Το πέρασμα στην Ενηλικίωση: μια αρχετυπική ανάγνωση της γυναικείας γραφής του Μεσοπολέμου (της Αμαλίας Αρσένη)

0
121

Το Πέρασμα Στην Ενηλικίωση Στην Γυναικεία Πεζογραφία Του Πρώιμου Ελληνικού Μεσοπολέμου: Αρχετυπικές και Ψυχαναλυτικές Αναγνώσεις Άγνωστων Έργων[1]

 

γράφει Αμαλία Αρσένη (*) 

Η γυναικεία ελληνική λογοτεχνία του Μεσοπολέμου καταγράφει αναμφίβολα μια περίοδο έντονων κοινωνικών αλλαγών, όπου η θέση της γυναίκας αναζητά νέες εκφράσεις και μορφές αυτοπραγμάτωσης. Οι Ελληνίδες συγγραφείς που δραστηριοποιήθηκαν εκείνη την εποχή ανέδειξαν με τη γραφή τους, τις εμπειρίες και τα προβλήματα των νεαρών γυναικών, παρουσιάζοντας την ενηλικίωσή τους ως ένα σύνθετο ταξίδι αυτογνωσίας και κοινωνικής συνειδητοποίησης. Μέσα από την ανάλυση των έργων Η Ερωμένη Της της Ντόρας Ρωζέττη, Γυναίκες της Γαλάτειας Καζαντζάκη, Λεβαντινισμοί της Μαρίας Βόλτου, Το Τάλαντο της Σμαρώς της Αιμιλίας Δάφνη και Η Ξεπάρθενη της Λιλίκας Νάκου, αναδεικνύονται τα χαρακτηριστικά της γυναικείας μετάβασης στην ενηλικίωση, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι γυναίκες συγγραφείς για να την παρουσιάσουν και οι προκλήσεις που οι ηρωίδες αντιμετωπίζουν στον προσωπικό και κοινωνικό τους χώρο.

Το θεωρητικό πλαίσιο αυτής της ανάγνωσης στηρίζεται στις θεωρίες του Carl Jung για τα αρχέτυπα[2], του Joseph Campbell για τον Μονόμυθο[3] και του Arnold Van Gennep για τις διαβατήριες τελετές[4], καθώς και στις μετα-Γιουνγκιανές φεμινιστικές αναγνώσεις[5] που τονίζουν τη σημασία της θηλυκής αυτοπραγμάτωσης.[6] Σε αντίθεση με το ανδρικό ταξίδι του ήρωα, που συνδέεται συχνά με εξωτερικές αποστολές και επιτυχία, η γυναικεία ενηλικίωση παρουσιάζεται ως ένα εσωτερικό, ψυχολογικό και συμβολικό ταξίδι, όπου η αναζήτηση της ταυτότητας, η συνειδητοποίηση της κοινωνικής καταπίεσης και η προσπάθεια ελευθερίας της προσωπικότητας αποτελούν  καθοριστικές διαδικασίες.

Η κίνηση, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν είναι αλλαγή τόπου αλλά αλλαγή κατάστασης, τρόπου αντίληψης και δράσης. Η μη επιστροφή μεταφράζεται ως άρνηση επαναφοράς στην προηγούμενη ψυχολογική κατάσταση: το παλιό «εγώ» δεν μπορεί πλέον να υπερασπιστεί ή να ανασυσταθεί, καθώς η επιφανειακότητα του έχει αποκαλυφθεί. Δεν πρόκειται απλώς για επιφανειακότητα, αλλά για το αρχέτυπο της Persona, επιβεβλημένο από την πατριαρχία, το οποίο οι ηρωίδες αναγκαστικά υιοθετούν για να επιβιώσουν στην ανδροκρατούμενη κοινωνία.

Το ψυχολογικό ταξίδι των ηρωίδων μπορεί να ερμηνευθεί ως ψυχοουτοπία, δηλαδή η αναζήτηση μιας ουτοπίας εντός της ψυχής, όπου η διαφοροποίηση από την ουτοπία έγκειται στο ότι η μία τοποθετεί την αναζήτηση στον κόσμο της φαντασίας, ενώ η άλλη στην περιοχή των συναισθημάτων και των ψυχικών εκδηλώσεων. Επιπλέον, η φουκωική έννοια της ετεροτοπίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τις μεταβατικές φάσεις του γυναικείου ταξιδιού αυτοπραγμάτωσης (heroine’s journey[7]).

