Τι αξία έχουν οι λέξεις, αν δεν φανερώνουν την αλήθεια; (της Αγάθης Γεωργιάδου)

0
63

 

 

της Αγάθης Γεωργιάδου

 

Τι συμβαίνει όταν οι λέξεις χάνουν την αθωότητά τους, όταν κακοποιούνται και παραχαράσσονται; Στον Γλωσσολόγο της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού (Βακχικόν, 2025) το στοίχημα είναι απαιτητικό: να σωθεί ό,τι πιο πολύτιμο διαθέτει η γλώσσα απέναντι στη διαρκή απειλή της αλλοίωσης και της παραμόρφωσης: η αυθεντικότητα και η αλήθεια της. Πρωταγωνιστές στη νέα ποιητική της συλλογή, οι λέξεις αποκτούν σάρκα και ψυχή, έχουν παρελθόν, παρόν και μέλλον, σημαδεύονται από πληγές αλλά και εφοδιάζονται με δυνατότητες αναγέννησης. Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με ένα ιδιότυπο έργο που διαφοροποιείται αισθητά και αισθητικά από το σύνηθες ποιητικό τοπίο: φιλόδοξο, πολυφωνικό, πολυεπίπεδο και κρυπτικό, έχει στο επίκεντρό του την ιστορία και την εξέλιξη της γλώσσας, αλλά και την παραχάραξη, καπήλευση και σημασιολογική της μετάλλαξη.

Έτσι, ο Γλωσσολόγος δεν μπορεί να ενταχθεί σε συγκεκριμένη συμβατική κατηγορία ποίησης· είναι ένα δραματουργικά οργανωμένο έργο, μια «επαγγελματική μονογραφία, ένα εγχειρίδιο για τη γλώσσα και τον άνθρωπο της», όπως το χαρακτηρίζει η ίδια η ποιήτρια. Πράγματι, μελετώντας το, ο αναγνώστης μπαίνει σε έναν ποιητικό λαβύρινθο, όπου η γλώσσα πάσχει και αντιστέκεται.

Μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο αναδύονται τα πρόσωπα της ποιητικής σύνθεσης, οργανωμένης σε έξι σκηνές, που θυμίζουν σκηνικό αρχαίας τραγωδίας ή μοντέρνας όπερας: ο Αφηγητής, ο Χορός, η Ουτοπία, οι Χαλαστές, οι Παραποιητές, οι Μισθοφόροι των Λέξεων, ο Επαίτης, οι Αντιλήπτορες, οι Απόντες. Οι Χαλαστές διαστρέφουν τις λέξεις για ίδιον όφελος, για να ντύσουν με προσχήματα την αδικία, τη βία, την αυθαιρεσία. Οι Απόντες σιωπούν αδιάφορα μπροστά στη διαφθορά. Οι Αντιλήπτορες παριστάνουν τους γνώστες, μα εξαπατούν.

Ενορχηστρωτής και μαέστρος στην παράδοξη αυτή ποιητική σύνθεση είναι ο Γλωσσολόγος, η κεντρική μορφή του πονήματος. Δεν είναι, όμως, ο γνωστός επιστήμονας, αλλά μια φιγούρα που κινείται μεταξύ γήινου και υπερβατικού: δάσκαλος, προφήτης, θεραπευτής, ποιητής, μάντης. Σαν ιεροφάντης, παρεμβαίνει για να γιατρέψει τις πληγές των λέξεων και να αποκαταστήσει τη χαμένη τους αλήθεια. Η Κοψιδά-Βρεττού τον περιγράφει ως «τιμητή μιας παρακμάζουσας πραγματικότητας», που αναλαμβάνει όχι μόνο να σώσει τη γλώσσα, αλλά και να επαναφέρει την ηθική τάξη: σκηνοθέτης και ρυθμιστής, σύμβολο του ανθρώπου που δεν αρκείται στη διαπίστωση της παρακμής, αλλά τολμά να επιδιώξει τη θεραπεία και την κάθαρση.

Η πορεία του έργου ξεκινά από τις «χαλασμένες» και «απαγορευμένες» λέξεις και καταλήγει στις «αναγεννημένες», που φωτίζουν την τελική σκηνή της κάθαρσης. Στην πρώτη σκηνή εμφανίζεται ο Αφηγητής «ουρανοκατέβατος», αλλά με σαφή ταυτότητα και αποστολή. Μαζί του προβάλλουν οι παλιές λέξεις, αυτές που αγνοούν οι νεότερες γενιές, ενώ στη συνέχεια αναδύονται με την παρέμβαση του Γλωσσολόγου οι μετέπειτα, οι πιο καθαρές, με την αρχαία τους δύναμη. Στη δεύτερη σκηνή, εκείνος τις συγκεντρώνει από κάθε γωνιά του κόσμου, από αγροτόσπιτα, πόλεις, θάλασσες και βουνά· λέξεις αθώες και αρχέγονες, που παλεύουν με τις φθαρμένες και συχνά επιβιώνουν. Στις επόμενες σκηνές ο Δάσκαλος και ο ίδιος ο Γλωσσολόγος αποκαλύπτουν τη γυμνή τους αλήθεια, ξεσκεπάζοντας τη μηχανορραφία των Παραποιητών και των Αντιληπτόρων, ώσπου το έργο οδηγείται σε μια τελική, αισιόδοξη εικόνα: οι λέξεις αναφαίνονται ξανά ατόφιες, σαν σε μεγάλη γιορτή αποκάλυψης.

Καθοριστική στη σύνθεση είναι και η σχέση της ποιήτριας με τις λέξεις. Τις παρατηρεί με ειρωνεία, με πίκρα, αλλά και με αγάπη, γιατί στο ποιητικό της σύμπαν δεν είναι αφηρημένα σύμβολα· είναι σώματα και πνεύματα, ορατές και αόρατες παρουσίες, πλάσματα που ταξιδεύουν με τον άνεμο και τη θάλασσα, με τα καράβια των κατακτητών, που γερνούν, αλλά και ξαναγεννιούνται. Άλλες, φθαρμένες, ζητούν θεραπεία· άλλες κουβαλούν το άρωμα των αιώνων και τη μνήμη των προγόνων. Όλες, όμως, αγκαλιάζονται με την ίδια αγάπη από τον Γλωσσολόγο που τις περιθάλπει, τις ταξινομεί, τις γοητεύει, τις ανανεώνει.

Η αλληγορία είναι διαφανής: η γλώσσα παρουσιάζεται ως ζωντανός οργανισμός, που αν δεν τον φροντίσουμε, παραδίδεται στη φθορά. Ο ποιητής, ως Γλωσσολόγος, αναλαμβάνει το χρέος να τη διασώσει, να τη συντηρήσει, να της ξαναδώσει πνοή. Το έργο στήνεται έτσι σαν ποιητική κιβωτός, όπου φυλάσσονται οι λέξεις που κουβαλούν την παλιά τους λάμψη, τη μνήμη και αλήθεια τους. Ο Γλωσσολόγος δεν τις αφήνει να χαθούν· τις αναγεννά, για να μιλήσουν ξανά στον σημερινό κόσμο.

Η γραφή, δραματική και οραματική, συνδυάζει αφήγηση, διάλογο, μονόλογο και έντονη διακειμενικότητα, παραπέμποντας άλλοτε στην αρχαία τραγωδία με τον Χορό κι άλλοτε στο θέατρο του παραλόγου του Ιονέσκο. Η θεατρικότητα αυτή υπηρετεί μια βαθιά πολιτική σκοπιμότητα. Οι Χαλαστές των λέξεων είναι οι δημαγωγοί και οι εξουσιαστές που θέτουν τη γλώσσα στην υπηρεσία των συμφερόντων τους. Οι Απόντες ενσαρκώνουν την κοινωνική αδιαφορία. Ο Επαίτης συμβολίζει τον απλό πολίτη, θύμα της παραμόρφωσης.

Εδώ η σύνθεση συνομιλεί με την ιστορία. Η ποιήτρια παραπέμπει στον Θουκυδίδη, που στην περιγραφή του εμφυλίου της Κέρκυρας μίλησε για τη διαστροφή των λέξεων ως σύμπτωμα πολέμου και ανομίας. Στον κόσμο του Γλωσσολόγου οι λέξεις έχουν χάσει την αλήθεια τους· και μαζί τους έχει χαθεί η ηθική ισορροπία. Η κακοποίηση της γλώσσας αποκαλύπτεται, έτσι, ως κακοποίηση της ίδιας της κοινωνίας.

Κι όμως, το έργο δεν βυθίζεται στην απελπισία. Αντίθετα, κορυφώνεται με μια λυτρωτική κάθαρση: οι λέξεις καθαίρονται, αναγεννιούνται και επιστρέφουν στην κιβωτό του Γλωσσολόγου. Η γλώσσα, όσο κι αν αλλοιώνεται, κρύβει μέσα της τον σπόρο της ανανέωσης. Το μήνυμα είναι σαφές: η σωτηρία του ανθρώπου περνά μέσα από τη σωτηρία των λέξεων.

Με την ποιητική αυτή σύνθεση, η Κοψιδά-Βρεττού στρέφει ξανά το βλέμμα της στην κοινωνία και αποκαλύπτει την αδικία, την ανομία, την εξαπάτηση, τον κυνισμό της εξουσίας και την απάθεια των πολιτών. Το έργο είναι στην ουσία του πολιτικό: οι λέξεις, παραμορφωμένες στα μικρόφωνα και στα έδρανα, μετατρέπονται σε όργανα εξαπάτησης. Κι όμως, η ποιήτρια δεν παραιτείται· μέσα από τον Γλωσσολόγο αναζητά την επιστροφή στην αλήθεια και στην αυθεντικότητα όχι μόνο της γλώσσας αλλά και της ζωής.

Η συμβολή της είναι διπλή: αφενός παραδίδει μια σύνθεση υψηλής πυκνότητας, αφετέρου θέτει καίρια υπαρξιακά και πολιτικά ερωτήματα: τι αξία έχουν οι λέξεις, αν δεν αποκαλύπτουν την αλήθεια; Και πώς μπορούμε να τις προφυλάξουμε από την κατάχρηση και την αλλοίωση; Η απάντηση που η ίδια δίνει είναι αισιόδοξη: οι λέξεις δεν υποτάσσονται στους Χαλαστές, αλλά δραπετεύουν από το λαρύγγι τους για να ξαναβρούν τον δικό τους δρόμο.

Ο Γλωσσολόγος μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους: ως ποιητικό δράμα, ως αλληγορία για τη γλώσσα, ως πολιτική καταγγελία ή ως φιλοσοφικό δοκίμιο για την αλήθεια των λέξεων. Αυτό το πολυεπίπεδο νόημα αποτελεί και τη δύναμή του. Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν ύμνο στη γλώσσα, αλλά ταυτόχρονα και μια καυστική κριτική στην κοινωνία μας. Είναι ένα έργο απαιτητικό, που καλεί τον αναγνώστη να κοπιάσει για να το κατανοήσει, όμως τον ανταμείβει με την αποκάλυψη μιας βαθιάς αλήθειας: η αυθεντικότητα του λόγου είναι όρος ζωής, τόσο για τη γλώσσα όσο και για τον άνθρωπο.

Η Βιβή Κοψιδά Βρεττού προσφέρει μια τολμηρή ποιητική πρόταση, που δεν περιορίζεται στη φιλολογική αναζήτηση, αλλά μετατρέπεται σε καθρέφτη της εποχής μας και, ταυτόχρονα, σε όχημα αναγεννητικής προοπτικής.

Βιβή Κοψιδά -Βρεττού, Ο Γλωσσολόγος, Βακχικόν, 2025

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΠέθανε ο ποιητής Τάσος Γαλάτης
Επόμενο άρθροDerek Raymond: το σκληρό νουάρ της θατσερικής Αγγλίας (του Θανάση Μήνα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