από την Αλεξάνδρα Χαΐνη
Όσο διάβαζα τη «Μέρα» του Michael Cunningham έβλεπα την 4η σεζόν της τηλεοπτικής σειράς The Bear. Στην Αμερική ο ομοσπονδιακός δικαστής είχε μόλις αναστείλει την εφαρμογή διακήρυξης που υπέγραψε ο Τραμπ με στόχο να απαγορευτεί σε όσους και όσες πέρασαν παράτυπα τα σύνορα με το Μεξικό να υποβάλουν αίτηση για άσυλο στις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, ο δήμος της Νέας Υόρκης είχε μόλις καλωσορίσει ως κυρίαρχο δημοκρατικό υποψήφιο τον Μουσουλμάνο, με καταγωγή από την Ινδία και γεννημένο στην Ουγκάντα Zohran Mamdani. Στην ελληνική τηλεόραση έπαιζε σε επανάληψη τα πρώτα επεισόδια της εφηβικής σειράς Beverly Hills, τα οποία παρακολούθησα τόσα χρόνια μετά συντροφιά με τον 15χρονο γιο μου. Με δυο λόγια, είχα φτιάξει άθελά μου το κατάλληλο setting, που λένε.
24 ώρες σε 3 χρόνια
Χρονικά, ωστόσο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Μια και το «Μέρα», το τελευταίο μυθιστόρημα του Cunningham, ευρέως γνωστού κυρίως από την κινηματογραφική μεταφορά (2002) του μυθιστορήματός του «Οι Ώρες» (1998), γράφτηκε εν μέσω πανδημίας και αφορά κατά μια έννοια την πανδημία χωρίς όμως να αναφέρεται σε αυτήν ούτε μια φορά, όπως γράφει πολύ χαρακτηριστικά η εφημερίδα New York Times.
Διαδραματίζεται σε μια ημέρα, στις 5 Απριλίου, το πρωί, το μεσημέρι και το βράδυ. Μόνο που κάθε χρονική στιγμή αναφέρεται σε διαφορετικό έτος. Δηλαδή, στο πρωί της 5ης Απριλίου του 2019, στο μεσημέρι της 5ης Απριλίου του 2020 και στο βράδυ της 5ης Απριλίου του 2021. Η αλλαγή στο φως βέβαια γίνεται αισθητή μόνο στην τρίτη φάση, που είναι, θεωρώ και η πιο δραματική, γι’ αυτό και εάν κάποιος/α διαβάσει το βιβλίο με μεγάλα διαλείμματα ενδεχομένως να χάσει το momentum εκείνης της Ώρας της Μέρας στην οποία ο συγγραφέας τοποθετεί τη δράση.
Το βιβλίο μας πάει πίσω σε μια εποχή που θέλουμε, αλλά δεν μπορούμε, να ξεχάσουμε. Και τότε στην εξουσία ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ, μάλιστα η Νέα Υόρκη αντιμετώπιζε ένα από τα χειρότερα λοκντάουν στον πλανήτη, με τον Πρόεδρο να κάνει εκείνες τις μνημειώδεις δηλώσεις στον Τύπο, ενώ τα θύματα και οι ασθενείς πολλαπλασιάζονταν και το σύστημα υγείας δεχόταν απίστευτες πιέσεις. Με αφορμή μάλιστα το βιβλίο και όλα όσα γίνονται στις ΗΠΑ είδα πάλι βίντεο από εκείνη την περίοδο, και πραγματικά δεν τολμώ να σκεφτώ τι θα συνέβαινε τώρα αν προέκυπτε κάτι παρόμοιο, ακόμη και μικρότερης έκτασης.
Μυθιστόρημα «δωματίου»
Η δράση λοιπόν. Η αφήγηση ξεκινάει πριν το λοκντάουν, συνεχίζεται στη διάρκειά του και τελειώνει αφότου λήξει ο συναγερμός. Τυπικά τουλάχιστον. Τολμώ να πω ότι το «Μέρα» είναι ένα αρκετά ήσυχο μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα «δωματίου», αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτό τον όρο. Είναι ένα μυθιστόρημα εγκλεισμού, αρκετά κλειστοφοβικό και όχι απαραίτητα λόγω της συγκεκριμένης συνθήκης, του covid εννοώ. Σε κάποια σημεία μου θύμισε τη «Χορτοφάγο» της νομπελίστα Han Kang («Η Χορτοφάγος»), με την έννοια του αδιεξόδου και της εσωτερικότητας των ηρώων.
Εδώ παρακολουθούμε τη ζωή μιας κάπως μποέμ αμερικανικής οικογένειας του Μπρούκλιν: εκείνη, η Ίζαμπελ, δουλεύει σε ένα περιοδικό ενώ βλέπει ότι ο κόσμος των εντύπων καταρρέει, εκείνος, ο Νταν, είναι ένας μισοτελειωμένος ρόκερ που προσπαθεί να ξαναπιστέψει στον εαυτό του· τα παιδιά τους, ο Νέιθαν μπαίνει με τα μπούνια στην εφηβεία, ενώ η μικρή Βάιολετ κατά έναν παράδοξο τρόπο φέρει στο DNA της μνήμες της belle of the ball. Δίπλα τους, στα εκτός, εντός και επί τα αυτά, βρίσκεται ο χαρισματικός Ρόμπι, αδερφός της Ίζαμπελ, ο οποίος ζει στη σοφίτα τους, έχει παρατήσει τα όνειρά του για να γίνει δάσκαλος, είναι μεταξύ σχέσεων και ψάχνει διαμέρισμα. Δορυφορικά κινούνται και διάφορα άλλα πρόσωπα, όπως ο αδερφός του Νταν και η Τσες με την οποία έχει ένα μωρό χωρίς να είναι ζευγάρι, ο πατέρας των Ίζαμπελ και Ρόμπι και φυσικά ο Γουλφ: ο (υγιής) αόρατος φίλος του Ρόμπι, ένας εικονικός χαρακτήρας που έχει δημιουργήσει στο Instagram, ο οποίος είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα – της ανασφάλειας και της έλλειψης (ενήλικης και κανονικής) επικοινωνίας. Ο Γουλφ είναι το alter ego του Ρόμπι: Όσο ο Ρόμπι κινείται στις παρυφές, τόσο ο Γουλφ παίρνει το προβάδισμα· όσο ο Ρόμπι βυθίζεται, τόσο εκείνος αναδύεται.
