Ο Θανάσης Μήνας γράφει για τα αστυνομικά του Derek Raymond, με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του μυθιστορήματος από τις Εκδόσεις Έρμα.
Τα λεγόμενα Factory novels του Derek Raymond συγκροτούν ένα σημαντικό κομμάτι της νεότερης βρετανικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο όρος Factory (Εργοστάσιο) αποτελεί μετωνυμία της Scotland Yard, που δεν είναι σκωτσέζικη, όπως πιστεύουν πολλοί, αλλά τοπωνύμιο στην οδό 4 Whitehall Place, όπου είχε αρχικά την έδρα της η Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου. Ο ανώνυμος, αντισυμβατικός ντετέκτιβ, που εμφανίζεται ως κεντρικός ήρωας στα βιβλία του συγγραφέα, υπηρετεί στο Τμήμα Ανεξιχνίαστων Υποθέσεων. Στην ενότητα ανήκουν πέντε συνολικά μυθιστορήματα: He Died with His Eyes Open (1976), The Devil’s Home on Leave (1984), How the Dead Live (1986), I Was Dora Suarez (1990) και Dead Man Upright (1993).
Με δεδομένο ότι πολλά από τα μυθιστορήματά του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, εντοπίζονται εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στην κινηματογραφική γραφή του και στη θεματολογία και τους χαρακτήρες του βρετανικού crime cinema, που άκμασε κυρίως στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Ίσως όχι τόσο έντονες με το “Get Carter” (1971) του Mike Hodges με πρωταγωνιστή τον Michael Caine ή με το “The Long Good Friday” (1980) του John Mackenzie με τον Bob Hoskins, όσο με το “Gangster No.1” του Paul McGuigan με τον Malcolm McDowell στον ρόλο του παρανοϊκού εγκληματία, αντάξιο με εκείνον του Alex στο Κουρδιστό Πορτοκάλι.
Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τρία μυθιστορήματα του Derek Raymond, όλα από τις εκδόσεις Έρμα. Στο Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά (2022, μτφ. Βίκυ Λιακοπούλου), η υπόθεση εκτυλίσσεται στο δυτικό Λονδίνο, το 1984, στη διάρκεια της δεύτερης τετραετίας της Μάργκαρετ Θάτσερ. Οι πολιτικές της λιτότητας οδηγούν στην εξαθλίωση ολοένα και περισσότερα κοινωνικά στρώματα. Η βία, η εγκληματικότητα και ο ρατσισμός αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Ένας μεσήλικας αλκοολικός και αποτυχημένος συγγραφέας βρίσκεται άγρια δολοφονημένος στην άκρη ενός δρόμου. Αιτία θανάτου: εξαιρετικά βίαιος ομαδικός ξυλοδαρμός.
Στο Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ η πλοκή μεταφέρεται σε μια μεσοαστική περιοχή του Λονδίνου. Η αστυνομία ανακαλύπτει σε κάποιο διαμέρισμα δύο γυναίκες φρικτά δολοφονημένες: τη νεαρή πόρνη Ντόρα Σουάρεζ και τη σπιτονοικοκυρά της, την ηλικιωμένη Μπέτι Κάρστερς. Το θέαμα είναι αποκρουστικό. Το ίδιο βράδυ, λίγα χιλιόμετρα μακριά, ο Φίλιξ Ροάτα, συνιδιοκτήτης του κακόφημου Parallel Club, πυροβολείται στο κεφάλι με κυνηγετικό όπλο. Οι δύο υποθέσεις ενδεχομένως συνδέονται.
Το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο των βιβλίων προσφέρουν στον συγγραφέα την ευκαιρία για να ασκήσει αμείλικτη κριτική στις πολιτικές της Θάτσερ και των επιγόνων της που οδήγησαν μεγάλο τμήμα του βρετανικού πληθυσμού στην οικονομική και ηθική εξαθλίωση, που διασάλευσαν τους συνεκτικούς κοινωνικούς ιστούς και που ευθύνονται για την παρακμή των ίδιων των θεσμών – όπως η λειτουργία της αστυνομίας. Η τελευταία αδιαφορεί για τον υπόκοσμo και το ποινικό έγκλημα και επιτελεί τον ρόλο του διώκτη της πολιτικής διαμαρτυρίας, των απεργών, των φοιτητών κλπ. Ο Raymond δεν υποστηρίζει την ενίσχυση των νόμων αστυνόμευσης και καταστολής∙ θεωρεί αρκετό το υπάρχων νομικό πλαίσιο∙ επιθυμεί απλώς μια αστυνομία που να κάνει καλά αυτό που πρέπει να κάνει. Ο ανώνυμος ντετέκτιβ δεν είναι αυτόκλητος εκδικητής, δεν παίρνει τον νόμο στα χέρια του, όπως συμβαίνει σε πλείστα, αμερικανικά κυρίως, αστυνομικά μυθιστορήματα. Δεν επικαλείται κάποιον προσωπικό ηθικό κώδικα τιμής, προσπαθεί να επιβάλλει ακριβώς αυτά που ορίζει ο νόμος. Προσφεύγει σε αντισυμβατικές μεθόδους, όχι τόσο για να αποφύγει τη γραφειοκρατία, αλλά περισσότερο για να μπορεί να ελλιχθεί, καθώς δρα στο εσωτερικό ενός διεφθαρμένου Σώματος, όπου υψηλόβαθμοι και χαμηλόβαθμοι αστυνομικοί χρηματίζονται με την ίδια ευκολία από τον υπόκοσμο.
Το Απρίλης φονιάς (Devils Home On Leave στο πρωτότυπο) είναι το δεύτερο μέρος της σειράς Factory. Ένας άγνωστος άντρας βρίσκεται άγρια δολοφονημένος σε μια παλιά σιταποθήκη στο νότιο Λονδίνο. Το πτώμα του τεμαχίστηκε και τοποθετήθηκε επιμελώς σε συραμμένες πλαστικές σακούλες σουπερμάρκετ. Οι αρχές υποτιμούν την υπόθεση θεωρώντας πως πρόκειται για το έγκλημα ενός ακόμα παρανοϊκού μανιακού μιας πόλης που βυθίζεται στη βία και την παρακμή. Τη διαλεύκανσή της αναλαμβάνει ο ευφυής και ιδιόρρυθμος ανώνυμος επιθεωρητής από το Τμήμα Ανεξήγητων Θανάτων. Η δολοφονία, όσο φρικτή κι αν είναι, δεν φαίνεται να είναι η πράξη ενός τρελού ψυχοπαθούς, αλλά μάλλον η ψυχρή και κλινικά αποστασιοποιημένη δουλειά ενός επαγγελματία δολοφόνου που επιθυμεί να αφήσει όσο το δυνατόν λιγότερα στοιχεία ταυτοποίησης. Για το σκοπό αυτό, τα δόντια έχουν αφαιρεθεί, το αίμα έχει στραγγιστεί και το δέρμα έχει βράσει. Το θύμα, ωστόσο, είναι ένα «γρασίδι» (βρετανική αργκό για τον «καταδότη»), και έτσι ο θάνατός του υποβιβάζεται στην A14. Ο επιθεωρητής εργάζεται ακούραστα την υπόθεση και η έρευνά του οδηγεί σε έναν επώνυμο αδίστακτο δολοφόνο, του οποίου τη δουλειά γνωρίζει καλά, και τον Λονδρέζο μαφιόζο Πατ Χόουζ, ο οποίος πρόκειται να αποφυλακιστεί. Καθώς ο ντετέκτιβ καταδιώκει τους δύο εγκληματίες, ανακαλύπτει ένα ίχνος διαφθοράς και συμπαιγνίας που φτάνει στα ανώτερα κλιμάκια της βρετανικής κυβέρνησης.
