γράφει ο Αλέξανδρος Πλατανιώτης
Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την Πατησίων ως τον μη τόπο, κάτι ανάλογο της Θήβας στην κλασική δραματουργία, το ανεστραμμένο είδωλο της ευτοπικής Αθήνας του 5ου π.Χ. αιώνα. Η Πατησίων είναι ο τόπος έξω από τα τείχη του Νόμου, μια αποφατική συστοιχία Του. Ο Λακάν έγραφε πως η αντίδραση στην επιθυμία του Άλλου σημαίνει την στενή εξάρτησή μας από την τελευταία· με άλλα λόγια, η αντίδραση ενάντια στον Νόμο είναι μια παράλληλη υποταγή σε Αυτόν, στη βούλησή Του. Έτσι το σημαίνον της Πατησίων είναι κατεξοχήν πολιτικό ως άρνηση. Είναι η οδός όπου το θρυλικό και το μαγικό επιβιώνουν στο φαντασιακό της, μια λεωφόρος ενορμήσεων, ονείρου, σκιάς και παραλόγου, δηλαδή ένας υποκειμενικός κόσμος που αρνείται να αντικειμενοποιηθεί. Εδώ δεν εφαρμόζεται η «πολιτική ανατομία του σώματος», σύμφωνα με τον Φουκώ, δεν διατετραγωνίζεται η ουσία του όντος, δηλαδή η επιθυμία, όπως συμβαίνει στον εκκοσμικευμένο κ’ ευνομούμενο δημόσιο χώρο, με τα πιο ακραία παραδείγματα αυτού να είναι τα στρατόπεδα και τα δικαστήρια, όπου το σώμα αντικειμενοποιείται πολιτικά.
Είναι η οδός όπου το μείγμα αθωότητας κ’ εξαθλίωσης συνεχίζει να σε ξαφνιάζει, πυροδοτώντας μια ανοικείωση των πραγμάτων, διαρρηγνύοντας το κοινότυπο, όπως ακριβώς λειτουργεί η λογοτεχνία. Κάθε ρυτίδα, κάθε πληγή, κάθε σώμα είναι ένα ολόκληρο μυθιστόρημα. Μια κοινωνία μαγεμένη, έξω από τα σύνορα του ορθολογικού κόσμου, μια κυψέλη λυρισμού αχαρτογράφητου. Η δραματικότητα του περιθωρίου έχει σημανθεί πολλές φορές στον λογοτεχνικό λόγο. Όμως, ο λυρισμός του παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητος. Οι Γάλλοι καταραμένοι ποιητές έκαναν την αρχή της ιχνηλάτησής του, ώσπου η πορεία διακόπηκε με τον μοντερνισμό, που όρισε τη δραματική ποίηση ως την υψηλότερη. Ακόμη πιο πίσω, ο Πετρώνιος μάς χαρίζει απολαυστικές στιγμές λυρισμού τού αντιήρωα. Οι Ρώσοι ρεαλιστές στις πιο ρομαντικές στιγμές τους το ίδιο. Όμως, το περιθώριο, οι «άθλιοι», είναι κατά κανόνα συνυφασμένο με τη δραματική εκφορά. «Ο μοναδικός λυρισμός που έχει ο κοινός άνθρωπος είναι η σεξουαλικότητα», έγραφε ο Μπωντλαίρ. Στην Πατησίων δεν έχουμε τον «κοινό άνθρωπο», αλλά το σκήνος του λυρισμού, που πηγάζει από τη μελαγχολία και την αθωότητα. Κάθε έκφανση της ζωής αυτών των ανθρώπων είναι λυρική, λόγω της εσωτερικότητάς τους: το υποκειμενικό βίωμα, η εσώτερη αλήθεια, είναι η πραγματικότητα της Πατησίων.
Τίποτα δεν είναι μόνιμο εδώ. Δεν υφίσταται καμία βεβαιότητα. Η Πατησίων αμφιβάλλει. Το φευγαλέο κυριαρχεί. Σ’ αυτό ο Μπωντλαίρ εντόπιζε το μοντέρνο. Οι ιμπρεσιονιστές το μετουσίωσαν σε μια μορφή κοσμοειδώλου. Τι είναι το φευγαλέο; Ένα παρόν. Δίχως παρελθόν, δίχως μέλλον. Μια διαρκής παροντικότητα. Η απουσία μνήμης από το παρόν αίρει την επιθυμία και το υποτάσσει στην ανάγκη. Αυτή η λέξη, που είχε ανακαλύψει ο Ουγκώ χαραγμένη στον μητροπολιτικό ναό της πόλης του Παρισιού, είναι το πεπρωμένο της Πατησίων. Η ανάγκη, σε αντίθεση με την επιθυμία (που σύμφωνα με τον Λακάν δεν έχει αντικείμενο, αλλά θέλει απλώς να συνεχίζει να επιθυμεί, άρα είναι μια διαρκής κίνηση), είναι μια στάση. Το αντικείμενό της είναι απλό, καθαρό. Επιστρέφουμε στην έννοια της άρνησης, που είναι η κατεξοχήν στάση. Πώς, όμως, ο λυρισμός εκφράζεται στατικά, όταν συνήθως χρησιμοποιεί «μια γλώσσα που χορεύει» για να εκφέρει τη συγκίνησή του; «Δεν είναι η στάση ίδιον του δράματος;», θα μπορούσε ν’ αναρωτηθεί κάποιος. Σίγουρα αυτός είναι κ’ ένας απ’ τους λόγους που έχει τόσο μιληθεί η δραματικότητα του περιθωρίου. Η στάση, με άλλα λόγια, παράγει λυρισμό;
Ναι, κατά τη γνώμη μου, γιατί η στάση είναι υποκειμενική, σ’ αντίθεση με την αντικειμενικότητα της κίνησης. Η κίνηση είναι μια βεβαιότητα, είναι ο νόμος των πραγμάτων. Η στάση είναι το Είναι: δεν μπορεί να γίνει γνωστή η ουσία Του διανοητικά, παρά μόνο βιωματικά. Δεν μπορείς να δώσεις όνομα στον έρωτα, μπορείς, όμως, να τον βιώσεις. Οι αισθήσεις κατά τη στάση αναπληρώνουν την έλλειψη της κίνησης. Βαθαίνουν κ’ εσωτερικεύονται, «πνευματώνονται»: ένα πνευματικό σώμα. Η στέρηση, η άρνηση, η στάση βαθαίνουν το Είναι. Από εδώ πηγάζει ο λυρισμός τους: είναι μια μεταρσίωση του υποκειμενικού βιώματος, της κατεξοχήν συνθήκης του λυρισμού. Στη στάση δεν έχουμε μια εκφορά του πραγματικού γεγονότος, αλλά του ψυχικού. Αυτό κατ’ εμέ συμβαίνει στην Πατησίων. Γι’ αυτό το φαντασιακό σ’ αυτόν τον τόπο είναι τόσο πλούσιο κι άπεφθο. Δεν έχει διαβρωθεί από τον ορθολογισμό στον βαθμό που έχει αλλοιωθεί το φαντασιακό της υπόλοιπης κοινωνίας. Οι θρύλοι, οι δοξασίες κλπ. συνθέτουν στην Πατησίων μια υποκειμενική μυθολογία, που τροφοδοτεί τον λυρισμό της. Φυγή προς τα μέσα είναι η κίνηση εδώ.

