“Η κόρη μου γράφει κατευθείαν στ’ αγγλικά” (γράφει η Βαρβάρα Ρούσσου)

0
124

της Βαρβάρας Ρούσσου

Μετά από πολλά χρόνια εκδοτικής (ωστόσο όχι δημιουργικής) σιωπής στην ποίηση αλλά χρόνια γόνιμου φιλολογικού/επιστημονικού έργου, που περιλαμβάνει μάλιστα ιδιαίτερες παρεμβάσεις για τη σύγχρονη ποίηση, η Ελισάβετ Αρσενίου επανέρχεται με μια διαφορετική συλλογή συγκριτικά με τις προηγούμενες (Οδυσσία 2005, Χιλιάδα 2011 αμφότερες εκδ. τυπωθήτω). Τα ίχνη όμως της ρητορικής/ποιητικής της, ιδίως όπως διαμορφώνονται στη Χιλιάδα, διακρίνονται και σε αυτά τα πρόσφατα ποιήματα, ορισμένα από τα οποία είχαν περιληφθεί, με διαφοροποιήσεις, στην ηλεκτρονικά δημοσιευμένη συλλογή Εννιάδα (2023).[1] Σε αυτήν αναγνωρίζουμε τη Χιλιάδα αλλά και την απόσταση από αυτήν.

Η συλλογή απαρτίζεται από 27 ποιήματα που δεν κατανέμονται σε διακριτά μέρη αλλά ορισμένα συγκροτούν μικρούς θύλακες με κοινά στοιχεία. Έτσι, ακολουθώντας μια χρονική γραμμικότητα τα πρώτα ποιήματα στοιχειοθετούν το βασικό πλαίσιο της ποιητικής φωνής: οικογένεια, περίγυρος ενώ τα τελευταία περιστρέφονται γύρω από τον προβληματισμό περί ποίησης.

Ο τίτλος Η κόρη μου γράφει κατευθείαν στ’ αγγλικά ανοίγει μια ρωγμή στη μητρική γλώσσα: η μητέρα-«ποιήτρια» βλέπει τη γλώσσα της να παρακάμπτεται, το μητρικό μετατοπίζεται, η μητέρα παραμερίζεται πολιτισμικά στη μετάβαση από την ελληνική ταυτότητα σε αγγλόφωνο γλωσσικό πλαίσιο, μια διαφυγή από το στενό χώρο όπως εξάλλου αυτός αποδίδεται στο ποίημα «Τι λέω στην εαυτή μου όταν θέλει να φύγει από την Ελλάδα και να γράφει αγγλικά». Εάν συσχετίσουμε τον τίτλο της συλλογής με το παραπάνω ποίημα τότε η κόρη δεν είναι παρά η ίδια η ποιητική φωνή και η μετακίνηση αυτή γίνεται δηλωτική μιας βαθιάς απαρέσκειας. «this is the oppressor’s language/yet I need it to talk to you» («Αυτή είναι η γλώσσα του καταπιεστή, κι όμως τη χρειάζομαι για να σου μιλήσω.») γράφει στο ποίημά της «The Burning of Paper Instead of Children» η Adrienne Rich. Αντί για την μητρική γλώσσα (“maternal tongue”) που θα προέκυπτε αν η γυναικεία εμπειρία, το σώμα και η σχέση αντικαθιστούσαν την εξουσία και την ιεραρχία, η κόρη -ή η ποιητική φωνή- μετακινούνται σε μια διεθνή γλώσσα σε μια απόπειρα ανοίγματος και διαφοροποίησης αφήνοντας πίσω μητρότητα και εθνικότητα. Συνεπώς, ο τίτλος εισάγει την έννοια της υπονόμευσης, ανατροπής μέσω της γλώσσας και της ανάλογης ειρωνικής ρητορικής.  της αμφισημίας λέξεων και συχνά μιας απροσδόκητης εικονοποιΐας όπου η εμπειρία εικονοποιείται, σχεδόν με μια εικαστικότητα, διυλισμένη από μη άμεσα ορατό θεωρητικό υπόβαθρο. Ένα σταθερό στοιχείο της συλλογής λοιπόν είναι η διαβρωτική ρητορική ενισχυμένη, σε ορισμένα ποιήματα, από ένα ψευτοδιδακτικό-ηθικό ύφος όπου η φωνή φαίνεται σαν να υπαγορεύει κανόνες ή αξίες, αποκαλύπτει εκ των έσω τις ρητορικές συμβάσεις του «ηθικού» απογυμνώνοντας τον ίδιο τον τόνο της αυθεντίας. Τα ποιήματα δηλαδή δομούνται άλλοτε με τρόπο γλωσσικά απογυμνωμένο άλλοτε με έμφαση στο σταδιακό χτίσιμο του σαρκαστικού τόνου άλλοτε μέσω μιας μικρής μεταφορικής αφήγησης όπου το αρχικό βιωματικό έναυσμα παραμένει ως υπόκωφη ένταση που την ενεργοποιεί ιδιαίτερα η χρήση πρώτου ενικού. Η έμφαση επομένως δίνεται στη γλώσσα και την εικόνα. Εξαιτίας της εκφοράς σε πρώτο ενικό, αν και από ένα αντιλυρικό «εγώ», αλλά και λόγω του γενικότερου τόνου τους τα ποιήματα δίνουν την αίσθηση αυτοαναφορικότητας, μιας στοχαστικής αλλά όχι αποστασιοποιημένης εξομολόγησης χωρίς να δηλώνεται το συναίσθημα αλλά η προϋπόθεσή του.

