γραφει η Χ. Μ. Νιφτανίδου (*)
Αποσκοπώντας στην ανάδειξη μιας εν πολλοίς άγνωστης πτυχής της παιδείας μας, της πνευματικής παραγωγής των Ελληνίδων δημιουργών του 19ου αιώνα με θέμα την Επανάσταση, ο τόμος φιλοξενεί είκοσι δύο ποικίλων γραμματειακών ειδών κείμενα: τέσσερις επιστολές, πέντε θεατρικά έργα –τα τέσσερα εκ των οποίων σε αποσπάσματα– απόσπασμα από μια κλασική αυτοβιογραφία, οκτώ ποιήματα, αποσπάσματα, τέλος, μιας ποιητικής σύνθεσης και τριών μυθιστορημάτων. Δώδεκα τον αριθμό είναι οι συγγραφείς που προσεγγίζονται και μελετώνται σε αυτό το πλαίσιο: η Μαντώ Μαυρογένους, η Ευανθία Καΐρη, η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, η Αγγελική Πάλλη-Μπαρτολομέι, η Αντωνούσα Καμπουράκη, η Μελπομένη Χ. Καπετανάκη, η Ελένη Γουσίου, η Αιμυλία Θ. Βελ(λ)ιανίτου, η Μαριέττα Μπέτσου, η Αγανίκη Μαζαράκη, η Ελένη Γεωργίου και η Ευγενία Ζωγράφου.
Αφετηρία της ανθολόγησης αποτελούν δύο επιστολές – εκκλήσεις της Μαντώς Μαυρογένους (1796-1840), η πρώτη προς τις Αγγλίδες φιλελληνίδες και η δεύτερη προς τις Γαλλίδες –τις «Παρισινές κυρίες», όπως αυτές αποκαλούνται– κείμενα του 1824 και του 1825, αντίστοιχα.[1] Στόχος της πρώτης είναι, όπως προσδιορίζεται, η αίτηση οικονομικής αρωγής για τους πολεμιστές, και της δεύτερης, όπως με ακρίβεια υπογραμμίζεται, η έκθεση του αιτήματος να μη συνδράμει η Γαλλία τον εχθρό της χώρας μας, αλλά να προσφέρει τη βοήθειά της στον ελληνικό αγώνα. «Δυναμισμός, τόλμη, παιδεία, διπλωματικό χάρισμα, συμμετοχή στα σύγχρονά της δρώμενα (…), προδρομικές φεμινιστικές αντιλήψεις, έντονη συναίσθηση της αλληλεγγύης του φύλου, κριτικός σχολιασμός για τις δυτικές κοινωνίες»[2] είναι ορισμένα από τα κατηγορήματα που θα αποδοθούν από τις συντάκτριες της «Εισαγωγής» στη διακεκριμένη αγωνίστρια της Επανάστασης, βάσει ενδελεχούς ανάλυσης των δύο αυτών συνθεμάτων της.
Στο είδος της επιστολής ανήκουν και τα δύο κείμενα που προσεγγίζονται στη συνέχεια: πρόκειται για δύο πονήματα της Ευανθίας Καΐρη (1799-1866)–αδελφής ενός Θεόφιλου Καΐρη– έργα του 1825 και του 1828.[3] Το πρώτο τιτλοφορείται «Επιστολή Ελληνίδων τινών προς τας Φιλελληνίδας» και το δεύτερο «Επιστολή προς τας Φιλελληνίδας, Ηνωμένας Πολιτείας». Ευκρινής, η ανάλυση του περιεχομένου τους στην «Εισαγωγή» του τόμου αναδεικνύει τα κύρια σημεία τους ως κειμένων, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό την πρόσληψή τους από τον αναγνώστη και την αναγνώστρια: κατά την ανάλυση της πρώτης επιστολής γίνεται, έτσι, αναφορά στον έντονα καταγγελτικό τρόπο με τον οποίον η συγγραφέας περιγράφει τη στάση των Ευρωπαίων προς την Επανάσταση κάνοντας λόγο τόσο για αδιαφορία όσο και για βοήθεια προς τον εχθρό· γίνεται ακόμη αναφορά στην ύπαρξη φιλελλήνων και φιλελληνίδων, στις οποίες και απευθύνονται ευχαριστίες. Κατά την ανάλυση, εξάλλου, της δεύτερης επιστολής έμφαση θα δοθεί τόσο στην απόδοση ευχαριστιών στις Αμερικανίδες φιλελληνίδες για την υλική και ηθική συνδρομή τους στον Αγώνα, όσο και στην ολοκληρωτική αλλαγή της στάσης της Ευανθίας προς την Ευρώπη, η οποία υπαγορεύεται, όπως εύστοχα υπογραμμίζεται, από τις νέες τότε ιστορικοπολιτικές συνθήκες (τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, εκτός των άλλων).
Η εξέταση συνεχίζεται με την ανθολόγηση και την κριτική ανάγνωση του τρίπρακτου θεατρικού έργου της Καΐρη Νικήρατος, συνθέματος του 1826, το οποίο είναι, όπως σημειώνεται, εμπνευσμένο από την, πρόσφατη τότε, πολιορκία και Έξοδο του Μεσολογγίου. «Πρώτο πρωτότυπο θεατρικό έργο δημοσιευμένο από Ελληνίδα, καθώς και (…) πρώτο δράμα με θέμα την Επανάσταση»[4], το έργο υποβάλλεται σε μια συγκροτημένη, εκτεινόμενη σε δεκατρείς περίπου σελίδες, ερμηνευτική ανάλυση. Αρμοί της θα είναι: (α) η έννοια του χρέους που συνοδεύει ως κατηγόρημα το συγγραφικό εγχείρημα της δημιουργού· (β) ο βαθιά πολιτικός, όπως υπογραμμίζεται, χαρακτήρας του κειμένου, ο οποίος απορρέει από την προτεινόμενη σε αυτό ανάλυση των πολιτικών συμβάντων που απέληξαν στην πτώση του Μεσολογγίου· (γ) το δεδομένο της αντανάκλασης της προσωπικότητας της Καΐρη σε δύο από τα βασικά του πρόσωπα, τον Νικήρατο και την Κλεονίκη· (δ) η εγγενώς, τέλος, γυναικεία υφή του, η οποία προκύπτει από το γεγονός «ότι πρόκειται για έργο γραμμένο από γυναίκα για γυναίκες, αφιερωμένο στη μνήμη γυναικών, που εξυμνεί γυναίκες»[5].
