γράφει ο Θανάσης Μήνας
Τα τελευταία 60 και πλέον χρόνια ο Thomas Pynchon συνθέτει το εναλλακτικό αμερικανικό έπος: μια εκτεταμένη, πολύτομη αφήγηση της αμερικανικής εμπειρίας που αντιπαραβάλλεται στα επίσημα αρχεία της ιστορίας. Το Mason & Dixon (1997) καλύπτει την ίδρυση του έθνους κατά τον 18ο αιώνα, εστιάζοντας στις σκοτεινές πλευρές του (από τον αφανισμό των αυτοχθόνων ως τον αποκλεισμό από τη διοίκηση αυτών που δεν είχαν περιουσία)∙ το Ενάντια στη μέρα (2006) περιγράφει τον ταξικό πόλεμο κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα∙ το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας (1973) αποδομεί το συλλογικό, ηρωικό, πολεμικό αφήγημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου∙ το V. (1963) διαδραματίζεται εν μέρει στην ψυχροπολεμική δεκαετία του ’50∙ Η συλλογή των ’49 στο σφυρί (1966) στη ταραγμένη δεκαετία του ’60, ενώ το Έμφυτο ελάττωμα (2009) καταπιάνεται με τη συγκρουσιακή (και καμένη) εποχή του τέλους των χίπις∙ το Vineland (1990) αναφέρεται στην αστυνομοκρατία της ρηγκανικής δεκαετίας του ’80…
Η δεκαετία του 1930
Το Shadow Ticket αντίστοιχα εκτυλίσσεται στη δεκαετία του 1930. Ποτοαπαγόρευση, Μαφία και Χόλιγουντ στις ΗΠΑ, Μεσοπόλεμος στην Ευρώπη. Στην Αμερική συνεχίζει να σπάει τα ταμεία ο Δημόσιος Κίνδυνος Νο 1 με τον James Cagney, όμως την πρωτοκαθεδρία των κινηματογραφικών γκάνγκστερ έχει αρχίσει να αμφισβητεί ένας νεοφερμένος Ούγγρος ηθοποιός που υποδύεται έναν μακάβριο κόμη: ο Bela Lugosi, στον οποίον ανήκει και το μότο του μυθιστορήματος: «Supernatural, perhaps. Baloney…perhaps not» (από το φιλμ The Black Cat του 1934).”Ας σημειωθεί ότι ο Ούγγρος ηθοποιός ήταν δηλωμένος αντιφασίστας και είχε αναπτύξει συνδικαλιστική δράση στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Αυτά σχετίζονται με την εξέλιξη της ιστορίας μας”.
Πιο συγκεκριμένα, βρισκόμαστε στο 1932, χρονιά που ο νεαρός Count Basie έγινε πιανίστας στην ορχήστρα του Bennie Moten, όπως ορθά διαβάζουμε στη σελ. 26∙ τη χρονιά «όπου όλα αρχίζουν να διαλύονται», όπως σημειώνει παρακάτω ο Pynchon. H χρονική τοποθέτηση της πλοκής του μυθιστορήματος ανάμεσα σε αυτήν του Ενάντια στη μέρα (αρχές 20ού αιώνα) και στο Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας (1939-1945), υποδηλώνει και τις βασικές θεματικές του βιβλίου: το Shadow Ticket ανιχνεύει τις ιστορικές δυνάμεις που έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην περίοδο του Μεσοπολέμου, επικεντρώνοντας κατά τη συνήθεια του Pynchon στις κάπως πιο αθέατες και πιο υποχθόνιες. Ιστορία και μυθοπλασία συνενώνονται στο ευρύτερο φανταστικό σύμπαν του Pynchon.
