Η αστική τάξη στη γενιά του ’30. Το παράδειγμα του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη (της Ανθούλας Δανιήλ)

0
9

 

της Ανθούλας Δανιήλ

Ανάμεσα στους δώδεκα της γνωστής φωτογραφίας της γενιάς του ’30 είναι και ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης. Πρώτος στους όρθιους από αριστερά. Οι άλλοι είναι οι: Ηλίας Βενέζης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Θεοτοκάς και καθιστοί με την ίδια σειρά οι: Άγγελος Τερζάκης, Κ. Θ. Δημαράς, Γιώργος Κατσίμπαλης, Κοσμάς Πολίτης, Ανδρέας Εμπειρίκος. Πεζογράφοι, ποιητές, γραμματολόγοι, μελετητές, και ο Κατσίμπαλης φίλος και χρηματοδότης και μέγας βιβλιογράφος και «Κολοσσός του Μαρουσιού» και των ελληνικών γραμμάτων.

Αν κοιτάξουμε τον χρόνο γέννησης του καθενός, άλλος γεννήθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα, άλλος στην αρχή του 20ού και, λίγο-πολύ, κανείς δεν είναι ακριβώς συνομήλικος με τον άλλο. Ωστόσο, όλοι ανήκουν στην ίδια λογοτεχνική γενιά που έχει σαφή διακριτικά από την προηγούμενη και από τις επόμενες, αν και οι επόμενες, παρ’ ότι έχουν μπολιαστεί αρκετά από αυτήν, έχουν αλλού απομακρυνθεί. Όσο όμως κι αν η μια γενιά διαφέρει από την άλλη, όσο κι αν η κάθε γενιά ευαγγελίζεται μιαν αλλαγή, και αυτή η γενιά γρήγορα θα ξεπεραστεί από εκείνη που ακολουθεί. Ωστόσο, η γενιά του ’30 δεν ξεπεράστηκε ποτέ και ούτε φαίνεται πως θα συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο…

Το καλό με τη γενιά του ’30 είναι ότι τάραξε της λίμνης τα νερά, αξιοποίησε το παρελθόν και χάραξε νέους δρόμους για τη λογοτεχνία. Είναι η γενιά που έφερε τον μοντερνισμό στην Ελλάδα και έβγαλε την Ελλάδα στο εξωτερικό. Ο μοντερνισμός, βεβαίως, έγινε πιο αισθητός στην ποίηση. Να λάβουμε υπόψη μας ότι στη γενιά του τριάντα υπάρχουν λογοτέχνες οι οποίοι ήδη έχουν κάνει την εμφάνισή τους στα γράμματα από νωρίς και, όπως παρατηρεί ο Απόστολος Σαχίνης, πολλοί, αγνοώντας την προηγούμενη βιβλιογραφία, επαναλαμβάνουν ως νέες τις δικές τους παρατηρήσεις.

Εκείνο που βάραινε στην προηγούμενη γενιά ήταν ως γνωστόν το ηθογραφικό στοιχείο με τις μικρές κι ανήλιαγες γειτονιές, τα χωριά με τα ήθη και έθιμά τους, τους φτωχούς κι αγράμματους ανθρώπους, τα παιδιά τα στερημένα, τα περιβάλλοντα τα καταπιεσμένα, κάπου κάπου ευχάριστα, συνήθως προβληματικά. Επομένως, η μοντερνιστική και κοσμοπολιτική τάση ήρθε ως αντίδραση στην ηθογραφική εγχώρια παραγωγή μας.