Σε μια λίαν ιδιαίτερη δημιουργό της γενιάς της Ευανθίας θα εστιάσει η ενότητα που ακολουθεί: πρόκειται για την αριστοκρατικής καταγωγής Επτανήσια λόγια Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (1801-1832).[6] Καίτοι πολυγραφότατη –εκπόνησε, όπως ορθά επισημαίνεται, «[την] Αυτοβιογραφία της, ολοκληρωμένη έναν χρόνο πριν από τον θάνατό της (…), είκοσι δύο θεατρικά, μερικά ποιήματα, μεταφράσεις αρχαίων συγγραφέων, διαλόγ[ους] και πραγματείες (…), καθώς και επιστολές»[7]– η Ελισάβετ δε στάθηκε, καθώς υπογραμμίζεται, δυνατό να δημοσιεύσει κανένα από τα έργα της, λόγω των υπερσυντηρητικών ηθών της κοινωνικής της τάξης. Η Αυτοβιογραφία της, ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα πονήματά της, δημοσιεύτηκε έτσι λογοκριμένη από τον γιο της, Ελισαβέτιο, μισόν ακριβώς αιώνα μετά το έτος της ολοκλήρωσής της[8], αποτελώντας πολύτιμη μαρτυρία για την κοινωνική και την πνευματική ζωή της Επτανήσου. Το ανθολογούμενο εδάφιό της αντλείται από τη δεύτερή της ενότητα και εστιάζει στην ένθερμη αντίδραση της ανθρώπου όταν πληροφορήθηκε το ξέσπασμα της Επανάστασης, καθώς και στα λυπηρά, οφειλόμενα στο φύλο και την καταγωγή της, παρεπόμενά της. [9] Διαβάζουμε σχετικά:
Εις τούτον τον καιρόν, δηλαδή τη 25 Μαρτίου 1821, την ημέραν του Ευαγγελισμού, έρχεται ο ποτέ διδάσκαλός μου Θεοδόσιος Δημάδης, και μας κάμνει γνωστόν με πολλήν του χαράν πως οι Γραικοί ανήγειραν τα όπλα εναντίον των Οθωμανών (…). Εγώ εις τα λόγια του άκουσα το αίμα μου να ζεσταίνη, επεθύμησα από καρδίας να ήθελεν ημπορώ να ζωστώ άρματα, επεθύμησα από καρδίας να ήθελε ημπορώ να τρέξω διά να δώσω βοήθειαν εις ανθρώπους, οπού δι’ άλλο (…) δεν επολεμούσαν, παρά διά θρησκείαν και διά πατρίδα, και διά εκείνην την ποθητήν ελευθερίαν, η οποία, καλώς μεταχειριζομένη, συνηθά να προξενή την αθανασίαν, την δόξαν, την ευτυχίαν των λαών. Επεθύμησα, είπα, από καρδίας, αλλά εκύτταξα τους τοίχους του σπητιού οπού με εκρατούσαν κλεισμένην, εκύτταξα τα μακρά φορέματα της γυναικείας σκλαβίας και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα, και περιπλέον γυναίκα Ζακυνθία, και αναστέναξα (…).[10]
Στην προσωπικότητα και το έργο μιας πολυμερούς δημιουργού θα μας μυήσει η ενότητα που έπεται: πρόκειται για την Ελληνοϊταλίδα λόγια Αγγελική Πάλλη-Μπαρτολομέι (Βαρθολομαίη) (1798-1875).[11] Δύο ωδές της (η «Ωδή περί των συμβάντων εις τα Ψαρρά» και «Τη Μισσολόγγη») και ένα εκτενές απόσπασμα ενός από τα τέσσερα μυθιστορήματά της, του Αλέξιου ή Αι τελευταίαι ημέραι των Ψαρρών, είναι τα κείμενά της που περιλαμβάνονται στο ανθολόγιο του τόμου.
Η ανάλυση ξεκινά επισημαίνοντας τα ειδικά χαρακτηριστικά της ωδής ως είδους (εγκωμιαστικός και υμνητικός χαρακτήρας), καθώς και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα μορφής (στιχουργία, αφηγηματική οργάνωση, ρηματικός χρόνος) και περιεχομένου (εξύμνηση της καταστροφής των Ψαρών) της πρώτης ωδής, που είναι, όπως υπογραμμίζεται, έργο του 1824. Επικεντρωνόμενη, εν συνεχεία, στη δεύτερη αντίστοιχη, η ανάλυση θα σταθεί, και πάλι, τόσο σε χαρακτηριστικά στοιχεία μορφής (στιχουργία, δομή, σχήματα λόγου), όσο και σε κεντρικά σημεία περιεχομένου, όπως είναι η αποστροφή του ποιητικού υποκειμένου στο Μεσολόγγι, η απεύθυνσή του στον Θεό και τους αρχαίους προγόνους ή η αναφορά του στην εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, για να ολοκληρωθεί ως εξής: «Οι τελευταίες στροφές της ωδής ζητούν την αιώνια ανάμνηση των νεκρών του Μεσολογγίου, αλλά και τη μίμηση της γενναιότητάς τους από τους υπόλοιπους Έλληνες»[12].
