“Πώς στο διάολο φτάσαμε ως εδώ;”: Τα πολιτικά νουάρ του Jean-Patrick Manchette (του Tom Roberge)

0
318

 

του Tom Roberge * (μτφρ. Διονύσης Μπαλτζής)

 

Στην εισαγωγή της αγγλικής έκδοσης του ημιτελούς τελευταίου μυθιστορήματος του Γάλλου συγγραφέα νουάρ Jean-Patrick Manchette, Η πριγκίπισσα του αίματος (La Princesse du Sang, 1996), ο γιος του Manchette, Doug Headline, σημειώνει ότι, μετά από μια σημαντική αποχή από τη συγγραφή μυθοπλασίας —ξεκίνησε να γράφει την Πριγκίπισσα του αίματος περισσότερα από εννέα χρόνια μετά την Πρηνή θέση του σκοπευτή (La Position du tireur couché, 1981)— οι λογοτεχνικές επιδιώξεις του πατέρα του είχαν μεταβληθεί. Ο Headline εξηγεί πως, ύστερα από τη θερμή κριτική αποδοχή και την εμπορική επιτυχία που γνώρισε τη δεκαετία του 1970, ο Manchette διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε «να συνεχίσει να περπατά στο ίδιο μονοπάτι χωρίς να επαναλαμβάνεται. […] Ένιωθε λοιπόν την ανάγκη να αναζητήσει μια νέα μορφή και ένα νέο πεδίο, φοβούμενος μήπως  χάσει την ψυχή του».

Αυτή η νέα φόρμα, που εγκαινιάστηκε με την Πριγκίπισσα του αίματος και προοριζόταν ως η αρχή μιας τριλογίας, θα συνδύαζε —αν ο Manchette ζούσε για να την ολοκληρώσει— το νουάρ, το κατασκοπευτικό θρίλερ και την πολιτική ιστορία. Επηρεασμένος από τα βιβλία του John le Carré με πρωταγωνιστή τον Σμάιλι, αλλά και από τον Ross Thomas, ο Manchette διατύπωσε το όραμά του για την τριλογία, την οποία αποκαλούσε “Άνθρωποι στη Λάθος Εποχή”, σε μια συνέντευξή του το 1991, δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του: «Το τολμηρό μου εγχείρημα είναι να ανατρέξω στην ιστορία εκείνων των χρόνων και να συνεχίσω μέσα από τη δεκαετία του ’60, τον Μάη του ’68, τη δεκαετία του ’70 κ.λπ., χονδρικά θα προσεγγίζει το ερώτημα “πώς στο διάολο φτάσαμε ως εδώ;”».

Τα λόγια του Manchette υποδηλώνουν, εμμέσως, ότι τα προηγούμενα μυθιστορήματά του ενδέχεται να υστερούν ως προς το πολιτικό τους βάθος. Έχοντας κατά νου το πλαίσιο των φιλοδοξιών του Manchette και τη νέα συγγραφική του κατεύθυνση, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει την αίσθηση πως ο συγγραφέας προετοιμαζόταν για κάτι ευρύτερο. Η αίσθηση αυτή επιτείνεται αν, μετά την ανάγνωση της Πριγκίπισσας του αίματος, διαβάσει κανείς κάποιο από τα πρώτα έργα του. Και όμως, όσο δελεαστικό κι αν είναι να υιοθετήσει κανείς την αυτοκριτική του Manchette για το έργο του και τη θεματική του εξέλιξή, θεωρώ ότι ίσως αδικεί ο ίδιος τα πρώιμα έργα του σε ό,τι αφορά την πολιτική τους βαρύτητα.

