“Οι Γερμανοί”, όταν το παρελθόν γίνεται παρόν (γράφει η Δήμητρα Ρουμπούλα)

0
18
Afrika, Kamerun, Landmesser

 

γράφει η Δήμητρα Ρουμπούλα

Το παρελθόν γίνεται παρόν όταν το αγγίζεις. Δεν έχει σημασία που δεν έχεις επέμβει σ΄ αυτό, δεν έχει σημασία πόσο αθώος είσαι ή πόσο αθώος αισθάνεσαι”.

 

Το νέο μυθιστόρημα του Ισπανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Σέρχιο ντελ Μολίνο,“Οι Γερμανοί”, διαδραματίζεται στο παρόν και ξεκινά με μια κηδεία, στο γερμανικό νεκροταφείο της Θαραγόθα, ενός ασυμβίβαστου ροκ μουσικού, ονόματι Γκάμπι Σούστερ. Κεντρικές φιγούρες σε αυτό το τελευταίο κατευόδιο τα αδέρφια του, η Εύα, μια ανερχόμενη τοπική πολιτικός, και ο Φέδε, λέκτορας Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Ρέγκενσμπουργκ της Γερμανίας που έχει χρόνια να εμφανιστεί στα πάτρια εδάφη. Οι κηδείες, ως γνωστόν, συχνά λειτουργούν ως κίνητρο για οικογενειακές αποκαλύψεις και τούτη η κηδεία ωθεί τα εναπομείναντα αδέρφια να αναρωτηθούν για πολλά: Γιατί περνούσαν τα Σάββατα της παιδικής τους ηλικίας καθαρίζοντας τάφους στο γερμανικό νεκροταφείο; Τι προκάλεσε την παρακμή του Γκάμπι που τον οδήγησε σε πρόωρο θάνατο; Ήταν η ομοφυλοφιλία και η απόλαυση της ελεύθερης φύσης του, η άρνηση των κοινωνικών κανόνων ή η εμμονή του εναντίον του Ναζισμού, οι αιτίες της μετωπικής σύγκρουσης με τον πατέρα τους ο οποίος κατείχε το δίπλωμα αλλαντοποιού του Ράιχ;

Όλα ξεκινούν από ένα “πολύ σύντομο επεισόδιο στην Ιστορία”, συγκεκριμένα στο Καμερούν, όπου οι αποικιακές φιλοδοξίες της Γερμανίας κατέληξαν βραχύβιες. Η περιοχή έγινε προτεκτοράτο το 1884 και στη συνέχεια, το 1916, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι άποικοι αναγκάστηκαν να φύγουν καθώς οι Σύμμαχοι προέλαυναν. Περίπου χίλιοι Γερμανοί περπάτησαν μέχρι την Ισημερινή Γουινέα, η οποία τότε ελεγχόταν από την ουδέτερη Ισπανία, και παραδόθηκαν στις αποικιακές αρχές. Αργότερα, εγκαταστάθηκαν σε βόρειες ισπανικές πόλεις, ανάμεσά τους και η Θαραγόθα, όπου ίδρυσαν μια μικρή εύρωστη κοινότητα, κλειστή σαν κάστα. Αυτή λειτούργησε ως ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της Γερμανίας στην Ισπανία. Πρόκειται για τους λεγόμενους Γερμανούς του Καμερούν, από τα λιγότερο γνωστά κεφάλαια του Μεγάλου Πολέμου, το οποίο στα βιβλία της Ιστορίας μπορεί να μην υπάρχει καν ως υποσημείωση, αλλά ο ντελ Μολίνο, εμπνευσμένος απ΄ αυτό, επιχειρεί να το φωτίσει και να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζει τις ζωές των επινοημένων απογόνων, θέτοντας ταυτόχρονα καίριους προβληματισμούς.

Ο ένθερμος πατριωτισμός της κοινότητας περνά από γενιά σε γενιά και τα παιδιά γαλουχούνται με μια υπερβάλλουσα αφοσίωση στο γερμανικό στοιχείο. Η Εύα, (Εύα Μπράουν την έλεγε περιπαικτικά ο σαρκαστικός Γκάμπι), και ο αδερφός της που τον ονόμασαν Φέδε αντί Φρίντριχ, όπως και οι φίλοι τους από άλλες γερμανικές οικογένειες στη Θαραγόθα, έχουν μεγαλώσει με την έννοια της πατρίδας (Heimat), μιας βαθιάς σύνδεσης με μια χώρα που δεν περιορίζεται γεωγραφικά, νιώθοντας νοσταλγία για αυτήν στην οποία δεν έζησαν ούτε οι παππούδες τους. Όπως το θέτει η Εύα, πέρασαν τη ζωή τους σε μια φανταστική χώρα. Ο πατέρας τους είναι πλέον χαμένος στη νόσο Αλτσχάιμερ για να μιλήσει για τα παλιά. Αλλά μια παιδική φίλη και με στενή σχέση με τον εκλιπόντα αδερφό, η Μπέρτα, παιδί επίσης οικογένειας Γερμανών από το Καμερούν, τώρα καθηγήτρια φυσικής στο Ανόβερο, η οποία όμως έχει ήδη “ξεχορταριάσει”, όπως λέει, την ιστορία των δικών της, καταφέρνοντας να ζει “εν ειρήνη με όλους και όλα”, θα πει κάποια στιγμή στον Φέδε: “Ο Χίτλερ βρήκε υποστήριξη από την αρχή στους Γερμανούς του εξωτερικού. Οι Ναζί δημιούργησαν έναν οργανισμό για να εξυπηρετεί τους Γερμανούς στο εξωτερικό (…) Ναζιστικοποιήθηκαν από τη μια μέρα στην άλλη”.