Σκιώδες ψηφοδέλτιο
Ας δούμε όμως τον τίτλο του βιβλίου, που είναι ως συνήθως κάπως κρυπτικός. Η φράση «shadow ticket» (κατά λέξη «σκιώδες εισιτήριο», ή, στην περίπτωσή μας, «σκιώδες ψηφοδέλτιο») αναφέρεται στην πολυσέλιδη, τετράτομη Ιστορία των Πολιτικών Κομμάτων των ΗΠΑ (History of U.S. Political Parties, Chelsea House Publishers, New York 1973), την οποία επιμελήθηκε ο Arthur M. Schlesinger Jr. Σε ένα από τα δοκίμιά του με τον τίτλο «Το Προοδευτικό Κόμμα, 1912 και 1924», ο ιστορικός George E. Mowry εξηγεί την κατάρρευση του Προοδευτικού Κόμματος (Progressive Party) του Τίοντορ Ρούσβελτ, ευρέως γνωστού ως «Κόμμα του Ταύρου» (Bull Moose Party). Κατέρρευσε, υποστηρίζει, ως άμεσο αποτέλεσμα της αποτυχίας του κόμματος να δημιουργήσει ένα εθνικό δίκτυο υποψηφίων με αρνητική ψήφο. Ενώ οι περιοριστικοί εκλογικοί νόμοι ήταν εν μέρει υπεύθυνοι, η ίδια η προθυμία των προοδευτικών για συμβιβασμούς, ιδιαίτερα στη Μεσοδυτική Αμερική, τους εμπόδισε να κατεβάσουν ένα πλήρες ψηφοδέλτιο, και αυτό τελικά σήμανε την καταστροφή του κινήματος. «Λόγω των συμφωνιών που έγιναν με πολλούς Προοδευτικούς Ρεπουμπλικάνους της Μεσοδυτικής Αμερικής», γράφει ο Mowry, «το Προοδευτικό ψηφοδέλτιο (ticket) σε αυτές τις περιοχές ήταν σε μεγάλο βαθμό ένα “σκιώδες εισιτήριο”». Μέχρι το 1916, το κόμμα είχε διαλυθεί.
Βόμβες στο Μιλγουόκι, ναζί στη λίμνη Μίσιγκαν
Το Shadow Ticket ξεκινά με μια βομβιστική επίθεση στο Μιλγουόκι, και πριν το καταλάβουμε, βρισκόμαστε βυθισμένοι σε μια ακόμη συνωμοτική περιπέτεια. Όσοι είναι εξοικειωμένοι με την υπόθεση του Ενάντια στη μέρα, θα παρατηρήσουν την επανεμφάνιση του ιδιωτικού πράκτορα Lew Basnight, ο οποίος αντιστέκεται πεισματικά στη συνταξιοδότηση και παρέχει ευγενικά συμβουλές στις επόμενες γενιές περιπλανώμενων…ντετέκτιβ.
Σε αυτήν την περίπτωση, κεντρικός ήρωας είναι ο Hicks Mc Taggart, ένας άλλοτε απεργός που έχει περάσει στην άλλη πλευρά και πουλά τις υπηρεσίες τους ως μπράβος. Ο Hicks εργάζεται για μια πανεθνική (ίσως και πολυεθνική) εταιρεία ντετέκτιβ με την επωνυμία U–Ops: στην ονοματολογία, ο Pynchon αποδίδει τα σέβη του στον Continental Op, τον κλασικό ντετέκτιβ-ήρωα των ιστοριών του δάσκαλου Dashiell Hammett. Ο Hicks βγαίνει με την τραγουδίστρια της jazz April Ramaggo, η οποία ανησυχεί γι’ αυτόν επειδή φαίνεται να απειλείται από τη Μαφία και τους εγχώριους ναζί που έχουν εισχωρήσει και στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Μόλις ο Hicks αρχίζει να ερευνά την βομβιστική επίθεση, τα πράγματα περιπλέκονται. Ένα μυστηριώδες γερμανικό υποβρύχιο, που δεν παροπλίστηκε μετά την ήττα της Γερμανίας στον ‘Α Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφανίζεται στη λίμνη Μίσιγκαν. Στο Μιλγουόκι ζουν Ιταλοί, Κροάτες και χιλιάδες Γερμανοί. Υπάρχουν υποστηρικτές των ναζί στις αίθουσες της εξουσίας. Ο Νέος Κόσμος, μαθαίνει ο Hicks, παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένος με τον παλιό.