Ακολουθεί η ερμηνευτική ανάγνωση του αποσπάσματος από το πρωτογραμμένο, όπως υπογραμμίζεται, στα ιταλικά το 1827 πεζογράφημα Αλέξιος ή Αι τελευταίαι ημέραι των Ψαρρών, το οποίο εστιάζει, όπως ο τίτλος του ενδεικνύει, στην καταστροφή των Ψαρών το 1824.[13] Επικεντρωμένη κατά βάση σε δεδομένα θεματικής, η ερμηνεία θα αναδείξει τα σημεία αιχμής του έργου, με την έμφαση να δίνεται στη συνύφανση, στα όριά του, του ερωτικού με το ιστορικοπατριωτικό στοιχείο. Παράλληλα, σκιαγραφούνται με ενάργεια τα κεντρικά του πρόσωπα, ο Αλέξιος και οι δύο κύριοι γυναικείοι χαρακτήρες, η μνηστή του Αλέξιου, Ευανθία, και η Οθωμανή αιχμάλωτη Αμίνα, και εξάγονται ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την ηθική τους υπόσταση, καθώς και για ζητήματα όπως η γυναικεία γενναιότητα, η γυναικεία ευαλωτότητα ή η αλληλεγγύη του φύλου.
Η μελέτη θα συνεχιστεί με την ανθολόγηση και την κριτική ανάλυση τεσσάρων έργων της Κρητικιάς δημιουργού Αντωνούσας Καμπουράκη (1780-1895), «της πρώτη[ς] Ελληνίδα[ς] ποιήτρια[ς] που εκδίδει επώνυμα το έργο της το 1840»[14]. Τα κείμενά της που παρουσιάζονται σε αυτό το πλαίσιο είναι τα εξής: η ποιητική σύνθεση Ποιήματα τραγικά εμπεριέχοντα διαφόρους πολέμους της Κρήτης επί της Ελληνικής Επαναστάσεως, έργο του 1840, και οι όμορης θεματικής τραγωδίες Γεώργιος Παπαδάκης, Λάμπρω και η H Έξοδος του Μεσολογγίου, πονήματα του 1847, του 1861 και του 1875, αντίστοιχα.[15]
«Έμμετρη ιστορική μαρτυρία» στην οποίαν παρουσιάζονται περιστατικά της κρητικής Επανάστασης του διαστήματος 1821-1828 με στόχο, όπως επανειλημμένα επισημαίνεται, αυτά να γνωστοποιηθούν στο ευρύτερο κοινό, θα χαρακτηριστούν τα Ποιήματα τραγικά από τις συντάκτριες της «Εισαγωγής».[16] Ενίστορη, η μελέτη του έργου θα βασιστεί στη συμπυκνωμένη παρουσίαση πτυχών της ιστορίας της κρητικής Επανάστασης οι οποίες αποτυπώνονται σε αυτό, υπογραμμίζοντας, επιπρόσθετα, τη σημασία του ως αυθεντικού ιστορικού τεκμηρίου. Την προσεχτική, εξάλλου, ανάλυση της δομής του θα ακολουθήσει, εν συνεχεία, η εξέταση των παραγόντων που οδήγησαν τη δημιουργό στην πρόκληση της γραφής σε ώριμη σχετικά ηλικία: ως τέτοιοι προσδιορίζονται η βαθιά της φιλοπατρία και σύνδεση με τον γενέθλιο τόπο, ο παρηγορητικός των δεινών του βίου της χαρακτήρας της συγγραφής και, τέλος, η συνείδηση του φύλου, συνείδηση η οποία και «την οδηγεί –όπως διαβάζουμε στο έργο της τούτο– στη ρητή καταδίκη του καταπιεστικού πατριαρχικού συστήματος και στην έκφραση προσδοκίας ενός καλύτερου μέλλοντος για τις γυναίκες μέσω της γενίκευσης της παιδείας»[17]. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, σε αυτό το πλαίσιο, η επισήμανση της οξείας πολιτικής συνείδησης της συγγραφέως, η οποία προκύπτει από το γεγονός ότι αποσκοπεί μέσω του κειμένου της «στην προτροπή όλων όσων έχουν οποιαδήποτε επιρροή ή εξουσία να ενεργήσουν για την απελευθέρωση της Κρήτης»[18].
Ερχόμενοι, τώρα, στην τραγωδία Η Έξοδος του Μεσολογγίου, έργο, όπως είπαμε, του 1875, που αποτελεί, καθώς επισημαίνεται, το λιγότερο ασθενές από τα τρία θεατρικά συνθέματα της Καμπουράκη, θα παρατηρήσουμε ότι είναι εμπνευσμένο, όπως και ο τίτλος του ενδεικνύει, από την αφιστάμενη κατά μισόν περίπου αιώνα πολιορκία και Έξοδo του Μεσολογγίου. Τον σχολιασμό χαρακτηριστικών μορφής, όπως η δομή και η στιχουργία του έργου ακολουθεί η μελέτη όψεων του περιεχομένου του, όπως η σύνδεση τμήματος των σε αυτό εξιστορούμενων συμβάντων με αντίστοιχα της πρόσφατης τότε ιστορίας της Κρήτης (ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου / ολοκαύτωμα του Αρκαδίου), η παρουσία σε αυτό των αγωνιστών – ιστορικών προσώπων, αλλά και αυτή των γυναικών: «τον γυναικείο λόγο και το βίωμα της πολιορκίας αποτυπώνουν δύο γυναίκες: η Θεώνη και η Τασούλα Σκαρλάτου»[19], μαθαίνουμε από χαρακτηριστικό σημείο της ανάπτυξης· πρόκειται για δύο γυναίκες στο πρόσωπο των οποίων συνδυάζεται, όπως με ακρίβεια επισημαίνεται, η μορφή της αγωνίστριας με αυτήν της μητέρας. Η ενότητα ολοκληρώνεται με τη σύγκριση του έργου με τον Νικήρατο της Ευανθίας Καΐρη, καθώς και με την κριτική αποτίμηση της αισθητικής του ποιότητας.