Οι συγγραφείς της γενιάς που μας αφορά, λοιπόν, έχουν εμφανιστεί, πριν από το 1930, στη «Λεωφόρο Συγγρού», όπως είναι ο τίτλος ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη. Είναι η λεωφόρος που οδηγεί στο «γαλάζιο κορμί της γοργόνας», δηλαδή στη θάλασσα, δηλαδή στην έξοδο από τον λαβύρινθο της πόλης και τον μικρόκοσμο της επαρχίας και της επαρχιώτικης τότε Αθήνας. Οι λογοτέχνες της γενιάς αυτής είναι αστοί και στρέφονται προς τον κοσμοπολιτισμό, αφού κάθε συγγραφέας ανήκει στον κόσμο όλο, και «πατρίδα του σοφού είναι ο κόσμος όλος». Κοσμοπολίτης, επομένως, είναι ο ταξιδευτής γενικά και για την περίπτωσή μας ο ευρωπαϊστής· αυτός που ταξιδεύει ειδικά στην Ευρώπη. Συλλέγει εμπειρίες και μας τις παρουσιάζει: ταξίδια, υπερωκεάνεια, αεροπλάνα, πολυτέλεια, μεγαλεία, κομψά και πολυτελή ενδύματα, καμπαρέ, τζαζ μουσική και «μεγάλη ζωή». Αυτή είναι η μία όψη. Η άλλη είναι οι επιστημονικές ιδέες, τα καλλιτεχνικά ρεύματα, τα κοινωνικά κινήματα. Όλα εκείνα που θα αλλάξουν και θα ταράξουν τον κόσμο. Μ’ αυτά, όμως, μόνο οι ευκατάστατοι αστοί μπορούν να επικοινωνήσουν, και οι λογοτέχνες της γενιάς του ’30 είναι όλοι αστοί· ταξιδεύουν, διαβάζουν, βλέπουν και μπολιάζονται με τον κοσμοπολιτισμό. Κι έτσι ο κοσμοπολιτισμός μπήκε και στη ζωή και στη λογοτεχνία.

Επόμενο είναι στην πεζογραφία του μεσοπολέμου να βρίσκουμε τα ταξίδια και τον ξένο τρόπο ζωής, αλλά, και χωρίς ταξίδια, ένας αέρας κοσμοπολιτισμού, μια ξενική νοοτροπία, γίνεται αντιληπτή και κυκλοφορεί στα ελληνικά σαλόνια. Να μην ξεχνάμε ότι η λέξη «κόσμος» εμπεριέχει τη σημασία του κοσμήματος και επομένως δεν είναι κοσμοπολίτης ο μετανάστης που θαλασσοπνίγεται για να πάει να δουλέψει στην Αμερική ούτε ο Αμερικάνος που δούλεψε και επιστρέφει με το χρυσό δόντι και την καδένα στο λαιμό…

Στους πεζογράφους που παρουσιάζουν αληθινό ενδιαφέρον σ’ αυτόν τον τομέα, συγκαταλέγονται ο Θράσος Καστανάκης, ο Γιώργος Θεοτοκάς (Αργώ), ο Κοσμάς Πολίτης (Eroica), ο Μ. Καραγάτσης (Η Μεγάλη Χίμαιρα), ο Άγγελος Τερζάκης (Ταξίδι με τον Έσπερο), οπωσδήποτε ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης και άλλοι βεβαίως.

Οι συγγραφείς, άλλοτε έστησαν στο κέντρο του έργου τους ένα πρόσωπο (ο Θεοτοκάς τον Ευριπίδη Πεντοζάλη π.χ.) και άλλοτε στράφηκαν στην οικογένεια (Ο Τάσος Αθανασιάδης στους Πανθέους). Έτσι μέσα από ένα πρόσωπο ή μια οικογένεια, έχοντας προσωπική εμπειρία, έκαναν τα σχόλιά τους παίρνοντας τα παραδείγματα από τη δική τους πραγματικότητα. Ωστόσο, αυτή η πραγματικότητα δεν ήταν δυνατόν να μελετηθεί ερήμην της Ιστορίας, οπότε η επαφή με τα παλαιά κοινωνικά θέματα ήταν αναπόφευκτη.

Ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1904. Πατέρας του ήταν ο Νικόλαος Πετσάλης, υφηγητής της γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μητέρα του η Θεοδώρα Διομήδη. Οι ρίζες της μεγάλης γενιάς φτάνουν μέχρι την Επανάσταση του ’21. Στα προεφηβικά του χρόνια φοίτησε στο εκπαιδευτήριο Δ. Μακρή, όπου φοίτησε και ο Ελύτης, το οποίο μετονομάστηκε σε Εκπαιδευτήρια Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Στη συνέχεια, ο Πετσάλης-Διομήδης σπούδασε στη Νομική Σχολή του Μονπελιέ και έπειτα έφυγε για το Παρίσι, για να συνεχίσει στην εκεί και στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, στον διπλωματικό τομέα. . Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1924 και προσελήφθη στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο Τμήμα Οικονομικών Μελετών και Στατιστικής. Τον κέρδισε όμως η Λογοτεχνία.

(Πληροφορίες για την οικογενειακή του ζωή και τις πολιτικές του φιλοδοξίες βρίσκουμε στο αφιερωματικό τεύχος που του έκανε το περιοδικό Ο Κύκλος, βλ. Βιβλιογραφία)

Στην τριλογία του Γερές και αδύναμες γενεές (1933-1935), δείχνει με τον τίτλο του πως βάζει στη ζυγαριά τις δύο αντίπαλες δυνάμεις, οπότε μας δίνει πολλά από αυτά τα νέα χαρακτηριστικά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είτε ως στοιχεία προς μίμηση είτε προς αποφυγή εκδηλώσεων ματαιότητας και σπατάλης χρόνου και φυσικά κοσμοπολιτισμού. Ο Τέλλος Άγρας αναφερόμενος στον κοσμοπολιτισμό του Πετσάλη-Διομήδη και, κρίνοντας πως «βέβαια, «οι γυναίκες πιο πολύ του πηγαίνουν», γράφει: «Πηγαίνομε όπου πηγαίνει ο κ. Πετσάλης. Βλέπομε ό,τι βλέπει, αγαπούμε ό,τι αγαπά… των γυναικών το πήγαιν’ έλα είναι ζωντανώτερο και πλαστικώτερο… από τη δράση των ανδρών».

Τη νέα τάση ακολούθησε και στα έργα του Ανθρώπινη περιπέτεια (1937) και Ο μάγος με τα δώρα (1939), όπου δημιούργησε τους ήρωές του, τον Άγγελο Δαμάκο (στο πρώτο) και την Ελένη Μινούλα (στο δεύτερο), τα ψυχικά τους αδιέξοδα.

Ο Δαμάκος θα σωθεί από το χαμό χάρη σε ένα μεγάλο έρωτα. Έτσι, δίνει ελπίδα στον νέο που παρεξέκλινε από τον σωστό δρόμο, αλλά ανένηψε, η Μινούλα όμως, αφού έζησε ένα συνεχές κατρακύλισμα και τον εξευτελισμό, αφού πρόδωσε σύζυγο και οικογένεια και αρχές, αφού άλλαξε εραστές και στο παρά τρίχα κινδύνεψε να βρεθεί στην αγκαλιά του γιου της, σώθηκε μέσα από την αυτοκτονία. Η περίπτωσή της δεν είχε γιατρειά. Έτσι ο συγγραφέας σώζει τον ένα ήρωά του, καταδικάζει την άλλη, μεταφέροντας και το κοινωνικό μήνυμα… Έτσι, ο μεν κοσμοπολιτισμός κερδίζει έδαφος, αλλά και η απομάκρυνση από τις παραδοσιακές ηθικές αρχές, που είναι ακόμα ισχυρές στην ελληνική κοινωνία, τιμωρείται, με το παράδειγμα της ζωής του παραστρατημένου μεν, ανανήψαντος δε, αλλά και τον θάνατο της άλλης.

