της Βαρβάρας Ρούσσου
Στην πρώτη ποιητική συλλογή του ο Άγγελος Μπέρτος δοκιμάζεται με υλικό και θεματικές ιδιαίτερου βάρους και έκτασης καθώς συνυπάρχουν τόπος καταγωγής, γεννήτορες/οικογένεια, queer επιθυμία, ποιητικοί πρόγονοι, κοινωνική κριτική και πολιτική θέση. Έτσι, η συλλογή ορίζεται ως πεδίο διαπλοκής τοπογραφίας, παραγωγής ταυτοτήτων και πολιτικής χειρονομίας.
Τα ποιήματα διαρθρώνονται σε πέντε ενότητες που τιτλοφορούνται «πεντόλιρο» ενώ προηγείται ένα εισαγωγικό άτιτλο ποίημα. Το αρχικό ποίημα σηματοδοτείται ως οιονεί παρόν όπου στο δωμάτιο υπάρχει «Το πικάπ με το ματωμένο βελόνι» που «Όταν κάποιος παίζει τον δίσκο με τα παραδοσιακά/Τα υποδήματα γίνονται κόκκινα» και «Κάθε τομή στην πλάκα διαβρώνει/Με επιστρέφει στο νησί/».
Έπονται στο τέλος της συλλογής δυο «επιλογικά» ποιήματα: «Χρυσή αλυσίδα» και «Κούμπωμα» που την κλείνουν όπως και την κολαΐνα που δημιουργούν τα πεντόλιρα ποιημάτων. Κολαΐνα ονομάζεται εκείνο το χρυσό κόσμημα της επίσημης γυναικείας καρπαθιώτικης φορεσιάς, μέρος της προίκας μιας κοπέλας που μεταβιβάζεται από μάνα σε κόρη. Αποτελείται από χρυσόλιρα και «κλείνει» με το γάμο της γυναίκας η οποία θα το κληροδοτήσει στην πρωτότοκή της την «Κανακαρά». Έθιμα, πανηγύρια, πρόσωπα, θάλασσα/Καρπάθιο πέλαγος, χωριά (Μενετοί, Όθος) ορίζουν τον τόπο και τη ζωή του όπως ορίζουν ποιότητες της φωνής εκφοράς.
Ο τίτλος παιγνιώδης όσο και το εξώφυλλο: τα Καρπάθια ταυτισμένα με τον αιμοδιψή κόμη Δράκουλα και το αίμα συνδέονται με την Κάρπαθο και μια άλλη διάσταση, μεταφορική τώρα, του αίματος ως καταγωγής και συγγένειας. Αυτό το λεκτικό παιχνίδι αξιοποιείται στο εισαγωγικό ποίημα της ενότητας «Πεντόλιρο α΄»: «Το αίμα νερό δεν γίνεται/Μα σε αυτό το νησί/Έχουμε βρυκολακιάσει».
Είναι ήδη οφθαλμοφανής η κυριαρχία του τόπου ως βασική ορίζουσα. Χωρίς να απεμπλέκονται από τη συναισθηματική ένταση ώστε να μετατρέπονται σε παραφορτωμένες αισθηματολογίες νόστου, εξιδανίκευση ή λαογραφία, τα ποιήματα διακρίνονται από κριτικό στοχασμό πάνω στον τόπο την κοινότητα, στο παρελθόν («Χρυσή αλυσίδα») και το παρόν τους όσο και πάνω στην προσωπική σχέση με την Κάρπαθο. Η τοπογραφία ιστορικοποιείται και πολιτικοποιείται: μετανάστευση, δολάρια, σεζόν, επιστροφή των μεταναστών (στοιχεία που επανέρχονται σε διαφορετικά ποιήματα), επέλαση των αστών νοοτροπίες παγιωμένες. Παράδειγμα το «Αυγουστιάτικο πανηγύρι»: Το καλοκαίρι σέρνει κολαΐνες/Οι γονείς την Κανακαρά/Πίσω από τον χορό πονηρεύουν/Με ποιον να πιαστεί, πού να πάει να κάτσει δίπλα/Έχουμε Αύγουστο κ’ ήρθαν οι ξενιτεμένοι/Μαζί με γλυκά αμερικάνικα/Χορεύουν τα παιδιά τους/ Σπάνε το Μπέρμπον/Κόβουν τον λαιμό της γίδας/Την κατουράν και λένε/ «Δεν πονάς την Κάρπαθο όπως εμείς».
Η απομάκρυνση από τον γενέθλιο τόπο («Αναμνήσεις από την πρωτεύουσα», «Φυγή για σπουδές», «Φυγή», «) σημαίνει απόπειρα απαγκίστρωσης/ενηλικίωσης όσο και επιστροφή είτε μνημονική είτε ενσώματη, χωρίς καμιά να εξωραΐζεται ( «Ολοκαύτωμα», «Επιστροφή αυτοεξόριστου», «Τρεις μήνες στο νησί για δουλειά»).