Θεατρικό έργο είναι και το κείμενο που ανθολογείται και παρουσιάζεται στη συνέχεια της ανάπτυξης: πρόκειται για το μονόπρακτο της Μελπομένης Καπετανάκη Διηγήματα τινά δεινά και ανδραγαθήματα, ως τραγωδία της Κρήτης, Χίου και Σάμου, σύνθεμα, όπως επισημαίνεται του 1848.[20] Η προσέγγιση του κειμένου ανοίγει με την κριτική παρουσίαση της εκτενούς, διανθισμένης με αρχαιοελληνικά παραθέματα, αφιέρωσής του στη βασίλισσα Αμαλία και συνεχίζεται με την επισήμανση της αρχαιομάθειας της συγγραφέως, η οποία θεωρείται τόσο ως πτυχή της παιδείας της όσο και ως παράμετρος της σύνδεσής της με το αρχαιοκεντρικό πνεύμα της εποχής. Περνώντας, εν συνεχεία, στην εξέταση του προλογικού σημειώματος του έργου, το οποίο αποτελεί, όπως ορθά σημειώνεται, έκκληση στην Αμαλία, η θεώρηση θα εστιάσει στο γεγονός ότι η δημιουργός ζητά σε αυτό –διαβάζουμε σε ένα κομβικό σημείο της ανάλυσης– την αρωγή της βασίλισσας «να “ιχνηλατήσει τα ποιήματά της”, φράση που αποκαλύπτει –μαθαίνουμε από τη συνέχεια της ανάπτυξης– αφενός την ποιητική αυτοσυνειδησία της, αφετέρου την πιθανή ύπαρξη και άλλων έργων τα οποία σκόπευε να εκδώσει. Τη συνείδηση της ποιητικής της ιδιότητας συνδυάζει με την πρόοδό της στην παιδεία, προκειμένου να μην παραμείνει στα “οπισθοδρομικά βήματα της αμαθείας και της αμυδρότητας”»[21].
Τις εύγλωττες τούτες γραμμές, που υπογραμμίζουν, όπως επισημαίνεται, την πίστη της συγγραφέως στη σημασία της παιδείας, συμπληρώνουν τα όσα διαβάζουμε στην ανάλυση του κορμού του θεατρικού μονόπρακτου: σε αυτό εμφανίζονται, μαθαίνουμε, προσωποποιημένα τα υπόδουλα ακόμη τότε νησιά της Κρήτης, της Χίου και της Σάμου, με την Κρήτη να διακρίνεται εκθέτοντας τα πάνδεινα του τουρκικού ζυγού και επικρίνοντας την εχθρική προς τους υπόδουλους Έλληνες στάση των Ευρωπαίων, ενώ απευθύνεται σε έναν ευγενή Αμερικανό φιλέλληνα. Πέραν της νύξης στην παράδοση του αμερικανικού φιλελληνισμού, στο έργο αποτυπώνεται, καθώς εύστοχα σημειώνεται, ο απόηχος της Μεγάλης Ιδέας.
Αν η Μελπομένη Καπετανάκη άρθρωσε μέσω του κειμένου της τούτου έναν ιδεολογικά φορτισμένο πολιτικό και εθνικοπατριωτικό λόγο, η δημιουργός που έπεται στην ανάλυση και την ανθολόγηση θα ακολουθήσει μια πιο χαμηλότονη ποιητική οδό. Πρόκειται για την τυφλή ποιήτρια Ελένη Γουσίου (1840-;).[22] Όλα άρχισαν στην Αλεξάνδρεια τον Μάρτιο του 1858 –μαθαίνουμε μελετώντας την οικεία ενότητα– όταν η δημιουργός απήγγειλε το ποίημά της με τίτλο «25η Μαρτίου» στο επετειακό δείπνο της εκεί ελληνικής παροικίας με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα οκτώ ετών από την έναρξη της ελληνικής Επανάστασης. «Στο απλοϊκό αυτό ποίημα –διαβάζουμε ενδεικτικά– που δείχνει τη σχετική στιχουργική ικανότητα της νεαρής, τονίζεται η επέτειος των τριάντα οκτώ ετών από το 1821, η έναρξη της Επανάστασης με την ύψωση της επαναστατικής σημαίας από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και ο όρκος των επαναστατών για τον Αγώνα»[23]. Μελετώντας περαιτέρω τις γραμμές που αφιερώνονται στην ιδιαίτερη αυτή συγγραφέα πληροφορούμαστε, επίσης, ότι το εν λόγω ποίημα εντάχθηκε στη μοναδική ποιητική της συλλογή με τίτλο Η μικρά ανθοδέσμη ή Ποιήματα αυτοσχέδια, έργο του 1861, το οποίο εκδόθηκε με στόχο την εξασφάλιση οικονομικής βοήθειας προκειμένου αυτή να μεταβεί στο εξωτερικό για τη θεραπεία της.[24]
Περνώντας από την ποίηση στην πεζογραφία, θα σταθούμε στην επόμενη συγγραφέα του ανθολογίου μας, την Αιμυλία Βελ(λ)ιανίτου (1863;-; ) και το σύνθεμά της Φιλοπατρία και μητρική αγάπη, έργο, διαβάζουμε, του 1880.[25] Διδασκόμαστε για την υπόθεσή του: «Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται μεταξύ Ηπείρου και Οδησσού (…) από το 1803 μέχρι το 1821. Παρακολουθούμε τις περιπέτειες της γυναίκας και του γιου μιας οικογένειας εύπορων Ελλήνων, κατοίκων των Ιωαννίνων, μετά την άδικη σύλληψη, φυλάκιση και εκτέλεση του πατέρα Αχιλλέα από τον Αλή-πασά. Η σύζυγος Αικατερίνη και το βρέφος τους μαζί με την πιστή τους θεραπαινίδα Μαρίνα βιώνουν απειράριθμες κακουχίες (…) μέχρι την τελική τους φυγή στην Οδησσό (…). Με το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης ο νεαρός πια γιος του ζευγαριού, ο Κωνσταντίνος, αναθρεμμένος με τον έρωτα της πατρικής γης (…), θα πολεμήσει για την απελευθέρωση της πατρίδας του, για την οποία και θα πέσει ηρωικά μαχόμενος στην Ήπειρο. Ο θάνατός του θα οδηγήσει τη μητέρα του σε μοναστήρι». [26]