Όταν οι ομοσπονδιακοί κάνουν στον Hicks μια προσφορά εργασίας που προφανώς δεν θα του επιτραπεί να αρνηθεί, φεύγει, αλλά όχι ακριβώς με τους δικούς του όρους. Υπό την πίεση, τελικά συμφωνεί να αναλάβει την υπόθεση που απέφευγε επιμελώς: να εντοπίσει και να ανακτήσει την Daphne Airmont, κληρονόμο μιας σημαντικής περιουσίας, η οποία φέρεται να το έχει σκάσει με τον μουσικό-εραστή της, τον Hop Wingdale, κλαρινετίστα των Klezmopolitans (το όνομά τους υπονοεί jazz με επιρροές από την εβραϊκή αυτοσχεδιαστική μουσική klezmer). Η Daphne, με την οποία ο Hicks έχει ιστορικό, είναι η κόρη του μεγαλοεπιχειρηματία Bruno Airmont: του επονομαζόμενου «Αλ Καπόνε του Τυριού». Ως χαρακτήρας, ως «άρχων του κακού» και μεγιστάνας του πλούτου, ο Bruno είναι ένας κάπως αστείος τύπος. Δεν είναι πραγματικά κακός και αδίστακτος, όπως ο Scarsdale Vibe, ο δισεκατομμυριούχος που οι μπράβοι του δολοφονούν εργάτες στο Ενάντια στη μέρα, ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να αντιστοιχεί σε ιστορικά πρόσωπα, στους Μόργκαν, στους Ρότσιλντ ή στους Κάρνεγκι. Ο Bruno μοιάζει περισσότερο με «καρικατούρα κακού», κάτι σαν τον Ντόναλντ Τραμπ, σαν να λέμε…
Ο Bruno φαίνεται ότι κατά λάθος αξιοποίησε μια πολύ δυσφημισμένη εμπορική αποτυχία και τη μετέτρεψε σε μια τεράστια εγκληματική αυτοκρατορία. Ύποπτος για μια σειρά από οικονομικά εγκλήματα, ο Bruno έχει εξαφανιστεί. «Η απάτη με το τυρί είναι μια μεταφορά φυσικά, ένα παραπέτασμα, μια βιτρίνα για κάτι πιο γεωπολιτικό», εξηγεί ο Egon Praediger, ο κομψός, λάτρης της κοκαΐνης Βιεννέζος αστυνομικός που, όπως θα αποδειχθεί όταν η πλοκή θα μεταφερθεί στην Ευρώπη και κυρίως στο λιμάνι του Αμβούργου, είναι κάτι πολύ παραπάνω και πολύ πιο ισχυρό από απλός αστυνομικός.
Εν έτη 1932, στις σελίδες του μυθιστορήματος εμφανίζονται αναφορές σε κορυφαία γεγονότα της εποχής, σαν φευγαλέες ματιές σε πρωτοσέλιδα ταμπλόιντ: η δίκη και η εκτέλεση των Σάκο και Βαντσέτι, η υπόθεση του Γουόλτερ Γουίντσελ και η απαγωγή του μωρού των Λίντμπεργκ, μια υπόθεση που συνδέεται έμμεσα με την άνοδο του ναζισμού στις ΗΠΑ (όπως έχει καταδείξει ο Philp Roth στη Συνωμοσία κατά της Αμερικής).
Ένα από τα στοιχεία του Shadow Ticket είναι η εμφάνιση του FBI μετά την Ποτοαπαγόρευση και ενός νέου παραδείγματος επιβολής του νόμου που -όπως και μερικές από τις μελλοντικά Συμμαχικές κυβερνήσεις- ενδιαφέρεται κυρίως για την προστασία της φιλελεύθερης καπιταλιστικής τάξης και συχνά συνεργεί με τις αυξανόμενες φασιστικές δυνάμεις. «Αυτό είναι το επόμενο κύμα Ομοσπονδιακών με τους οποίους μιλάς», λέει ένας πράκτορας στον Hicks. «Δεν έχουμε καν αρχίσει να δείχνουμε πόσο επικίνδυνοι μπορούμε να είμαστε». Είναι ένα από τα θέματα στα οποία επανέρχεται o Pynchon: στο Vineland 1990 παρουσιάζει έναν «πρώην αξιωματικό της Luftwaffe των και στη συνέχεια χρήσιμο Αμερικανό πολίτη» να ηγείται ομοσπονδιακών συλλήψεων μαριχουάνας «με την πλήρη στολή του παλιού του επαγγέλματος». Το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας καυτηριάζει αντίστοιχα την Operation Paperclip, το μυστικό πρόγραμμα των ΗΠΑ που έφερε τους Ναζί να εργαστούν σε πυραύλους V-2 και σε άλλες στρατιωτικές έρευνες.