Οπωσδήποτε δεν πρέπει να ξεχνάμε τα διαβάσματα του συγγραφέα που έρχονται από την Ευρώπη και διδάσκουν ότι «Ο Ρεαλισμός θέλει το μυθιστόρημα καλλιτεχνική ανάπλαση του πραγματικού. Ο Ρωμαντισμός το θέλει φορέα ηθικής αξίας. Ο Νατουραλισμός φορέα ιδέας επιστημονικής […] Άρχισε από τον Λαμάρκ και τελειώνει με τον Σπέγκλερ». Και ο μεν Λαμάρκ υποστηρίζει τη θεωρία της κληρονομικότητας των επίκτητων χαρακτηριστικών, ο δε Σπέγκλερ πίστευε πως κανένας πολιτισμός δεν ζει πάνω από χίλια χρόνια, ήταν απαισιόδοξος και έβλεπε την επερχόμενη παρακμή. Σημάδια αυτής της παρακμής ήταν, μεταξύ άλλων, το χρήμα, η ανερχόμενη κυριαρχία των ΜΜΕ και η έλλειψη ανθρώπων πραγματικά ανιδιοτελών στον χώρο των Γραμμάτων και της Παιδείας.

Όλα αυτά τα δείγματα, με όποιες παραλλαγές, θα τα εντοπίσει ο αναγνώστης στα βιβλία του Πετσάλη-Διομήδη, με χαρακτηριστικότερο έργο του εκείνο που αφορά τη ζωή της Μαρίας Πάρνη· τρεις γενιές – κόρη, μητέρα, σύζυγος – στο οποίο επιχείρησε να είναι όσο το δυνατόν αντικειμενικός. Το έργο αυτό, με την οικογένεια Πάρνη στο κέντρο του, απαρτίζεται από τα εξής επιμέρους: Ο προορισμός της Μαρίας Πάρνη (1933), Το σταυροδρόμι (1934) και ο Απόγονος (1935). Ο συγγραφέας θα δείξει την πορεία και την εξέλιξη της παλιάς αστικής οικογένειας, αρχίζοντας από την κόρη, η οποία είναι καλλιεργημένη, υπάκουη και μελετηρή, τραγουδούσε «την ανθισμένη αμυγδαλιά» του Δροσίνη και περίμενε τον γάμο της. Ο Πετσάλης-Διομήδης, μετά τη φάση της οικογενειακής γαλήνης, θα εισαγάγει την Ιστορία στο έργο του, τις κοινωνικές ανακατατάξεις και την οικονομική δραστηριότητα, οπότε η θεματική του εμπλουτίζεται.

Είναι η ώρα που θα αναδείξει τη ζωή της μεγαλοαστικής τάξης, την οποία γνώριζε εκ των έσω. Οι ήρωες του, που περνούσαν μια άνετη ζωή χωρίς καμιά βιοτική μέριμνα, θα βρεθούν αντιμέτωποι με μια νέα πραγματικότητα. Για τη Μαρία Πάρνη, ο Πέτρος Χάρης είπε πως «ο κ. Πετσάλης προσπάθησε να δώσει ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα με θέμα τη ζωή ανθρώπων μορφωμένων, καλλιεργημένων, πολιτισμένων». Όμως τα πράγματα θα αλλάξουν. Μπορεί το πέρασμα από την εποχή της Μαρίας Πάρνη στην επόμενη να έγινε ανώδυνα, στην εποχή του γιου της, θα καταλήξει όμως επώδυνα. Ο γιος της, ο Αλέκος Πάρνης, με σπουδές στην Ευρώπη, ικανότητες και πολιτικές φιλοδοξίες, ψυχρά και λογικά σκεπτόμενος, υποκρυφίως όμως φασιστικά, θα επιχειρήσει τις μεγάλες αλλαγές, αλλά δεν θα προλάβει. Σε ένα πραξικόπημα που ο ίδιος υποκινεί, θα δολοφονηθεί. Θα αφήσει πίσω του ένα κορίτσι, το οποίο θα μεγαλώσει η μητέρα του, κι ένα αγόρι, τον Πέτρο, τον οποίο θα αναθρέψει η 70χρονη γιαγιά του, η Μαρία. Εδώ είναι το Σταυροδρόμι με το βίαιο τέλος της δεύτερης γενιάς των Πάρνηδων, τη δολοφονία του Αλέκου, και η αρχή της τρίτης γενιάς με τον Απόγονο της Μαρίας, τον Πέτρο, γιο του Αλέκου.

