Η κυρία Μαίρη πάει για ύπνο (διήγημα της Χαράς Ζυμαρά)

0
187

 

 

Χαρά Ζυμαρά

 

Βγαίνω από το κτήριο και κοντοστέκομαι ευθυτενής. Ισιώνω το σάλι μου και κοιτάζω τριγύρω. Δεν με βλέπει κανένας. Ξεδιπλώνω το χαρτομάντηλο που μου ‘δωσε πριν από λίγο ο γιατρός και σκουπίζω την άκρη των ματιών μου.

Βγάζω το καθρεφτάκι από την τσάντα και τσεκάρω το μακιγιάζ μου. Κάποτε βαφόμουν το πρωί και ως το βράδυ με πέρναγες για το ίδιο φρεσκοβαμμένη. Τώρα, η σκιά πάνω στα σακουλιασμένα μου βλέφαρα άντε ν’ αντέξει μία ώρα. Πόσο μάλλον αν έχω κλάψει κιόλας.

Παρατηρώ καλά-καλά το πρόσωπό μου. Οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια φτάνουν μέχρι τους κροτάφους. Τα χείλη μου είναι ζαρωμένα. Περνάω το χέρι πάνω απ’ το χαλαρωμένο δέρμα του λαιμού μου. Το βλέμμα πέφτει πάνω στις καφέ κουκκίδες που έχουν κατακλύσει το πίσω μέρος της παλάμης μου. Είναι οι ίδιες που είχε κι η γαλλίδα δασκάλα του πιάνου μου όταν πρωτοξεκίνησα. Να δεις πώς τις έλεγε… Κατεβάζω απότομα το χέρι. Fleur du cimetière τις έλεγε. Λουλούδια του κοιμητηρίου. Ας μην τις κοιτάζω καλύτερα.

Το ξανθό μαλλί, τουλάχιστον, στέκει ακόμα πλούσιο πάνω στο κεφάλι μου και το χτένισμά του κρατιέται καλά από το περασμένο Σάββατο. Το ίδιο και το γαλάζιο χρώμα των ματιών και η λεπτή μου μύτη. Μοιάζουν σχεδόν άφθαρτα από τον χρόνο. Χαμογελάω. Θα μπορούσε να ‘ταν και χειρότερα. Το ‘πε κι ο γιατρός:

«Έχετε τον οργανισμό μιας 65άρας. Σπάνιο πράγμα για γυναίκα 78 χρονών.»

Στο άκουσμα του κομπλιμάν κόρδωσα σαν την πέρδικα. Πού να ‘ξερα πως θα μου μαύριζε την ψυχούλα αμέσως μετά με τα μαντάτα που μου ανακοίνωσε; Απλώνω άλλη μια στρώση από το ροζ μου κραγιόν, κλείνω το καθρεφτάκι και αρχίζω να περπατάω προς το πάρκινγκ.

Το ταξί με περιμένει στην ίδια θέση που με άφησε πριν από μία ώρα.

«Όλα εντάξει με την εξέταση κυρά Μαιρούλα;» με ρωτά ο Τάκης καθώς μου ανοίγει την πόρτα.

«Όλα υπό έλεγχο», του απαντώ κοφτά. Αυτό το κυρά, αν και ανάρμοστο, συνήθως δεν με ενοχλεί. Σήμερα μου τη δίνει στα νεύρα.

Ξεκινάμε για το σπίτι. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο και όλα μου φαίνονται διαφορετικά. Οι τζακαράντες που προσπερνάμε με ταχύτητα κατά μήκος της μεγάλης λεωφόρου, τα ζευγάρια των ανθρώπων που περπατάνε βιαστικά, τ’ αυτοκίνητα που τρέχουνε φουριόζικα, τα παιδιά που σχολνάν κι αφήνουν με φόρα πίσω τους το σχολείο. Όλα κινούνται σ΄ ένα τέμπο πρέστο, που για πρώτη φορά αδυνατώ ν’ ακολουθήσω. Σαν κάποιος να έχει πειράξει τον μετρονόμο για να μου κάνει πλάκα.