Ο αιχμηρός τόνος που προανέφερα σε πολλά ποιήματα χρειάζεται την αναγνωστική επαγρύπνηση για να ενεργοποιηθεί και να διαφανεί η στόχευση. Το επίτευγμα της συλλογής είναι ότι, παρά το αναγνωρίσιμο ποικίλο μάλιστα θεωρητικό υπόβαθρο, παρά τη χρήση μεταφορών που αποκαλύπτουν αποκρύπτοντας, είναι δυνατή η εγγύτητα με το αναγνωστικό κοινό. Έτσι τελικά η συλλογή κινείται από τον σαρκασμό στην τρυφερότητα και είναι καταστατικά πολιτική μέσα από το προσωπικό το οποίο υποδεικνύει ως ατομική περίπτωση. Αναγνωρίζεται δηλαδή η ατομική πορεία ως αναγκαστικά μοναχική οδός χωρίς οραματισμούς ενός αμφίβολου «εμείς».

 

Θα επιχειρήσω να δείξω τα παραπάνω με αναφορές σε συγκεκριμένα ποιήματα της συλλογής.

Στο ποίημα «Γεύμα», («Δυο αντίπαλα κτήνη/φαίνονται μόνο στο συγκεκριμένο φως/καλλωπισμένα./Πώς να μη δείξω εμπιστοσύνη/όταν ισορροπούν μακριά, αστήριχτα, για ώρες/Και μας ακούν που γίναμε αυτοί που τώρα/δυο αλογατάκια τριγυρίζουνε/κρύβοντας τακτικά τις εκδοχές τους/με λάμπες μες στο στόμα τους/με σωληνάκια φωτισμού στα ρούχα/…») με απόλυτη οικονομία, η σκηνή της συνάντησης αντιστρέφεται: η κοινή πράξη της συνεστίασης μετατρέπεται σε τελετουργία υποβάθμισης της ανθρώπινης παρουσίας. Τα δυο «αντίπαλα κτήνη», μπορεί οι συνδαιτυμόνες, ζωόμορφοι άνθρωποι, ή ακόμη τεχνητές υπάρξεις φωτός και επιφάνειας, αναλαμβάνουν τον ρόλο των θεατών των ανθρώπων που εγκλωβίζονται στο τώρα μιας ατελούς φράσης, στη ρωγμή του διασκελισμού στο στίχο «και μας ακούν που γίναμε αυτοί που τώρα/δυο αλογατάκια τριγυρίζουνε». Η απρόσμενη εικόνα δημιουργεί ένα μεταιχμιακό χώρο ανάμεσα στο ανθρώπινο και μη ανθρώπινο.

Μεταξύ άποψης περί τέχνης και αντιαποικιοκρατικής προοπτικής το ποίημα «Ανάμεσα απ’ τα κεφάλια» μέσω της καταλυτικής ειρωνείας, στο όριο σαρκασμού, και των δίσημων λέξεων, επιχειρεί να υπονομεύσει την ιεραρχία θεατή–αντικειμένου, κυρίαρχου–αποικιοκρατούμενου, με μια σχεδόν σατιρική γλώσσα: «Όταν πρωτάκουσα την λέξη Ύψιστο/δεν θυμάμαι αν ήμουν στο σπίτι/ή σε μουσείο.//Το αντικείμενο πάντως ήταν φερμένο/απ’ τις αποικίες./Καθόλου απροστάτευτο./Έπρεπε να παίζει./[…]Τότε μπορούσες για λίγο να το αντικρίσεις./Ποτέ μου ολόκληρο δεν τα κατάφερα/μέσα στο έκθαμβο πλήθος./Είμαι, ξέρετε, κοντή./». Όμως, υπόκειται και ένας ακόμη αποκλεισμός υφασμένος από την αντίθεση των λέξεων «Ύψιστο» -αρχή του ποιήματος- και «κοντή»- τελευταία λέξη: ποιο άτομο δικαιούται να δει, ποιο αποκλείεται, ποιο εκτοπίζεται και μετατρέπεται σε αντικείμενο όπως αυτό που εντέλει όφειλε να δει ως θεατής;