Ο Πέτρος ζει προσκολλημένος στη γιαγιά του. Ήταν εκείνος που έστεκε στη μέση του σαλονιού και «είχε εξελιχτεί σε παλληκάρι ψηλό κι αδύνατο, μ’ εξαιρετικά λεπτή φυσιογνωμία και βλέμμα ονειροπόλο. Το πρόσωπο και τα χέρια του ήταν μακρυά και λεπτά, σχεδόν φίνα»· έτσι περιγράφει και σχολιάζει ο συγγραφέας το ωραίο παλικάρι. Αλλά, αυτό το παλικάρι «είναι ένα άτομο νευρικό, υπερευαίσθητο, νοσηρό και ιδιότροπο», λέει ο Απόστολος Σαχίνης. Την ημέρα που πέθανε η γιαγιά, ωστόσο, ο νεαρός Πέτρος έβγαλε ένα λογύδριο που έδειχνε πως τον άγγιξε το χέρι του Θεού κι έπαθε μετάλλαξη… ήταν ένας «μικρομέγαλος» που έκανε κήρυγμα σαν «νεοφώτιστος»… Η περιγραφή της ώριμης κατάληξής του δεν συμφωνεί με έναν φωτισμένο άνθρωπο… Ο Πέτρος απομονωμένος από τες πολλές συνάφειες, θα έλεγε και ο Καβάφης, αγάπησε υπερβολικά την τέχνη, τη μουσική και τις πνευματικές ενασχολήσεις.

Ο Πετσάλης-Διομήδης, μέσα από τον Αλέκο Πάρνη και τον γιο του Πέτρο, μας έδωσε δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Γράφει ο Τέλλος Άγρας σχετικά: «Ο πατέρας ενεργεί κινημένος από τους μυώνες. Ο γιος από τα νεύρα. Ο πατέρας είναι θυρυβώδης κ’ αισιόδοξος. Ο γιος απαισιόδοξος και μονήρης. Ο πατέρας μάχεται για τη σάρκα και για την πολιτική. Ο γιος ποθεί τη μουσική και τον έρωτα. Όπλο του πατέρα η δράση. Φως του γιου ο στοχασμός».

Ο Πέτρος, έφηβος ακόμα, γνώρισε τον έρωτα. Αλλά ό,τι έκανε πρόωρα έχει συνέπειες και θα καταλήξει το τυπικό παράδειγμα της παρακμής της μεγάλης οικογένειας: «Ο Πέτρος Πάρνης, κοντά εβδομήντα χρόνων τώρα, είχε μαραθεί σαν ξερό κλαδί και το μακρύ του πρόσωπο είχε στεγνώσει. Βαστούσε όρθιο ακόμα το υπερβολικά αδύναμο κορμί του, αλλά ο λαιμός του έγερνε προς τα εμπρός και το κεφάλι του έσκυβε».

Η αδελφή του έζησε με τη μητέρα της, τη «μοιχαλίδα», η οποία «μετά την απιστία της προς τον Αλέκο Πάρνη παντρεύτηκε τον εραστή της και κράτησε κοντά της την κόρη της, για να την αναθρέψει κατ’ εικόνα και ομοίωση…» (Χουρμούζιος, εδώ και Λαμάρκ επίσης).

Έτσι, ο Πετσάλης-Διομήδης, με τον Πέτρο Πάρνη, έναν νέο της γενιάς του, έδωσε το στίγμα μιας κοινωνίας που παρακμάζει, με όλα τα δεινά μέχρι που θα μπει ο πόλεμος και θα αλλάξει τα πάντα. Θα κρατήσω ως καλό σχόλιο για την αστική τάξη την παρατήρηση του Οδυσσέα Ελύτη για «την εποχή που οι μεγαλοαστοί αντί να παίζουν κουμ-καν, δημιουργούσανε τη Ελλάδα» (Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, Αθήνα: Ύψιλον/βιβλία, 2η έκδοση, 1980, σελ. 23)

Ο Πετσάλης-Διομήδης, ζώντας τον κόσμο από την προνομιούχα κοινωνική του τάξη, είδε καλά και τη μία και την άλλη. Παρακολούθησε τι γίνεται εκτός Ελλάδος και προσάρμοσε στα ελληνικά δεδομένα το έργο του. Η εμπειρία του, είτε κατευθείαν είτε πλαγίως, μυθοποίησε τη γενιά του. Διάβασε τους ξένους ομοτέχνους του, διάβασε Νίτσε και άλλους. Ο Κώστας Παπαγεωργίου επισημαίνει στον Πετσάλη-Διομήδη ετερεόκλητες επιδράσεις από τους μεγάλους Ευρωπαίους ομοτέχνους του (Τουργκένιεφ, Ζολά, Λιούις, Ουάιλντ, Ζιντ κ.ά), τονίζει ότι μελέτησε τους κοσμοπολίτικους χώρους όπου οι ήρωές του περιφέρουν «την στίλβουσα κενότητά τους, την ανία και τις νευρώσεις τους, με κυρίαρχη, τις περισσότερες φορές, τη μορφή μιας άπιαστης, άυλης, σχεδόν εξιδανικευμένης γυναίκας».

Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τον Απόγονο και ο συγγραφέας τρίβει τα χέρια του, αναζητώντας θέμα στις αρχές του 1939, οπότε αποφασίζει να γράψει το μέγα έργο, όπου θα ερευνά την Ελλάδα αρχίζοντας από τον 16ο αιώνα και φτάνοντας στον Ρήγα. Αυτό το έργο θα είναι οι Μαυρόλυκοι (1947-1948), ένα ιστορικό μυθιστόρημα, όπου θα καταγράψει το οδοιπορικό μιας ελληνικής οικογένειας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Πάλι δηλαδή επιλέγει μια οικογένεια ως βάση. Το υλικό που συγκεντρώνει είναι πλούσιο – βιβλία, περιγραφές, περιηγητές – και κυρίως γεγονότα. Οι ήρωές του είναι πραγματικά πρόσωπα: Διονύσιος, Σολωμός, Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, Διονύσιος Τρίκκης (ο «Σκυλόσοφος»), ο Κοσμάς ο Αιτωλός (ο «Πατροκοσμάς»), ο Ρήγας Φεραίος και άλλοι ήρωες κοινοί θνητοί, πραγματικοί. Όμως ο κύριος ήρωας είναι το ίδιο το έθνος. Όπως μας ενημερώνει ο ίδιος στον Πρόλογό του, πρόθεσή του ήταν να παρακολουθήσει «ένα ολάκερο έθνος που περπατάει, μια φυλή, τη Ρωμιοσύνη, που σηκώνεται και ξαναγεννιέται». Και μιας και φτάσαμε έως εδώ, και ο Πετσάλης-Διομήδης μας έστρωσε τον δρόμο, ας θυμηθούμε και τον Γιάννη Ρίτσο που το έγραψε και τον Μίκη Θεοδωράκη που το μελοποίησε και το τραγούδησε:

Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις/ εκεί που πάει να σκύψει./ Να την πετιέται από ξαρχής/ Κι αντριεύει και θεριεύει/ Και καμακώνει το θεριό/ Με το καμάκι του ήλιου

Ο Παπαγεωργίου, σχολιάζοντας τους Μαυρόλυκους, θεωρεί ότι είναι περισσότερο χρονικό και λιγότερο μυθιστόρημα, διότι τα πρόσωπα είναι πραγματικά ιστορικά πρόσωπα – τα αναφέραμε πιο πάνω – και έχουν «δράση απολύτως προσδιορισμένη». Στα αρνητικά του έργου, ως μυθιστορήματος βεβαίως, η κριτική καταγράφει την ανυπαρξία του μύθου, τη χαλαρότητα της συνοχής, τα χάσματα, μεγάλη συμπύκνωση της Ιστορίας στις σελίδες ενός βιβλίου, με συνέπεια και την αναγκαία πύκνωση του λόγου και την ελλιπή επεξεργασία των χαρακτήρων.