Πρόκειται, όπως με ακρίβεια επισημαίνεται κατά την ανάλυση του έργου, για ένα πρωτόλειο ιστορικό μυθιστόρημα, που αποτελεί μάλιστα το πρώτο γυναικείο του είδους, το οποίο εμφορείται από την τεχνοτροπία του ρομαντισμού και χαρακτηρίζεται από αφηγηματική απλότητα, έντονο πατριωτισμό, θρησκευτικό συναίσθημα και προγονολατρία.[27]
Επανερχόμενοι στην ποίηση, θα επικεντρωθούμε στην επόμενη δημιουργό της μελέτης, τη Μαριέττα Μπέτσου (;-1889).[28] Η εξέταση ανοίγει με τη γραμματολογική τοποθέτηση της ποιήτριας, στα όρια της οποίας παρατηρείται ότι διαμορφώθηκε κατά τη δεκαπενταετία 1870-1885 και ότι έχει επηρεαστεί τόσο από τον φθίνοντα αθηναϊκό ρομαντισμό όσο και από την ποίηση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Εστιάζοντας, εν συνεχεία, στην ποιητική της συλλογή Δάφναι και Μύρτα, έργο του 1888, η εξέταση επισημαίνει ότι σε αυτήν περιλαμβάνεται μια συγκεκριμένη κατηγορία ποιημάτων της, τα μακροσκελή δημοτικοφανή αφηγηματικά, στα οποία ενσωματώνονται γυναικείες μορφές με ειδικά χαρακτηριστικά: πρόκειται για «ηρωικές γυναίκες που πολεμούν μόνες ή συμπαραστέκονται στους άντρες πολεμιστές»[29].
Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν τα δύο ανθολογούμενα ποιήματα του τόμου, το «Χάϊδω η Γιαννιώτισσα» και ο «Χορός του Ζαλόγγου». Στο πρώτο, βοηθούμενοι από την οικεία ενότητα της «Εισαγωγής», μυούμαστε στη συγκλονιστική ιστορία της νεαρής Χάιδως από τα Ιωάννινα, η οποία, προκειμένου να βρει τον αγαπημένο της Λάμπρο, ντύνεται άντρας και μάχεται γενναία εναντίον των Τούρκων, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακιστεί. Στο δεύτερο ποίημα παρακολουθούμε, όπως με ακρίβεια επισημαίνεται στο οικείο τμήμα της «Εισαγωγής», την επίθεση του Σουλίου από τα τουρκικά στρατεύματα το 1803, κατά την οποίαν αναδεικνύεται τόσο η ξεχωριστή ανδρεία των πολεμιστών, όσο και η γενναιότητα και εθελοθυσία των Σουλιωτισσών, που προτιμούν να πεθάνουν από το να παραδοθούν στον εχθρό.[30] Η ανάλυση ολοκληρώνεται με την εξής εύστοχη διαπίστωση: «[Η] Μπέτσου, με το συγκεκριμένο ποίημα, αλλά και με τα υπόλοιπα στα οποία εξαίρει την τόλμη και την αφοβία των γυναικών, υπενθυμίζει τη σημαντική συμβολή τους στον Αγώνα και προβάλλει μια διαφορετική πλευρά τους: την έξοδο από τον οικιακό χώρο στον πόλεμο, ένα κατεξοχήν αντρικό πεδίο ανοιχτό στις γυναίκες στο όνομα της αγάπης στην πατρίδα και του έρωτα»[31].
Μένοντας στο είδος της ποίησης, θα εστιάσουμε στην αμέσως επόμενη δημιουργό του τόμου, την Αγανίκη Μαζαράκη (1838-1892).[32] Η ενότητα που αφιερώνεται στο έργο της ανοίγει με την παρουσίαση στοιχείων της δομής και του περιεχομένου της μοναδικής ποιητικής της συλλογής με τίτλο Ποιήσεις, έκδοση, όπως σημειώνεται, του 1893, για να μας μυήσει, εν συνεχεία, σε πτυχές της ζωής και της προσωπικότητάς της: «Η Αγανίκη Μαζαράκη –διαβάζουμε έτσι– της γνωστής οικογένειας αγωνιστών της Επανάστασης Αινιάν και σύζυγος στρατιωτικού γιατρού, έγραφε στο περιθώριο των οικιακών της καθηκόντων κρατώντας αυτή τη δραστηριότητα κρυφή από την οικογένειά της. Έτσι η έκδοση έγινε από τον γιο της μετά τον θάνατό της»[33]. Και παρακάτω: «Η εικόνα που προτείνεται [από ποιήματά της] συνάδει με τις στερεοτυπικές γυναικείες ιδιότητες, σύμφωνες με τον κύριο γυναικείο ρόλο, που και η Μαζαράκη υπηρέτησε πιστά, αυτόν της συζύγου και μητέρας»[34].
