Ο επικήδειος λόγος που διάβασε ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης αποχαιρετώντας πριν λίγο τον φίλο του Διονύση Σαββόπουλο
Έρχομαι από τη Θεσσαλονίκη να σου μεταφέρω την βαριά οδύνη της πόλης αλλά και το σεβασμό της που αξιώθηκε εκείνη τη βραδιά του 44 να γεννήσει ένα τόσο λαμπρό τέκνο. Φέρνω το κατευόδιο τώρα που επιστρέφεις στο βαθύτερο κόρφο της γενέθλιας πόλης στο υπόγειο νησί των ποιητών όπου σε περιμένει ο φίλος σου Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, ο Ντίνος Χραιστιανόπουλος, ο βυζαντινός Πεντζίίκης ο επίμονος θεσσαλονικεύς Γιώργος Ιωάννου , περαματάρης ,ο αγαπημένος σου Νίκος Παπάζογλου που θα σε μεταφέρει με το δικό του ιστιοφόρο στο ξέφωτο όπου σε περιμένει η παρέα, το στρωμένο τραπέζι, και οι κουρντισμένες κιθάρες.
Η μητέρα πόλη σε αποχαιρετά. Με τα ανεμισμένα της κάστρα που έψαλλες, τα καΐκια μες στο φως, τα βεγγαλικά, τις χορωδίες, το πλήθος που βλέπει οπτασίες. Η γειτονιά σου η Ανάληψη σε γνέφει όπως και η οδός Ιατρού Ζάννα δύο λεπτά από τη Θάλασσα, δίπλα στην ιχθυόσκαλα, εκεί στην ταβέρνα του Γαβρήλου με τις καλαμωτές, εκεί κοντά που είδες για πρώτη φορά τον Τσιτσάνη να κατεβαίνει από το λεωφορείο κρατώντας ένα μικρό βιολί και να περπατάει δέκα πόντους πάνω από το χώμα, πάνω από το έδαφος, να ίπταται και οι σόλες του να μην λερώνονται ποτέ. Οι γονείς σου και οι γονείς μας, που κάποτε όλοι μας τόσο σκληρά απαρνηθήκαμε, σε χαιρετούν οδυρόμενοι βαθιά, βουβά.
Οι παλιοί σου φίλοι, ο Μπάμπης ο Καλλιπολίτης, ο Τάκης ο Σιμώτας, τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο – δυο στα αγγλικά, οι παιδικοί σου φίλοι, ανεβασμένοι στην ανεμόσκαλα του φωταγωγού σε πικροχαιρετούν. Ο φίλος σου ο Δώρης που παρίσταται, ο Κωστής Μοσκώφ που σε καλούσε να πιείς βερμούτ στα εφηβικά του πάρτι, σε γνέφει από μακριά. Το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων και ο καθηγητής μας Γιώργος Βαφει’αδης που σε έκανε καλόν στα αρχαία για να αντιμετωπίσεις επιτυχώς τον Αριστοφάνη σε φωνάζουν για μια νέα εφηβική εκδρομή στο Αρσαλή ή στα πεύκα της Νέας Ελβετίας. Και εκεί σας περιμένει καραδοκώντας πίσω από ένα δέντρο με αναμμένη την κάμερα ο έξοχος Λάκης Παπαστάθης. Οι βυθισμένες εκκλησίες της Θεσσαλονίκης και τα Κατηχητικά, οι αναρχικοί της Ροτόντας και οι άγρυπνοι της νύχτας, παλιοί Ρηγάδες και νέοι νοικοκυραίοι, γέροντες και παιδιά, λύκεια και μορμολύκεια, η Τούμπα και η παραλιακή, η Βασιλίσσης; Όλγας, η Χαριλάου και η Καλαμαριά, σε αποχαιρετούν με ένα βαθύ σφίξιμο στην καρδια.