Με τον ίδιο τρόπο η δισημία της λέξης «καθάρισα» (σκότωσα ή ξεβρώμισα) κυριαρχεί στο «Όταν λέω καθάρισα»: «δεν εννοώ ότι σκότωσα.//Θα μου πεις καθαρίζεις/από κάποιον κακό/[…] Το πολύ/να μοιάζω μ’ αυτές/που καθαρίζουν τα πολύ βρώμικα σπίτια/…».

Το ποίημα «Θα πω τώρα κάτι αναφομοίωτο» αποτελεί μια κριτική τοποθέτηση απέναντι στη λογοτεχνία. Ο τίτλος, που είναι ουσιαστικά και ο πρώτος στίχος του ποιήματος, ανοίγει ένα παιχνίδι μεταποίησης του λόγου σε πράξη: «ξέρετε εσείς τι θα το κάνετε/Θα ρίξω τα βοτσαλάκια μου στη μεγάλη αλληγορία/εκεί που θα μπορούσα να ρίχνω τροφή/στα σκυλόψαρα./Υπάρχει ένα ενδιάμεσο είδος αποδείξεων/ανάμεσα σε μένα/και σε αυτά που γράφω./ Μέχρι να μου φάνε το χέρι/που παρορμητικά έβαλα στο νερό./». Η φωνή εκφοράς γνωρίζει τον κίνδυνο της μη αφομοίωσης (από αναγνώστες,   σύστημα λόγων, παράδοση). Η φράση «ξέρετε εσείς τι θα το κάνετε» έχει ειρωνική, σχεδόν αντιδιδακτική διάθεση: παραδίδει το λόγο της φωνής στο κοινό, αποσύροντας όμως την εξουσία του νοήματος. Τα «βοτσαλάκια», ίχνος λόγου, μικρό, σχεδόν ανεπαίσθητο, ποιήματα μη αφομοιώσιμα ή αντιλήψεις ριζικά διαφορετικές, αντιμετωπίζονται από κοινό ή/και κριτική αρνητικά ή αδιάφορα («ξέρετε τι θα το κάνετε»). Οι «αποδείξεις» δεν είναι επιστημονικές ούτε τεκμηριώνουν την αναπαράσταση του βιώματος και η ποίηση δεν είναι ποτέ άμεση μαρτυρία, αλλά ενδιάμεση μορφή μεταξύ εμπειρίας και τεκμηρίου. Υπονοείται εδώ μια ποιητική επιτελεστικότητα όπου το γραπτό δεν επιβεβαιώνει το βίωμα, αλλά το ανασχηματίζει σε μια ασταθή μορφή «απόδειξης». Η διαφορετική αντίληψη περί ποίησης πέφτει στη δεξαμενή των ορισμένων παγιωμένων θέσεων, στη «μεγάλη αλληγορία»-λίμνη όπου καραδοκούν οι καρχαρίες.

Το ποίημα «Τι λέω στην εαυτή μου όταν θέλει να φύγει από την Ελλάδα και να γράφει αγγλικά», που ακολουθεί το ομότιτλο της συλλογής, προετοιμάζει σειρά άλλων που μέσω αλληγοριών ή και ρητά σκιαγραφούν στάσεις, θέσεις και πρακτικές που έρχονται σε σύγκρουση με το λογοτεχνικό και θεωρητικό κατεστημένο στο λογοτεχνικό πεδίο:  «Κι εγώ σε όλη μου τη ζωή μάθαινα τη γλώσσα/που δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς./Που όσοι την γράψανε/μετάνιωσαν, γιατί δεν διαβαστήκαν./»).

