Ψυχιατρική κλινική: η μεθόριος τού Είναι (μια εκδοχή) (γράφει ο Αλέξανδρος Πλατανιώτης)

0
250

 

γράφει ο Αλέξανδρος Πλατανιώτης

Το πρώτο πράγμα που στερείσαι με την εισαγωγή σου σε μια ψυχιατρική κλινική είναι η ταυτότητά σου. Δεν είσαι πλέον ένα πολιτικό υποκείμενο, αλλά ένα ψυχολογικό αντικείμενο: το πνεύμα και το σώμα σου αντικειμενοποιούνται, ανατέμνονται απ’ τον λόγο της εξουσίας. Οι αναμνήσεις σου αλέθονται στις μυλόπετρες του νόμου: το οικείο γίνεται ξένο· το παρελθόν σου απογυμνώνεται από τη χρονικότητά του, μετατίθεται έξω απ’ τα όρια τού Εγώ, χάνει το σημαινόμενό του και θραύεται σε ανοίκεια σημαίνοντα, που άλλοτε όριζαν την ταυτότητά σου. Η γλώσσα σου απαγριώνεται. Η εσώτερη αλήθεια, η δική σου πραγματικότητα, γίνεται η αιτία της στέρησης της ελευθερίας σου. Με άλλα λόγια, «ποινικοποιείται»: ορίζεται ως η ρίζα του κακού.

Το σώμα σου γίνεται το σκήνος του άλλου. Δεν είσαι άτομο πλέον. Είσαι κοινός, μια σάρκα την οποία όλοι κοινωνούν. Δεν είσαι μέρος, ούτε όλον. Είσαι ένα διαρκές παρόν, δίχως παρελθόν, δίχως μέλλον. Ένας άναρθρος ειρμός παραστάσεων. Γίνεσαι παραλήρημα και ίλιγγος, η μεθόριος τού Είναι σου. Είσαι το όριο, ο κανένας.

Κραυγές, λυγμοί, τραυλίσματα, δεήσεις, στεναγμοί, το θρόισμα της ανθρώπινης φωνής είναι ο λόγος εδώ. Λευκά, μουχλιασμένα δωμάτια και κάγκελα. Ο μισοσβησμένος φλοίσβος της πόλης μετά τα μεσάνυχτα. Φάρμακα που ξεφλουδίζουν τη ζωή των πραγμάτων. Δωμάτια απομόνωσης και κλίνες με λουριά.

Πολλοί απ’ αυτούς που είχαν εισαχθεί με εισαγγελική εντολή δεν ήθελαν να λάβουν εξιτήριο. Έξω δεν είχαν ανθρώπους να τους περιμένουν, δεν είχαν ένα κρεβάτι για να κοιμηθούν, ένα κομμάτι ψωμί για να φάνε. Όποτε έπαιρναν εξιτήριο, προκαλούσαν εκούσια την εκ νέου εισαγωγή τους. Ανάγκη. Αυτή η τρομερή λέξη που κυβερνά το περιθώριο.

Τα βράδια μόνο, άκουγες μέσ’ απ’ το κοχύλι της αλλοτινής σου ζωής φωνές αγαπημένες να σε καλούν αξεδιάλυτα λίγο πριν παραδοθείς στον ύπνο. Φωνές που έμοιαζαν με μιαν απάντηση, μια βεβαιότητα, σταθερά σημεία μέσα στο παράλογο, το ergo της ύπαρξής σου. Θραύσματα απόλαυσης και νοήματος, ακρωτηριασμένη ηδονή, που ανάβλυζε απ’ την κρήνη ενός κρυφού, περίκλειστου κήπου μέσα σου. Κι ολόκληρος αντιδονούσες απ’ τον νόμο που σε κυβερνούσε στο παρόν, ολόκληρος αντιδονούσες απ’ την απαγόρευση του νόστου. Δίχως προορισμό, παραδινόσουν στο τραγούδι των σειρήνων, καθηλωμένος στο κατάρτι της στέρησης. Έμοιαζε με πατρίδα· έμοιαζε με ζωή. Κι απελπισμένος γύρευες μέσα σου ένα βλέμμα αλλοτινό, στο οποίο κάποτε είχες γνωρίσει τον εαυτό σου. Δεν ήσουν πια παρά τα διαλυμένα άρμενα ενός πλοίου, που τα έσπρωχνε το κύμα στην ακτή. Κ’ η νοσοκόμα έμπαινε στο δωμάτιο για να σ’ ελέγξει, άναβε για μια στιγμή το φως, κι ο περίκλειστος κήπος έσβηνε μαζί του.