Λιλίκα Νάκου

Η Λιλίκα Νάκου[8] (1903-1989), μέλος της Ένωσης για τα Δικαιώματα της Γυναίκας (ιδρύθηκε το 1920), γόνος εύπορης οικογένειας, ανέπτυξε μέσα από τη ζωή και το έργο της μια έντονη ευαισθησία απέναντι στις κοινωνικές αδικίες και την εκμετάλλευση των γυναικών. Στη νουβέλα της Η Ξεπάρθενη (1932), περιγράφεται η τραγωδία μιας ανύπαντρης μητέρας, της Κατίνας, η οποία εργάζεται ως δημοσιογράφος για να μεγαλώσει μόνη το παιδί της, κρύβοντας την ύπαρξή του από το κοινωνικό της περιβάλλον για να αποφύγει τη στιγματοποίηση. Η αφήγηση αναδεικνύει τη σύγκρουση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, καθώς και την αξία της μητρικής γενεαλογίας. Η ηρωίδα, μετά από τραγικά γεγονότα, εγκαταλείπει την Ελλάδα αναζητώντας εσωτερική γαλήνη και κάθαρση. Η φυγή της εκτός Ελλάδας συμβολίζει το ταξίδι προς την αυτοπραγμάτωση και τη συνειδητοποίηση της κοινωνικής καταπίεσης. Η αναζήτηση αυτή αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά του Μητρικού Αρχέτυπου (Mother Αrchetype), τονίζει την ανάγκη του θηλυκού υποκειμένου για προστασία και αυτονομία, και αναδεικνύει μια ευρύτερη ψυχοαναλυτική ανάγνωση της Γυναίκας ως ενεργού υποκειμένου που αντιμετωπίζει σθεναρά τη Σκιά της Πατριαρχίας.

Ντόρα Ρωζέτη

Η Ντόρα Ρωζέττη[9], ψευδώνυμο της Ελένης-Νέλλης Καλογλοπούλου-Μπογιατζόγλου (1908-1989), με καταγωγή από την Αλεξάνδρεια και σπουδές στην Ιατρική, έγραψε στα 21 της το ρομάντζο Η Ερωμένη Της (1929). Το μυθιστόρημα καταγράφει την ομοφυλοφιλική σχέση δύο γυναικών στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, περιγράφοντας τη νεανική εξερεύνηση, την αμφισβήτηση των κοινωνικών περιορισμών και την ανάγκη για αυτοδιάθεση και αυτοπραγμάτωση. Οι ηρωίδες αντιμετωπίζουν την κοινωνική καταπίεση και η φυγή από τη χώρα- ως μόνη έξοδος ή λύση- προσφέρει μια αίσθηση ελευθερίας και αναγέννησης. Το έργο εισάγει την έννοια του Lover archetype και της σεξουαλικής αυτονομίας ως βασικό στοιχείο της γυναικείας ψυχολογικής αναζήτησης ενώ η αφήγηση όπως καταγράφεται σε  πρώτο πρόσωπο, ημερολογιακή γραφή και εξομολογητικό τόνο, δίνει φωνή στην εσωτερική εμπειρία μετατρέποντας την σε ηχηρό κοινωνικό μήνυμα.