Η ανάλυση που ακολουθεί εστιάζει στις ποικίλες θεματικές κατηγορίες της ποίησής της: ποιήματα που αποδίδουν πτυχές της γυναικείας εμπειρίας, άλλα που εστιάζουν στο αστικό αθηναϊκό τοπίο, καθώς και ποιήματα πατριωτικά, ενδεικτικά, όπως σημειώνεται, τόσο της φιλοπατρίας της όσο και της ενημέρωσής της πάνω σε εθνικά θέματα. Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκουν και τα δύο ποιήματα που ανθολογούνται και αναλύονται στη συνέχεια, το «Προ της οικίας του Ρήγα» και το «Εις το χάνι της Γραβιάς». Το πρώτο εμφορείται, όπως ορθά παρατηρείται, από την τεχνοτροπία του ρομαντισμού και συνιστά –υπογραμμίζεται– απόδοση φόρου τιμής στον Ρήγα Φεραίο ως εμβληματική μορφή του Διαφωτισμού και της προεπαναστατικής περιόδου, ενώ το δεύτερο υμνεί ένα συγκεκριμένο περιστατικό της ελληνικής Επανάστασης, την επικράτηση του Οδυσσέα Ανδρούτσου στη μάχη στο χάνι της Γραβιάς, η οποία συγκρίνεται, καθώς επισημαίνεται, με τις μάχες των Θερμοπυλών και των Πλαταιών. «Η σκόπιμη (…) σύγκριση με τις δύο μάχες της αρχαιότητας συνδέει τις στιγμές δόξας της νεότερης ελληνικής ιστορίας με εκείνες της αρχαιότητας, επισφραγίζοντας τη συνέχεια του ελληνισμού, όπως απαιτούσε το κυρίαρχο ιδεολογικό κλίμα της εποχής»[35], θα διαβάσουμε στην κατακλείδα της ανάγνωσης.
Μένοντας στη δεκαετία του 1890, θα σταθούμε στην προτελευταία συγγραφέα της μελέτης, την Ελένη Γεωργίου, η οποία είναι, όπως μαθαίνουμε, συνθέτις της ποιητικής συλλογής Ποιήσεις, έργου που δημοσιεύτηκε στο Βουκουρέστι το 1897.[36] Η παρουσίασή της αρχίζει με τον προσδιορισμό των τεχνοτροπικών και των γλωσσικών της επιλογών (ρομαντισμός, απλή καθαρεύουσα και ομιλουμένη δημοτική) και συνεχίζεται με τη διερεύνηση των ειδικών λόγων για τους οποίους αυτή παρουσιάζει ενδιαφέρον: «Η συλλογή παρουσιάζει –διαβάζουμε– ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξαιτίας των τοπικών και χρονικών συμφραζομένων εντός των οποίων εκδίδεται. Ο τόπος είναι το Βουκουρέστι, στο πλαίσιο μιας ακμάζουσας οικονομικά και πνευματικά ελληνικής κοινότητας: σχολεία, σύλλογοι, εκδηλώσεις, ελληνόγλωσσος τύπος (…). Αξίζει επίσης να εστιάσουμε στη χρονική στιγμή κατά την οποία εκδίδεται (…). Το κρητικό ζήτημα απασχολούσε την Ελλάδα και ουσιαστικά υπήρξε η αφορμή του πολέμου του 1897 (…), που κόστισε στην οικονομία και στο γόητρο της χώρας (…). Η Γεωργίου λοιπόν, μέλος του παροικιακού ελληνισμού, εμφανίζεται το 1897 (…) ενήμερη για τα πολιτικά συμβάντα και φαίνεται ότι παρακολουθεί τις εξελίξεις των εθνικών θεμάτων»[37].
Τρία είναι, παρατηρείται, τα πατριωτικά ποιήματα της συλλογής, το ένα εκ των οποίων αναφέρεται στην Επανάσταση: πρόκειται για το ποίημα που τιτλοφορείται «Το φυλακτό του παππού», το οποίο περιλαμβάνεται στο ανθολόγιο και σχολιάζεται με διαφωτιστικό τρόπο στις γραμμές που ακολουθούν: «Ο παππούς αφηγείται περήφανα τη δική του ηρωική συμμετοχή στην Επανάσταση και τη σωτηρία του στο πεδίο της μάχης χάρη στον σταυρό-φυλαχτό του. Συνδέοντας έτσι το ιδεώδες της πατρίδας με τη θρησκεία, έμμεσα προτρέπει τους νέους να ακολουθήσουν το παράδειγμα»[38]. Την αναφορά στο περιεχόμενο του συνθέματος θα ακολουθήσει στην κατακλείδα της ενότητας ο συσχετισμός του τόσο με το αλυτρωτικό πνεύμα της εποχής όσο και με τη συλλογική εθνική μνήμη όπως αυτή διαμορφώνεται, προσλαμβάνεται και αξιοποιείται από τις πρώτες μετεπαναστατικές γενιές.
Φτάνοντας στο τέλος του 19ου αιώνα και στην αυγή του 20ού, θα εστιάσουμε στην τελευταία δημιουργό του τόμου, την Ευγενία Ζωγράφου (1878-1963) και το έργο της Η Γκούραινα, πολυσέλιδο και πολυπρόσωπο ιστορικό μυθιστόρημα των ετών 1899-1904.[39] Η εξέτασή του αρχίζει με τον σχολιασμό του παραπλανητικού, όπως χαρακτηρίζεται, υποτίτλου του («Πρωτότυπον αθηναϊκόν μυθιστόρημα της ιστορικής εποχής του 1817-1826») και συνεχίζεται με τη συγκροτημένη παρουσίαση πτυχών της δομής και του πολυσύνθετου περιεχομένου του, το οποίο περιλαμβάνει, όπως μαθαίνουμε, τρεις ιστορίες αγάπης που εκτυλίσσονται με τη μορφή ισάριθμων πλοκών σε ένα πυκνό ιστορικό φόντο.
