της Όλγας Σελλά
«Το έργο αυτό δεν το βλέπω σαν τραγωδία – όπως δεν βλέπω και γιατί ένα τραγικό έργο δεν θα ’πρεπε να προξενεί ευχαρίστηση», έγραφε ο Σάμιουελ Μπέκετ στον Αλέξη Μινωτή, στις 27 Ιανουαρίου 1977, όταν είχε ανεβεί στο Εθνικό Θέατρο «Το τέλος του παιχνιδιού» («Endgame») του νομπελίστα Ιρλανδού συγγραφέα. Ήταν 20 χρόνια μετά την παγκόσμια πρεμιέρα του σαγηνευτικού αυτού έργου (3/4/1957 στο Λονδίνο), στο οποίο οι διάλογοι, οι σιωπές, το χιούμορ του, η «γεμάτη απελπισία αξιοπρέπεια» που εκπέμπει, αναδύονται, το ίδιο δυνατές, σαρκαστικές, αιχμηρές, κάθε φορά που ανεβαίνει στη σκηνή. Και δεν έχει σταματήσει ποτέ από τότε ν’ ανεβαίνει.
Τη φετινή σεζόν, ο Χαμ (Μάκης Παπαδημητρίου), ο υπηρέτης του ο Κλοβ (Γιώργος Χρυσοστόμου) και οι γονείς του Χαμ, ο Ναγκ (Δημήτρης Ντάσκας) και η Νελ (Φραγκίσκη Μουστάκη), είναι οι σακατεμένοι και απελπισμένοι ένοικοι ενός καταφυγίου, χωρίς άλλη επαφή και επικοινωνία. Και παίζουν το παιχνίδι της ζωής, της υπομονής, της ψευδαίσθησης, «το εφιαλτικό όραμα της αιχμαλωσίας του ανθρώπου ανάμεσα στη γέννηση και στο θάνατο».
Στο γκρίζο καταφύγιο, με τους φεγγίτες –την όψη του έξω κόσμου δηλαδή- να βρίσκονται σχεδόν στο ταβάνι, κινείται ένας άνθρωπος, ο Κλοβ, κι ένας άλλος με αλλόκοτα γυαλιά και με μάτια που δακρύζουν αίμα, ο Χαμ, που δεν κινείται, μόνο απαιτεί, δίνει οδηγίες και παραγγέλματα, κάνει ερωτήσεις. Υπάρχουν κι άλλοι δύο άνθρωποι, ή καλύτερα απομεινάρια ανθρώπων, μέσα σε δύο βαρέλια, στην άκρη του χώρου. Είναι ο Ναγκ και η Νελ, οι γονείς του Χαμ, που δεν έχουν πια πόδια –η έννοια της φθοράς είναι ανελέητη, και παρότι είναι κοντά δεν μπορούν ν’ αγγιχθούν. Πάντα όμως το προσπαθούν. Και πάντα ελπίζουν ότι θα το πετύχουν. Οι λέξεις και οι διάλογοι σ’ αυτό το έργο (και σ’ αυτό το έργο του Μπέκετ) έχουν ακρίβεια χορογραφίας και μελωδία μουσικής. Είναι μέρος του παιχνιδιού, της ρουτίνας, αλλά και της ελπίδας «και στέκονται πάνω στη σκηνή σαν αντικείμενα» όπως έγραφε ο Πήτερ Μπρουκ στο βιβλίο του «Η σκηνή δίχως όρια». Μερικά δείγματα από το «Τέλος του παιχνιδιού»: «- Τι ώρα είναι; – Η συνηθισμένη.» «Τι σημαίνει χθες; – Σημαίνει την προηγούμενη καταραμένη μέρα, πριν από αυτή την καταραμένη μέρα.» «- Κλαίει. -Άρα ζει». «-Σε τι χρησιμεύω; – Να μου αποκρίνεσαι.» «Έπειτα συνηθίσαμε». «Απόκαμα πια , μ’ αυτές τις ιστορίες σου». «… πέθανε από σκοτάδι».
Εξάρτηση, εξουσία, ανάγκη, ανταλλαγή, συντροφικότητα, σκληρότητα, νοιάξιμο και άγγιγμα, ρουτίνα, ελπίδα, ανεξαρτησία, μοναξιά. Όλα αυτά που εναλλάσσονται και στη διαδρομή και στο παιχνίδι της ζωής.
