Ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης και ο ρεαλισμός του ιστορικού μυθιστορήματος (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

0
17

 

του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

 

Το ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα θα επανέλθει με τους πεζογράφους της γενιάς του 1930 στα μοτίβα της ακώλυτης συνέχειας, της αγαπημένης πατρίδας και του προικισμένου έθνους (με τα οποία ξεκίνησε την πορεία του κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα), αντανακλώντας και τη γενικότερη προβληματική των μελών της γενιάς για τον ελληνισμό και την ελληνικότητα. Χαρακτηριστικά, νομίζω, εν προκειμένω παραδείγματα είναι, για να μείνουμε σε έργα τα οποία δημοσιεύτηκαν στην προπολεμική περίοδο ή λίγο μετά από αυτήν, ο Θάνατος του Μέδικου (1939) και ο Κρητικός (Δέντρο, 1948, Πρώτη Λευτεριά, 1949, και Πολιτεία, 1950) του Παντελή Πρεβελάκη, η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ (1938) του Άγγελου Τερζάκη, Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου (1944), το Αίμα χαμένο και κερδισμένο (1947) και Τα στενά του Μίχαλου (1949) του Μ. Καραγάτση ή Οι Μαυρόλυκοι (1947), Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας. Μια ιστορία 1304-1883 (1949) και το Ηπειρωτικό χρονικό. Αλή Πασάς (1952) του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη. Οι αναφορές εδώ είναι όχι μόνο στη φραγκοκρατία και στον εθνικό ξεσηκωμό, αλλά και σε ποικίλα φαινόμενα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ενώ το όραμα της αρραγούς φυλετικής και εθνικής ενότητας θα προβάλει ξανά σε όλη του την έκταση: στον Πρεβελάκη με την επίκληση των πατρογονικών αξιών και την υπενθύμιση της παρακαταθήκης της λαϊκής γλώσσας ως οργανικού στοιχείου της περιουσίας του έθνους, στον Τερζάκη με την προσφυγή στην Ιστορία και στην παράδοση, που διασώζουν στο ακέραιο το πνεύμα της αντίστασης των Ελλήνων στις αλλότριες επιβουλές, στον Καραγάτση με την επιμονή στη σημασία της εθνικής αφύπνισης, παρά την καταγγελία των οικονομικών σκοπιμοτήτων της αστικής τάξης κατά τη διάρκεια του Αγώνα, και στον Πετσάλη-Διομήδη με τη θητεία στη διαιώνια ύπαρξη της φυλής.[1]