Αιμιλία Δάφνη

Η Αιμιλία Κούρτελη Δάφνη (1881-1941), βαφτιστήρα του ρομαντικού ποιητή Αχιλλέα Παράσχου (Νασάκη) ανέπτυξε τη φωνή της κυρίως μέσα την θεατρική γραφή και την ποίηση. Στο μυθιστόρημα της Το Τάλαντο της Σμαρώς (1923), παρακολουθούμε την προσπάθεια της Σμαρώς, μιας νέας ηθοποιού στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, να ακολουθήσει το καλλιτεχνικό της όνειρο παρά τις κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες. Το έργο καταδεικνύει τη σύγκρουση ανάμεσα στις κοινωνικές προσδοκίες και την επιδίωξη του ατομικού ιδεώδους, με την ηρωίδα να υφίσταται εκμετάλλευση από τον ανδροκρατούμενο καλλιτεχνικό χώρο, καταλήγοντας σε τραγικό τέλος που ταυτόχρονα παρουσιάζεται ως αναγέννηση και λύτρωση. Η δομή του έργου, με στοιχεία που θυμίζουν αρχαία τραγωδία, ενισχύει την ένταση του εσωτερικού ταξιδιού και τονίζει την ανάγκη για δημιουργία και έκφραση ως μορφή απελευθέρωσης, εναρμονιζόμενη με τις θεωρίες του Jung για το αρχέτυπο της Creator/Artist και τη διαδικασία αυτοπραγμάτωσης μέσα απο την καλλιτεχνική έκφραση.

“Λεβαντινισμοί”, Μαρία Βόλτου

Η Μαρία (Μαρίκα) Βόλτου ( Άργα Πηλεία) , κόρη εύπορης οικογένειας της Αλεξάνδρειας και συνδεδεμένη με τον Κωνσταντίνο Καβάφη, εξέδωσε τους Λεβαντινισμούς (1921), ένα έργο που συνδυάζει ταξιδιωτική αφήγηση, αυτοβιογραφικά στοιχεία και κοινωνικό σχολιασμό. Η ηρωίδα ταξιδεύει στην Αίγυπτο, βιώνει μια πορεία αυτογνωσίας και κοινωνικής συνειδητοποίησης, ενώ αντιμετωπίζει τον περιορισμό της οικογενειακής υποταγής. Μέσα από την εμπειρία αυτή, αποκτά κοινωνική και πολιτισμική ωριμότητα ενώ μέσα απο την αφήγηση αναδεικνύεται η γυναικεία αυτονομία και η πνευματική αυτοπραγμάτωση παρά την αναγκαστική επιστροφή σε περιοριστικούς κοινωνικούς ρόλους.

Στο έργο αυτό, η ηρωίδα επιστρέφει, φαινομενικά ηττημένη, στην Ελλάδα, υποτασσόμενη στο κοινωνικό status quo, καθώς βρίσκεται λογοδοτημένη σε έναν άνδρα που μόλις γνώρισε, κατόπιν της επιθυμίας του κηδεμόνα της. Παρ’ όλα αυτά, η ίδια διαθέτει επίγνωση της θέσης της: αναγνωρίζει και ονομάζει την πατριαρχία ως υπεύθυνη και, ενώ υπακούει εν μέρει στις επιταγές της, στρέφει ταυτόχρονα το βλέμμα και την προσοχή της προς την κοινωνική πραγματικότητα που την περιβάλλει όπως στους αγώνες των εργατών και των απόρων. Η συνειδητοποίηση αυτή συνιστά το πρώτο ψήγμα κοινωνικής αντίδρασης, και φεμινιστικής αφύπνισης, προμηνύοντας τη συλλογική γυναικεία διεκδίκηση που θα εκδηλωθεί λίγα χρόνια αργότερα.

Γαλάτεια Καζαντζάκη

Η Γαλάτεια (Αλεξίου) Καζαντζάκη[10] (1881- 1962), πεζογράφος, θεατρική συγγραφέας και ενεργό μέλος της Αριστεράς -συνδεδεμένη με το ΚΚΕ- στο έργο της Γυναίκες (1933) παρουσιάζει τη ζωή πέντε αδελφών διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Μέσα από τις επιστολές τους, οι ηρωίδες εκφράζουν τις προσωπικές τους συγκρούσεις, τις κοινωνικές πιέσεις και τις επιθυμίες τους για αυτονομία και κοινωνική δικαιοσύνη. Η αφήγηση τονίζει τη σημασία της γυναικείας υποκειμενικότητας, της σεξουαλικής και κοινωνικής αυτονομίας και της συλλογικής αλληλοϋποστήριξης, προβάλλοντας τον γυναικείο Λόγο ως μέσο κοινωνικής κριτικής και πολιτικής συνείδησης. Η μορφή των επιστολών υπογραμμίζει τη δημιουργία μιας κοινότητας γυναικών, όπου η προσωπική εμπειρία διαχέεται και ενισχύει τη συλλογική συνείδηση, σύμφωνα και με την παρατήρηση της Rita Felski για το frauenroman/ γυναικείο Bildungsroman.[11]