Οι λίγες φωτογραφίες που υπάρχουν του “άφαντου” συγγραφέα Τόμας Πίντσον.
Jazz & Lindy Hop
Με δεδομένο ότι ο Pynchon είναι λάτρης της jazz και το Shadow Ticket εκτυλίσσεται εν μέρει στην εποχή της Ποτοαπαγόρευσης, δεν θα μπορούσαν να λείψουν οι αναφορές στην jazz των big bands και στους ρυθμούς του Lindy Hop του ’30. Ήδη από τη σελ. 24, όπου ο Hicks ΜcTaggart βρίσκεται στο Arleen’s Orchid Lounge στο Μιλγουόκι και παρακολουθεί στη σκηνή την ερμηνεύτρια April Randazzo – την οποία έχει γνωρίσει σε ένα κλαμπ στο Σικάγο. Η τελευταία διασκευάζει το jazz standard “Midnight In Paris”, μετατρέποντάς το για τις ανάγκες τις αφήγησης σε “Μidnight in Milwakee”, σε μια νέα ημι-κουβανέζικη («semi-Cuban», γράφει ο Pynchon) ενορχήστρωση, χωρίς τρομπέτα, με σαξόφωνα, μπάντζο και με το ακορντεόν σε πρώτο ρόλο, να καθοδηγεί τον μελαγχολικό ρυθμό.

Στη σελ. 26 (που μνημονεύσαμε παραπάνω) εμφανίζεται για πρώτη φορά ο νεαρός τότε Count Basie (1904 – 1984). Ο Basie αναφέρεται και σε άλλες σελίδες του μυθιστορήματος, όχι τυχαία, πιστεύω. Με το καινοτόμο στυλ του στο πιάνο και την ενορχήστρωση, ο Basie υπήρξε ο εισηγητής των small bands και θεωρείται ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην εποχή των big bands (δεκαετία του ’30) και σε αυτή του bebop (πρώτη μεταπολεμική περίοδος). Είναι δηλαδή ο κατεξοχήν μουσικός της jazz που αντιστοιχεί χρονικά στην ακολουθία Ενάντια στη μέρα–Shadow Ticket–Το ουράνιο τόξο της βαρύτητας των μυθιστορημάτων του Pynchon.
Στη σελ. 53 γίνεται αναφορά στο “On the Sunny Side of the Street”: πρόκειται για πασίγνωστο τραγούδι του 1930 που συνέθεσαν οι Jimmy McHugh και Dorothy Fields (κάποιοι υποστηρίζουν ότι πραγματικός συνθέτης του ήταν ο Αφροαμερικανός πιανίστας Fats Waller, ο οποίος πούλησε φτηνά τα δικαιώματα). Παρουσιάστηκε στο μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ, Lew Leslie ‘s International Revue, ενώ ο Tedd Lewis το ηχογράφησε για πρώτη φορά το 1930. Στην πορεία του χρόνου εξελίχθηκε σε jazz standard και γνώρισε πολυάριθμες εκτελέσεις από ονόματα όπως οι Louis Armstrong, Nat King Cole, Dave Brubeck, Earl Hines, Benny Goodman, Lionel Hampton, Erroll Garner, Dizzy Gillespie, Art Tatum, James Booker, Count Basie, Lester Young.
Το “Little White Lies”, που φέρεται να τραγουδάει η ερωμένη του Hicks, η April, στη σελ. 109, είναι ένα δημοφιλές τραγούδι, γραμμένο από τον Walter Donaldson το 1930. Ηχογραφήθηκε από τους Pennsylvanians του Fred Waring (στην δισκογραφική εταιρεία Victor) με φωνητικά την Clare Hanlon και τους The Waring Girls. Αρκετοί άλλοι καλλιτέχνες ηχογράφησαν επίσης το τραγούδι το 1930, συμπεριλαμβανομένης της Annete Hanshaw (που μνημονεύεται εδώ). Η μεγάλη Ella Fitzerlad το τίμησε επίσης το 1939 σε ένα single στην εταιρεία Decca.
Λίγο παρακάτω, ο Hicks ταξιδεύει οδικά στα ορεινά του Πίτσμπουργκ και κάνει στάση σε μια πόλη-φάντασμα. Στο μοναδικό μπαρ, ένα jukebox της Victrola είναι αναπάντεχα ενημερωμένο με τις τελευταίες επιτυχίες.