Ο Μπέρτος «κουμπώνει» τα πεντόλιρα, την καταγωγική κολαΐνα των ποιημάτων, στο τελικό «Κούμπωμα» όπου η οικειοποίηση απελευθερώνει: «Αυτό το πέλαγος πια το λέω Αγγελικό». Ο δεσμός είναι θετικός αλλά και αρνητικός (βλ. «Την τελευταία λέξη την έχει πάντα ο τόπος» ποίημα που ακροβατεί μεταξύ νόστου και ειρωνείας) δημιουργώντας μια affective τοπογραφία όπου ο τόπος διαποτίζεται από αισθήσεις, μνήμη και επιθυμία, ακολουθώντας την topophilia (βλ. για τον όρο και τα στοιχεία του Yi-Fu Tuan, Topophilia: A Study of Environmental Perception, Attitudes, and Values 1974) που δεν είναι μόνο συναισθηματική κατάσταση σύνδεσης με τον τόπο αλλά έχει αισθητηριακή («Αεροδρόμιο-σπίτι», Αυτό το νησί είναι και δικό μου»), πολιτισμική και μνημονική διάσταση.
Τα πρόσωπα, ιδίως η ποιητική φωνή, συνδέονται με ρίζες αλλά σχηματίζονται και μέσα από διαδρομές, μετακινήσεις, επαναπροσδιορισμούς (Weeks, The Value of Difference, 1995). Αυτή η φωνή όμως υπενθυμίζει διαρκώς την μη κανονικοποιημένη ερωτική επιθυμία, τη σωματικότητα, την κοινωνική αντίσταση ως διαστρωματώσεις ενός εαυτού σε διαρκή κίνηση. Τα Καρπάθια διαβάζονται ως queer συλλογή, καθώς ανατρέπουν κανονιστικές μορφές σχέσεων, διαρρηγνύουν γραμμικότητες, το ποιητικό υποκείμενο δεν αντανακλά σταθερές ταυτότητες ενώ η γλώσσα περνάει από το τρυφερό, το βίαιο και το ειρωνικό και οι εικόνες με ανοίκειες συνδέσεις θρυμματίζουν μια λογική συνέχεια
Η ποιητική φωνή γίνεται μια κινούμενη POV, κινηματογραφική κάμερα, που στρέφεται πότε στον τόπο πότε στα πρόσωπά του πότε στον εαυτό. Το «Πεντόλιρο β΄» π.χ. παραπέμπει σε μια λογοτεχνική, ερωτική («Κανείς δεν ήξερε γιατί το παιδί διάβαζε ποίηση/Έβγαινε στο μπαλκόνι να καπνίσει/Και κοίταγε το πεζοδρόμιο σαν γυναίκα») και παράλληλα πολιτική αφύπνιση που ξεκάθαρα βλέπει προς τον κομμουνισμό («Το Βδέλυγμα» αναδεικνύει «μάρτυρες» του κομμουνιστικού παρελθόντος- βλ. επίσης «Ο έρωτας είναι πράξη πολιτική», «Πικνίκ έξω απ’ τα σφαγεία»). Η έντονη ειρωνεία γίνεται διαλυτική στο «Διακόπτουμε την ποιητική μας συλλογή για ένα έκτακτο ποίημα».
Εύγλωττος συνδυασμός χαρακτηριστικών στοιχείων υπάρχει στο σύντομο «Τάδε έφη Ζαραπούστρα»: «Θέλω να παίξω με το σώμα σου/όπως η γιαγιά μου με τις κότες/ Να γυρίσω το κεφάλι σου τρεις φορές/Και σαν ακέφαλα κοκόρια/ να χορέψουμε με οικοδόμους». Η άμεση και παιγνιώδης επιθυμία του πρώτου στίχου, ήδη από τον τίτλο συνάπτεται με τη μνήμη οικείων αγροτικών πρακτικών και εντέλει συναντά το καρναβαλικό καθώς ακέφαλα κοκόρια χορεύουν με οικοδόμους, παράγοντας γκροτέσκο θέαμα που αποσταθεροποιεί σεξουαλικούς ρόλους, εγγράφοντας μια queer σωματικότητα.
Παράλληλα λειτουργεί και το «Παιδικό δωμάτιο» όπου σώμα/επιθυμία, συγγένεια, εξουσία συνυπάρχουν. Αρχικά ενώ δημιουργείται με τον τίτλο η προσδοκία ασφάλειας στη συνέχεια ακυρώνεται μετατρέποντας το δωμάτιο σε χώρο εγκλεισμού: φυλακή, κάγκελα, χειροπέδες.
Οι στίχοι «Άντρα να βρομούν τα χέρια μου / μητέρα ο λαιμός μου» συνάπτουν queer επιθυμία, μητρική φροντίδα (βλ. και το «Μετά το ξύρισμα» για τη σχέση με τη μητέρα, έναν άλλο σωματικό «τόπο») και βία. Το αισθητηριακά φορτισμένο σώμα (βρώμα, μυρωδιές), καταδυναστεύεται από τον «Άνταμ Σμιθ» εισάγοντας μια ειρωνική αλληγορία οικονομίας/εξουσίας, ένα πολιτικό σχόλιο για την βίαιη είσοδο μηχανισμών της αγοράς / κοινωνικού ελέγχου στον παιδικό ιδιωτικό χώρο.
Τη γραμμή των νεότερων ποιητών που ανακαλούν ρητά το Μίλτο Σαχτούρη συνεχίζει ο Μπέρτος. Αρχικά χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα δυο στίχους από την Λησμονημένη (1945) και το φερώνυμο ποίημα: «Δεν είναι αυτό το αυλάκι αυλάκι αίματος/δεν είναι αυτό το πλοίο πλοίο θύελλας».
Το «είμαι ο τέταρτος αδελφός του Σαχτούρη» αποτελεί την επόμενη αναφορά. Η ποιητική φωνή εντάσσεται ως τέταρτος αδελφός στο ποίημα «Τ’ αδέρφια μου», μια σαχτουρική αλληγορία τραύματος, μνήμης και μεταμόρφωσης. Ο Μπέρτος αναπαράγει τον σαχτουρικό κόσμο στο ποίημά του («Αυτός ο κήπος δεν ήταν ποτέ δικός μου/Τον πότιζα μπας και ξεχαστώ// Μα εδώ έχει αλλιώτικα φυτά/Τα άνθη βγάζουν στόμα/[…]Στο τέλος τα ξερίζωσα/Μα εδώ έχει μονάχα χώμα/θα φυτρώσουν παντού//Τέλος. Τα κατάπια») αλλά και με τις συνεχείς αναφορές στο αίμα μετασχηματίζει αυτό το ιδιόμορφο σύμπαν του Σαχτούρη εντάσσοντας στοιχεία του σε ένα νησιωτικό και queer πλαίσιο. Δεν μπαίνω στη συζήτηση για επιρροή ή διακειμενικότητα στο βαθμό που συχνά πρόκειται και, σε κάποιες περιπτώσεις για αναφομοίωτη μίμηση, ή για απρόθετες παρουσίες συνάφειας ή για παραλληλία ή, όπως στα Καρπάθια, προμελετημένο διάλογο. Ο Μπέρτος συνειδητά αποσπά σαχτουρικά στοιχεία- «σύμβολα» και τα εντάσσει στη δική του ποιητική μυθολογία: αντικείμενα και πρόσωπα που απαντούν ως χαρακτηριστικά (και) στον Σαχτούρη διασταυρώνονται με σώματα επιθυμίας και πολιτική ειρωνεία. Στο «…στα πρόθυρα του Supernova» μια ειρωνική αμφισβήτηση του ρόλου του ποιητή που αποτυγχάνει να γίνει το σαχτουρικό αστέρι ή ο κληρονόμος πουλιών.
Σταθερά προσχεδιασμένη η πρώτη συλλογή του Μπέρτου παρέχει, νομίζω, μια αναδιατύπωση, αν όχι ήδη μια απάντηση στο ερώτημα για την έννοια της πολιτικής ποίησης. Τα Καρπάθια αποδεικνύουν ότι η πολιτική δεν είναι μια ειδική «θεματική» καθώς αυτή η διάσταση δεν λειτουργεί εντάσσοντας τη συλλογή σε ένα ξεχωριστό είδος. Η πολιτική ποίηση δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος που αποκλείει ένα έργο από άλλους χαρακτηρισμούς και αναγνώσεις, εκτός και αν η πρόθεση του δημιουργού είναι να αποκρύψει κατά το δυνατόν αυτή την αναπόδραστη διάσταση, θεωρώντας την έως και ασύμβατη με την ποίηση. Αναπόδραστη διότι κάθε λογοτεχνικό έργο εγγράφει, ακόμη και έμμεσα, τις κοινωνικές και ιστορικές αντιφάσεις της εποχής του: ταξικές σχέσεις, έμφυλες ιεραρχίες, μνήμες, προσδοκίες, φαντασιακά και συνεπώς εγγράφει την πολιτική συνθήκη.
Η τάση της κριτικής να διαχωρίζει κείμενα/βιβλία ως εμφανώς πολιτικά και άλλα ως «ιδιωτικά» ή «ουδέτερα», η σχεδόν κάθετη διάκριση πολιτικό /μη πολιτικό λειτουργεί σαν ιδεολογικό πέπλο αποκρύπτοντας το γεγονός ότι ακόμα κι ένα «εσωτερικό», «προσωπικό» ποίημα αποτελεί συγκεκριμένη νοηματοδότηση του κόσμου σε συγκεκριμένες κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες. Και η σχετική συζήτηση περί πολιτικής ή μη ποίησης και μάλιστα με αντίποδα του πολιτικού το αισθητικό έχει εξαντληθεί αποβαίνοντας άγονη, και συχνά κουράζοντας με την εμμονική επανάληψη.
Άγγελος Μπέρτος, Καρπάθια εκδ. θίνες 2025