            Οι Μαυρόλυκοι του Πετσάλη δεν μένουν σε ένα κομμάτι ή σε μια ιστορική περίοδο του ελληνισμού. Το θέμα τους είναι η ιστορία του ελληνικού έθνους από τα πρώτα του σπαράγματα στους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι τα χρόνια του Ρήγα: από το 1566 μέχρι το 1799. Γι’ αυτό και η μυθοπλαστική επινόηση της οικογένειας των Μαυρόλυκων, που καλείται να ενοποιήσει ένα τόσο εκτενές διάστημα, απλώς αναφέρεται σε κάποια από τα πραγματικά συνώνυμα που εμφανίζονται στις σελίδες του βιβλίου.[2] Κατά τα άλλα, η οικογένεια διασπείρεται με τους πολλαπλούς κλάδους της σε ένα πλήθος ελληνόφωνων περιοχών ανά την οθωμανική επικράτεια (από την Πελοπόννησο και την Πάργα μέχρι το Ηράκλειο της Κρήτης και την Κωνσταντινούπολη). Οι Μαυρόλυκοι, μολονότι συνομιλούν συνεχώς με το ιστορικό μυθιστόρημα, δεν παύουν στην πραγματικότητα, υπό το φως των όσων παρακολουθήσαμε, να συνιστούν, λιγότερο από μυθιστόρημα, ένα πολυσέλιδο χρονικό. Η μακρά αφήγηση του μυθιστορήματος χρησιμοποιεί ως ενωτικό στοιχείο των πολλών και διαφορετικών περιόδων της τη διασπορική παρουσία και κίνηση της οικογένειας. Περνώντας, όμως, ο Πετσάλης από περίοδο σε περίοδο και ανανεώνοντας εκ των πραγμάτων τις γενιές των Μαυρόλυκων, δεν καταφέρνει στις περισσότερες περιπτώσεις να διατηρήσει συνεκτικούς τους δεσμούς ούτε μεταξύ των προσώπων που μπαίνουν στη γραμμή της διαδοχής ούτε μεταξύ των περιόδων οι οποίες αντιστοιχούν σε αυτήν. Οι διαφορετικοί μέσα στον μυθιστορηματικό και ιστορικό χρόνο Μαυρόλυκοι μοιάζουν να κινούνται εν πολλοίς ερήμην των ανιόντων και των κατιόντων τους και οι περίοδοι (ιστορικές και μυθοπλαστικές) στις οποίες αντιστοιχούν ως πρωταγωνιστές διατηρούν καθεμιά την αυτονομία της, θυμίζοντας στο επίπεδο της μυθοπλαστικής σύνθεσης επιμέρους νουβέλες. Έτσι έχουμε μάλλον ένα άθροισμα και όχι μια ενότητα προσώπων και περιόδων. Το τελευταίο είναι πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός πως στο μυθιστορηματικό σώμα έχουν ενσωματωθεί προγενέστερες ιστορικές μελέτες του συγγραφέα.[3]

Οι Μαυρόλυκοι είναι γραμμένοι σε μια ακόμη δημοτικίζουσα γλώσσα ενώ Ιστορία και μυθοπλασία ακολουθούν γραμμική διάταξη, χωρίς απότομες και υπονομευτικές μεταπηδήσεις στο τόξο το οποίο τις μεταφέρει από το παρελθόν προς το μέλλον. Οι χαρακτήρες αποδίδονται χωρίς πολλές εσωτερικές σκιάσεις και οπωσδήποτε μακριά από εξάρσεις υποκειμενικότητας. Η ιδέα πάλι για το ιστορικό μυθιστόρημα ως τρόπου παρέμβασης στο ιστορικό παρόν (οι θρίαμβοι του ελληνικού παρελθόντος απέναντι στη δυσχερή για την Ελλάδα ιστορική συγκυρία της δεκαετίας του 1940, που είναι και ο χρόνος γραφής των Μαυρόλυκων) συνοδεύει τους Έλληνες ιστορικούς μυθιστοριογράφους από τα χρόνια του πρώιμου 19ου αιώνα και δεν πρεσβεύει τον παροντισμό ο οποίος χαρακτηρίζει τις νεότερες εκδοχές του είδους. Με βάση τα προηγούμενα δεδομένα Οι Μαυρόλυκοι, όπως και γενικότερα τα έργα των πεζογράφων της γενιάς του 1930 δεν έχουν καμία σχέση με τον μοντερνισμό που εντοπίζουμε στα γραπτά των ποιητών της.

