ΑΡΧΙΚΗ ΚΕΙΜΕΝΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 2025 Στο πόδι του Βάσου Γεώργα (διήγημα του Αχιλλέα ΙΙΙ)

Στο πόδι του Βάσου Γεώργα (διήγημα του Αχιλλέα ΙΙΙ)

0
96

του Αχιλλέα ΙΙΙ (*)

 

«Είναι αλήθεια. Το ήξερα από την αρχή πως ήμουν το τρίτο πρόσωπο. Από ανάγκη βρέθηκα κοντά του∙ από δική του ανάγκη, αλλά ‒για να είμαστε ειλικρινείς‒ και από δική μου, καθώς εγώ βρισκόμουν σε μεγαλύτερη στασιμότητα από εκείνον όταν πρωτοσυναντηθήκαμε. Δεν είναι εύκολο να το παραδέχομαι, όμως εκείνος κούτσα κούτσα κάτι κατάφερνε, αφού είχε βρει έναν τρόπο να κινείται στη δύσκολη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Εγώ, πάλι, όχι. Η δική μου ζωή ήταν στάσιμη, απολύτως στάσιμη. Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή αν έλεγα ότι έως τότε απλώς βρισκόμουν πίσω από μια τζαμαρία, και έβλεπα ολόκληρο τον κόσμο να περνά από μπροστά μου χωρίς να συμμετέχω στην κίνησή του.

»Δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι το τρίτο πρόσωπο, ιδίως όταν πρόκειται για κάτι που το γνωρίζεις εξ’ αρχής. Στην περίπτωσή μου δεν υπήρχαν περιθώρια για άγνοια ή αυταπάτες. Αποτέλεσα ένα επιπλέον σώμα, εντελώς ξένο ουσιαστικά, που εισάχθηκε σε μια πρόσφατα ληγμένη μακροχρόνια σχέση. Αποδέχτηκα πρόθυμα την κλήση του στο παιχνίδι για να διευκολύνω εκείνον, και να επαναφέρω, όσο ήταν δυνατόν, ένα μέρος από την απολεσθείσα στη ζωή του ισορροπία, έπειτα από όσα δυσάρεστα είχαν συμβεί πριν από την εμφάνισή μου στο προσκήνιο. Ρωτάω συνέχεια τον εαυτό μου: έφταιγα εγώ σε κάτι; Και ύστερα απαντώ κιόλας: Όχι, δεν έφταιγα. Σε καμία περίπτωση δεν έφταιγα. Αντίκρισα την προοπτική της ένωσής μας με χαρά, ως αυτό που ήταν: μια καλή ευκαιρία για εμένα! Μαζί του μπορούσα να πάω παραπέρα, ενώ λίγο λίγο συνήθισα τις όποιες παραξενιές του – και δεν ήταν καθόλου λίγες αυτές. Συνήθισα τα πάντα, παρότι ώρες ώρες αισθανόμουν άβολα με τον τρόπο που με κοιτούσε∙ με εκείνο το βλέμμα του λαβωμένου ζώου, του έτοιμου να επιτεθεί για να διαφυλάξει ό,τι του έχει απομείνει∙ να υπερασπιστεί ό,τι έχει απομείνει στον κόσμο από τον ίδιο του τον εαυτό. Κατά περιόδους θα ορκιζόμουν ότι έκανε άσχημες σκέψεις για εμένα, ότι με κατηγορούσε, λες και θεωρούσε πως είχα και εγώ κάποιο μερίδιο ευθύνης για τον χωρισμό που είχε προηγηθεί. Εγώ όμως δεν ήμουν η αιτία, αλλά το αποτέλεσμα, και δεν έκανα κάτι περισσότερο από το να κολλήσω πάνω του για να καλύψω όσο καλύτερα μπορούσα το δημιουργηθέν κενό. Ασχέτως αν ήμουν δική του επιλογή, αν έγινα ταχέως και αδιαμαρτύρητα ένα μαζί του, εκείνος υποσυνείδητα με κατηγορούσε. «Έγινα ένα μαζί του…», λέω. Κι όμως, αλήθεια είναι, τουλάχιστον όσο μπορεί να γίνει «ένα» κανείς με κάποιον τόσο πολύ πληγωμένο και δύστροπο όσο αυτός∙ «ένα» με κάποιον που εξακολουθούσε να συμβιβαστεί στην ιδέα της οριστικής απώλειας ενός αγαπημένου κομματιού του εαυτού του, εν όψει μάλιστα μιας συνέχειας προς την ίδια κατεύθυνση. Έστω κι έτσι, όμως, για ποιον λόγο έπρεπε να έχει τόση εχθρικότητα απέναντί μου; Και πώς υποτίθεται ότι θα έπρεπε να νιώθω εγώ για αυτό; Δεν έχω ιδέα πώς έπρεπε να νιώθω. Πάντως, εμφανίστηκα από το πουθενά για να τον στηρίξω στη δύσκολη στιγμή. Στάθηκα όπου μου υπέδειξε και δεν τον άφησα να φάει τα μούτρα του…. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να το εκτιμά περισσότερο και να μου το δείχνει. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν και η δική μου πρώτη φορά σε μια τέτοια σχέση. Αφέθηκα πλήρως, και του επέτρεψα να μας οδηγεί εκείνος, ζητώντας ελάχιστη προσοχή.

»Ω, ναι, είναι εξαιρετικά άχαρο να αντιλαμβάνεσαι τον άλλο να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του ώστε να αισθάνεσαι διαρκώς πως δεν είσαι παρά μια προσωρινή (;) λύση ανάγκης∙ μια ενδιάμεση στάση∙ να πρέπει να κατηγορείς τον εαυτό σου ότι έχει κολλήσει παρασιτικά κάπου όπου στην πραγματικότητα δεν ανήκεις· να σκέφτεσαι διαρκώς ότι οφείλεις σε κάποια συγκεκριμένη μορφή νοσηρότητας τη θέση σου κοντά του. Γιατί αυτό ακριβώς συνέβη στη δική τους σχέση και τελικά χώρισαν οι δρόμοι τους, ανοίγοντας χώρο για εμένα. Υπήρχε ένα πρόβλημα – πρόβλημα δικό του– που προϋπήρχε και δούλευε αθόρυβα, ώσπου κάποια στιγμή άρχισε να ανθίζει δηλητηριώδεις καρπούς μέσα στο σκοτάδι. Ξέρω πως είχαν υπάρξει συμπτώματα και προειδοποιήσεις. Εκείνος, όμως, λόγω του χαρακτήρα του, αδιαφορούσε για την εμφάνισή τους, επιτρέποντάς έτσι στο πρόβλημα διαρκώς να διογκώνεται. Μέχρι που κάποια στιγμή οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν, και τότε η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Τότε ήταν πια πολύ αργά. Αν δεν λάβεις έγκαιρα τις κατάλληλες αποφάσεις, είναι σχεδόν σίγουρο ότι όταν, εκ των πραγμάτων, θα αναγκαστείς να το κάνεις θα πρέπει να υποστείς μεγαλύτερες θυσίες. Κατά συνέπεια ήταν λογικό ότι κάποια στιγμή θα έβγαιναν τα μαχαίρια…

»Εξαφανίστηκε η νοσηρότητα μετά τη δική μου θριαμβευτική είσοδό στη σκηνή; Ασφαλώς και όχι. Αντιθέτως, το πρόβλημα συνέχισε να κερδίζει έδαφος και να επεκτείνεται, διαβρώνοντας το θύμα του και ταυτόχρονα τη νεόδμητη σχέση μου μαζί του. Το γεγονός ότι  είχα πάρει θέση και του παραστεκόμουν με όλες μου τις δυνάμεις δεν βοηθούσε όσο θα περίμενε κανείς. Όλα τα λάθη του παρελθόντος, σχημάτιζαν μια τυλιγμένη στο καλό του πόδι αλυσίδα, και αυτή μόνο μέχρι ενός σημείου τον άφηνε να προχωρήσει. Στη δική του νοσηρότητα όφειλα το ότι βρισκόμουν κοντά του. Χωρίς την ύπαρξή της δεν θα με είχε πλησιάσει ποτέ. Τι να με κάνει κιόλας, δηλαδή; Μια χαρά ήταν πριν βγουν τα μαχαίρια… Ε, μετά δεν ήταν μια χαρά. Και έτσι εγώ πήρα τη δουλειά, προκειμένου να συνεχίσει ο άλλος να βαδίζει προς το μέλλον∙ να συνεχίσει, έστω με έναν περίεργο βηματισμό, ο οποίος πρόδιδε κάποιο πρόβλημα, κάποια σχετική αστάθεια, αλλά μόνο στους πιο προσεκτικούς παρατηρητές, ακόμη και αν χωρίς εμένα δεν μπορούσε ούτε όρθιος να σταθεί.