Στα έργα αυτά, η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο (Λεβαντινισμοί, Η Ξεπάρθενη, Η Ερωμένη Της) δίνει στις ηρωίδες τη δυνατότητα να καταγράψουν προσωπικά βιώματα και αναζητήσεις. Στο Το Τάλαντο της Σμαρώς, ο παντογνώστης αφηγητής δημιουργεί μια δυναμική σχέση με την ηρωίδα, προσομοιάζοντας ζωντανή συνέντευξη, ενώ το έργο Γυναίκες υιοθετεί επιστολική μορφή, προωθώντας το μήνυμα της κοινότητας και της αδελφοσύνης. Η γραφή λειτουργεί ως μέσο συλλογικής αφύπνισης, ενισχύοντας τη μετατροπή της προσωπικής εμπειρίας σε δημόσιο λόγο και τη διάχυση της ψυχολογικής εσωτερικότητας στο κοινωνικό πεδίο.

Σε όλα τα έργα, το ταξίδι ενηλικίωσης περιλαμβάνει τρία βασικά στάδια: την αναχώρηση, όπου η ηρωίδα απομακρύνεται από παραδοσιακά κοινωνικά πλαίσια· τη μύηση, όπου βιώνει εσωτερική αναζήτηση, σύγκρουση με τις νόρμες και ανάπτυξη της προσωπικής της ταυτότητας· και την έξοδο[12], όπου ολοκληρώνει την πορεία προς αυτογνωσία και, συχνά, κοινωνική ελευθερία.

Η γυναικεία πορεία διαφέρει από τον ανδρικό μονόμυθο: η ηρωίδα δεν εγκαταλείπει το σπίτι εξωτερικά, αλλά εσωτερικά, μέσα από την ανάγκη για αυτοπραγμάτωση και αναζήτηση αυθεντικής ταυτότητας. Η συνειδητοποίηση της υιοθέτησης της Persona, η αντιμετώπιση της Σκιάς και η συγχώνευση του Anima/Animus[13] αποτελούν κρίσιμα βήματα στη διαδικασία ολοκλήρωσης, ενώ η ψυχολογική αναζήτηση και η εσωτερική κάθαρση καθιστούν την επιστροφή ως επαναπροσδιορισμό του εαυτού και όχι ως επιστροφή στον προηγούμενο κοινωνικό χώρο.

Η γραφή μετατρέπει την προσωπική αφήγηση σε συλλογικό μήνυμα, ενδυναμώνοντας τη γυναικεία κοινότητα και προάγοντας τη συνειδητοποίηση της κοινωνικής θέσης των γυναικών στη μεσοπολεμική Ελλάδα. Μέσα από την αποδόμηση της Persona, την ένωση των αντίθετων στοιχείων του εαυτού και την εσωτερική ανασυγκρότηση, οι ηρωίδες μετατρέπουν την προσωπική εμπειρία σε κοινωνική ευαισθητοποίηση, αναδεικνύοντας νέες δυνατότητες για αυτοπραγμάτωση, χειραφέτηση και συλλογική ενδυνάμωση. Το γυναικείο ταξίδι ενηλικίωσης επομένως αποδεικνύεται εσωτερικό, αντιηρωικό και δημιουργικό, οδηγώντας στην ωρίμανση του ατόμου και στην αναγνώριση της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία.

Η μελέτη και ανάδειξη αυτών των λιγότερο γνωστών έργων και συγγραφέων είναι καθοριστική για την κατανόηση της γυναικείας εμπειρίας στον Μεσοπόλεμο και για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης της Λογοτεχνίας. Τα κείμενα αυτά δεν πρέπει να παραμένουν στην αφάνεια, καθώς καταγράφουν φωνές που συχνά αποκλείονται από τους καθιερωμένους κανόνες της λογοτεχνικής ιστορίας, προσφέροντας αυθεντικές μαρτυρίες για την εσωτερική εμπειρία, τις επιθυμίες και τους αγώνες των γυναικών. Η επιστροφή σε αυτά τα έργα φωτίζει την ποικιλομορφία των γυναικείων βιωμάτων, διευρύνει την κατανόηση της ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής και ενισχύει τη σύγχρονη συζήτηση για τη χειραφέτηση, την αυτοπραγμάτωση και τη φωνή της γυναίκας στη λογοτεχνία και την κοινωνία γενικότερα. Με αυτόν τον τρόπο, η ανάδειξη τους λειτουργεί τόσο ως πράξη ιστορικής δικαιοσύνης όσο και ως πηγή έμπνευσης για νέες γενιές αναγνωστριών και συγγραφέων, ενισχύοντας τη συλλογική μνήμη και την πολιτισμική συνέχειά τους.