Ένα τέχνασμα είναι ο Γουλφ στην ουσία, συμβολικό μέσα από την αντίθεσή του απέναντι στους ήρωες και στις καταστάσεις εν τέλει, και μάλιστα σε διάφορα επίπεδα – πρωτίστως όμως σε σχέση με τη δυσκολία όλων μας να επικοινωνούμε μεταξύ μας και να μιλάμε ανοιχτά χωρίς μεσάζοντες εικονικούς και μη.
Ο Cunningham, άλλωστε, χρησιμοποιεί αρκετά τεχνάσματα στο βιβλίο: εκτός από τη δομή σε τρία κεφάλαια με τον τρόπο που περιέγραψα παραπάνω -που θυμίζει το «Οι Ώρες», μόνο που εκεί είχαμε τρεις χρονικές περιόδους και τρεις πόλεις και οι συνδέσεις μεταξύ των πρωταγωνιστριών ήταν διαφορετικές,- η ροή της αφήγησης διακόπτεται και ζωντανεύει από επιστολές των ηρώων μεταξύ τους, από μηνύματα που στέλνουν στο κινητό, από διαδικτυακές συνεδρίες και πάει λέγοντας. Δεν είναι δηλαδή, μια αφήγηση συμβατική – κάτι που ενδεχομένως παραπέμπει και στον μη συμβατικό τρόπο επικοινωνίας που εγκαινιάσαμε, ή μάλλον εγκαθιδρύσαμε στη διάρκεια της καραντίνας.
Νύχτα
Το «Μέρα» είναι ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, και παρότι θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρωταγωνιστούν η Ίζαμπελ και ο Ρόμπι, ακούμε τη φωνή όλων σχεδόν των χαρακτήρων. Τίποτα δεν μένει κρυφό στους αναγνώστες και στις αναγνώστριες όσον αφορά τον ψυχικό κόσμο, τους φόβους και τις ανησυχίες μικρών και μεγάλων. Το περίεργο όμως είναι ότι όσο πιο κοντά νιώθουμε εμείς σε εκείνους, τόσο αυτοί δείχνουν να απομακρύνονται από τον πλησίον τους, κοινώς έχουν μαύρα μεσάνυχτα για όσα συμβαίνουν στον αδερφό, στην κόρη ή στη σύζυγό τους – οδηγούνται δηλαδή σταδιακά σε κατάσταση απόλυτου εσωτερικού λοκντάουν, φοράνε παρωπίδες, αδυνατούν να δουν πέρα από το περιορισμένο οπτικό τους πεδίο· δεν ξέρω πόσο καλύτερα να το περιγράψω.
Πρέπει τελικά να έρθουν τα πάνω κάτω, στο τρίτο πια μέρος, για να ξυπνήσουν και να αντιμετωπίσουν τα διλήμματα και τα μπλοκαρίσματά τους, αλλάζοντας θέση και πλησιάζοντας ο ένας τον άλλον. Και αυτό ήταν το στενάχωρο για μένα κλείνοντας τη «Μέρα» και ο κύριος λόγος που μου θύμισε το «The Bear» (που αν δεν το έχετε δει, να το δείτε).
Who is who: Ο Michael Cunningham γεννήθηκε στο Οχάιο το 1952 και μεγάλωσε στην Καλιφόρνια. Πήρε το πτυχίο του στην αγγλική λογοτεχνία από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και το μεταπτυχιακό του από το Πανεπιστήμιο της Αϊόβα. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα «Golden States» (1984), «A Home at the End of the World» (1990), «Flesh and Blood» (1995), «The Hours» (1998 – βραβείο Pullitzer μυθοπλασίας και βραβείο PEN/Faulkner), «Specimen Days» (2005), «By Nightfall» (2010), «The Snow Queen» (2014) και «Day» (2023)· τη συλλογή διηγημάτων «A Wild Swan and Other Tales» (2015)· και τα δοκίμια «Land’s End: A Walk Through Provincetown» (2002), «Company» (2008), «About Time: Fashion and Duration» (2020). Έχει λάβει το Whiting Writers Award (1995) και τις υποτροφίες Michener του Πανεπιστημίου της Αϊόβα (1982), National Endowment for the Arts (1988) και Guggenheim (1993). Ζει στη Νέα Υόρκη και διδάσκει δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο Yale.
Info: Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία «Οι Ώρες» (μετ. Λύο Καλοβυρνάς, εκδόσεις Λιβάνης), «Ιδιαίτερες Μέρες» (μετ. Ρένα Λέκκου-Δάντου) και «Μέρα» (μετ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις Αλεξάνδρεια)
ΥΓ. Παρόλο που οι υποσημειώσεις του μεταφραστή είναι πολύ βοηθητικές, οφείλω να πω ότι η εικονιζόμενη στην αφίσα της φοιτήτριας της Τσες είναι η Stevie Nicks (Στίβι Νικς), η τραγουδίστρια των Fleetwood Mac.
Michael Cunningham, Μέρα, μτφρ.Παναγιώτης Κεχαγιάς, Αλεξάνδρεια