Έχω περπατήσει κυριολεκτικά χιλιάδες φορές την Πατησίων και η πιο έντονη ανάμνηση που έχω διαφυλάξει απ’ αυτόν τον δρόμο είναι όταν ένα βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα, ένας ίσκιος σύρθηκε προς τα μένα απ’ τη σκοτεινή γωνιά του δρόμου μπροστά απ’ το Πολυτεχνείο και ψέλλισε τη λέξη «χαλίπ» (στ’ Αραβικά σημαίνει «γάλα»). Ήταν ο καιρός που μαινόταν ο εμφύλιος σπαραγμός στη Συρία. Αργά άρχισα να καταλαβαίνω ότι είχα μπροστά μου μια μαυροφορεμένη μάνα, γύρω στα τριάντα, που κρατούσε στην αγκαλιά της ένα βρέφος. Μια μαύρη Βρεφοκρατούσα, που εκείνη την ώρα συμπύκνωνε σε μια της λέξη την οδύνη ολοκλήρου λαού: «χαλίπ». Της έδωσα ό,τι είχα στην τσέπη μου, αλλά ένιωθα έντονη αποστροφή και φρίκη, ήθελα να το βάλω στα πόδια, να φύγω μακριά απ’ την κτηνωδία του ανθρώπου, που κατάντησε αυτή τη μάνα να σέρνεται μαζί με το παιδί της στα σκοτάδια ξένης γης για λίγο γάλα. Ένιωθα ένοχος απ’ την πλευρά του ανθρώπου, ένοχος κι απ’ την πλευρά της καταγωγής μου (είμαι μισός Σύρος). Κι όμως, για λίγες στιγμές που φάνταζαν αιωνιότητα, δεν μπορούσα να κουνήσω τα πόδια μου, είχα πετρώσει μπροστά σ’ αυτό το αρχαϊκό ανθρώπινο σύμπλεγμα της βρεφοκρατούσας. Αισθανόμουν ότι η λέξη «χαλίπ» ήταν τ’ όνομα με το οποίο με καλούσε ο Θεός για να κριθώ, η σφραγίδα που μ’ έκλεινε για πάντα στην κόλαση.
Αυτή η προσωπική εσωτερίκευση της μαυροφορεμένης μάνας, του παιδιού της, του χρόνου, του τόπου και της λέξης «χαλίπ» είναι ο λυρισμός της Πατησίων, που τέμνει κάθετα τη δραματικότητά της. Ένας λυρισμός ανάγλυφος, σωματικός. Η βρεφοκρατούσα ενσωματώθηκε στην ιδιωτική μου μυθολογία, ή μάλλον δημιούργησε τον δικό της μύθο ως ψυχολογικό γεγονός. Υποκειμενοποιήθηκε ως στάση. Η εσωτερική πραγματικότητα απέκτησε μεγαλύτερη σημασία, περισσότερη αλήθεια απ’ την εξωτερική. Όλα τα παραπάνω είναι λειτουργίες του λυρισμού. Απομένει η χαρτογράφησή του. Για να γίνει, όμως, αυτό, πρέπει το υποκειμενικό βίωμα ν’ αποκτήσει κάποια αντικειμενικότητα, δηλαδή να προηγηθεί μια μορφή αφαίρεσης του Εγώ από την εμπειρία, προκειμένου αυτή να ενσωματωθεί στο πλαίσιο του συλλογικού. Το βίωμα να γίνει γλώσσα, το συναίσθημα να μην εκπέσει στο επίπεδο της αισθηματολογίας. Ο προσωπικός μύθος να κοινωνήσει τον συλλογικό. Να μετουσιωθεί σε ταυτότητα, δηλαδή σε μνήμη. Η κατάσταση της διαρκούς παροντικότητας δεν είναι γλώσσα, αλλά ένας άναρθρος ειρμός παραστάσεων. Για να εκφέρουμε τον λυρισμό του περιθωρίου, πρέπει να μεταμορφώσουμε την ανάγκη σ’ επιθυμία.

























Καταπληκτική ανάλυση .
Κύριε Πλατανιώτη,εύγε