον υπολογιστή όπου προφανώς ενσωματωμένη ήταν η κάμερα, συνομιλούσε με τους θεατές που την είχαν επιλέξει, η διαφορά αυτών των θεατών με τον Αιμίλιο είναι ότι εκείνοι είχαν κάνει εγγραφή κι είχαν επομένως το δικαίωμα να συνομιλούν μαζί της με μηνύματα, τα οποία φαίνονταν στην οθόνη. Η κοπέλα γυμνή από τη μέση και πάνω, καθισμένη στο γραφείο, σκυμμένη στον υπολογιστή, κι όταν σηκωνόταν αραιά από το γραφείο, φαινόταν το αθλητικό σορτσάκι που φορούσε. Τα μηνύματα των θεατών επικεντρώνονταν στο στήθος της, λογικό, αυτό ήταν γυμνό κι επομένως αυτό προκαλούσε την ερωτική έξαψη. Δύο μαστοί εφηβικοί, με ρώγες κόκκινες, αναλογούσαν σε ένα καλλίγραμμο και σφιχτοδεμένο κορμί. Αυτό που μάλλον τράβηξε περισσότερο το ενδιαφέρον του Αιμίλιου ήταν η απλότητα με την οποία στεκόταν η κοπέλα στην κάμερα με τα μικρά γυμνά της βυζάκια, χωρίς καμία συστολή αλλά και χωρίς διάθεση να προκαλέσει. Έμοιαζε να στέκεται μπροστά σε έναν καθρέφτη, χωρίς την παραμικρή υποψία ότι ο καθρέφτης μπορεί να είναι διαφανές τζάμι κι ένα σωρό αντρικά μάτια την κοιτάζουν κι ερεθίζονται μαζί της. Είχε πλέον φτάσει η ώρα της ταινίας στην τηλεόραση κι ο Αιμίλιος πίεζε τον εαυτό του να σηκωθεί, να κλείσει την εφαρμογή στο κινητό, να ανοίξει την τηλεόραση. Δεν το έκανε όμως, κι όσο κυλούσε η ώρα, ανακάλυπτε πως σήμερα δεν είχε διάθεση να δει ταινία, κι ας ήταν η ταινία εξαιρετική, δεν είχε διάθεση για τέχνη, για οτιδήποτε ποιοτικό, δεν ήθελε να συγκεντρωθεί σε μια πλοκή, με εκείνη την τεταμένη προσοχή να μην ξεφεύγουν οι λεπτομέρειες της ταινίας, γενικά δεν ήθελε αυτό που τόσο πολύ τον ευχαριστούσε. Εκείνο που ήθελε ήταν να παρατείνει τη σύνδεσή του με την κάμερα της κοπέλας από την Πολωνία, χωρίς σκοπό, μόνο να τη βλέπει. Ήθελε να σκοτώσει τον χρόνο του, χωρίς να σκέφτεται. Μόνο αυτό. Προτιμούσε το άσκοπο ξόδεμα του χρόνου, γιατί το ευτελές και ανάλαφρο θέαμα αναπλήρωνε ένα κενό μέσα του, σταδιακά το αναγνώριζε, ήταν η ανάγκη μιας διαπροσωπικής επαφής, έστω και διαδικτυακής, ακόμα χειρότερα προσποιητής.