»Παίρνεις, λοιπόν, τη θέση αυτού που λείπει και δένεσαι με τον παρόντα. Με τον καιρό μπορεί να ξεγελάσεις και τον εαυτό σου, ότι αυτή εκεί είναι η θέση σου, ότι αυτή ήταν πάντα η θέση σου. Με τον καιρό, σταδιακά, βολεύεσαι στο ξένο κενό και παίρνεις το σχήμα του. Καλύπτεις την έλλειψη, ακόμη κι αν η εφαρμογή σου δεν θα είναι ποτέ άψογη. Ανεξάρτητα από αυτά, κοιμάσαι δίπλα του τα βράδια, κοντά και ταυτόχρονα μακριά του, κατ’ αποκοπή από αυτόν, σαν να μη σε έχει ανάγκη όταν καλπάζει ελεύθερος στα λιβάδια των ονείρων του. Αρκετά συχνά τον βλέπεις να πηγαίνει με κόπο να ξαπλώσει στην κρεβατοκάμαρα, και εσένα σε αφήνει στο σαλόνι, σε μια γωνιά, ανάμεσα στις παλιές πολυθρόνες με το φθαρμένο πράσινο βελούδο, έρμαιο της μοναξιάς που εκχέεται από τις ρωγμές των παλιών άβαφων τοίχων γύρω από το εγκαταλελειμμένο του νοικοκυριό. Ως ον αποκομμένο, ακούς από το διπλανό δωμάτιο τον ρόγχο του άλλου να επιβεβαιώνει θορυβωδώς ότι εκείνος –αρά την επέκταση της νοσηροτητας την οποία τόσο καλά γνωρίζετε και ο δυο– εξακολουθεί να αναπνέει και να ζει για μια επιπλέον νύχτα. Και αυτή η ρυθμικότητα του τόσο δυσάρεστου ήχου που γεννάει η αναπνοή του καταλήγει να σε καθησυχάζει προσωρινά, καθώς σημαίνει ότι το πρωί θα σε πλησιάσει και πάλι, θα σε τραβήξει κοντά του και, πρωί πρωί, θα γίνετε ξανά «ένα», πριν επιβιβαστείτε στις ράγες της καθημερινότητας: θα περάσετε παρέα στην κουζίνα να φτιάξει καφέ, και αργότερα θα τον περιμένεις να τον πιεί γουλιά γουλιά όσο εσύ δεν κάνεις τίποτα σπουδαίο, κι έπειτα θα βγείτε βόλτα στον κήπο, τον γεμάτο από τη μυρωδιά του χώματος και της υγρασίας, ώστε σιγά σιγά να περάσετε τον δρόμο για το απέναντι δημοτικό πάρκο, και να αράξεις μαζί του σε κάποιο παγκάκι.

»Ο έξω κόσμος είναι πολύ διαφορετικός. Έξω από την προστασία του σπιτιού υπάρχει έκθεση. Κάνεις το ίδιο πράγμα, του παραστέκεσαι, όμως δεν είστε πια οι δυό σας. Είναι και οι άλλοι, παραφυλάνε οπλισμένοι με βλέμματα που σε διατρέχουν από την κορυφή έως τα νύχια. Οι άλλοι που, αντικρύζοντας το σύμπλεγμα, προσπαθούν να καταλάβουν τι έχει συμβεί και είσαι μαζί του. Κοιτάζουν επίμονα, αδιάκριτα, όπως ξέρουν να κοιτάζουν για να σε κάνουν να αισθανθείς άσχημα, υπονοώντας ότι δεν ταιριάζετε ακριβώς μαζί. Ότι αυτός –έτσι λειψός όπως με γυμνό μάτι φαίνεται να είναι–, καλά θα έκανε να έμενε στο σπίτι να θρηνεί ως το τέλος (το δικό του τέλος), αντί να παίρνει μαζί σου τους δρόμους ή να προσπαθεί να συνεχίσει να επιδίδεται σε ό,τι έκανε μια ζωή, προχωρώντας σε συμβιβασμούς πρωτόγνωρους για τον ίδιο, με βήματα πιο άτσαλα από ποτέ, μέσα και έξω από τις σκιές – κυρίως μέσα. Παράλληλα, δεν κρύβεται και ο φόβος των άλλων, μήπως κάποτε συνέβαινε και στους ίδιους κάτι παρόμοιο. Ό,τι φοβίζει τους ανθρώπους τους υποβιβάζει∙ “ο φόβος της δικής τους ταπείνωσης τους ωθεί σε ταπεινές πράξεις και τους κάνει λιγότερο ανθρώπους”, θα έλεγε κάποιος που τρέφει εκτίμηση για την ανθρωπότητα – όχι εγώ πάντως.