Πράγματι, όλα του τα μυθιστορήματα περιστρέφονται γύρω από το ίδιο επίμονο ερώτημα: «Πώς στο διάολο φτάσαμε ως εδώ;». Πάρτε για παράδειγμα τη Μοιραία (1977), ένα μυθιστόρημα που, επιφανειακά, αφηγείται την ιστορία μιας ψυχρής δολοφόνου, της Aimée, η οποία χρησιμοποιεί τη γοητεία και την ομορφιά της για να χειραγωγήσει μια μικρή πόλη, να την απογυμνώσει από τα πλούτη της και να σφαγιάσει τους διεφθαρμένους γραφειοκράτες της. Θυμίζει ως σύλληψη τον Δολοφόνο μέσα μου (The Killer Inside Me, 1952) του Jim Thompson, όπου καταγράφεται η ακόρεστη μισανθρωπική δράση της πρωταγωνίστριας που καθοδηγείται από ικανοποίηση που της προκαλούν οι πράξεις της. Η Aimée, στην εκδοχή του Manchette, είναι μια femme fatale, γεννημένη σχεδόν για να εκμεταλλεύεται άντρες τους οποίους τελικά εξοντώνει. Αυτό που παραμένει ανομολόγητο —ούτε ο παντογνώστης αφηγητής το σχολιάζει, ούτε η ίδια η Aimée— είναι οι βαθύτερες αιτίες των πράξεών της, ο κόσμος στον οποίο ζει, και η επίδρασή του στις γυναίκες. Είναι θύμα μιας καρικατουρίστικης εκδοχής του καπιταλισμού ή ο πιο ακραίος εκφραστής και φορέας του; Υιοθετεί τον μανδύα της εταιρικής απληστίας ή παίρνει εκδίκηση για τα εγκλήματά της; Και, εν τέλει, έχει σημασία η διάκριση αυτή, όταν το αποτέλεσμα είναι ο θάνατος και η καταστροφή;

Ή σκεφτείτε το Τι τρέλα, τι παλάτια! (Ô dingos, ô châteaux!, 1972), που προσεγγίζει λοξά το ζήτημα της περιθωριοποίησης των πιο αδύναμων μελών της κοινωνίας και της αποτυχίας (δηλαδή, της απροθυμίας) του καπιταλιστικού συστήματος να τα προστατεύσει. Η ιστορία εξελίσσεται μέσα σε ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον, επικεντρωμένη σε ένα ορφανό παιδί, τη ψυχικά εύθραυστη νταντά του, τον άπληστο θείο και έναν πληρωμένο δολοφόνο που έχει προσλάβει ο θείος για να σκοτώσει το παιδί και τη νταντά. Ο Manchette δεν δηλώνει ρητά ότι η πλοκή αποτελεί αλληγορία, αλλά οι ρόλοι των χαρακτήρων παραπέμπουν σε ταξικές θέσεις μέσα σε μια υπαρκτή κοινωνική τάξη πραγμάτων. Ακόμη, στο Μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής (Le petit bleu de la côte Ouest, 1976), ο Manchette εστιάζει ακόμη πιο έντονα σε έναν απελπισμένο, κακομοίρη μεσοαστό, του οποίου η ζωή διαλύεται όταν γίνεται κατά λάθος μάρτυρας ενός φόνου και μπαίνει στο στόχαστρο των δολοφόνων. Ο Manchette χρησιμοποιεί όψεις της πολιτικό-οικονομικής πραγματικότητας απλώς ως υπόβαθρο, ως κινητήρια δύναμη σε ένα κόσμο που μαστίζεται από χυδαίο υλισμό και αδικαιολόγητες αξιώσεις.

Αναμφίβολα, η Πριγκίπισσα του Αίματος διαφοροποιείται αισθητά από τα προηγούμενα έργα του Manchette ως προς το εύρος πεδίου —χωρικά, χρονικά και θεματικά. Ακόμη και στις περίπου 200 σελίδες που έγραψε πριν πεθάνει, η πλοκή εκτείνεται σε πολλές δεκαετίες και διασχίζει ωκεανούς, εμπλέκοντας χαρακτήρες από διάφορους ανατρεπτικούς πολιτικούς σχηματισμούς, εκπροσωπώντας ένα ευρύ πολιτικό φάσμα. Είναι μια σύνθετη αφήγηση, γεμάτη με αφανείς μηχανισμούς, αδίστακτους πράκτορες και μακρόπνοες συνωμοσίες χειραγώγησης ανθρώπων, αγορών και ολόκληρων εθνών. Με μια τόσο ευρείας γωνίας προσέγγιση, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος οι χαρακτήρες να ισοπεδωθούν, να μετατραπούν σε απλούς φορείς σκοπών, χωρίς βάθος. Ο Manchette όμως αποφεύγει αυτή την παγίδα. Η Άιβορι Περλ, η αινιγματική φωτογράφος-μισθοφόρος που βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας, είναι ένας από τους πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες στο έργο του. Διακρίνεται για την υπολογιστική, αμείλικτη αφοσίωσή της στην αποστολή της, αλλά και για μια σιωπηρή επίγνωση των μεγαλύτερων δυνάμεων που κινούν τον κόσμο γύρω της, όπως επίσης και για κάποια στοιχειώδη ηθική. Δεν είναι μια απλή φονική μηχανή τύπου Jason Bourne· παλεύει και σκοτώνει από ανάγκη, για την ίδια της την επιβίωση. Οι στόχοι του Manchette στην Πριγκίπισσα του Αίματος και την προγραμματισμένη τριλογία αφορούσαν πιθανώς τη διατύπωση μιας μεγάλης πολιτικής αφήγησης· ωστόσο, ήταν εξίσου σημαντικό γι’ αυτόν να διατηρήσει την ανθρώπινη υπόσταση των χαρακτήρων του, όποια κι αν ήταν η πλευρά στην οποία τους τοποθετούσε.