Ώσπου γίνεσαι ένας σειριακός αριθμός τυπωμένος πάνω στο δέρμα του χρόνου. Ένα σώμα τανυσμένο στον τροχό της βίας και της αγωνίας, στον τροχό της εξουσίας. Είσαι το σφάγιο στον βωμό της ενοχής. Κ’ αιμορραγείς τη σιωπή τους.

Να βροντά η Νύχτα τα χείλη σου και ν’ αντιστέκεσαι. Η Μέρα να καίει τα σωθικά σου. Να σε φωνάζουν όλα σαν την καλοκαιρινή απαστράπτουσα θάλασσα· και ν’ αρνείσαι. Να μην ανήκεις στη ζωή, μα ούτε και στον θάνατο. Να κατοικείς μέσα στον πόνο των πραγμάτων. Κι όλα ν’ αντιδονούν από εσένα, όμως εσύ πάντα να βρίσκεσαι κενός. Να μετράς τα χρόνια σου και να τα βρίσκεις περισσότερα απ’ τις σταγόνες της βροχής.

Οι περισσότεροι νοσηλευόμενοι δεν είχαν μεγάλες στιγμές στη ζωή τους. Ήσυχα έζησαν, σεμνά, μακριά απ’ τη σκηνή της τραγωδίας και του ηρωισμού το κάλεσμα. Γιατί υπήρξαν απ’ τη ζωή αγριότεροι και ποτέ δεν της επέτρεψαν να τους δαμάσει. Η γλώσσα τους ήταν τρίχωμα, πυκνό, άγριο, σκληρό. Μπορούσες να βυθίσεις τα δάχτυλά σου μέσα της και να νιώσεις πως δεν ήταν άνθρωποι, ούτε ζώα. Γλώσσα που μόλις ξεχώριζε απ’ τον άναρθρο λόγο, μόλις ξεχώριζε απ’ τη ζωώδη κραυγή. Φθόγγοι αρχέγονοι, φθόγγοι που ήταν περισσότερο θάνατος παρά ζωή. Πληγές που αιμορραγούσαν νόμο.

Ο οντολογικός και πολιτικός τους (πολιτισμός-φύση/κοινωνία-περιθώριο) δυισμός τέντωνε βίαια τα σώματά τους έως το σημείο που το Εγώ τελειώνει. Η ιερή τους απληστία –ο πόθος να δοκιμάσουν όλους τους καρπούς– έγινε ο τάφος τους. Εδώ η ζωή φανερώνεται με θάνατο κι όλα κινούνται σε τροχιά πολέμου. Αρνούμενοι την πολλαπλότητα, τη διαίρεση και τη διαφορά, δηλαδή την οικεία κατάσταση της ύλης (τη στέρηση), καθηλώθηκαν στο σύνορο της γλώσσας και της σιωπής: το μεταίχμιο είναι ο τόπος της βαρβαρότητας, το μεταίχμιο ο τόπος της αθωότητας. Η αγνότητα είναι το καλούπι της βίας. Και το περιθώριο τοποθετείται στο μεταίχμιο των πραγμάτων.