Τέλος, η αρχετυπική κριτική αποδεικνύεται ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο τόσο για τον ερευνητή όσο και για τον αναγνώστη, καθώς επιτρέπει την ανίχνευση επαναλαμβανόμενων μοτίβων, συμβόλων και ψυχικών σχημάτων που διαπερνούν διαφορετικά λογοτεχνικά έργα. Η διαδικασία αυτή, γνωστή στη διεθνή βιβλιογραφία ως archetypal pattern recognition ή mythic pattern analysis, βασίζεται στην αναζήτηση ομοιοτήτων (correspondences) ανάμεσα σε φαινομενικά ασύνδετα κείμενα, αναδεικνύοντας τη βαθύτερη συνοχή της ανθρώπινης εμπειρίας και τη δυναμική του συλλογικού ασυνειδήτου. Ειδικά στην περίπτωση της μελέτης άγνωστων πεζών του ελληνικού Μεσοπολέμου, γραμμένων από γυναίκες που παρέμειναν στο περιθώριο του λογοτεχνικού κανόνα, η αρχετυπική προσέγγιση συμβάλλει στην αποκάλυψη κοινών ψυχικών και αφηγηματικών δομών· μέσα από αυτές καθίσταται ορατή μια συλλογική εμπειρία θηλυκής ύπαρξης, η οποία υπερβαίνει τα ατομικά όρια και συνδέει τις επιμέρους φωνές σε ένα ευρύτερο πολιτισμικό και ψυχικό πεδίο.

 

 

(*) Η Αμαλία Αρσένη είναι ηθοποιός, εκπαιδευτικός και Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Σημειώνεται ότι τμήματα του παρόντος κειμένου προέρχονται από τη διδακτορική μου διατριβή με τίτλο The Passage to Adulthood: Young Heroines in Early Greek Interwar Women’s Literature, η οποία εκπονήθηκε το 2024 στο Τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ και είναι διαθέσιμη στο ψηφιακό αρχείο του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης: https://freader.ekt.gr/eadd/index.php?doc=57202&lang=el. Πρόκειται για την πρώτη διατριβή του Τμήματος που εκδίδεται στην αγγλική γλώσσα.

 

 

[1] Παρά το γεγονός ότι κάποια έργα όπως οι Γυναίκες , Η Ξεπάρθενη και Η Ερωμένη Της, είναι ευρέως γνωστά στους κύκλους των Νεοελληνιστών, δεν έχουν μελετηθεί ποτέ σε διδακτορική ή μεταπτυχιακή εργασία, ενώ άλλα, όπως Οι Λεβαντινισμοί και Το Ταλέντο της Σμάρως, δεν έχουν επανεκδοθεί και παραμένουν ανεξερεύνητα, αφήνοντας σημαντικά κενά στη βιβλιογραφία της γυναικείας πεζογραφίας του πρώιμου Ελληνικού Μεσοπολέμου.

[2] Η θεωρία των αρχέτυπων μελετά επαναλαμβανόμενα σύμβολα, χαρακτήρες και μοτίβα που συνδέονται με συλλογικές ψυχικές δομές και εφαρμόζεται στην αρχετυπική κριτική λογοτεχνικών κειμένων. Βλ. επίσης: Jung, Carl G., Psychological Aspects of the Archetype, σε The Collected Works of C.G. Jung, Vol. 9 (Part I), Princeton University Press, 1969.