Η κοπέλα τού αρέσει, έχει κάτι που τον εμπνέει κι η ώρα κυλά χωρίς ο Αιμίλιος να το καταλαβαίνει, περιμένει κάτι που ολοένα αναβάλλεται κι αυτό το κάτι συνδέεται με τα μηνύματα που στέλνουν οι άντρες, άλλα μηνύματα την κολακεύουν για την ομορφιά της, άλλα επιμένουν στους ωραίους στητούς μαστούς, άλλα ζητάνε να τους δείξει κάτι παραπάνω πέρα από το στήθος. Υπάρχουν μηνύματα πιο απαιτητικά, επικεντρώνουν στο αιδοίο, ζητάνε επίμονα να κατεβάσει το σορτσάκι, να δείξει αυτό που κρύβει ανάμεσα στα πόδια της. Η κοπέλα διαβάζει τα μηνύματα ατάραχη, δεν επηρεάζεται από τις τολμηρές λέξεις. Υπάρχουν περιπτώσεις αντρών που αγοράζουν ψηφιακά δώρα, είναι εικονίδια με το αμπαλάζ του δώρου κι αναγράφουν το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί, μάλλον οι ενδιαφερόμενοι κάνουν πληρωμή με την πιστωτική τους κάρτα και προσφέρουν τα ψηφιακά δώρα στην κοπέλα. Υποθέτει ο Αιμίλιος πως τα δώρα ισοδυναμούν με ένα ποσό χρημάτων που κερδίζει πράγματι η κοπέλα, όχι ολόκληρο το ποσό, ένα τμήμα, το υπόλοιπο φυσικά αναλογεί στην εφαρμογή. Στις περιπτώσεις των δώρων, η κοπέλα γίνεται πιο διαχυτική, χαμογελαστή, κοιτάζει την κάμερα και στέλνει φιλιά, σχηματίζει επίσης με τα δάχτυλα των χεριών το σχήμα της καρδιάς. Σε μια στιγμή που καταχωρήθηκαν απανωτά δώρα από έναν θεατή, συνοδευμένα από επίμονα μηνύματα να δείξει κάτι παραπάνω από το κορμί της, ο Αιμίλιος βλέπει την κοπέλα να σηκώνεται, λικνίζεται χορευτικά, με κάποια ραθυμία, αγγίζοντας φιλήδονα τους όρθιους αδύνατους μαστούς, επιμένοντας με τα δάχτυλα στις ρώγες, ύστερα κάθεται πάλι στο γραφείο. Ο αδέξιος χορός της, με κινήσεις ερασιτεχνικές κι ασύμβατες με την υποτιθέμενη θηλυκότητα που θέλουν να επιδεικνύουν, ήταν ενδεικτικός μιας κοπέλας που είχε βρεθεί πίσω από την κάμερα ευκαιριακά.
Ο Αιμίλιος αρέσκονταν να παρακολουθεί τα τερτίπια μιας ανεπιτήδευτης γύμνιας, πώς θα εξελιχθεί, αν τελικά υπάρξει συνέχεια, με ποιο βλέμμα, με ποια υποτιθέμενη πονηριά, τελείως ασύμβατη με την νεανική της ανεμελιά… ενώ περιέργως, από την άλλη, ο Αιμίλιος δεν είχε την αδημονία να τη δει ολόγυμνη. Δεν τον ενδιέφερε δηλαδή αυτή καθεαυτή η γύμνια, τουλάχιστον δεν τον κυρίευε αυτό, τον κέντριζε ο τρόπος εξέλιξης της γύμνιας. Η θέα της με τα λεμονάτα, εφηβικά της βυζάκια, με το κόκκινο κεράσι σαν γλύκισμα σε κάθε ρώγα, όχι μόνο τού αρκούσε αλλά τον γοήτευε, γιατί αυτό το στήθος δεν ήταν στήθος γυναίκας που θέλει να προκαλέσει, είναι στήθος μιας νεαρής κοπέλας της καθημερινότητας, έχει το στήθος της γυμνό γιατί της έχουν πει ότι είναι ερεθιστικό για τους άντρες να έχει βγαλμένο το σουτιέν, κι εκείνη αυτό κάνει, χωρίς κατά βάθος να κατανοεί την τολμηρότητα της κίνησης. Δηλαδή ο Αιμίλιος γοητεύεται από την άγνοια κατά βάθος που έχει η κοπέλα για το θέαμα που προσφέρει, δεν έχει επίγνωση της γύμνιας της, νιώθει περίπου όπως ένας άντρας είναι γυμνός από τη μέση και πάνω. Η αντίφαση ανάμεσα στην άγνοια γύμνιας από την πλευρά της κοπέλας και στο αμήχανο στήσιμο της