Οι Μαυρόλυκοι (Κρατικό Βραβείο του 1963 και Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1950), ωστόσο, βρίσκονται στην αρχή ενός κύκλου, του Μυθιστορήματος ενός Έθνους. Θα ακολουθήσουν η Καμπάνα της Αγια-Τριάδας (1949), που μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον Ζακ Λακαριέρ, ο Ελληνικός Όρθρος (1962), τα Δεκατρία χρόνια, 1909-1922 (1964) και ο Κατακαημένος τόπος (1972). Η κριτική αποφάνθηκε πως ο Πετσάλης-Διομήδης με τα έργα αυτά φιλοδοξούσε να γίνει «ένας επικός πεζογράφος των ιστορικών περιπετειών του ελληνισμού». Και είναι προφανές ότι ο Πετσάλης-Διομήδης έδωσε σημασία στο εθνικό περιεχόμενο, στην αναζήτηση της ρίζας του ελληνικού λαού και τον επαναπροσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας, που ήταν αρχή για τους λογοτέχνες της γενιάς του ’30.

Στα Δεκατρία χρόνια, 1909-1922, ο αφηγητής φαίνεται ότι εμπλέκεται και ο ίδιος στα γεγονότα, αφού ήταν μεν μικρό παιδί, ο Πετσάλης δηλαδή, άκουγε όμως και βίωνε και καταλάβαινε τα διεκτραγωδούμενα στη Μικρά Ασία, από τα πρόσωπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, πράγμα που κάνει το έργο να φαίνεται σαν οικογενειακό χρονικό.

Αυτή η στροφή του συγγραφέα στις ρίζες, στις πηγές και στην Ιστορία, είναι εμφανής και στα διηγήματά του, γιατί ήθελε να προβάλει την πραγματική ζωή, τη λαϊκή ψυχοσύνθεση, από την οποία αναδύθηκαν οι ήρωες της ελληνικής γης, η Ελληνίδα μάνα, η Ελληνίδα γυναίκα. Και γι’ αυτούς τους λόγους απέσπασε επαινετικά σχόλια. Συγκεκριμένα: Ο Κ. Άμαντος του είπε: «Εδιδάξατε την ιστορίαν καλύτερα από τον κάθε ιστορικόν». Ο τότε υπουργός Παιδείας Κ. Τσάτσος έδωσε εντολή το βιβλίο να σταλεί σε κάθε σχολείο. Ο Σ. Κουγέας διαπίστωνε στους Μαυρόλυκους «τόσο καλό ταίριασμα λογοτεχνικού ταλέντου και ιστορικής γνώσεως». Και ο Ν. Βέης τον τίμησε με το σχόλιο: «με τους Μαυρόλυκους ανανεώνετε το ιστορικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα».

Ο πλούσιος βιβλιογραφικός κατάλογος που παραθέτει επιβεβαιώνει αυτή την πρόθεση. Γιατί έτσι, στο τέλος τέλος, η Ιστορία γίνεται πιο εύληπτη και πιο οικεία… Ο ίδιος ο Πετσάλης-Διομήδης, άλλωστε, μας λέει πως στα ράφια της βιβλιοθήκης του βρίσκονται πλάι πλάι στα μεγάλα λογοτεχνικά έργα, τα βιβλία της Ιστορίας: «… μια ανάγνωση που χρόνο με τον χρόνο γίνηκε πιο αναγκαία, πιο απαιτητική, πιο αποκλειστική για μένα… Εξετόπισε λίγο-πολύ τη λογοτεχνία, το καθαρά φαντασιακό λογοτεχνικό δημιούργημα… με τις ευρύτερες φτερούγες του σκέπασε όλη την έκταση του ενδιαφέροντός μου, το ιστορικό βιβλίο, η Ιστορία και ό,τι συγγενεύει με αυτήν…». Μ’ αυτή την εξομολόγηση, ο συγγραφέας μάς άνοιξε με απόλυτη ειλικρίνεια τα χαρτιά του στα γραπτά του…