[3] Βλ.: Campbell, Joseph, The Hero with a Thousand Faces, Princeton University Press, 1949. Στην κλασική μελέτη ο Campbell διατυπώνει τη θεωρία του Μονόμυθου (Monomyth) και τα στάδια του ταξιδιού του ήρωα, η οποία έχει επηρεάσει βαθιά τη μυθολογία, τη λογοτεχνία και την κινηματογραφική αφήγηση.

[4] Η έννοια των διαβατηρίων τελετών αναλύεται εκτενώς στο έργο του Arnold van Gennep Les rites de passage (1909), όπου ο συγγραφέας εξετάζει τις κοινωνικές τελετές που συνοδεύουν τις μεταβάσεις ατόμων ή ομάδων από μία κατάσταση σε άλλη, όπως γάμος, γέννηση ή θάνατος. Η θεωρία του περιλαμβάνει τρεις βασικές φάσεις: απομάκρυνση (separation), ενδιάμεση κατάσταση (liminality) και ενσωμάτωση (incorporation). Η προσέγγιση αυτή έχει επηρεάσει σημαντικά την ανθρωπολογία, τη θρησκειολογία και τη μελέτη των κοινωνικών τελετών.

[5] Συνδυάζουν αναλυτική ψυχολογία και φεμινιστική θεωρία, εστιάζοντας στη θηλυκή αυτοπραγμάτωση και την κριτική της πατριαρχίας. Βλ. επίσης: Murdock, The Heroine’s Journey (1990); Bolen, Goddesses in Everywoman (1984); Woodman, The Pregnant Virgin (1980).

[6] Tα συγκεκριμένα κείμενα επελέγησαν μέσα από το φίλτρο της αρχετυπικής κριτικής, καθώς αυτό επέτρεπε να αναδειχθεί η έννοια της μετακίνησης και της μετατόπισης της σκέψης που χαρακτηρίζει το γυναικείο ταξίδι αυτοπραγμάτωσης. Η προσέγγιση αυτή οδήγησε στην ανάλυση του αρχετύπου του Quest, όπως αυτό διαμορφώνεται τόσο στην ψυχολογική θεωρία των αρχέτυπων του Carl Jung όσο και στη μυθολογική δομή του Μονόμυθου του Joseph Campbell, προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες της γυναικείας εμπειρίας. Η διερεύνηση αυτή ανέδειξε ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού υιοθετούνται πολλαπλά αρχετυπικά μοτίβα, ακόμη και σε έργα που χαρακτηρίζονται απο εσωτερικότητα και υποκειμενικότητα, επιτρέποντας μια βαθύτερη κατανόηση των μηχανισμών μέσω των οποίων η γυναικεία εμπειρία μετατρέπεται σε Λόγο και πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η φεμινιστική ανάγνωση της αρχετυπικής κριτικής, τέλος, αναδεικνύει πώς η «Έξοδος» ή η μεταφορά της εμπειρίας από το σώμα στον λόγο, συνιστά μια θεμελιώδη διαδικασία αυτοπραγμάτωσης και διακειμενικής επανεξέτασης των κυρίαρχων μοτίβων της Γυναικείας Γραφής.

[7] Ο όρος «Heroine’s Journey» αναφέρεται σε μια αφηγηματική δομή που επικεντρώνεται στην εσωτερική και ψυχολογική πορεία της γυναίκας, σε αντίθεση με την παραδοσιακή «Hero’s Journey» του Joseph Campbell. Η έννοια αυτή αναπτύχθηκε κυρίως από τη Maureen Murdock στο έργο της The Heroine’s Journey: Woman’s Quest for Wholeness (1990), όπου περιγράφει μια διαδικασία ενδοσκόπησης και θεραπείας μέσω δέκα σταδίων. Αργότερα, η Kim Hudson παρουσίασε το μοντέλο The Virgin’s Promise (2010), το οποίο εστιάζει στην ανακάλυψη της αυθεντικής ταυτότητας και της δημιουργικότητας της ηρωίδας, προσφέροντας μια σύγχρονη προσέγγιση της γυναικείας αφηγηματικής πορείας.

Για περισσότερες πληροφορίες βλ.: Maureen Murdock, The Heroine’s Journey: Woman’s Quest for Wholeness (1990), Kim Hudson, The Virgin’s Promise: Writing Stories of Feminine Creative, Spiritual, and Sexual Awakening (2010)

[8] Βλ. επίσης:  Tannen, Deborah, Lilika Nakos, Twayne Publishers, 1983.