Σελ 124: «Got Some Hits of the Week, Fletcher Henerson Band, Coleman Hawkins, Benny Motten, the young Basie – that’s if you dig of course».
Χωρίς να κρύβει την έκπληξή του, σε μια εποχή όπου οι φυλετικές διακρίσεις ήταν ακόμα θεσμοθετημένες σε πολλές Πολιτείες, ειδικά στον Νότο, Hicks αντικρύζει ανάμεσα στις jazz επιτυχίες της εποχής (που προορίζονταν πρωτίστως για την αγορά των λευκών) και έναν race-record, δηλαδή έναν από τους δίσκους που υποτίθεται ότι απευθύνονταν αποκλειστικά στο κοινό των Αφροαμερικανών∙ ένα 45άρι με τραχύ, νότιο blues: το “Police Dog Blues” του Blind Bake (1929), από τα πρώτα ηχογραφημένα κομμάτια που καταφέρονται κατά της ρατσιστικής, αστυνομικής βίας.
Το ”I Got Rhythm”, παιγμένο με ukelele σύμφωνα με τις επιθυμίες του Pynchon στη σελ.154, είναι από τις πιο γνωστές και διασκευασμένες συνθέσεις των αδελφών George και Ira Gershwin (1931). Τον ίδιο χρόνο γνώρισε και την πρώτη του jazz διασκευή από τον Louis Armstrong.
Καθώς ο Hicks αναζητά στην Ευρώπη την Daphne AIrmont, πέφτει πρώτα πάνω σε έναν εμιγκρέ περκασιονίστα που έχει μαθητεύσει πλάι στον Cab Calloway (σελ. 192) και έπειτα, σ’ ένα κλαμπ στη Βιέννη, πάνω στον επίσης φυγάδα εραστή της, τον κλαρινετίστα Hop Wingdale. «Δεν τα καταφέρνει άσχημα στο “Embraceable You” και στο “Siboney”», αποφαίνεται ο ντετέκτιβ στη σελ. 197. Το πρώτο επίσης σύνθεση των George και Ira Gershwin, το δεύτερο του Κουβανού Ernesto Lecuona (1927) και πολυδιασκευασμένο (προσωπική αδυναμία η εκτέλεση της Connie Francis).
Mitteleuropa
Το δεύτερο μισό του Shadow Ticket διαδραματίζεται κυρίως στην κεντρική Ευρώπη (Πολωνία, Αυστρία και Ουγγαρία) και δευτερευόντως στις Δαλματικές Ακτές, όπου ο Hicks, αβέβαιος για το αν έχει απολυθεί ή απελαθεί, παρασύρεται σε έναν μυστηριώδη κόσμο κατασκόπων και διπλών πρακτόρων, χοροπηδώντας γύρω από τα συντρίμμια της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας καθώς ο άξονας της ηπείρου γέρνει προς τον φασισμό. H εστίαση του Shadow Ticket στην άνοδο του παγκόσμιου φασισμού δείχνει ότι, όποιο και αν είναι το φαινομενικό σκηνικό, το μυθιστόρημα αναφέρεται και στο ιστορικό παρόν. Ο Pynchon, άλλωστε, πάντα υποστήριζε τη χρονική συγχώνευση, αναδιπλώνοντας την ιστορία στον εαυτό της για να αποκαλύψει τις δομές της εξουσίας. «Όσο περισσότερο μένεις στο παρελθόν και στο μέλλον», γράφει στο Ουράνιο τόξο της βαρύτητας, «όσο πιο πυκνό είναι το εύρος ζώνης σου, τόσο πιο σταθερή είναι η περσόνα σου. Αλλά όσο πιο στενή είναι η αίσθηση του Τώρα, τόσο πιο εύθραυστος είσαι».