Τα επόμενα, πέντε τελευταία ποιήματα θέτουν στο επίκεντρο την ίδια την ποίηση. Δεν θα τα έλεγα ποιήματα ποιητικής αλλά ποιήματα-δοκίμια επειδή με τρόπο πυκνό, μεταξύ προστακτικής, αποφθεγματικού ή και ψευδοδιδακτικού τόνου αποτελούν ουσιαστικά την πύκνωση σειράς διαδικτυακών δοκιμίων περί ποίησης που έχει δημοσιεύσει η Αρσενίου τα προηγούμενα χρόνια. Κομβικά θεωρώ τα «Τι λέω στην εαυτή μου που ανησυχεί για την υποδοχή του νέου της βιβλίου», «Χρήσεις της ποιήτριας» και αυτό που κλείνει τη συλλογή θέτοντας το ψευδο-οντολογικό ερώτημα «Είναι αυτό ποίηση;». Το δεύτερο αποτελεί ειρωνική ανατομία του πεδίου της λογοτεχνίας ως έμφυλου χώρου εξουσίας. Η ποιητική φωνή εδώ δεν αναφέρεται απλώς στη σχέση κριτικού–ποιήτριας μιλά για το πώς ο ανδρικός λόγος της κριτικής και του πολιτισμικού κεφαλαίου κάνει «χρήση» των ποιητριών μετατρέποντάς τες σε αντικείμενο σχέσης, εργαλείο προβολής ή επιβεβαίωσης. Υιοθετείται ο λόγος του άντρα κριτικού (τόνος «αντικειμενικότητας», «εκτίμησης», ψευδομεγαλοψυχίας, ανωτερότητας, γνώσης )  για να αποδομηθεί έτσι εκ των έσω. «Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να σε αγνοήσει, οπότε σε χρησιμοποιεί» ή «Δεν θέλει να μην θεωρηθεί επίκαιρος, οπότε σε αποδέχεται», «Και αν γίνεις εσύ κατεστημένο, θα σου λέει ότι έγραψε καλή κριτική…» Η ειρωνεία, λοιπόν, δεν είναι απλώς σάτιρα· είναι φεμινιστική στρατηγική αποκάλυψης της εξουσίας του λόγου. Η Αρσενίου ενσωματώνει τη φεμινιστική κριτική για τη γλώσσα του κανόνα: πώς η γλώσσα επιτελεί ρόλους και κατηγορίες.

Η απάντηση με όχημα το ποίημα «Είναι αυτό ποίηση;» αποτελεί την προσωπική κατάθεση, το μεταξύ βιώματος-εμπειρίας και γνώσης, ακριβώς αυτό που η Αρσενίου υπερασπίζεται θεωρητικά. Η ποίηση ως πράξη ατομική που αφορά το συλλογικό, πράξη απεύθυνσης, απελευθέρωσης δεν μπορεί να υπακούει σε προδιαγεγραμμένα όρια,  ρητορική/τρόπους που καθορίζονται ως «λογοτεχνικοί» ή όχι, ούτε να αναγνωρίζει «θέματα» (αν μιλάμε για θέμα στην ποίηση) ως μη «λογοτεχνικά». Δεν έχει στόχο να επαναλαμβάνει μορφές και ταυτότητες είναι ενσώματη και παράγει άμεσο συν-αίσθημα (affect, affective).

Κλείνοντας, από τα δοκιμιακά κείμενα της Αρσενίου επιλέγω ως συναφή την κατηγορηματικά αντιουσιοκρατική δήλωση: «Λογοτεχνία είναι αυτό που επανασυστήνεται εκ θεμελίων κάθε φορά. Είναι αυτό που λέει όσα ήρθε η στιγμή να ειπωθούν, και δεν γίνεται αλλιώς. Αν γίνεται να τα πεις αλλιώς, δεν είναι λογοτεχνία.». Έτσι οι ιμπρεσιονιστικού τύπου ασαφείς μεταφορικές απαντήσεις για το τι είναι ποίηση βρίσκουν την αισιόδοξη,  προβοκατόρικη (για όσους θεωρούν ότι δεν υπάρχει ποίηση), πολύ συγκεκριμένη ανταπάντηση τους, ανοιχτή στις πολλαπλές αναγνώσεις, στο παρόν και μέλλον. Την ποίηση: «Στο μέλλον θα την διεκδικήσουν οι καινούργιες οντότητες, τεχνητές και φυσικές. Θα θέλουν με αυτή να αλλάξουν τον κόσμο./».

[1]https://www.academia.edu/102340788/%CE%95%CE%9D%CE%9D%CE%99%CE%91%CE%94%CE%91

 

Ελισάβετ Αρσενίου, η κόρη μου γράφει κατευθείαν στ’ αγγλικά εκδ. θράκα 2025

Προηγούμενο άρθροDimitré Dinev, Αυστριακό Βραβείο Βιβλίου 2025 (επιμ. Αλεξάνδρα Χαΐνη)
Επόμενο άρθροΣκοτώνοντας τους Νεκρούς (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