Για μια στιγμή ταξιδεύω πίσω στα νιάτα μου. Μου έκανε στ’ αλήθεια αυτή την πλάκα ο γιος μου όταν ήτανε μικρός. Καθόμουνα να συνεχίσω την εξάσκησή μου στο πιάνο μετά από ένα μικρό διαλειμματάκι, ξανάναβα τον μετρονόμο και ξαφνικά τα δάχτυλά μου αδυνατούσαν να πατήσουν συγχρονισμένα τις νότες. Προσπαθούσα ξανά και ξανά. Έκανα τεντώματα στα χέρια, ασκήσεις αναπνοής για συγκέντρωση. Μάταια. Μέχρι που τον άκουγα να γελάει πνιχτά κρυμμένος πίσω από τον καναπέ. Μόνο τότε έπαιρνα πρέφα τι γινότανε.

Και τι δεν θα ‘δινα να μ’ οδηγούσε εκείνος πίσω στο σπίτι μια τέτοια μέρα… Ας όψεται η περιοδεία του. Κι εγώ επαγγελματίας μουσικός είμαι. Ξέρω πόσο δύσκολο είναι να ισορροπήσεις οικογενειακή ζωή και καριέρα. Γι’ αυτό άλλωστε δεν έκανα άλλα παιδιά.

Σταματάμε σ’ ένα κόκκινο φανάρι.

«Είσ’ εντάξει με τη μουσική, κυρά Μαιρούλα; Μήπως ν’ αλλάξω σταθμό;» με ρωτάει ο Τάκης.

Τόση ώρα ούτε που άκουγα τι έπαιζε στο ραδιόφωνο. Άλλες φορές είναι το πρώτο πράγμα που προσέχω, κι εγώ πρώτη του ζητάω ν’ αλλάξει σταθμό. Όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή… Σπουδαία η κλασική μουσική, αλλά όταν σε παίρνει από κάτω, μόνο κάτι τέτοια σ’ εκφράζουν.

«Μου κάνει κι ο Καζαντζίδης», του απαντάω τελικά.

Παρατηρώ ότι έχει πάψει από ώρα να παίζει το κομπολόι του. Υποθέτω ότι νιώθει άβολα με τη σιωπή μου. Δεν τον έχω συνηθίσει σε τέτοια. Τις πλείστες φορές δεν βάζω γλώσσα μέσα. Αλλά δεν το κάνει θέμα. Δεν είναι σαν τους άλλους ταξιτζήδες ο Τάκης. Είναι πολύ διακριτικός. Αυτός είναι κι ένας από τους βασικούς λόγους που δεν τον αλλάζω από τότε που πέθανε ο άντρας μου κι έχω ανάγκη από μεταφορικό.

Περνάμε τη γέφυρα με τις μουριές και παίρνουμε τη στροφή για την τελική ευθεία προς το σπίτι.

«Στο Food House να μ’ αφήσεις αγόρι μου», του λέω. «Θα το δεις δέκα μέτρα πριν το σπίτι στο δεξί σου χέρι.»

Τον βλέπω που με κοιτάζει από τη γωνία του ματιού του.

«Στις διαταγές σου κυρά Μαιρούλα μου», λέει.

Υπό άλλες συνθήκες θα μου ‘κανε πρόβλημα που του δίνω οδηγίες. Ξέρω τι θα μου έλεγε. «Τριάντα χρόνια στην πιάτσα δεν χρειάστηκα ούτε και μία φορά χάρτη πλοήγησης. Εσύ πες πού θες να πας κι άσε πάνω μου τα υπόλοιπα.»

Το ταξί σταματά μπροστά από το κατάστημα. Ο Τάκης κατεβαίνει και μού ανοίγει την πόρτα. Προτού κουνηθώ, βγάζω το πορτοφόλι από την τσάντα μου.

«Πόσο κάνει αγόρι μου;»

«Να πας στο καλό κυρά Μαιρούλα μου», απαντάει και για πρώτη φορά στα πέντε χρόνια που μ’ έχει πελάτισσα, μου δίνει το χέρι για να με βοηθήσει να κατέβω.