Το σκηνικό του Shadow Ticket είναι μια εποχή «χαμένων ανθρώπων, χαμένης ελπίδας», μια εποχή που εκατομμύρια Ευρωπαίοι κυρίως και Αμερικανοί προσπαθούσαν να ανακτήσουν τις απώλειες του Μεγάλου Πολέμου και της Ύφεσης, μέσα από τελετές πένθους και νοσταλγικές αφηγήσεις. Μια συντριπτική αίσθηση απώλειας διαπερνά κάθε γωνιά του βιβλίου. Η νοσταλγία για μια παλιότερη, πιο αγνή και καλύτερη εποχή, εξέθρεψε έναν νέο, λανθάνοντα ρομαντισμό και αυτός με τη σειρά του το ναζιστικό αφήγημα. Το παγκόσμιο πνευματιστικό κίνημα βρίσκεται στο τέλος του, παρόλο που εξακολουθεί να είναι ισχυρό στην Ουγγαρία. Η Βιέννη είναι η παγκόσμια πρωτεύουσα των παραφυσικών φαινομένων και φυσικά της ψυχανάλυσης. «Ένα παραψυχολογικό Mardi Gras», σημειώνει ο Pynchon, κάνοντας αναγωγή στο περίφημο καρναβάλι της Νέας Ορλεάνης (με τα βουντού παραφερνάλια του). Ακόμα και στη Σοβιετική Ένωση του «διαλεκτικού υλισμού», υπαρχηγός της GPU, προδρόμου της KGB, φέρεται να έχει αναλάβει ένας πρώην μύστης των Θεοσοφιστών της Μαντάμ Μπλαβάτσκι.
Αρκετοί χαρακτήρες βρίσκονται σε μια κατάσταση λίμπο μεταξύ ζωής και θανάτου. Αντικείμενα μερικές φορές μεταφέρονται στον χρόνο και τον χώρο μέσα από ένα είδος σκηνικής μαγείας και όλα αυτά μαζί αφηγούνται «γεωπολιτικές ιστορίες φαντασμάτων».
Bikers
Στις τελευταίες πενήντα περίπου σελίδες, ο Pynchon υποβαθμίζει τον ρόλο του Hicks και η εστίαση του μυθιστορήματος διασκορπίζεται σε χαρακτήρες διαφορετικών εθνικοτήτων με ποικίλες πολιτικές πεποιθήσεις και κίνητρα. Αυτές οι μορφές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, Μπολσεβίκους, ναζί, αντισημίτες Ούγγρους συμμορίτες (τους επονομαζόμενους Vladboys), Κροάτες ναζιστές Ουστάσι, Βρετανούς κατασκόπους, μηχανόβιους με ισχυρό πνεύμα ανεξαρτησίας. Σε μια συγκριτική αντιπαράθεση, ο Pynchon αντιπαραβάλλει τους λάτρεις μοτοσικλετών των ευρωπαϊκών μοντέλων με αυτούς της Harley-Davidson, η οποία είχε ιδρυθεί το 1903 στις ΗΠΑ – με έδρα μάλιστα το Μιλγουόκι, απ’ έγινε και η εκκίνηση του μυθιστορήματος. Οι σκηνές των εξορμήσεων από τον Μέλανα Δρυμό στα ορεινά της Τρανσυλβανίας και από εκεί ως τα υψίπεδα της Αδριατικής, στο πλαίσιο του σιρκουί Trans–Trianon 2000, είναι από τις καλύτερες λογοτεχνικά του βιβλίου και θα μπορούσαν να συγκροτήσουν ένα αυτόνομο road novel. Ιδιαίτερα στις σελίδες αυτές, ξεδιπλώνεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια το αμίμητο ύφος του Pynchon, που ακροβατεί ανάμεσα στον καρτουνίστικο μαξιμαλισμό και στην -ακραία- ποιητική ομορφιά. Οι παράγραφοί του δεν είναι τόσο υπερφορτωμένες όσο στο παρελθόν, όμως, συχνά, αποτελούνται από μια μακροπερίοδη πρόταση που κάνει «θόρυβο» ανάμεσα στους ολοζώντανους διαλόγους.