Το παρελθόν πάντα μπορεί να επιστρέψει και να προκαλέσει σεισμούς. Τα αδέρφια Σούστερ, που μέχρι πρότινος είχαν τραβήξει ο καθένας διαφορετικό δρόμο, επανενωμένα μετά τον θάνατο του Γκάμπι, αναγκάζονται καθυστερημένα να γνωρίσουν και να αντιμετωπίσουν την ιστορία τόσο εκείνων των Γερμανών όσο και της δικής τους οικογένειας που για γενιές κατείχε μια ακμάζουσα επιχείρηση αλλαντικών, πλέον χρεοκοπημένη. Οι Εύα και  Φέδε ζούσαν πάντα μια σχετικά ήρεμη ζωή, αλλά κάτω από τη σκιά ενός (γερμανικού) παρελθόντος που, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο, θα επέκτεινε τους δεσμούς του με τον ναζισμό. Τώρα βλέπουν ότι αυτό το παρελθόν επιστρέφει για να αλλάξει δραματικά το παρόν και να προκαλέσει μια περίπλοκη σκέψη γύρω από την κατασκευή της μνήμης, αλλά και την ευθύνη για ό,τι συνέβη. Ο Φέδε σκέφτεται πως ο Γκίντερ Γκρας μοιάζει να έγραψε “Το τενεκεδένιο ταμπούρλο” για τη δική του οικογένεια.

Με μια ίντριγκα που δυναμώνει σελίδα τη σελίδα, το μυθιστόρημα ασχολείται με ένα από τα πιο επαίσχυντα και λιγότερο γνωστά επεισόδια στην ιστορία των Ναζί και της Ισπανίας: πώς οι Ναζί που κατέφυγαν στη χώρα σε ένα επιχρυσωμένο καταφύγιο, ενεργοποίησαν τον νεοναζισμό στη Γερμανία. Φωτίζει την κόλαση στην οποία μπορεί να βρεθούν οι απόγονοι μιας σκοτεινής οικογένειας και αφήνει κάποια άβολα και πάντα επίκαιρα ερωτήματα να αιωρούνται και να προβληματίζουν εμπλεκόμενους και αναγνώστες: Πότε λήγουν οι αμαρτίες των γονέων; Έχουν τα παιδιά την υποχρέωση να τις εξιλεώσουν; Η ενοχή και η ευθύνη των γονιών κληρονομούνται; Που συναντά η ατομική ευθύνη την οικογενειακή;

Για τα αδέρφια Σούστερ, το παρελθόν επιστρέφει όταν εμφανίζεται ένας Ισραηλινός, ονόματι Ζιβ Αζουλάι, απόγονος ενός κυνηγού ναζί, ο οποίος ενδιαφέρεται για την αγορά μιας ποδοσφαιρικής ομάδας και άλλες ύποπτες επενδύσεις που απαιτούν την πολιτική στήριξη τοπικών πολιτικών παραγόντων, περιλαμβανομένης της Εύας την οποία απειλεί ότι, αν δεν συναινέσει, θα αποκαλύψει τα οικογενειακά της μυστικά που η ίδια προς το παρόν αγνοεί. Απλώς και μόνο με την επίκλησή τους, η αποκάλυψη κάποιων μακρινών γεγονότων θα μπορούσε σαν ωρολογιακή βόμβα να ανατρέψει το παρόν, να ραγίσει τις σχέσεις και να απειλήσει τις καριέρες τόσο της Εύας που προαλείφεται για υψηλότερη πολιτική θέση όσο και του Φέδε που διακυβεύεται η θέση του στο Πανεπιστήμιο. Κοινώς αυτός ο Ζιβ τους εκβιάζει με μαφιόζικο τρόπο, αναγκάζοντάς τους όχι μόνο να αναζητήσουν την αλήθεια, αλλά και να αναμετρηθούν μαζί της.

Ο ντελ Μολίνο χρησιμοποιεί το πρώτο ενικό πρόσωπο, δίνοντας φωνή σε τέσσερις βασικούς χαρακτήρες / αφηγητές (Εύα, Φέδε, Μπέρτα, Ζιβ) για να εκθέσει ο καθένας τη δική του πλευρά αλλά και να αλληλοσυμπληρωθεί η ιστορία των Γερμανών του Καμερούν. Οι οποίοι, αν και δεν επέστρεψαν ποτέ στη Γερμανία και παρέμειναν τυπικά μακριά από τα γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Ναζισμού, ανέπτυξαν και στήριξαν την ιδέα της αυτοκρατορίας, εξιδανικεύοντας όχι μόνο το αποικιακό παρελθόν της, αλλά και ό,τι προκάλεσε την πιο τρομερή από τις σύγχρονες καταστροφές της ανθρωπότητας. Υποστήριξαν τον Φράνκο κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου και τον Χίτλερ κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και μετά απ΄αυτόν, οπότε η Ισπανία του Φράνκο έγινε “ναζιστοφωλιά”, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, και Ναζί βοήθησαν άλλους Ναζί που ξέφυγαν από τις δίκες της Νυρεμβέργης για να διαφύγουν μέσω της Ισπανίας στη Λατινική Αμερική.

Με δεξιοτεχνία στην ανάπτυξη των χαρακτήρων του, ο συγγραφέας μας εισάγει στη σκέψη τους και στον συνειδησιακό τους κόσμο. Είναι χαρακτήρες που έχουν μια συναισθηματική εικόνα για την οικογένειά τους, η πραγματικότητα της οποίας όμως έρχεται σε αντίθεση με αυτό που θα ήθελαν να είναι και συνδέεται με την τρυφερότητα των παιδικών τους χρόνων. Κάποια στιγμή, αναφερόμενη σε ένα βιβλίο για τους Γερμανούς του Καμερούν που έπεσε στα χέρια της, η Εύα αναρωτιέται: “Πώς μπορούσε κάτι τόσο σχηματικό να σημαδέψει τη ζωή τόσων οικογενειών για τόσο μεγάλο διάστημα; Πώς μπορούσε να με καθορίζει κάτι που θα πρέπει να ήταν το παραμύθι των παιδικών χρόνων του παππού του πατέρα μου;”

Άλλοτε οξύς και καυστικός, άλλοτε γλυκόπικρος, τρυφερός και βαθυστόχαστος, ο ντελ Μολίνο εμπλουτίζει το μυθιστόρημα και με άλλα καυτά σχετικά θέματα, όπως η εκμετάλλευση του αισθήματος ενοχής της Γερμανίας και η μετατροπή του σε επικερδείς επιχειρήσεις ιδρυμάτων και οργανισμών που επωφελούνταν από τον πακτωλό των υποτροφιών, των επιδοτήσεων, των πανεπιστημιακών εδρών και των πρότζεκτ γύρω από την εβραϊκή κουλτούρα που επιχορηγούσε το γερμανικό κράτος. Ανάμεσά τους, επίσης, και το θέμα για το αν οφείλουν όσοι ωφελήθηκαν οικονομικά από τα εγκλήματα που διέπραξαν οι πρόγονοί τους να λογοδοτήσουν για τον πλούτο που κληρονόμησαν. Τελικά πόσο εύκολα αποδεκτή μπορεί είναι η απάντηση / άποψη ότι οι αμαρτίες των προγόνων δεν κληροδοτούνται στα παιδιά τους, τα οποία καταλήγουν να υφίστανται τις επιπτώσεις για επαίσχυντες πράξεις που ούτε τους ανήκουν ούτε τους αντιπροσωπεύουν, ειδικά όταν δεν τις έχουν αποκηρύξει; Αλλά και πόσο κλισέ, λόγω κατάχρησης, έχει γίνει η  φράση “κοινοτοπία του κακού” της Χάνα Άρεντ, ερώτημα με το οποίο έχει ασχοληθεί ως φιλόσοφος ο Φέδε;

“Οι Γερμανοί”, το δεύτερο μυθιστόρημα του 46χρονου σήμερα Σέρχιο ντελ Μολίνο που μεταφέρεται στα ελληνικά, μετά “Το δέρμα” (Ίκαρος, 2021), σε μετάφραση πάντα της Μαρίας Παλαιολόγου, τιμημένο με το ισπανικό βραβείο Alfaguara, είναι ένα βιβλίο γεμάτο αγωνία και συγκίνηση, αλλά και φλέγοντα ζητήματα. Με τεράστια ικανότητα αφήγησης και μουσικότητα, αρμονία στους διαλόγους των χαρακτήρων, κριτικό στοχασμό πάνω στα συναισθήματα, τις εθνικές μνήμες και τα οικογενειακά μυστικά, ο συγγραφέας δημιούργησε ένα πολυφωνικό αποκαλυπτικό μυθιστόρημα, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ιστορίας και ταυτότητας.

 

Sergio Del Molino, Οι Γερμανοί,  μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, Ίκαρος 

 

 

Προηγούμενο άρθροΚαμπάνια για τα Πνευματικά Δικαιώματα και την προστασία τους από την Τεχνητή Νοημοσύνη
Επόμενο άρθροΤο Χειρόγραφο Της Σαραγόσα: ένα συρταρωτό μυθιστόρημα για μια κιβωτό των σκηνοθεσιών (του Μανώλη Γαλιάτσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