Ξεχωρίζει η μορφή της Ασήμως Λοιδωρίκη, της Γκούραινας, όπως ονομάστηκε μετά τον γάμο της με τον οπλαρχηγό Ιωάννη Γκούρα, για την οποίαν και μαθαίνουμε: «Σημαντικές είναι οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου, όπου η Ασήμω Λοιδωρίκη, μετά τη δολοφονία του συζύγου της, ως Γκούραινα πλέον, κρατά την αντίσταση στο Κάστρο, δηλαδή στην Ακρόπολη, μέχρι να βρεθούν άλλοι μαχητές να την αναλάβουν. Η Ζωγράφου περιγράφει τη σκηνή της μεταμόρφωσης της Ασήμως σε Γκούραινα όταν με τη δολοφονία του συζύγου της οι Έλληνες υπερασπιστές του Κάστρου βρίσκονται χωρίς αρχηγό και εκείνη αναλαμβάνει αυτόν τον ρόλο, ζητώντας από τους οπλαρχηγούς να ορκιστούν πίστη στο όνομά της για να σωθεί το Κάστρο»[40].
Μέσω της Γκούραινας αναδεικνύεται ο γυναικείος ηρωισμός, ορθά επισημαίνεται στην κατακλείδα της ανάλυσης. Ορισμένοι άλλοι ενδιαφέροντες πόλοι της τελευταίας θα είναι: (α) η επισήμανση των ρομαντικής υφής εξάρσεων που χαρακτηρίζουν το έργο, (β) αυτή της ηθογραφικής του χροιάς, (γ) εκείνη, τέλος, ορισμένων ελαττωμάτων του, όπως η υπερπληθώρα αντλημένων από ειδικές πηγές ιστορικών στοιχείων ή η αδυναμία σύνθεσης των τριών διακριτών του πλοκών σε ένα ενιαίο σύνολο.[41]
*
Καρπός εργώδους ερευνητικής προσπάθειας, πρώτος σταθμός της οποίας στάθηκε η εκτενής μονογραφία Ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή: Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του ελληνικού Διαφωτισμού – Ρομαντισμού[42], ο τόμος που μελετήσαμε προσφέρει μια σφαιρική εικόνα της γυναικείας γραμματειακής παραγωγής του διαστήματος 1824-1904, μυώντας μας σε ένα πολυειδολογικό, καθώς είδαμε, σώμα κειμένων. Ενίστορη και ευπρόσωπη, η προσέγγιση των υπό εξέταση έργων πλαισιώνεται τόσο από τη συστηματική τους ένταξη στο ιστορικό τους πλαίσιο όσο και από την εμπεριστατωμένη θεώρηση του πορτρέτου των δώδεκα υπό μελέτη δημιουργών, προδρομικών στο σύνολό τους μορφών του ελληνικού φεμινισμού. Πρόκειται για ένα έργο απομνημείωσης το οποίο συμπληρώνει με ουσιαστικό τρόπο τη γραμματολογική μας ενημέρωση, συμβάλλοντας, παράλληλα, στην τροφοδότηση της ιστορικής έρευνας του προπερασμένου αιώνα· πρόκειται όμως ταυτόχρονα και για έναν «φόρο τιμής σε όλες τις ανώνυμες γυναίκες που θυσιάστηκαν για την ελευθερία και που έδωσαν μάχες για τα γυναικεία δικαιώματα»[43].
[1] Για τη βιοεργογραφία της συγγραφέως, βλ. Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Μαντώ Μαυρογένους», στο Σοφία Ντενίση (επιμ.), Με την πένα σπαθί. Κείμενα Ελληνίδων του 19ου αιώνα για τον Αγώνα του 1821, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2024, σ. 115-118 (σ. 115 για τη χρονολογία γέννησης και θανάτου της), ενώ για τη χρονολογία της συγγραφής των δύο επιστολών, βλ. των ιδίων, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 15, 18.
[2] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 22.
[3] Για το πορτρέτο της συγγραφέως, βλ. Σοφία Ντενίση, Ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή: Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του ελληνικού Διαφωτισμού – Ρομαντισμού, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2014, σ. 129-143 και 153-154, Ειρήνη Ριζάκη, Οι «γράφουσες» Ελληνίδες. Σημειώσεις για τη γυναικεία λογιοσύνη του 19ου αιώνα, εκδ. Κατάρτι Αθήνα 2007, σ. 130-138, καθώς και Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Ευανθία Καΐρη», στο Σοφία Ντενίση (επιμ.), ό. π., σ. 131-136 (σ. 131 για τη χρονολογία γέννησης και θανάτου της, σ. 22 και 26 για τη χρονολόγηση των δύο επιστολών).
[4] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 38.
[5] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 36. Βλ. και Χριστίνα Κουλούρη, «Εικόνες του Εικοσιένα», στο Φουστανέλες και χλαμύδες. Ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα 1821-1930 , εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2020, σ. 60.