Σελ. 229: «Out on open stretches of road with her Guzi up to speed, Terike fells it now and then, some inward ignition, a willingness to risk more, for all she knows everything, drawn mysteriously by something beyond her own perimeter…Run-ins are frequent, with armed and jittery young men in uniforms newly designed or assembled from pieces of earlier ones, appearing at ridgelines and river crossings, out to intercept everything they can, being extra-attentive to motorcycle traffic, the most common excuse being tobacco smuggling, regarded as a capital sin out here, where everybody smokes all the time. Brought of the moment out of the snooze of routine, they’ll often just let Terike go rolling on through. But not always. One nightfall some semi-uniformed mountain patrol start throwing their weight around. Nobody can find the right papers, safeties on sidearms ate being nervously toggled off and on again, pretty soon there’s a queue of machinery backed up into the twilight, riders now and then allowing their engines to rip into silences felt to’ve gone too long. At some unexpected point in the middle of which, into the overspills of light electric and acetylene comes rolling Ace Lomax, all throb and capacity, aboard his Harley-Davidson Flathead, waving genially, poised to launch his widely recognized insane laugh».
Όμοια, οι περιγραφές στον πλου του γερμανικού υποβρυχίου U-13, καθώς αυτό διασχίζει την Αδριατική, έχουν μια ζηλευτή, σχεδόν παιδική ζωντάνια που αναπολεί τις 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα του Ιουλίου Βερν, όπως είχαν εξάλλου και οι αντίστοιχες σελίδες που αφορούσαν τους Φίλους της Τύχης και το πλήρωμα του αερόπλοιου Ινκονβήνιενς στο Ενάντια στη μέρα – άλλο ένα συνδετικό στοιχείο ανάμεσα στα δύο μυθιστορήματα.
Προς το τέλος του βιβλίου συναντάμε και το Ελεύθερο Κράτος του Φιούμε, που υπήρξε από το 1920 έως το 1924. Έκτασης 28 τετ. χλμ., περιλάμβανε την ομώνυμη πόλη (σημερινή Ριέκα, Κροατία) και αγροτικές περιοχές στα βόρεια της, με έναν διάδρομο στα δυτικά της που τη συνέδεε με το Βασίλειο της Ιταλίας. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατάρρευση της Αυστροουγγαρίας, το ζήτημα του καθεστώτος του Φιούμε έγινε ένα σημαντικό διεθνές πρόβλημα. Στο αποκορύφωμα της διαμάχης μεταξύ του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων και του Βασιλείου της Ιταλίας, οι Μεγάλες Δυνάμεις υποστήριξαν την ίδρυση ενός ανεξάρτητου κράτους-ουδέτερης ζώνης. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον πρότεινε να ιδρυθεί το Φιούμε ως ανεξάρτητο κράτος και, μάλιστα, ως πιθανή έδρα της Κοινωνίας των Εθνών. Η διαμάχη οδήγησε σε ανομία. Η περίπλοκη κατάσταση εκμεταλλεύτηκε ο Ιταλός ποιητής/στρατηγός Γκαμπριέλε Ντ’Ανούντσιο, προάγγελος του ιταλικού φασισμού, ο οποίος εισήλθε στην πόλη στις 12 Σεπτεμβρίου 1919 και ξεκίνησε μια 15μηνη περίοδο κατοχής – ώσπου εκδιώχθηκε από την πόλη από τις τακτικές δυνάμεις του Ιταλικού Στρατού, στις επιχειρήσεις των «Αιματηρών Χριστουγέννων» από τις 24 έως τις 30 Δεκεμβρίου 1920.
Το τέλος της περιπλάνησης;
Οι σκηνές στις τελευταίες σελίδες του Shadow Ticket μοιάζουν με τη χαοτική «Ζώνη» στο Ουράνιο τόξο της βαρύτητας. Οι άτακτοι μοτοσικλετιστές-νομάδες που περιφέρονται στο εσωτερικό της προοιωνίζονται τους συχνά ανισόρροπους ανθρώπους που περιπλανιόντουσαν στα κατεστραμμένα ή αμφισβητούμενα σύνορα της Ζώνης στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Περιπλανώμενος στην Ευρώπη μπροστά από το αναπόφευκτο, «μερικές φορές το μόνο που θέλει ο Hicks είναι να επιστρέψει στο Μιλγουόκι, αποκατεστημένος στην κανονική ζωή, σε μια χώρα «που δεν έχει γίνει ακόμη φασιστική, ένα μέρος σαφήνειας και ασφάλειας».
Αν και ο Hicks θα συναντήσει τελικά το ζητούμενο της αποστολής του, την Daphne, κάπου στη Γενεύη, και θα της προτείνει να επιστρέψει μαζί του με ασφάλεια στις ΗΠΑ, εκείνη θα αρνηθεί. