του Στέφανου Δημητρίου (*)
«ὅμως δὲ καὶ ἐν τούτοις διαλάμπει τὸ καλόν»[1]
I
«Είναι σε θέση, άραγε, οι σύγχρονοι θεσμοί της δημοκρατικής πολιτικής ζωής να αντέξουν τις πολωτικές πιέσεις που χαρακτηρίζουν την εποχή μας; Σε αυτό το σημείο, ανακύπτει ξανά ο φόβος ότι η δημοκρατία θα φτάσει στο τέλος της εξαιτίας της απώλειας μιας κοινής αίσθησης του σκοπού ή της πλήρωσής της. Κι αν πάρουμε τον Πλάτωνα ως οδηγό, αυτές οι δύο καταστροφές – μια οικολογική και μια πολιτική – είναι πιθανότατα συνδεδεμένες μεταξύ τους μέσω του φαινομένου της ανθρώπινης όρεξης. Για τον Πλάτωνα, οι ορέξεις μας είναι ακόρεστες και απεριόριστες – μπορούν να υποστούν αμέτρητες μεταμορφώσεις στη φαντασία. Επιδιώκουν να αποκτήσουν και να καταναλώσουν, χωρίς να έχουν ουδεμία αίσθηση του αρμοστού μας σκοπού. Η δημοκρατία, για τον Πλάτωνα, είναι ακριβώς αυτή η πολιτική μορφή που ερεθίζει τις ορέξεις μας και μας ενθαρρύνει να τις διευρύνουμε χωρίς όριο. Αν ο Πλάτωνας παρατηρούσε τη σημερινή πολιτική σκηνή, θα του φαινόταν λογικό να πει ότι η δημοκρατία φτάνει στο τέλος της, εγκαινιάζοντας μια τυραννία των ορέξεων που η ίδια από μόνη της επιφέρει την οικολογική καταστροφή» (σς.18-19). Το παραπάνω απόσπασμα παρουσιάζει με ενάργεια τη δέσμη των προβλημάτων που απασχολούν τον Τζόναθαν Ληρ σε αυτό το προκλητικά ενδιαφέρον βιβλίο του. Δεν είναι τα μόνα, αλλά είναι τα κυριότερα, υπό την έννοια ότι αυτή η «τυραννία των ορέξεων» απειλεί το μέλλον της ανθρωπότητας, απειλώντας τον κοινό τόπο όλων των ζωντανών πλασμάτων μέσω της οικολογικής καταστροφής, στην οποία οδηγεί η διαρκώς επιδεινούμενη κλιματική κρίση. Αυτή, σε συνδυασμό με την πρόσφατη υγειονομική κρίση της πανδημίας, η οποία επίσης απασχολεί τον συγγραφέα στο βιβλίο του, αναδεικνύει την αμφισημία του τέλους και ως σκοπού και ως τερματισμού. Το τέλος, με αυτή τη δεύτερη σημασία, ως τέλος του πλανήτη και του κόσμου, αναδεικνύει και το εύτρωτο, το ευάλωτο, της ανθρώπινης ύπαρξης. Αναδεικνύεται δηλαδή ξανά ο απωθημένος φόβος μπροστά στην απώλεια, η οποία αποτελεί πάντα το επώδυνο τεκμήριο της προσωρινότητας της ανθρώπινης ύπαρξης, των ορίων της, αλλά και της περατότητας του νοήματός της. Ο Ληρ, λοιπόν, θα θέσει το ερώτημα του πώς είναι αντιμετωπίσιμος, διαχειρίσιμος ο φόβος της απώλειας και του γεγονότος ότι ο άνθρωπος είναι ευάλωτος. Αυτό μάς οδηγεί και στη φράση, από το παραπάνω απόσπασμα, σχετικά με το ότι οι ακόρεστες και απεριόριστες ορέξεις μας μπορούν να υποστούν μεταμορφώσεις στη φαντασία. Ποια λοιπόν μπορεί να είναι η λειτουργία της τελευταίας σε όλα αυτά και πώς μπορεί – εάν μπορεί – να συνδεθεί με τη σημασία του τέλους ως σκοπού; Αυτό το τελευταίο συνδέεται με την παραγνωρισμένη, πλέον, σημασία της ιερότητας ως συνθήκης νοηματοδότησης της ύπαρξης μέσω της επίγνωσης των ορίων της ως προς το αμετάκλητο γεγονός της θνητότητας; Αυτά τα ερωτήματα που θέτει ο Ληρ υπομιμνήσκουν τη λησμονημένη σημασία των ορίων της ύπαρξης. Αυτή η λησμονιά δεν είναι πραγματικά παρηγορητική, διότι οδηγεί στη φυλακή μιας ψευδαίσθησης. Οδηγεί στην ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας και της συνακόλουθης αλαζονείας. Ο φόβος του τέλους, κάθε φορά που επανέρχεται μέσα από την οδυνηρή υπόμνηση των ορίων της ύπαρξης, όταν βρισκόμαστε μπροστά στην απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, είναι αντιμετωπίσιμος, αφού καταστεί παραδεκτός, μέσω πιο υγιούς τρόπου. Αυτός ο τρόπος είναι και τρόπος του υπάρχειν μέσα στην αβεβαιότητα των συνθηκών, ενώ ταυτόχρονα είμαστε όλοι φορείς μιας αδιαμφισβήτητης βεβαιότητας: φέρουμε το τέλος μας ήδη από την έλευσή μας στον κόσμο.
Ο Τζόναθαν Ληρ, στρεφόμενος στον Φρόιντ, αναζητεί και επισημαίνει τρόπους να κατανοήσει κανείς την απώλεια μέσω του πένθους ως μιας υγιούς εσωτερικής λειτουργίας: «Το πένθος δείχνει ότι ακόμη και στο έσχατο σημείο του πόνου, στον θάνατο δηλαδή ενός αγαπημένου προσώπου, παραμένουμε ενεργοί, προσπαθούμε να κατανοήσουμε τη σημασία των προσκολλήσεών μας. Αυτή η δραστηριότητα λογίζεται ως υγιής, επειδή η προσπάθεια να κατανοήσουμε μέσω της δημιουργίας νοήματος είναι η χαρακτηριστική μας δραστηριότητα – είναι ο τρόπος, με τον οποίο ευδοκιμούμε ακόμη και σε περιόδους και σε περιόδους πόνου και θλίψης. Αλλά η ψυχαναλυτική κατανόηση του πένθους μάς οδηγεί πολύ πιο πέρα από την παραδειγματική στιγμή στο μνήμα. Από τη στιγμή που κατανοούμε την ερωτική δυναμική της προσκόλλησης, του χωρισμού και της απώλειας, είμαστε σε θέση να δούμε ότι το πένθος με την ευρεία έννοια είναι διάχυτο στην ανθρώπινη ζωή» (σ, 31). Το πένθος, όμως, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, αναπόφευκτα συνδέεται και με ένα σύνολο συναισθημάτων, που έχουν και ηθική διάσταση. Αισθήματα, πέραν του πόνου, της μελαγχολίας και της θλίψης, όπως είναι οι ενοχές και ο θυμός, αναδύονται μαζί με την απώλεια. Ο Ληρ θεωρεί ότι, σε αυτή την περίπτωση, είναι σημαντική η ισχύς του υπερεγώ, που μπορεί να οδηγήσει σε αυτοκαταστροφικές ενοχές και αναστολές η «σε φαντασιωτικές εικόνες του κακού άλλου, ο οποίος τιμωρείται και καταφρονείται από εμάς» (σ. 34). Για τον συγγραφέα, το πένθος μπορεί να παράσχει ανακούφιση από όλα αυτά, όχι με έναν αυτοματικό τρόπο, εφόσον το ίδιο έχει στάδια και αναβαθμούς, αλλά ως εσωτερική διεργασία, που, χωρίς να παύει να αποτελεί διαδικασία είναι ταυτόχρονα και «μια δραστηριότητα της φαντασίας και της μνήμης με χαρακτήρα παιχνιδιού, κατά την οποία θυμόμαστε το αγαπημένο πρόσωπο τόσο με τις αξιαγάπητες όσο και με τις όχι τόσο αξιαγάπητες πλευρές του» (σ.35). Μια τέτοια εσωτερική διεργασία, όμως, μπορεί να συντελεστεί χωρίς να συνιστά και κατεργασία του εαυτού, η οποία να οδηγεί στο να αναγνωρίσουμε την απώλεια και τον πόνο που θα επιφέρει; Είναι αυτό στοιχείο, γνώρισμα μιας πιο θαρραλέας αντιμετώπισης της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου, άρα και της συνακόλουθης υπόμνησης του κοινού τέλους; Μπορούμε να φανταστούμε τον άνθρωπο να ευδαιμονεί, με την αριστοτελική σημασία του όρου, ενώ ταυτόχρονα έχει παραδεχθεί μέσα του την ακράδαντη βεβαιότητα του αναπόφευκτου τέλους; Συνδέεται δηλαδή με έναν τρόπο επανεπινόησης (δεν είμαι σίγουρος ότι είναι ακριβής αυτός ο όρος, αλλά ελπίζω στη συγχωρητική κατανόηση του αναγνώστη) του ανθρώπου ως προσώπου, άρα και με μία σύλληψη του πώς κατανοούμε τη ζωή, τον έχοντα νόημα ανθρώπινο βίο, καθώς και του αναπόφευκτου περιορισμού του; Υπάρχει ένα στοιχείο αρετής σε αυτήν την εσωτερική διεργασία, η οποία είναι και εσωτερική άσκηση;
II
Ο Τζόναθαν Ληρ συνδέει τα παραπάνω με την έννοια του ηθικού βίου. Αυτός είναι ακατανόητος χωρίς την αριστοτελική έννοια της αρετής, οπότε ο συγγραφέας θα συνδυάσει αυτές τις δύο έννοιες με τη λειτουργία του πένθους. Αυτή η έννοια της αρετής θα συνδεθεί με το αριστοτελικό καλόν[2]. Αυτό ο Αριστοτέλης το αναγνωρίζει μέσω των τρόπων με τους οποίους πράττουν οι άνθρωποι. Όταν τα ανθρώπινα ενεργήματα είναι σε συμφωνία με αυτό το είδος ευγένειας, ηθικής ωραιότητας, που είναι το καλόν, τότε η ανθρώπινη ευδαιμονία υπερβαίνει την ευημερία των άλλων ζωντανών πλασμάτων και αναβιβάζεται σε υπέρτερο είδος ευτυχίας, σε ένα ζην καλώς και ευδαιμόνως, όπως ορίζεται το γνωστό ευ ζην, όπου το «καλώς», για να συστοιχεί προς το «ευδαιμόνως», θα πρέπει να μετέχει στο καλόν. Ο Τζόναθαν Ληρ το κατανοεί και το αποσαφηνίζει ως εξής: «Το καλόν είναι ένας κρίσιμος κόμβος της ανθρώπινης εμπειρίας: συνδέει την κοινωνική εμπειρία του να αναγνωρίζεσαι με σεβασμό και θαυμασμό με την προσωπική ικανοποίηση της γνώσης ότι ενήργησες καλά και όλοι συλλαμβάνουν ορθά το καλόν της [η έμφαση είναι του συγγραφέα] πράξης. Εντός του καλού, ο εαυτός, η κοινωνία και ο κόσμος ενώνονται σε μια έκδηλη αρμονία» (σ.36). Ο Ληρ, για να το αποσαφηνίσει ακόμη πιο πολύ, φέρνει ως παράδειγμα την αρετή της γενναιοδωρίας, την οποία παρουσιάζει ως ψυχικό χάρισμα. Αφού εξηγήσει το σε τι συνίσταται και πώς εκδηλώνεται, θα την συνδέσει με την αριστοτελική έννοια του καλού, για να τονίσει ότι, πέρα από το ότι αυτή δεν αποσκοπεί σε κάποιο αντιχάρισμα, αλλά ότι η ίδια είναι η ανταμοιβή της και αφού την συνδέσει με την ευημερία του γενναιόδωρου ανθρώπου, θα πει ότι η σχέση της γενναιοδωρίας με το καλόν είναι η ακτινοβολούσα λάμψη της. Τέτοιο καλόν είναι, για τον Τζόναθαν Ληρ, και το ίδιο το πένθος. Το πένθος, για τον συγγραφέα, μέσω του καλού, είναι και αυτό θαυμαστό, διότι, προκειμένου να απαντήσουμε στην απώλεια, μέσω του πένθους, ανανοηματοδοτούμε: «αναδημιουργούμε στη μνήμη και τη φαντασία αυτό που χάσαμε και αναζωογονούμε μορφές ζωής που διαφορετικά θα μπορούσαν να εξαφανιστούν. Κάτι τέτοιο μου φαίνεται μια θαυμαστή απάντηση στην αγάπη και στην απώλεια∙ μια θαυμαστή απάντηση στη φροντίδα και στην περατότητα εν γένει» (σ.38).
Η πλούσια προβληματική του συγγραφέα προχωρεί από τον Αριστοτέλη στον Φρόιντ, έχοντας ως ερμηνευτικό πρίσμα όλα τα διακυβεύματα που αναδείχθηκαν κατά την πρόσφατη πανδημία, με άξονα, κυρίως, το δοκίμιο του Φρόιντ «Το Εφήμερο». Ο Ληρ παρουσιάζει δύο δικές του αναγνώσεις του δοκιμίου: μια πριν από την πανδημία και μία μετά. Η μελέτη του δοκιμίου τον οδηγεί στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Γράφοντας στην εποχή μιας παγκόσμιας καταστροφής, ο Φρόιντ πάλευε με ζητήματα νομιμότητας στη φαντασιακή ζωή. Ειδικότερα, ο ίδιος παρατήρησε ότι η επιθυμία για φαντασία δεν μπορούσε πλέον να ικανοποιηθεί μέσω μιας φαντασίωσης, αυτής του μακρινού ταξιδιού του πολιτισμού. Το υποκατάστατο ιδεώδες – η επανάληψη – είναι ομολογουμένως πιο εύθραυστο: δεν υπάρχει εγγύηση ότι το είδος μας είναι αιώνιο ή ότι ο κατοικήσιμος κόσμος μας θα διαρκέσει. Παρ’ όλα αυτά, η αναγνώριση αυτού του γεγονότος μπορεί να διανοίξει χώρο για πιο βιώσιμες μορφές φαντασίωσης, για έναν αρκετά καλό [good enough] φαντασιακό κόσμο. Υπάρχει μια υπόνοια αιωνιότητας στην επανάληψη: (για όσο αντέχουμε) θα στρεφόμαστε, με φάρο την ελπίδα, προς την κατεύθυνση της επιστροφής του καλού. Θεωρώ εύλογο ότι μπορεί να υπάρξει περαιτέρω άντληση της ελπίδας από την αναγνώριση της ανθεκτικότητάς της (παρά την επίγνωση της ευθραυστότητάς μας), η οποία είναι εγγενής στον άνθρωπο» (σ.66).
Μπορούμε, λοιπόν, να σκεφτούμε το διαλάμπον καλόν ως πτυχή της εσωτερικότητάς μας; Μπορούμε να το θεωρήσουμε μέρος της προσωπικής αρετής μας, όπως αυτή νοηματοδοτείται πάντα και στη σχέση μας με τους άλλους; Αυτή η σχέση καταργείται, όταν οι άλλοι μάς αφήνουν και φεύγουν, όταν πεθαίνουν; Υπάρχει συνδρομή της φαντασίας – και όχι της φαντασιωτικής παράστασης κατ’ ανάγκην – στο να επινοήσουμε έναν πιο ευρύ εσωτερικό εαυτό, ώστε να χωρά το νόημα της απώλειας, καθώς και αυτούς που, κάθε φορά, εξατομικευμένα την εκφράζουν; Ίσως να μη συναντήσουμε ποτέ τον εαυτό μας ολόκληρο, χωρίς το αντάμωμα, τη γειτνίαση με αυτή τη μερικότητα, τη μερικότητα της απώλειας, η οποία συχνά έχει συναισθηματικές διαστάσεις αυτοδύναμης επικράτειας. Είναι το κομμάτι που παίρνουν μαζί τους αυτοί που μας αφήνουν. Αλλά μόνον έτσι μπορούμε να τους ξανακερδίσουμε ως μέρος του εαυτού μας, ο οποίος, τότε, γίνεται κάπως πληρέστερος σε νόημα. Και ίσως αυτό να είναι για το καλόν μας. Ίσως και να το γεμίζει κάπως παραπάνω.
(*) Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
1] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1100b 29-31
[2] Αξίζουν συγχαρητήρια στον μεταφραστή, Γιάννη Μολυνδρή, ο οποίος άφησε ως έχει τον όρο, για τους λόγους που με πλήρη σαφήνεια εξηγεί στο προτασσόμενο, στην έκδοση, σημείωμά του.
![]()























Jonathan Lear, Φαντάσου το τέλος. Πένθος και ηθικός βίος, μετάφραση: Γιάννης Μολυνδρής, Κύκλος, Αθήνα 2024