Η γλώσσα του Πετσάλη-Διομήδη είναι η γλώσσα του ελληνικού λαού στο σύνολό της και κάθε κοινωνικής ποικιλίας έκφανση. Έτσι ακούμε τη γλώσσα του αστού, του μορφωμένου, αλλά και του λαϊκού, του αγράμματου, του χωρικού. Και με αυτόν τον τρόπο, η γλώσσα με τα χαρακτηριστικά ιδιώματά της, τους ήχους και τις αποχρώσεις της, ξεδιπλώνει όλο το γλωσσικό φάσμα από την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι το τέλος της γραφής του, γιατί στη σκέψη του πρυτανεύει πάντα η ανάδειξη του πλούτου της. Έτσι, η λαϊκή δημώδης γλώσσα, με την αμεσότητα, τη λιτότητα, την ωριμότητα και όποιες, ανάλογα με την περίσταση διαφοροποιήσεις, έγινε το γλωσσικό όργανο το κατάλληλο να αποδώσει το ιστορικό χρονικό.

Για να κλείσουμε τη μικρή μας περιήγηση στο μεγάλο κεφάλαιο του πολυγραφότατου συγγραφέα της γενιάς του ’30, θα πούμε πως ο Θανάσης Διομήδης-Πετσάλης είναι ο αστός που θέλησε να περιγράψει την εποχή του, να δώσει μια πλατιά εικόνα της αστικής κοινωνίας, της γενιάς του, αλλά και του λαού και του έθνους ολόκληρου. Ήταν ένας ειλικρινής παρατηρητής της κοινωνικής του τάξης. Ήταν σεμνός και αθόρυβος, μορφή ηθική και πνευματική. Όταν του έγινε πρόταση να μπει στην Ακαδημία, αρνήθηκε να υπογράψει το έγγραφο, λέγοντας ας μπουν πρώτα ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός και θα ’ρθει αργότερα και η δική μου σειρά πράγμα που τον εξυψώνει στα μάτια μας.

Και αν μου επιτρέπεται ένα προσωπικό σχόλιο, κάθε κριτική ανήκει στην εποχή που γράφεται. Σήμερα μάλιστα, μερικά από τα καταγραφόμενα ως «αδυναμίες» του έργου του – η χαλαρή σύνδεση και η πολυθεματικότητα – είναι ήδη χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας της εποχής μας.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία

 Άγρας, Τέλλος (2014), Κριτικά, Πέμπτος Τόμος 1. Δικοί μας και Ξένοι, φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, Αθήνα: Ερμής.

 Παπαγεωργίου, Κώστας Γ. (ανθολ.) (1996), Η μεσοπολεμική πεζογραφία, Από τον Πρώτο ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914 -1939), τόμος Ζ΄, «Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης», Αθήνα: Εκδόσεις Σοκόλη, σ. 156-205.

Πικραμένου-Βάρφη, Δήμητρα (1986), Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης. Η πνευματική οδοιπορία του και οι «Μαυρόλυκοι», Αθήνα: Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου.

Σαχίνης, Απόστολος (1978), Αναζητήσεις της Μεσοπολεμικής Πεζογραφίας, 2η έκδοση διορθωμένη, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Κωνσταντινίδη.

Συλλογικό (2020), «Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης», Ο Κύκλος, Περιοδικό του Προσωπικού της Τραπέζης της Ελλάδας, Αναμνηστικό τεύχος, Δεκέμβριος.

Συλλογικό (χ.χ.), Μεγάλη Λογοτεχνική Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Χάρη Πάτση, τόμ. 11,  λήμμα: «Αθανάσιος Διομήδης-Πετσάλης», Επιμέλεια λήμματος:  Δημήτρης Γιάκος,  Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Χάρη Πάτση ΕΠΕ, σ. 511-534.

Σημ. Από τα κείμενα που εκφωνήθηκαν στην εκδήλωση για τα 30 χρόνια από τον θάνατο του συγγραφέα και Ακαδημαϊκού Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, η οποία διοργανώθηκε από το Κέντρο Πολιτισμού Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος στο Μουσείο της Τράπεζας στις 18 Σεπτεμβρίου 2025.

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΠετσάλης και Διομήδης (της Μίτσης Σκ. Πικραμένου)
Επόμενο άρθροΟ Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης και ο ρεαλισμός του ιστορικού μυθιστορήματος (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