ίδιας γύμνιας όπως την επιζητούν οι άντρες, συντελεί σε μια λανθάνουσα κατάσταση φυσικότητας που εμπνέει τον Αιμίλιο. Μέσα από το καστανόξανθο βλέμμα της κοπέλας, χωρίς θηλυκότητα κι αυτό, μάλλον ανυποψίαστο για όσα προσφέρει, αφελές, ανυπόκριτο, εφηβικό -αποκτά την ίδια οικειότητα και το δωμάτιο όπου βρίσκεται η κοπέλα, το γραφείο της (από αυτά τα φτηνά εργονομικά που προορίζονται για φοιτητές), μια βιβλιοθήκη στη δεξιά άκρη που έχει αρκετά βιβλία (κι ο Αιμίλιος προσπαθεί να υποψιαστεί τι είδους βιβλία είναι), ένα κρεβάτι στενό στην αριστερή άκρη, το σεντόνι στρωμένο χωρίς δίπλες κι ένα μαξιλάρι πεταμένο στραβά στην κορυφή του κρεβατιού, μια γάτα πηγαινοέρχεται και διασπά την προσοχή της κοπέλας, ένας διάδρομος στην πόρτα του δωματίου, σε μια στιγμή σηκώθηκε από το γραφείο η κοπέλα, ήταν ξυπόλητη, έκανε δύο βήματα στον διάδρομο, ανοίγει μια πόρτα, πρέπει να μπαίνει στην τουαλέτα, ακολουθεί ένα κενό όπου η κοπέλα λείπει από το σκηνικό και αρχίζουν να επιβάλλονται με την παρουσία τους τα αντικείμενα του δωματίου, μια κρεμάστρα σε έναν καλόγερο με ένα πουκάμισο κρεμασμένο σε έναν γάντζο, μια διπλωμένη σιδερώστρα γέρνει όρθια στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι, ένα σετ ακουστικά πάνω σε χαμηλό σκαμπό από βελούδο, ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια πεταμένα σε μια γωνία, μια συρταριέρα σε λευκό χρώμα, πάνω στη συρταριέρα μια κομψή θήκη από γυαλιά σε πορτοκαλί χρώμα (άραγε τα γυαλιά που κρύβονται στη θήκη είναι κοκάλινα ή μεταλλικά; είναι μυωπίας ή γυαλιά ηλίου; τι σχέδιο; τι χρώμα;). Από την άλλη πλευρά της πόρτας μια σειρά από ράφια τοίχου σε πολλά επίπεδα, σχηματίζουν ένα ασύμμετρο σχήμα ρόμβου, στα ράφια ποζάρουν ποικίλα μπιμπελό, επιπλέον ξύλινες εικόνες αγίων στο μέγεθος που έχει ένα κινητό τηλέφωνο, ένας μεταλλικός αμφορέας σε χρώμα κόκκινο, ένα αντικείμενο που μοιάζει με κλεψύδρα, μια πλαστική κορνίζα μεσαίου μεγέθους, στην κορνίζα διακρίνεται η ελαιογραφία του Βερμέερ «Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι», ακριβώς από κάτω, στο δάπεδο, ένα χαμογελαστό λούτρινο αρκουδάκι, σε μια άκρη κοντά στο κρεβάτι στέκεται ταπεινά ένα ψυγείο, στην οροφή του ψυγείου μια κατσαρόλα και μερικά αλουμινένια οικιακά σκεύη το ένα πάνω στο άλλο… το βλέμμα του Αιμίλιου επιστρέφει στα ράφια του τοίχου κι εντοπίζει ένα φαναράκι, έπειτα το βλέμμα εισβάλλει στον διάδρομο προς την τουαλέτα, σε μια εσοχή διακρίνει στο πάτωμα μια στοίβα από πάκους χαρτιών εκτύπωσης, επιστρέφει το βλέμμα στην πόρτα του δωματίου προς τον διάδρομο, είναι μισάνοιχτη, ξύλινη, με τετράγωνες θέσεις όπου είναι ενσωματωμένα τζάμια με αμμοβολή, γυρνάει το βλέμμα στη βιβλιοθήκη, ένα μετάλλιο σε κενό σημείο όπου δεν υπάρχουν βιβλία (η κυκλική αναμνηστική πλάκα του μεταλλίου πάνω στο ξύλο ενώ το μπλε κορδόνι κρέμεται στο κενό), στο μεταξύ η γάτα βολτάρει ανενόχλητη, η κοπέλα επιστρέφει κρατώντας μια πετσέτα, εξακολουθεί να είναι με το σορτσάκι, δεν άλλαξε τίποτα στην εμφάνιση, κάθεται στο γραφείο, πιάνει ένα μεγάλο μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό, πίνει μερικές γουλιές, το αφήνει στην άκρη, διαβάζει όσα μηνύματα προέκυψαν στο διάστημα που έλειπε, φαίνεται λιγάκι άκεφη, μάλλον νυσταγμένη είναι, όχι άκεφη, άλλωστε χασμουριέται, ακόμα και το χασμουρητό συντελεί σε αυτό που επιζητά ο Αιμίλιος, νιώθει ο Αιμίλιος πως το δωμάτιο με την κοπέλα είναι δίπλα στο δικό του δωμάτιο, υπάρχει μια μυστική πόρτα, την ανοίγεις και βρίσκεσαι κατευθείαν στο δωμάτιό της, δεν είναι μόνος λοιπόν, κάθε άλλο, έχει βρει μια παρέα, και μάλιστα μια γυναικεία παρέα, ή καλύτερα μια κοριτσίστικη παρέα, με εκείνη την ανεμελιά της νεότητας, την αδεξιότητα, την άξεστη κι απεριποίητη πληθώρα μιας άγουρης ηλικίας, τον πλεονασμό αφέλειας που αναβλύζει χωρίς να υποψιάζεται τις παραμικρές παρασπονδίες που θα μπορούσαν να γκριζάρουν έναν ανοιχτό ορίζοντα, η αοριστία ενός μέλλοντος που δεν απειλεί παρά μόνο υπόσχεται, ένα ακαθόριστο μέλλον που δεν φοβίζει, κι επομένως όλα επιτρέπονται, με πλήρη άγνοια όσων υποκριτικών θέλγητρων θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει μια έμπειρη γυναίκα, μια κρυφή πόρτα που την ανοίγεις και το δωμάτιο με την κοπέλα είναι δίπλα σου, το νιώθει αυτό ο Αιμίλιος, δεν είναι ακριβώς μόνο οι δύο νεανικοί μαστοί που τον εμπνέουν, τώρα η κοπέλα τεντώνει το κορμί της για να ξεπιαστεί και οι μαστοί, μικροί όπως είναι, γίνονται ακόμα πιο μικροί, μοιάζουν να ισοπεδώνονται και να απαλείφονται από το υπόλοιπο κορμί, δεν είναι μόνο η δροσερή παρουσία της κοπέλας και το παιχνίδι της γύμνιας, είναι ολόκληρη η αίσθηση του δωματίου που αποπνέει μια θαλπωρή.
Ο Αιμίλιος την παρακολουθεί, νυσταγμένη, να εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στα καλέσματα των θεατών, έχουν περάσει δύο ώρες και δεν έχει προκύψει καμία τολμηρή αποκάλυψη, παραμένει σταθερά με το σορτσάκι. Το στήθος σταθερά γυμνό, αλλά αυτό από την αρχή ήταν γυμνό, δεν θα μπορούσε να αποτελεί κλιμάκωση ενός στριπτίζ, μόνο πρόγευση και σταθερή υπενθύμιση εκείνου που θα μπορούσε να προκύψει. Δεν έγινε στην ουσία τίποτα ιδιαίτερο, από αυτά που θα ανέμεναν οι θεατές, ο απολογισμός μοιάζει φτωχός, οι περισσότεροι σίγουρα θα νιώθουν εξαπατημένοι, μπορεί κι εκνευρισμένοι, δεν θα τους αρκούν όσα είδαν, περίμεναν περισσότερα, γιατί η κοπέλα έκανε τα υποτυπώδη, σηκώθηκε λίγες φορές για να ξεπιαστεί, ακολούθησε το αμήχανο σόου με τον χορό, αν μπορεί να θεωρηθεί χορός ένα βαριεστημένο λίκνισμα του κορμιού για λίγα λεπτά, δύο τρία λεπτά ήταν, όχι παραπάνω, μόνο αυτό ήταν το σόου, τίποτα ιδιαίτερο δηλαδή, σηκώθηκε άλλη μια φορά και πήγε στην τουαλέτα, αυτά, τίποτε άλλο, κι όμως μόνο αυτά κι ίσως για αυτόν τον λόγο ένιωσε την ανάγκη ο Αιμίλιος να πάρει το κινητό δίπλα του στο κρεβάτι, κουρασμένος ξάπλωσε, έκλεισε το φως, στο απόλυτο μαύρο η μορφή της, ζωντανή και νυσταγμένη, εξακολουθούσε να βρίσκεται στις επάλξεις, ακριβώς δίπλα στο προσκεφάλι του. Τον πήρε ο ύπνος. Γλυκά.