Όπως σημειώνει ο Bart Soethaert (Μπαρτ Σούτχαρτ), πεζογράφοι σαν τον Άγγελο Τερζάκη, τον Παντελή Πρεβελάκη και τον Θανάση Πετσάλη-Διομήδη μπορεί να μην ασπάζονται κυριολεκτικά τον μοντερνισμό, ιδίως αν τον περιορίσουμε στην αγγλοσαξονική του παράμετρο (σε οποιαδήποτε του εκδοχή κι αν πάμε, θα έλεγα ο ίδιος), πλην συνομιλούν με τα ρεύματα της αισθητικής νεωτερικότητας του Μεσοπολέμου μέσα από τις κατηγορίες του ηρωικού μυθιστορήματος (Τερζάκης), της μυθιστορίας (Πρεβελάκης) και του χρονικού (Πετσάλης).[4] Το κυριότερο συμπέρασμα εδώ είναι, νομίζω, η υπόδειξη των δρόμων που ακολουθούν οι τρεις πεζογράφοι, από τη μια πλευρά ταξιδεύοντας έξω από τα σύνορα και από την άλλη προάγοντας μια παραγωγή με αμιγώς γηγενή χαρακτηριστικά: μυθιστόρημα περιπέτειας για τον Τερζάκη, συλλογικό μυθιστόρημα και ουνανιμισμός (η κατά Ζυλ Ρομαίν στροφή προς το πνεύμα της κοινότητας) για τον Πρεβελάκη και μυθιστόρημα-ποταμός και οικογενειακής γενεαλογίας για τον Πετσάλη. Τερζάκης, Πρεβελάκης και Πετσάλης δεν αποτελούν, βεβαίως, κατά τον μελετητή μια συμπαγή και αδιαίρετη ενότητα κατά τη διάρκεια της εμπλοκής τους με το ιστορικό μυθιστόρημα. Ο Τερζάκης επικοινωνεί πρωτίστως με τον σύγχρονό του ιστορισμό, ο Πρεβελάκης προτιμά το μυθικό αρχέτυπο της ιστορικότητας του ελληνικού λαού και ο Πετσάλης φτάνει μέχρι την καρδιά του εθνισμού. Οι Μαυρόλυκοι θα επιβεβαιώσουν περίτρανα το ζήτημα του εθνισμού, εκείνο, ωστόσο, που ενδιαφέρει εν προκειμένω δεν είναι οι αναβαθμοί της ιδεολογικής πίστης σε μια μορφή ελληνισμού, που θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη σε γενικές γραμμές για τους συγγραφείς της γενιάς του 1930 (πεζογράφους και ποιητές), αλλά η ευρωπαϊκή ένταξη της ελληνοπρέπειας και η αναγωγή της στο πεδίο αμφισβήτησης της θετικιστικής λογικής του ιστορισμού στην Ευρώπη. Αφήνοντας τις επισημάνσεις του Soethaert, δεν χρειάζεται φυσικά να πιστέψουμε πως οι Έλληνες πεζογράφοι συζητούν στην κυριολεξία την κρίση του ευρωπαϊκού ιστορισμού, την άρνηση της αντικειμενικότητας της Ιστορίας και τη βιταλιστική έμφαση στη δύναμη της συγχρονίας, όπως γίνεται με τους Ρ. Τζ. Κόλινγκγουντ, Τ. Μακόλεϊ, M. Κρότσε και Β. Ντίλταϋ. Εκείνο που ενδιαφέρει πριν και πάνω απ’ όλα τον Τερζάκη, τον Πρεβελάκη και τον Πετσάλη είναι η αναθεώρηση και η διαπλάτυνση του ρεαλισμού με φόντο τη σύγκρουση για τον ιστορισμό.

Συγκεντρώνοντας την προσοχή μας στον Πετσάλη και στους Μαυρόλυκους, το θέμα δεν έχει να κάνει όχι τόσο με τον ιστορισμό όσο με τον ρεαλισμό. Και δεν ξέρω αν θα χρειαστεί να τον πούμε οπωσδήποτε αναθεωρητικό μα δεν θα δυσκολευτούμε να συμφωνήσουμε για την ποικιλότητα και το ευρύ του πεδίο. Ο Πετσάλης βασίζει τη μυθοπλαστική του διαδρομή στην ιστορία του έθνους σε περιστατικά ή επεισόδια που, ακόμα κι αν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, επιδιώκουν διακαώς να την υπενθυμίσουν, δεν περιλαμβάνει στο μυθιστόρημά του παρά μόνο λίγα ιστορικά πρόσωπα (ας κρατήσουμε τον Διονύσιο Τρίκκη, τον Κύριλλο Λούκαρι, τον Κοσμά τον Αιτωλό και τον Ρήγα), για μη νιώσει ο αναγνώστης τη βαριά σκιά της Ιστορίας να επιβαρύνει τη μυθιστορηματική δράση, ξέρει πώς να αποδώσει πολιτικές και στρατιωτικές ήττες του ελληνισμού όπως στον ενετικό Χάνδακα και στα Ορλοφικά με φακό αναπεπταμένου πεδίου, προσδίδοντας στις ιστορικές του εικόνες ένα ελεγχόμενο συγκινησιακό υπόβαθρο, μετατρέπει την πολυμερή οικογένεια των Μαυρόλυκων σε πολυσυλλεκτικό μηχανισμό για την απεικόνιση τοπικών και πολιτισμικών νοοτροπιών ή για την καταγραφή και την υπόδυση τοπικών ιδιολέκτων