Δεν υπάρχει έλεος για τους ανθρώπους του περιθωρίου, γιατί αυτό στερείται τη συμβολική παρουσία του πατέρα. Η συμβολική πατρική λειτουργία, αυτή η πρωτόλεια κι αρχαϊκή μορφή νόμου, είναι ανεπαρκής: είτε υπερβαίνει τα όρια είτε αδρανεί. Ο ψυχικά πάσχων είναι ο καρπός κ’ η κοινωνία το δέντρο που αντλεί χυμούς απ’ αυτόν για να επιβιώσει. Μια λογιστική τού Είναι: όλα πληρώνονται με ύπαρξη. Όσο περισσότερο αρνείσαι την κοινωνία, τόσο περισσότερο απουσιάζεις, δεν είσαι. Το σύνολο, επίσης, ορίζει την ιστορικότητα του ατόμου, το χρονικό του ίχνος: ό,τι τοποθετείται έξω από τα όρια της κοινωνίας, δεν έχει χρονική υπόσταση, είναι άχρονο, συμβολοποιείται, γίνεται αρχετυπικό. Το περιθώριο δε συμμετέχει στην ιστορία, παρά μόνο στο φαντασιακό της: είναι το εκμαγείο του θρύλου, από το οποίο το πολιτικό σώμα αντλεί τη μυθολογία του. Δεν υφίσταται, λοιπόν, η έννοια του ατόμου γι’ αυτόν που διασχίζει τα σύνορα του συνόλου. Το θέατρο του περιθωρίου είναι η έρημος, ο μη τόπος.

Αντιγράφω απ’ το ημερολόγιο ανωνύμου:

Μετέωροι: να αισθάνεσαι κενό, να σκέφτεσαι κενό, να είσαι και να μην είσαι ταυτόχρονα. Όταν είσαι δύο, κανείς δεν είσαι. Λήθη. Ο χρόνος τεντωμένος σαν τη μεμβράνη του τυμπάνου. Κάθε χτύπος κ’ ένας αρμός του εμβατηρίου που ρύθμιζε την περιστροφή μας γύρω απ’ τον πύργο του Πανοπτικού. Πάνω του ήταν ιστορισμένη κάθε παράσταση του ανθρώπινου δράματος: μια χαρτογράφηση της ενοχής και της εξαθλίωσης, του μίσους και της απαγρίωσης, του κακού και του καθαρμού. Περιστρεφόμασταν γύρω απ’ την αλήθεια; Πόσο αίμα έχει χυθεί για την αλήθεια; Πόσοι στρατιώτες πλάγιασαν μαζί της, μαθαίνοντας να σκοτώνουν πριν μάθουν να μιλούν· μαθαίνοντας να πεθαίνουν. «Το θάρρος κ’ η καρτερία κάνουν τον ήρωα, τον καλό στρατιώτη», έγραφε ο Νικηφόρος Βρυέννιος στην «Ύλη Ιστορίας». Όμως, εμείς δεν ήμασταν ήρωες. Ήμασταν κάτι πολύ λιγότερο. Κάποιος είπε: «θέλω να είμαι λίγος, γιατί τουλάχιστον αυτό είναι μια αλήθεια»: μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, δηλαδή, μακάριοι οι ταπεινοί… Βρισκόμασταν έξω απ’ τα όρια της κοινωνίας, κι όμως ποτέ ξανά δεν είχαμε μια πληρέστερη εποπτεία της. Κερδίζεις τον άλλο, όταν αυτός απουσιάζει. Η απόσταση, ιδίως η χρονική, δίνει ένα άλλο Είναι στα πράγματα, μια νέα ψυχολογία, ξεφλουδίζει τις αντιστάσεις του παρελθόντος και στη θέση τους αποκαλύπτει την κρυφή γλώσσα. Κερδίζεις τον άλλο, όταν πια είναι ολότελα χαμένος. Κερδίζεις εσένα, τον «χαμένο χρόνο». Το Είναι μας είναι η τελευταία απάντηση που θα δώσουμε στα πράγματα. Είμαστε όπως τελειώνουμε. «Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον/ και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή».

Στην άκρη των χειλιών τους υπήρχε πάντα μια γεύση σκότους κι άλμης. Καθώς έσβηναν, άρπαζαν τον ουρανό απ’ τον γιακά, τον κοίταζαν βαθιά μέσα στα μάτια κ’ ύστερα σώπαιναν για πάντα.

 

Προηγούμενο άρθρο“Εφ’ όλης της Εύας”(της Βαρβάρας Ρούσσου)
Επόμενο άρθροΗ ανατομία του αστικού περιπάτου (της Έφης Κατσουρού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