»Και τώρα εκείνος έφυγε… Εννοείται ότι η πορεία της σχέσης μας ήταν προδιαγεγραμμένη. “Μα, καλά, τι περίμενες;” θα μου πει κανείς. Εκείνος κάποια στιγμή, αναγκαστικά, θα συνέχιζε χωρίς εμένα, παρά τα όσα είχα κάνει για αυτόν, παρά τις υπηρεσίες που του είχα προσφέρει κατά το προηγούμενο διάστημα. Έτσι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις: έρχεται η στιγμή να καταλήξεις μόνος, χωρίς τον άλλον∙ να πρέπει να συνεχίσεις, αλλά να μην μπορείς. Και μετά την αποχώρηση του άλλου τι σου μένει; Σου μένουν οι αναμνήσεις από τις βόλτες, ο ρόγχος από τις νύχτες του, η απόσταση από αυτόν όταν ήσουν τόσο κοντά, όσο δεν θα μπορέσεις ποτέ ξανά να βρεθείς. Επιπλέον, για κάποιο διάστημα, ακόμη και χωρίς εκείνον, σου μένει η αίσθηση του ξένου βάρους, η αίσθηση του ιδρώτα του που κυλούσε πάνω στο δικό σου κορμί σαν να ήσουν κανονική προέκταση του δικού του κορμιού. Και τελικά επιστρέφεις σε μια στασιμότητα οικεία, ολόδική σου.»

**

Το προσθετικό πόδι σταμάτησε να μονολογεί. Ακουμπισμένο στον τοίχο του θαλάμου 107 της κλινικής του δημόσιου νοσοκομείου, λυγισμένο στο γόνατο σε μια μάλλον αφύσικη γωνία, με το πάνω μέρος του που προσαρμοζόταν στο κολόβωμα άδειο, κατέληγε σε ένα αρκετά φθαρμένο και βρώμικο αθλητικό παπούτσι κόκκινου χρώματος. Από εκείνη τη θέση εξακολουθούσε να κοιτάζει σιωπηλά το άδειο κρεβάτι απέναντί του: ξέστρωτο πια και ελαφρώς ζεστό ακόμη από το σώμα το οποίο φιλοξενούσε τον τελευταίο καιρό, μέχρι δηλαδή πριν από λίγο, όταν εκείνος δεν άντεξε άλλο και απελευθέρωσε την τελευταία του πνοή, διακόπτοντας στη μέση έναν εξαιρετικά οικείο σε αυτό ρόγχο. Ένα δροσερό αεράκι γλίστρησε στο δωμάτιο από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, εισάγοντας τη μυρωδιά από τις ανθισμένες νεραντζιές του κήπου. Μαζί μπήκε απέξω και αρκετή σκόνη η οποία, σε αντίθεση με το χώμα, δεν έχει οσμή, κι άρχισε να αιωρείται ράθυμα στο πρωινό φως και να κάθεται πάνω στα πράγματα, βάρος ασήμαντο, με διακριτικότητα, σαν να σεβόταν τη θλίψη του τεχνητού μέλους και το σκηνικό του δράματος που είχε παιχτεί εκεί.