Και φροντίζει ιδιαιτέρως για το πώς θα χωρέσει η οικογενειακή γενεαλογία του μυθιστορήματος-ποταμού στους δυσθεώρητους ιστορικούς όγκους του χρονικού του, χωρίς να κομματιαστεί από τη μια πλευρά η συνοχή του χρονικού και δίχως να αδυνατίσει από την άλλη ο πολύ συγκεκριμένος και απτός κόσμος του μυθιστορήματος-ποταμού.

Ναι, ο Πετσάλης θα υμνήσει όπως μπορεί την ελληνικότητα και τον ελληνισμό στο πλαίσιο μιας ιδεολογίας που έχει κληρονομήσει το πολιτικό της πλαίσιο από τον θείο του Αλέξανδρο Διομήδη (ο λόγος για τον φιλελευθερισμό της αστικής τάξης[5]). Όλα αυτά, ωστόσο, συμβαίνουν στους Μαυρόλυκους πρωτίστως χάρη στην προχωρημένη ρεαλιστική του τεχνική, η οποία είναι σε θέση να δώσει ακόμα και σήμερα εύσημα στη μυθιστορηματική του τέχνη.

 

[1] Βλ. και τις ιδιαιτέρως προωθημένες για την εποχή παρατηρήσεις του Βάσου Βαρίκα στην κριτική του για τους Μαυρόλυκους στην εφημερίδα Τα Νέα, 19 Δεκεμβρίου 1947, τώρα και στο Συγγραφείς και κείμενα 1945-1956 (1960), εισαγωγή-επιμέλεια Αλέξης Ζήρας, Ερμής, Αθήνα 2004.

[2] Το θέμα εξετάζεται διεξοδικά στο Δήμητρα Πικραμένου-Βάρφη, Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης. Η πνευματική οδοιπορία του και οι «Μαυρόλυκοι», Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 1986.

[3] Βλ. τις εύστοχες παρατηρήσεις της Δήμητρας Πικραμένου-Βάρφη, ό.π.

[4] Βλ. Bart Soethaert, Η στροφή προς το παρελθόν. Ορίζοντες του ιστορικού μυθιστορήματος (1935-1950) στην Ελλάδα, Edition Romiosini / CeMoG, Freie Universität Berlin, Βερολίνο 2018.

[5] Βλ. και Νίκος Σ. Παντελάκης, Αλέξανδρος Ν. Διομήδης (1875-1950). Ένας αυθεντικός εκπρόσωπος της αστικής τάξης, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, Αθήνα 2018.

Σημ. Από τα κείμενα που εκφωνήθηκαν στην εκδήλωση για τα 30 χρόνια από τον θάνατο του συγγραφέα και Ακαδημαϊκού Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, η οποία διοργανώθηκε από το Κέντρο Πολιτισμού Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος στο Μουσείο της Τράπεζας στις 18 Σεπτεμβρίου 2025.

Προηγούμενο άρθροΗ αστική τάξη στη γενιά του ’30. Το παράδειγμα του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη (της Ανθούλας Δανιήλ)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