Στο σύνολο του έργου του, εξάλλου, το πολιτικό και το προσωπικό είναι αδιάρρηκτα δεμένα. Οι ζωές των χαρακτήρων του, ακόμη κι αν είναι σαφώς απολιτικοί, διαμορφώνονται πάντοτε από πολιτικές δυνάμεις. Ωστόσο, το Νάδα (Nada, 1972) αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση στο έργο του Manchette πριν από την Πριγκίπισσα του Αίματος, στο βαθμό που η πλοκή του είναι ξεκάθαρα πολιτική: περιστρέφεται γύρω από την απαγωγή ενός Αμερικανού διπλωμάτη από μια κομμουνιστική-αναρχική ομάδα. Εδώ, τα σύνθετα ζητήματα της μεταπολεμικής πολιτικής έρχονται πολύ κοντά στην επιφάνεια — χωρίς όμως να ξεδιπλώνονται πλήρως. Όπως πάντα, ο Manchette αποφεύγει τις γενικεύσεις και φτιάχνει ένα μυθιστόρημα που εκθέτει, ασκεί κριτική, αλλά, το σημαντικότερο, ψυχαγωγεί.

Τοποθετημένο στο Παρίσι των αρχών της δεκαετίας του 1970, στη σκιά της απογοήτευσης που ακολούθησε τον Μάη του ’68, όταν φοιτητές και εργάτες κατέκλυσαν τους δρόμους απαιτώντας θεσμικές αλλαγές, το Νάδα αφηγείται την ιστορία μιας χαλαρά συνδεδεμένης ομάδας ριζοσπαστών αριστερών, με το όνομα Νάδα, που επιχειρούν να πυροδοτήσουν επανάσταση κρατώντας όμηρο έναν μεσαίου βαθμού Αμερικανό διπλωμάτη. Από την αρχή γίνεται φανερό ότι πρόκειται για μια κακοσχεδιασμένη υπόθεση, ενορχηστρωμένη από άπειρους παραστρατιωτικούς, με μοναδικό έρεισμα τον φανατισμό τους. Έχουμε ξαναδεί αυτή την ιστορία. Ένας συγγραφέας μικρότερης δεινότητας, με λιγότερη αίσθηση της λεπτότητας, θα είχε αποδώσει αυτούς τους χαρακτήρες με χοντροκομμένες πινελιές, και η πλοκή θα κατέληγε σε παρωδία. (Να σημειωθεί πως στη δεκαετία του ’80, όταν ο Manchette είχε εγκαταλείψει το νουάρ, μετέφρασε στα γαλλικά αρκετά αμερικανικά αστυνομικά, μεταξύ αυτών και έργα του Donald E. Westlake, του οποίου τα μυθιστορήματα με πρωταγωνιστή τον Parker — έναν παράξενα ηθικό κλέφτη που για κάθε νέο χτύπημα συγκέντρωνε αντίστοιχα ετερόκλητες ομάδες — ισορροπούσαν δεξιοτεχνικά ανάμεσα στο νουάρ και την παρωδία.) Ωστόσο, ο Manchette γνωρίζει καλά τους στόχους και τα περίπλοκα κίνητρα των χαρακτήρων του, είτε αυτά είναι συνειδητά είτε όχι. Κατανοεί την επίδραση που έχει επάνω τους το ίδιο το σύστημα που μισούν· κι έτσι κατανοεί τον θυμό τους και την ικανότητά τους να αιτιολογούν τις πράξεις τους.