Βγάζω ένα τριαντάρικο και το αφήνω στο ταμπλό. Τόση ώρα με περίμενε έξω από την κλινική. Ισιώνω το σάλι μου, βάζω την τσάντα στον ώμο και κατεβαίνω χωρίς να του δώσω το χέρι. Πολύ εκνευρίζομαι όταν με λυπούνται.

Περπατάω αργά και σταθερά προς το κατάστημα. Το ζεστό κίτρινο φως και το πορτοκαλί χρώμα των ψυγείων του μες από τη βιτρίνα με παρηγορούν. Αν υπάρχει ένας χώρος, πέρα από τη γωνιά στο σπίτι με το Steinway μου, που με γεμίζει με αγαλλίαση, είναι δίχως αμφιβολία το Food House της γειτονιάς μου. Ανεβαίνω προσεκτικά τα σκαλιά και στέκομαι μπροστά στην αυτόματη πόρτα. Περιμένοντας ν’ ανοίξει, το βλέμμα μου πλανάται μέσα με αδημονία.

Η πόρτα ανοίγει και κάνω ένα βήμα μπροστά.

«Καλώς την κυρία Μαίρη μας!»

Το ηχόχρωμα της φωνής του Κυριάκου είναι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί σήμερα. Είναι ό,τι καλύτερο μου συμβαίνει σχεδόν κάθε μέρα από τότε που άνοιξε το κατάστημα δίπλα από το σπίτι μου, δυο χρόνια πριν.

«Πώς είμαστε σήμερα; Στις ομορφιές σας, όπως πάντα», μου λέει. «Να σας πάρω αγκαζέ να πάμε μια βόλτα ένα-ένα τα ψυγεία ή ξέρετε τι χρειάζεστε;»

Τα καταπράσινα μάτια του λάμπουν καθώς μου μιλά και τα χέρια του είναι ολάνοιχτα, σαν να με προσκαλούν μέσα τους. Η καρδούλα μου σκιρτά. Κανονικά ακολουθώ κατά γράμμα τους κανόνες κοινωνικής εθιμοτυπίας. Σήμερα, όμως, δεν είναι μια κανονική μέρα.

«Μια αγκαλιά, αγόρι μου», λέω και χώνομαι στα χέρια του. «Έχω ανάγκη από μία αγκαλιά.»

«Τι έγινε κυρία Μαίρη;», με ρωτά απορημένος. «Σοφία αναλαμβάνεις για λίγο;» φωνάζει στη συνάδελφό του. «Ελάτε.»

Με οδηγεί στο πλαϊνό δωμάτιο, που έχουν τα κομπιούτερ τους. Παίρνει μια καρέκλα και με βάζει να καθίσω. Μου παίρνει με λεπτές κινήσεις την τσάντα από τον ώμο και την ακουμπάει με προσοχή πάνω στο γραφείο. Γονατίζει ακριβώς μπροστά μου και μου δίνει ένα χαρτομάντηλο.

«Να φτιάξω καφέ;»

«Σ’ ευχαριστώ, αγόρι μου. Ένας καφές είναι ό,τι πρέπει.»

Τον παρακολουθώ καθώς μετράει τρία φλιτζανάκια νερό, τα χύνει μέσα στο μπρίκι και το βάζει πάνω σ’ ένα μικρό γκαζάκι. Όσο ζεσταίνεται το νερό, αφήνει για λίγο το μπρίκι και κατευθύνεται προς τον κυρίως χώρο του καταστήματος. Κάνει νόημα στη Σοφία με τα χέρια. Της λέει κάτι σαν πέντε λεπτά, κλείσε το, έλα κι εσύ.

Πολύ το ευχαριστιέμαι αυτό το συνωμοτικό σκηνικό που στήνεται για χάρη μου. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ξεχνάω ότι έχω κακά νέα να τους πω. Η Σοφία γυρνάει την πινακίδα στην πόρτα με την ένδειξη «κλειστό» κι έρχεται κοντά μας. Κρατάει μια γκοφρέτα στο χέρι.