Χθες βρήκα στο δρόμο ένα φίλο, τον Στέφανο, που μου είπε πως ποτέ δεν αισθάνθηκε τόσο ορφανός όσο τώρα που έφυγες, ακόμα και όταν έχασα τους δυο γονείς μου, μού είπε δακρύζοντας, δεν ένοιωσα τόση αβάσταχτη ορφάνια όση τώρα που έφυγε ο Διονύσης. Ναι, γιατί οι πνευματικοί γονείς είναι πάντα επιλογή και γι αυτό πιο αγαπημένοι. Και συ Νιόνιο που βγήκες από το πνευματικό κλίμα της Θεσσαλονίκης ξέρεις τι σημαίνει αυτό.
Αγάπησες βέβαια εξίσου την πανέμορφη θεϊκή Αθήνα, τη διαύγεια και το φως, το ανεπανάληπτο κλίμα, τη ζωντάνια και την ελευθερία της. Έφθασες εδώ 18 χρονών με προϋποθέσεις στο μείον άπειρο και μπόρεσές κι έκανες ένα τόσο μεγάλο έργο. Επιβίωσες και δημιούργησες εδώ στην πρωτεύουσα την προσφορά σου με γενναιοφροσύνη και γενναιοδωρία. Έζησες εδώ με τη μούσα σου την Άσπα, φύλακα άγγελο και καθημερινό σου χερουβείμ, και εδώ γεννήσατε τα παιδιά σας τον Κορνήλιο και τον Ρωμανό. Αλλά πάντα και πιο βαθιά υπήρχε μέσα σου το άγχος, η ακοίμητη αγωνία της έκφρασης του ανεπανάληπτου στίχου, του πεπρωμένου της μουσικής, η αγρύπνια για την πιο εύστοχη λέξη. Για την αιφνίδια έλευση της έμπνευσης. Για το πυκνό ουσιώδες, υπέρτατο τραγουδάκι «να υψωθεί σα μαύρο πνεύμα η τρομερή μας η λαλιά».
Πώς πληρώνεται όλο αυτό; Δεν πληρώνεται. Δεν αναγνωρίζεται τελικά. Δεν υπάρχει αντιμισθία. Είναι κάτι άυλο εκείθεν και υπεράνω. Είναι μια ιεροπραξία υπέρ του γένους, υπερ. της άπειρης διάρκειας του ελληνισμού. Σκεφτείτε πως επί αιώνες πριν γεννηθούν οι μεγάλοι ιστορικοί Ξενοφών, Θουκυδίδης, Ηρόδοτος οι Έλληνες αντλούσαν την ταυτότητα και την ενότητα τους από δυο ψαλλόμενα ποιήματα, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Σκεφτείτε κατόπιν την αξία ενός μικρού εκκλησιαστικού άσματος: «Τη Υπερμάχω. Το βάρος ενός στίχου του Διονυσίου Σολωμού, τον Παπαδιαμάντη, τη Φραγκοσυριανή του Μάρκου και πόσο λειψοί θα ήμασταν χωρίς τον Τσιτσάνη, τον Μίκη, τον Μάνο, τον Ξαρχάκο, τον Λοϊζο, τον Μαρκόπουλο, τον Σπανό και τον Κουγιουήτζη, τον Μαχαιρίτσα τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τον Νικόλα Άσιμο. Χωρίς τους τραγουδιστές και τους μουσικούς μας, ακόμα και τον τραγουδιστή του ενός τραγουδιού. Χωρίς τους ποιητές μας, χωρίς τον Νιόνιο με τις υπόγειες στοές να συναντάει και να ενώνει τις βασικές μας τις αρχές.
Διονύση η Ελλάδα ολόκληρη και η μητέρα Θεσσαλονίκη σε αποχαιρετούν φιλώντας το σεπτό σου μέτωπο. Είσαι ένα εγγόνι του Λευκού Πύργου. Το έργο σου θα μας φέρει πιο κοντά, θα το απολαμβάνουμε, θα το μελετούμε και θα το αφουγκραζόμαστε όλοι οι Έλληνες για πάντα.
Σου ευχόμαστε καλό ναύλο προς το κρυφό νησί των ποιητών


