Και παρότι οι σκηνικές οδηγίες του Μπέκετ για το ανέβασμα όλων των έργων του είναι πάντα σαφείς και αναλυτικότατες, σε κάθε παράσταση αναμένει ο θεατής να δει τι θα είναι αλλιώς. Στην προκειμένη παράσταση, ο Μάκης Παπαδημητρίου, που υπογράφει και τη σκηνοθεσία της παράστασης, στην υπέροχη και διαρκώς σύγχρονη μετάφραση του Κωστή Σκαλιόρα, έδωσε τη δική του «απόχρωση» στη σκηνική αφήγηση του έργου. Και ανέδειξε ιδιαιτέρως τον σουρεαλισμό και τον σαρκασμό, ιδίως στον ρόλο του Χαμ που υποδύεται, διαβάζοντας τον Μπέκετ «σαν μια γνήσια τραγική φύση που το ‘ρίχνει στο χωρατό’» (φέρνοντας τον ρόλο στο δικό του σκηνικό ύφος), και εναπόθεσε την «ποίηση, την ευγένεια, την ομορφιά, τη μαγεία» (όπως πάλι σημειώνει ο Πήτερ Μπρουκ) κυρίως στη στωική, απελπισμένη, αλλά πεισματικά μαχόμενη φιγούρα του Κλοβ, και σ’ εκείνα τα απομεινάρια ανθρώπων στα βαρέλια-σκουπιδοτενεκέδες όπου βρίσκονται λίγο πριν το τέλος τους (από τις πλέον δραματικές συλλήψεις της παγκόσμιας δραματουργίας). Κι αν ίσως ήθελε μια «εξωτερική» βοήθεια για να σκηνοθετήσει τον εαυτό του, στη σκηνοθεσία όλων των υπόλοιπων τα κατάφερε περίφημα. Και είδαμε σ’ αυτή την παράσταση ένα από τους καλύτερους Κλοβ που έχουμε δει στην ελληνική σκηνή, και τον Γιώργο Χρυσοστόμου σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες του μέχρι σήμερα. Και όταν μιλούσε με λέξεις, και όταν «μιλούσε» με εκφράσεις, και όταν σιωπούσε, και όταν έκανε ένα σωρό ήχους (απολαυστική η κορακίστικη συνομιλία του με τον Ναγκ -Δημήτρη Ντάσκα- μέσα στο βαρέλι), και όταν έσερνε το βήμα του ακολουθώντας το ρυθμό αυτού που ήξερε ότι θ’ ακολουθούσε, γνωρίζοντας ότι «κάτι τραβάει το δρόμο του». Μέχρι που κατάφερε να τραβήξει κι εκείνος τον δικό του. Και ν’ αφήσει τον Χαμ μόνο του, μ’ εκείνα τα αλλόκοτα γυαλιά, σ’ έναν εκκωφαντικό θόρυβο σιωπής και μοναξιάς.
Θυμάμαι πάνω από τέσσερις παραστάσεις αυτού του έργου που έχω δει τα τελευταία 20 χρόνια. Η καθεμιά έφερε έναν διαφορετικό Χαμ κι έναν διαφορετικό Κλοβ, αφού διαφορετικές ήταν οι προσωπικότητες που τους ερμήνευσαν. Ή μήπως κι εγώ έβλεπα κάθε φορά διαφορετικά και το σκοτάδι και τη μαγεία αυτού του έργου; Κάπως έτσι είναι, αφού στα έργα του Μπέκετ, σε όλα τα έργα του, βλέπει ο καθένας και τη δική του διαδρομή, τη δική του στιγμή. Είναι και γι’ αυτό υπέροχα τα έργα του. Γιατί μεγαλώνουν μαζί με τους θεατές που τα παρακολουθούν. Γιατί τα κοιτάμε, τα ακούμε, τα βλέπουμε κάθε φορά αλλιώς, ταυτιζόμαστε αλλιώς, όσο αλλιώς είμαστε εμείς οι θεατές κάθε φορά.
Ένα συναρπαστικό, σπαρακτικό έργο, μια παράσταση που το σεβάστηκε και το ανέδειξε, σε όλες τις παραμέτρους μιας παράστασης (σκηνικά, κοστούμια, κίνηση, φώτα, μουσική). Μόνο που πρέπει να προσπαθήσετε πολύ για να βρείτε εισιτήρια, αφού οι περισσότερες θέσεις έχουν ήδη εξαντληθεί μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου οπότε θα παίζεται η παράσταση στην Αθήνα.

Η ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία: Μάκης Παπαδημητρίου, Μετάφραση: Κ. Σκαλιόρας, Κίνηση- Βοηθός Σκηνοθέτη: Σεσίλ Μικρούτσικου, Σκηνικά- Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη, Φωτισμοί: Ιωάννα Αθανασίου – Τάσος Παλαιορούτας, Sound Design: Σταύρος Γασπαράτος, Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης
Παίζουν: Μάκης Παπαδημητρίου, Γιώργος Χρυσοστόμου, Δημήτρης Ντάσκας, Φραγκίσκη Μουστάκη
Θέατρο «Ιλίσια» (Παπαδιαμαντοπούλου 4, Αθήνα)
Κάθε Σάββατο στις 18:00 και Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη στις 21:00.




