[9] Η Χριστίνα Ντουνιά, Ομότιμη Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ανέδειξε το έργο της Ντόρας Ρωζέττη, Η Ερωμένη Της, εντοπίζοντας αντίτυπα σε ιδιωτικές συλλογές και στο Αρχείο Καβάφη με αφορμή την κριτική του βιβλίου από τον  Γ. Ξενόπουλο στη Νέα Εστία. Η επανέκδοση του έργου το 2005 περιλαμβάνει επίμετρο της Ντουνιά με ανάλυση του ιστορικού και λογοτεχνικού πλαισίου, ενώ η μελέτη της εστιάζει στη λογοτεχνική αξία του κειμένου και στη διερεύνηση των κοινωνικών και πολιτισμικών διαστάσεων της γυναικείας σεξουαλικότητας. Βλ. επίσης: Ντουνιά, Χ. Η Ερωμένη Tης. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2005 και Μπακοπούλου, Ε. Η Φίλη Μου Κυρία Ντόρα Ρωζέττη. Αθήνα: Οδός Πανός, 2006.

[10] Βλ. επίσης: Georgopoulou, Βαρβάρα, «The Adventurous Reception of Galatea Kazantzakis in the Interwar Period» (Η Περιπετειώδης Υποδοχή της Γαλάτειας Καζαντζάκη στον Μεσοπόλεμο), Concept Journal; Τα αναγνωστικά της Γαλάτειας Καζαντζάκη: Ερευνητική μελέτη βιβλιογραφίας σχολικών εγχειριδίων, Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ).

[11] Η Rita Felski, στο έργο της Beyond Feminist Aesthetics: Feminist Literature and Social Change (Cambridge, MA: Harvard University Press, 1989), εξετάζει την έννοια του φεμινιστικού- και όχι αμιγώς γυναικείου Bildungsroman ως αφηγηματικο είδος που μετασχηματίζει το παραδοσιακό σχήμα της ανδρικής πορείας ενηλικίωσης, εστιάζοντας στη γυναικεία εμπειρία, τη συλλογική ταυτότητα και τη διαλεκτική ανάμεσα στην ατομική αυτογνωσία και τους κοινωνικούς περιορισμούς.

[12] Ο όρος «Έξοδος» προτείνεται εδώ ως ονομασία της τρίτης φάσης του γυναικείου ταξιδιού αυτοπραγμάτωσης, αντί της παραδοσιακής «Επιστροφής» στον ανδρικό Μονόμυθο, δεδομένου ότι η φάση αυτή δεν συνεπάγεται κυριολεκτική επιστροφή. Η Έξοδος εντάσσεται στη σφαίρα της ψυχοουτοπίας και, ως τέτοια, συνιστά την εκφορά της βιωμένης εμπειρίας από το γυναικείο σώμα ως Λόγος, μία δυνατότητα που ιστορικά είχε θεωρηθεί ανδρικό προνόμιο και ταυτίζεται στα υπο εξέταση κείμενα με τη διαδικασία της Γραφής.

[13]Ο Carl Gustav Jung εισάγει τους όρους anima και animus για να περιγράψει τα αρχέτυπα του ασυνειδήτου που αντιπροσωπεύουν τις εσωτερικές, έμφυτες εικόνες του θηλυκού και του αρσενικού μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Η anima αναφέρεται στο θηλυκό στοιχείο του άνδρα, ενώ ο animus στο αρσενικό στοιχείο της γυναίκας. Η διαδικασία αναγνώρισης και ενσωμάτωσής τους αποτελεί κρίσιμο στάδιο της ψυχικής ολοκλήρωσης (individuation), δηλαδή της πορείας προς την ολότητα του εαυτού.
Βλ. C.G. Jung, Aion: Researches into the Phenomenology of the Self, Collected Works, vol. 9ii, Princeton University Press, 1959.

 

Προηγούμενο άρθρο«Η τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ»: ελπίδα, φιλία, τόλμη, ζωή (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΒραβεία Εταιρείας Συγγραφέων: Οι βραχείες λίστες νέων πεζογράφων και ποιητών/τριών

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