Υπάρχει ο Treuffais (Τρεφαί), ένας δάσκαλος που ξεχειλίζει από περιφρόνηση για τους κακομαθημένους ανέμπνευστους μαθητές του και τους μικροαστούς γονείς τους. Στην πρώτη του σκηνή, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να διδάξει Σοπενχάουερ, αποκαλεί έναν μαθητή του «μαλακισμένο»[1], διαμαρτύρεται μεγαλόφωνα για την επιρροή του πατέρα του παιδιού και, στον δρόμο προς το σπίτι, απειλεί έναν αναβάτη μοτοποδηλάτου με μαχαίρι. Μέρες μετά, χτυπά έναν ηλικιωμένο συνάδελφο και στη συνέχεια χαστουκίζει τον διευθυντή του μπροστά σε όλους, σε μια ξέφρενη σκηνή στο γραφείο των καθηγητών. Είναι προφανές πως είναι δυστυχισμένος στη δουλειά του, απογοητευμένος από τη ζωή του. Ο Manchette αποτυπώνει τις σπασμωδικές του κινήσεις με κοφτό ύφος, που εκφράζει με ακρίβεια την αγανάκτησή του για τον κόσμο. Όταν, άνεργος πλέον, πιέζει υπερβολικά το φτηνό του αυτοκίνητο και σπάει τον συμπλέκτη, ο Manchette γράφει:

Ο νεαρός άνδρας κατέβηκε, άνοιξε το καπώ και διαπίστωσε τη ζημιά. Υπήρχε ένα βιβλιοχαρτοπωλείο στα πενήντα μέτρα από κει. Ο Τρεφαί το επισκέφθηκε. Μια ξύλινη ταμπέλα συνιστούσε: “Κάντε Όπως Όλος ο Κόσμος, Διαβάστε Φρανς-Σουάρ”. Ο Τρεφαί έγδαρε το λαιμό του και εκτόξευσε μια ροχάλα πάνω στην εφημερίδα.[2]

Υπάρχει και ο Épaulard (Επωλάρ), ο πιο ηλικιωμένος της ομάδας και τελευταίος που εντάχθηκε. Είναι ένας μυστηριώδης άντρας, που προτάθηκε για την εμπειρία του σε παρόμοιες αποστολές, αλλά είναι ολοφάνερα ένας κατεστραμμένος τύπος που προσπαθεί απλώς να διαφύγει την ποινή για τα εγκλήματα που διέπραξε στο παρελθόν. Αν και αρχικά διστάζει να πάρει μέρος, τελικά αλλάζει γνώμη, παρασυρμένος από μια αναλαμπή της παλιάς έξαψης. Σε μια κάπως γλυκανάλατη, για τα δεδομένα του Manchette, σκηνή, σκέφτεται να αυτοκτονήσει, κοιτώντας τον εαυτό του σε ένα καθρέφτη. Αλλά αποφασίζει να μην το κάνει και μονολογεί: «Σκατά!»[3]. Αργότερα, όταν η ομάδα κρύβεται σε ένα σπίτι στην εξοχή μαζί με τον όμηρο, ο Επωλάρ προσπαθεί να πλησιάσει τη μόνη γυναίκα της ομάδας, τη femme fatale, αλλά τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως τα σχεδίαζε:

Ο Επωλάρ γδύθηκε με κάποια νευρικότητα, έπειτα πλάγιασε με την Κας και φάνηκε ολοένα πιο νευρικός και το όλο πράγμα τελείωσε πολύ γρήγορα. Ο Επωλάρ είχε λυσσάξει απ’ την ντροπή και την απογοήτευση. Κάποια στιγμή προσπάθησε να το ξαναπιάσει. Πάλεψε για πολλή ώρα. Οι προσπάθειές του ήταν μάταιες. Ο Κας κατέληξε να τον απομακρύνει απαλά. Ο Επωλάρ με το κεφάλι στο μαξιλάρι, ξεφυσούσε σαν μουλάρι και έτριζε τα δόντια του.[4]

Ο Cash τότε «του χάιδεψε γλυκά το μάγουλο, αλλά ο Επωλάρ έβλεπε πως ήταν απογοητευμένη, κι αυτό ήταν ανεπανόρθωτο»[5]. Είναι εύλογο να διαβάσουμε την ερωτική του αποτυχία ως αλληγορία για ολόκληρη τη ζωή του — μια ζωή με ρομαντικές φιλοδοξίες που αποδείχθηκαν απογοητευτικές και άκαρπες. Η πολιτική, προφανώς, άφησε το σημάδι της στο γέρο.