Ο Raymond δεν αναφέρει ποτέ την Μάργκαρετ Θάτσερ ονομαστικά, αλλά η σκιά της κρέμεται βαριά πάνω από τα μυθιστορήματα Factory, τα οποία καλύπτουν περίπου την περίοδο 1984-1992, όταν η συστηματική κατάργηση των προγραμμάτων κοινωνικής βοήθειας και η καταστολή των οργανωμένων εργατών έπληξαν σκληρά τους φτωχούς εργαζόμενους της Βρετανίας, με αποτέλεσμα την ίδια αύξηση της εγκληματικότητας που παρατηρήθηκε στην Αμερική του Ρέιγκαν. Στις ΗΠΑ, η σταδιακή καταπίεση της μεσαίας τάξης είχε ήδη ξεκινήσει εδώ και χρόνια. Στη Βρετανία, οι ανώτερες και μεσαίες τάξεις ήταν ακόμα ακαταμάχητες, αλλά τα μέλη της αυξανόμενης κατώτερης τάξης είχαν περίπου τις ίδιες πιθανότητες να βρουν δουλειά όσες και να γνωρίσουν τη βασίλισσα. Σε μια συνέντευξη που έδωσε στον Βρετανό δημοσιογράφο Πολ Ντάνκαν το 1993, ο Raymond μίλησε για τη σχέση μεταξύ του εγκλήματος και των κοινωνικών συνθηκών:
«Οι περισσότεροι συγγραφείς γράφουν για τους έχοντες και τους μη έχοντες, καθώς και για τους λόγους που το κάνουν αυτό. Νομίζω ότι ο Ντίκενς θα έβρισκε τη Βρετανία του 1993 ένα πολύ οικείο μέρος, θα έλεγα. Χάρη σε αυτήν την κυβέρνηση, φεύγουμε από τη δεκαετία του 1990 και επιστρέφουμε στη δεκαετία του 1820. Σύντομα θα επιστρέψουμε στη δεκαετία του 1770 αν συνεχίσουμε με αυτήν την οπισθοδρομική κυβέρνηση… Αν πρόκειται να στριμώξεις τους ανθρώπους σαν αρουραίους, θα συμπεριφέρονται όπως αυτοί».
Το έργο του Raymond στοιχειώνεται από ένα βαθύ αίσθημα απώλειας, το οποίο φαίνεται να επηρεάζει όχι μόνο τους χαρακτήρες του ξεχωριστά, αλλά και ολόκληρη τη χώρα της Βρετανίας. Η φτώχεια και η διάλυση έχουν αφαιρέσει την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό του λαού. Στη σημερνή εποχή, μάλλον χρειαζόμαστε ακόμα περισσότερο τις ζοφερές υπενθυμίσεις του Raymond για τη σημασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της αμοιβαίας μας ευθύνης προς τον συνάνθρωπο και κυρίως προς τους πιο ευάλωτους.
Ο Derek Raymond (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Robin Cook) γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1931. Παρότι γόνος εύπορης, αστικής οικογένειας, ήταν αντικομφορμιστής και εγκατέλειψε τις σπουδές του στο περίφημο Kολέγιο του Eaton στην ηλικία των δεκαεπτά ετών. Τυχοδιώκτης και μποέμ, μεταξύ άλλων, εργάστηκε ως διοργανωτής παράνομων παιχνιδιών, δόλωμα για τη μαφία, παράνομος διακινητής έργων τέχνης, σεναριογράφος πορνογραφικών ταινιών και οδηγός ταξί.
Το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο The Crust on Its Uppers εκδόθηκε το 1962. Δημοσίευσε περίπου είκοσι μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων και τα πέντε Factory novels που τον έκαναν γνωστό. Απεβίωσε από καρκίνο το 1994.
ΥΓ: Ο υπογράφων προτείνει ως σάουντρακ για την ανάγνωση των παραπάνω μυθιστορημάτων δύο κατεξοχήν σκοτεινά, δυστοπικά άλμπουμ από την ηλεκτρονική σκηνή της Μεγάλης Βρετανίας της εποχής εκείνης: το Mezzanine των Massive Attack και το Dead Cities των Future Sound of London.
Derek Raymond, Απρίλης φονιάς,μετάφραση: Όλγα Καρυώτη, Εκδόσεις Έρμα, 2025
![]()



