Μια νύχτα από τις επόμενες, πέτυχε την ίδια κοπέλα στην εφαρμογή με τις κάμερες. Δεν φορούσε σορτσάκι, μόνο ένα λευκό σλιπάκι, όχι καθημερινό, αντίθετα προκλητικό, κυρίως από την πίσω πλευρά, όπως οι γλουτοί αναδεικνύονταν σχεδόν ολόγυμνοι. Ήταν ένα διαφορετικό πλάσμα η κοπέλα, ένα άγριο θηλυκό, γνώριζε περίτεχνα τους τρόπους για να παίζει με τις αντρικές ορέξεις. Επομένως το σενάριο που είχε στήσει ο Αιμίλιος την προηγούμενη φορά, ήταν πλαστό, μια καθαρά δική του επινόηση, η πραγματικότητα ήταν άλλη. Την είχε πατήσει. Ούτε την αφέλεια της όψιμης εφηβείας αναγνώριζε τώρα, ούτε την αντίφαση ανάμεσα σε ένα ενήλικο παιχνίδι και μια νεανική παρορμητικότητα. Σκεφτόταν πως τέτοια διάψευση, όπως αυτή στην κάμερα, βίωνε συχνά και στη δική του ζωή, την πραγματική, έξω από το ίντερνετ. Τις περισσότερες φορές έπεφτε θύμα παρόμοιας αυταπάτης. Ίσως τελικά δεν θα έπρεπε να διαγράψει όσα ένιωσε την πρώτη φορά με το κορίτσι από την Πολωνία. Η μόνη βεβαιότητα στην οποία καταλήγει είναι ότι δεν υπάρχει μία αλήθεια για το ίδιο πρόσωπο, ούτε δύο, ούτε τρεις. Δεν υπάρχει καμία αλήθεια. Όπως αντίστοιχα δεν υπάρχει μία πραγματικότητα. Θα έπρεπε να μην ψάχνει την οποιαδήποτε αλήθεια αλλά να αρκείται στα φαινόμενα. Το φαινόμενο της προηγούμενης νύχτας ήταν κατάλληλο για τη δική του ψυχοσύνθεση, μίλησε στην ψυχή του, ερέθισε μια πολύ ιδιαίτερη φλέβα της δικής του λίμπιντο. Ενώ το φαινόμενο της σημερινής νύχτας δεν απευθύνεται σε αυτόν, θα μπορούσε να το προσπεράσει, να αρκεστεί στο προηγούμενο. Κάπως έτσι είναι κάθε ερωτική ιστορία, δεν πρέπει να ζητάς την αποκλειστικότητα, να αρκείσαι στις στιγμές που απευθύνονται σε σένα, οι άλλες δεν σε ενδιαφέρουν, δεν σε αφορά η κοπέλα που κάνει ένα νούμερο για άλλο κοινό ή για άλλον άντρα, δεν είναι η ίδια, είναι μια άλλη, η ίδια είναι όταν έρχεται σε σένα. Τη βλέπει τώρα την κοπέλα να κρατά ένα ερωτικό βοήθημα, να τρίβει το αιδοίο της με το εργαλείο πάνω από το σλιπάκι, να γυρνάει τα οπίσθια, να τα κουνάει παιχνιδιάρικα και προκλητικά. Τα οπίσθια, σε αντίθεση με το στήθος, είναι τροφαντά και χυμώδη, κάπως πλαδαρά, δεν έχουν χάρη, μοιάζουν γελοία όπως πάνε δώθε κείθε, δήθεν για να ξεσηκώσουν τις αντρικές ορμές. Εδώ η αδεξιότητα είναι διαφορετική, δεν αναδεικνύει την ανόθευτη ομορφιά, αντίθετα βουλιάζει σε μια κακόγουστη γραφικότητα. Δεν νιώθει ο Αιμίλιος κανέναν ερεθισμό. Πιο πολύ μια διάψευση. Για τη σημερινή νύχτα όμως. Η προηγούμενη νύχτα ήταν το ίδιο υπαρκτή, κατά τον τρόπο που την αισθάνθηκε. Δεν τη διαγράφει εκείνη τη νύχτα. Δεν ήταν αυταπάτη. Εκείνη συγκρατεί.


