«Ίσως να έπρεπε να έχω πάει και εγώ μαζί του. Τι δουλειά έχω εδώ; Να έδινα μια, να πηδούσα και εγώ μέσα στο φέρετρο και από εκεί στον τάφο, οικειοθελώς και όχι όπως γινόταν παλιά με τις νύφες στην Ινδία, όταν πέθαινε το άλλο τους μισό. Θα ντυνόμουν με το άλλο μπατζάκι του καλού του παντελονιού και θα τυλιγόμουν γύρω από ό,τι είχε απομείνει απ’ το πόδι του, όπως έκανα και έως πρόσφατα. Μέσα από εκεί, σε οριζόντια θέση, η παρουσία μου θα παραξένευε λιγότερο τους άλλους απ’ ό,τι όσο εκείνος ζούσε, αφού καμία κίνηση δεν θα πρόδιδε πως δεν ήμουν το κανονικό πόδι, εκείνο που έπρεπε να του κόψουν για να κερδίσει το υπόλοιπο κορμί του λίγο επιπλέον χρόνο. Άλλωστε, τελευταία –αν εξαιρέσεις ένα δυο φίλους οι οποίοι τον επισκεπτόντουσαν περιστασιακά και τον βοηθούσαν, προσπαθώντας κι αυτοί να μην πέφτει πάνω μου το βλέμμα τους– εγώ ήμουν το μοναδικό του στήριγμα. Υπήρξα για αυτόν το τρίτο πρόσωπο στη σχέση με τα πόδια του, από τότε που οι ιατροί αποφάσισαν τον ακρωτηριασμό του δεξιού του ποδιού. Στάθηκα στήριγμα του ως το τέλος. Κατά συνέπεια, γιατί να μην έμενα κοντά του και μετά από αυτό; Τον φαντάζομαι τον κακομοίρη χωρίς εμένα, να χοροπηδά πάνω στο μοναδικό γερό του πόδι, προχωρώντας άτσαλα μέσα σε ένα σκοτεινό τούνελ, προς το φως που λένε ότι εκπέμπεται από την άλλη πλευρά. Δεν έχω ιδέα αν την ίδια διαδρομή το ακρωτηριασμένο του πόδι την είχε κάνει μόνο του νωρίτερα ή αν τόσο καιρό εκείνο, υπομονετικό σαν πιστό σκυλί, τον περίμενε στην αρχή του τούνελ για να επανασυνδεθούν και να διανύσουν μαζί την τελευταία απόσταση. Ούτε ξέρω, φυσικά, αν το αποβεβλημένο πόδι πέρασε πρώτο μόνο του απέναντι, ή αν μετά τον θάνατο τα κομμένα άκρα ξαναφυτρώνουν στους ιδιοκτήτες τους, όπως περίπου συμβαίνει με τις ουρές από τις σαύρες. Σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις, το αντιλαμβάνομαι, ως τρίτο πόδι θα ήμουν και πάλι μάλλον περιττός: ένα συγκαλυμμένα ανεπιθύμητο τρίτο πρόσωπο, χωρίς σπουδαίες προοπτικές…»  

Το προσθετικό πόδι έμεινε ξεχασμένο στον θάλαμο 107 μέχρι το επόμενο πρωί, όταν κάποια νοσηλεύτρια το περισυνέλλεξε και στη συνέχεια ρώτησε την προϊσταμένη της κλινικής τι να έκανε με αυτό, αφού ο νεκρός άνδρας δεν είχε κανέναν συγγενή για να του το παραδώσει. Καθώς η τελευταία είχε μεγαλύτερη εμπειρία, της είπε να το αφήσει σε μια γωνία στο γραφείο της και να φύγει. Το ψεύτικο πόδι τότε ανησύχησε ακόμη περισσότερο. Αν και δεν το γνώριζε, την επόμενη ημέρα, σε μια ευρείας κυκλοφορίας καθημερινή εφημερίδα θα αναρτούνταν μια αγγελία η οποία θα το αφορούσε και θα ενημέρωνε κάθε ενδιαφερόμενο: Πωλείται δεξί πόδι (τεχνητό μέλος για άτομο που έχει υποστεί ακρωτηριασμό άνωθεν του γόνατος και μέχρι την ποδοκνημική), μεταχειρισμένο, σε άριστη κατάσταση, με λίγα χιλιόμετρα. Κάθε έλεγχος δεκτός.

 

(*)  Ο Αχιλλέας ΙΙΙ γεννήθηκε στην Καβάλα το 1979. Έχει γράψει ένα Κομπλεξικό και τρεις συλλογές διηγημάτων, από τις οποίες η πιο πρόσφατη έχει τον τίτλο «Τέλος Πάντων» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος. Το 2020 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο λογοτεχνίας για τη συλλογή διηγημάτων του «Παραχαράκτης».

NO COMMENTS

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here