Υπάρχει κι ο Meyer (Μεϋέρ), ένας στωικός τύπος, κολλημένος σ’ έναν ασταθή γάμο, που φαίνεται πως μπλέχτηκε στην αποστολή επειδή δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει. Είναι το εύλογο προϊόν ενός συστήματος που αθέτησε την υπόσχεσή του για προσωπική ολοκλήρωση μέσω της σκληρής δουλειάς. Μετά την απαγωγή —που στράβωσε κάπως— λέει: «Είχα βαρεθεί την ύπαρξη έτσι όπως τη βιώνουμε, ναι. Κάτι θα ράγιζε αργά ή γρήγορα. Θα είχα σκοτώσει τη γυναίκα μου, ίσως. Ή θα είχα επιτεθεί σε κάποιο βενζινάδικο. Αλλά αυτό… Αυτό που κάναμε, όχι, ποτέ»[6]. Η εξίσωση της δολοφονίας της συζύγου του με μια ληστεία είναι σοκαριστική· αλλά το γεγονός ότι βλέπει και τις δύο ως δυνητικά λυτρωτικές πράξεις ενάντια στην απόγνωση είναι το πραγματικά φοβερό, ακριβώς όπως ήθελε ο Manchette.

Υπάρχει κι ο D’Arcy (ντ’ Αρσύ), ο αλκοολικός και καταπιεσμένος μοιρολάτρης, του οποίου ο εθισμός παρουσιάζεται σαν ένα μικρό ελάττωμα, κάτι που οι υπόλοιποι αντιμετωπίζουν με έναν συνδυασμό λύπης και εύλογης αποδοχής. Μιλώντας για τον Τρεφαί, που εγκατέλειψε την ομάδα, λέει: «Είναι ένας διανοούμενος. Θα συνεχίσει όλη του τη ζωή να τρώει σκατά και να λέει ευχαριστώ και να ρίχνει λευκό στις εκλογές. Αλλά η σύγχρονη ιστορία αδιαφορεί πλήρως γι’ αυτούς που τρώνε σκατά»[7]. Και παρακάτω: «Η σύγχρονη ιστορία μας έφτιαξε – που δείχνει μόνο ότι ο πολιτισμός είναι στο κατώφλι της καταστροφής, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Και πιστέψτε με, θα προτιμούσα να τελειώσω τα πράγματα με αίμα, παρά με σκατά». Ο κυνισμός και η ζοφερή απόγνωση του λόγου του ντ’ Αρσύ ταιριάζουν απόλυτα στην παράδοση του νουάρ – μόνο που εδώ εκφέρονται μέσα σ’ ένα αδιαμφισβήτητα πολιτικό, μεταπολεμικό πλαίσιο.

Οι χαρακτήρες του Manchette είναι άντρες και γυναίκες χτυπημένοι από τον καπιταλισμό και τις ψεύτικες υποσχέσεις της δημοκρατίας. Ο διαρκής αντίκτυπος του Νάδα, και των υπόλοιπων μυθιστορημάτων του Manchette, οφείλεται στην ικανότητά του να απεικονίζει την επίδραση του πολιτικού στο προσωπικό, χωρίς ποτέ να την καθιστά απόλυτα σαφή. Ο αναγνώστης αισθάνεται πάντα την παρουσία ευρύτερων δυνάμεων που διαμορφώνουν την πλοκή και τις σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων. Ο συγγραφέας δεν τους καταδικάζει περισσότερο απ’ όσο τους καταδικάζει η κοινωνία. Απλώς ρωτά: Πώς στο διάολο φτάσαμε ως εδώ;

Ο Tom Roberge (Τομ Ρομπέρζ) ήταν συνιδιοκτήτης, μαζί με την Emma Ramadan, του Riffraff, ενός βιβλιοπωλείου και μπαρ στο Providence του Rhode Island. Πριν από αυτό, ήταν αναπληρωτής διευθυντής του Albertine, ενός γαλλόφωνου βιβλιοπωλείου στη Νέα Υόρκη, καθώς και διευθυντής μάρκετινγκ και δημοσίων σχέσεων στον εκδοτικό οίκο New Directions.

 

 

(*)  Δημοσιεύτηκε στην Los Angeles Review of Books, το Νοέμβριο του 2019

 

[1] μετάφραση της Δάφνης Κιούση, εκδ. Άγρα (2021), σελ. 31

[2] ό.π., σελ. 70

[3] ό.π., σελ. 54

[4] ό.π., σελ. 165

[5] ό.π., σελ. 165

[6] ό.π., σελ. 163

[7] ό.π., σελ. 164

Προηγούμενο άρθροΛογοτεχνία Vs Τεχνητή Νοημοσύνη (συζήτηση-αποτελέσματα διαγωνισμού στις 19/9/25)
Επόμενο άρθροΟργή και Πάγος:Η Αρκτική ως μελλοντικό  πεδίο σύγκρουσης (γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