[6] Για το πορτρέτο της δημιουργού, βλ., inter alias, Γιώργος Κεχαγιόγλου, «Ελισάβετ Μουτσά(ν)-Μαρτινέγκου», στο Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Β΄/1: 15ος αι. – 1830, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1999, σ. 228-240, Σοφία Ντενίση, Ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή: Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του ελληνικού Διαφωτισμού – Ρομαντισμού, ό. π., σ. 24-25, 37-41, 143-150, Ειρήνη Ριζάκη, «Η “μελαγχολική μούσα” της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου», στο Οι «γράφουσες» Ελληνίδες. Σημειώσεις για τη γυναικεία λογιοσύνη του 19ου αιώνα, ό.π., σ. 166-171 και Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου», στο Σοφία Ντενίση (επιμ.), ό. π., σ. 199-202 (σ. 199 για τη χρονολογία γέννησης και θανάτου της).
[7] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 44.
[8] Βλ. και Βαγγέλης Αθανασόπουλος, «Το “αμαθήτευτον μάθημα” μιας ζωής (Η συντομευμένη ζωή και η περικομμένη Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου)», στο Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία, Φιλολογική επιμέλεια του ιδίου, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 1997, σ. 9, 29.
[9] Για τον χωρισμό σε ενότητες, βλ. Σοφία Ντενίση, Ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή: Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του ελληνικού Διαφωτισμού – Ρομαντισμού, ό. π., σ. 147-149.
[10] Σοφία Ντενίση (επιμ.), ό. π., σ. 203.
[11] Για τη βιοεργογραφία της, βλ. Σοφία Ντενίση, Ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή: Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του ελληνικού Διαφωτισμού – Ρομαντισμού, ό. π., σ. 45 (σημ. 30), 151-152, 203-204 κ. ά., καθώς και Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Αγγελική Πάλλη-Μπαρτολομέι (Βαρθολομαίη)», στο Σοφία Ντενίση (επιμ.), ό. π., σ. 205-210 (σ. 205 για τη χρονολογία γέννησης και θανάτου της).
[12] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 51.
[13] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 51.
[14] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 56. Για τη βιοεργογραφία της, βλ. Σοφία Ντενίση, Ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή: Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του ελληνικού Διαφωτισμού – Ρομαντισμού, ό. π., σ. 157-164, 208-209, 213-217, 368-370 κ. ά., καθώς και Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Αντωνούσα Καμπουράκη», στο Σοφία Ντενίση (επιμ.), ό. π., σ. 243-247 (σ. 243 για τη χρονολογία γέννησης και θανάτου της).
[15] Για τις χρονολογίες δημοσίευσης των τεσσάρων έργων, βλ. Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Αντωνούσα Καμπουράκη», στο Σοφία Ντενίση (επιμ.), ό. π., σ. 247.
[16] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 58-59, 64-65.
[17] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 62-63.
[18] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 65.
[19] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 78.
[20] Για τη βιοεργογραφία της συγγραφέως, βλ. Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Μελπομένη Χ. Καπετανάκη», στο Σοφία Ντενίση (επιμ.), ό. π., σ. 315-318.
[21] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 83.
[22] Για το πορτρέτο της, βλ. Σοφία Ντενίση, Ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή: Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του ελληνικού Διαφωτισμού – Ρομαντισμού, ό. π., σ. 206-208 και Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Ελένη Γουσίου», στο Σοφία Ντενίση (επιμ.), ό. π., σ. 327-331 (σ. 327 για τη χρονολογία της γέννησής της).
[23] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 88.
[24] Βλ. και Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Ελένη Γουσίου», ό. π., σ. 330.
[25] Για το πορτρέτο της, βλ. Σοφία Ντενίση, Ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή: Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του ελληνικού Διαφωτισμού – Ρομαντισμού, ό. π., σ. 387-388 και Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Αιμυλία Θ. Βελ(λ)ιανίτου», στο Σοφία Ντενίση (επιμ.), ό. π., σ. 335-338 (σ. 335 για τη χρονολογία της γέννησής της).
[26] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Αιμυλία Θ. Βελ(λ)ιανίτου», ό. π., σ. 339.
[27] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 89.
[28] Για στοιχεία της βιοεργογραφίας της, βλ. Σοφία Ντενίση, Ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή: Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του ελληνικού Διαφωτισμού – Ρομαντισμού, ό. π., σ. 313-314, 329, 342-343 και Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Μαριέττα Μπέτσου», στο Σοφία Ντενίση (επιμ.), ό. π., σ. 345-349 (σ. 345 για τη χρονολογία του θανάτου της).
[29] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 92.
[30] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 94-95.
[31] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 95.
[32] Για το πορτρέτο της, βλ. Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Αγανίκη Μαζαράκη», στο Σοφία Ντενίση (επιμ.), ό. π., σ. 357-361 (σ. 357 για τη χρονολογία γέννησης και θανάτου της) και Ειρήνη Ριζάκη, «Αγανίκη Μαζαράκη: “εν τη αφανεία και τη μονώσει”», στο Οι «γράφουσες» Ελληνίδες. Σημειώσεις για τη γυναικεία λογιοσύνη του 19ου αιώνα, ό. π., σ. 172-178.
[33] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 96.
[34] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 97.
[35] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 100.
[36] Για στοιχεία της βιοεργογραφίας της, βλ. Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Ελένη Γεωργίου», στο Σοφία Ντενίση (επιμ.), ό. π., σ. 365-367.
[37] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 101-102.
[38] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 102-103.
[39] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 104. Για τη βιοεργογραφία της συγγραφέως, βλ. Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Ευγενία Ζωγράφου», στο Σοφία Ντενίση (επιμ.), ό. π., σ. 371-376 (σ. 371 για τη χρονολογία γέννησης και θανάτου της).
[40] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 108.
[41] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 108-109.
[42] Ό. π.
[43] Σοφία Ντενίση & Βαρβάρα Ρούσσου, «Εισαγωγή», ό. π., σ. 111.
(*) H Χ. Μ. Νιφτανίδου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης & Κοινωνικής Εργασίας του Πανεπιστημίου Πατρών