«Για την κυρία Μαίρη μας.»

«Σ’ ευχαριστώ, κορίτσι μου», της λέω, απλώνω το χέρι και τη χώνω μέσα στην τσάντα μου. «Τη φυλάω γι΄ αργότερα.»

Ο Κυριάκος φέρνει σ’ ένα μεταλλικό δισκάκι τους καφέδες.

«Μέτριος για το Σοφάκι και για μένα και σκέτος για την κυρία Μαίρη μας, που έχει περισσή γλυκάδα», λέει.

Η ευγενής συμπεριφορά του με γεμίζει με ελπίδα για τη νέα γενιά. Αν εξακολουθούν να υπάρχουν τζέντλεμαν ακόμα και ανάμεσα στη σημερινή νεολαία, τότε κάτι πάει καλά σ’ αυτό τον κόσμο, σκέφτομαι. Πίνω μια γουλιά απ’ τον καφέ μου και τους παρακολουθώ να κάνουν κι εκείνοι το ίδιο.

«Εσείς τι νέα;» ρωτάω. Κοιτάζει ο ένας τον άλλον.

«Όλοι καλά, κυρία Μαίρη μου», λέει ο Κυριάκος. «Αλλά κάτι θα μας λέγατε.»

Σωστά. Μου φαίνεται ότι το μυαλό μου αποφεύγει να το βάλει σε λέξεις. Ίσως να μη θέλω κιόλας να δηλητηριάσω αυτή την όμορφη παρεΐστικη ατμόσφαιρα με το κακό μου νέο. Έχουν όμως κι οι δυο μια ανησυχία στα μάτια τους. Δεν είναι οίκτος, θα το καταλάβαινα. Δεν θέλω να τους κρατάω άλλο σε αγωνία.

«Όγκος», καταφέρνω να συλλαβίσω. «Πήγα για μαστογραφία το πρωί. Βρήκαν ένα κουβάρι δύο εκατοστά στο δεξί μου στήθος. Ο γιατρός έχει προγραμματίσει επείγουσα επέμβαση για μεθαύριο.»

Ο Κυριάκος σφίγγει τα χείλη. Η Σοφία αφήνει κάτω το φλυτζάνι και μου πιάνει το χέρι.

«Κακοήθης;» με ρωτά.

«Δεν ξέρουμε, κορίτσι μου. Γι’ αυτό θα το βγάλουμε, για να σταλεί για βιοψία.»

Ο Κυριάκος ισιώνει την πλάτη. «Κυρία Μαίρη μου εγώ δε σας φοβάμαι», λέει. «Βλέπω μπροστά μου μια υγιή γυναίκα. Έτσι να συνεχίσετε να βλέπετε κι εσείς τον εαυτό σας.»

«Δίκιο έχει ο Κούλης, κυρία Μαίρη», προσθέτει η Σοφία. «Χρειάζεται θετική σκέψη.»

Νιώθω καλύτερα μόνο και μόνο που το μοιράστηκα μαζί τους. Το πιστεύω κι εγώ αυτό που λένε για τη θετικότητα. Ανέκαθεν ήμουνα θετικός άνθρωπος. Ίσως υπερβολικά θετικός. Μην είσαι αδαής μαμά, μου έλεγε ο γιος μου όταν ήτανε μικρός. Αναρωτιέμαι πώς θα του πω τα νέα. Μόλις τώρα πέρασε αυτή η σκέψη από το μυαλό μου. Τα μάτια μου βουρκώνουν.

«Στον γιο μου δεν το ‘χω πει. Δεν ξέρω πώς θα το πάρει. Είναι και μακριά. Έχει συναυλίες στην Αυστρία», λέω. Κάνω παύση.

Αυστρία μου είχε πει ή Αυστραλία; Δεν παίρνει και κανένα τηλέφωνο να τον ρωτήσω ξανά, να ξέρω τι να λέω στον κόσμο. Χρειάζεται πειθαρχία, όμως, μία περιοδεία. Ειδικά όταν είσαι ο μαέστρος μιας ολόκληρης συμφωνικής ορχήστρας. Το καταλαβαίνω αυτό. Και τα τηλέφωνα δεν βοηθάνε. Μάλλον γι’ αυτό μου βγαίνει συνέχεια ο τηλεφωνητής όταν τον παίρνω στο κινητό. Θα το ‘χει κλειστό ο γιόκας μου.

«Κι αν κάτι πάει στραβά με την επέμβαση;» μονολογώ. «Ποιος θα του το πει; Κι αν αναγκαστεί να διακόψει την περιοδεία του; Αυτό θα ήταν ό,τι χειρότερο για την καριέρα του. Δεν θέλω να του γίνομαι βάρος…» Ο Κυριάκος με διακόπτει.

«Κυρία Μαίρη, ξέρεις τι λένε στη μπάλα οι προπονητές καμιά φορά;»

«Τι λένε αγόρι μου;» ρωτάω και κοιτάζω τη Σοφία για να δω αν ξέρει για ποιο πράγμα μιλά. Είμαι περίεργη να μάθω αν είναι κάτι που λένε συχνά οι νέοι μεταξύ τους αυτή την εποχή και μου ‘χει διαφύγει. Ευτυχώς τον κοιτάζει κι εκείνη με απορία.

«‘Βλέπουμε τα παιχνίδια ένα-ένα’, λένε. Κι εσύ έτσι να κάνεις.»

«Ποιος θα το περίμενε, ότι θα έκρυβε τόση σοφία μέσα του το άθλημα των μαζών», λέω και πίνω μια γουλιά απ’ τον καφέ μου.

Καθόλου δεν καταλαβαίνω τι εννοεί, αλλά δεν θέλω να φανώ κι άσχετη. Ένας από τους λόγους που οι νέοι με βρίσκουν συμπαθή είναι επειδή ξέρω πώς να συνδιαλέγομαι μαζί τους. Έχω αυτό που λένε νεανικό πνεύμα. Αν πάψει κι αυτό να ισχύει, δεν μου απομένει ελπίδα καμιά.

«Καλά τα λέει ο Κούλης», προσθέτει η Σοφία. «Κανείς δεν ξέρει τι τον περιμένει στη γωνία κυρία Μαίρη μου. Το μόνο σίγουρο είναι το παρόν. Το παιχνίδι που παίζεις σήμερα.»

Αυτό εννοούσε ο Κυριάκος; Αυτό μάλιστα. Είναι κάτι που μπορώ να κάνω. Carpe diem δεν έλεγε ο Οράτιος; Και δεν θα πω τίποτα στο γιο μου μέχρι να βγει το αποτέλεσμα της βιοψίας. Γιατί να περιπλέκω τα πράγματα; Άλλωστε μπορεί να μην είναι και τίποτα. Μην τον αγχώνω άδικα. Αφήνω το φλυτζάνι και σηκώνομαι όρθια.

«Λοιπόν έχετε δίκιο» λέω. «Ποιος ζει ποιος πεθαίνει μέχρι την επέμβαση. Ως τότε, θα κάνω μόνο ό,τι με ευχαριστεί. Ξεκινώντας από απόψε. Θα μαγειρέψω τ’ αγαπημένο μου και θ’ ανοίξω και το Pinot Noir του ’95 που κρατάω για σπάνιες περιστάσεις.»

Σηκώνονται κι αυτοί όρθιοι. Τα μάτια του Κυριάκου λάμπουν ξανά. Τι όμορφο θέαμα!

«Ένας σολομός Νορβηγίας με δέρμα και ένα σακουλάκι τεμαχισμένα λαχανικά έφτασαν αμέσως στο ταμείο για την κυρία Μαίρη μας», λέει.

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΑπολογισμός, κρίσεις και επικρίσεις για τις ελληνίδες ποιήτριες (της Βαρβάρας Ρούσσου)
Επόμενο άρθρο«Όποιος είναι ξεχωριστός μπορεί να δει  τη μοναδικότητα του άλλου» (γράφει η Χρύσα Αλεξοπούλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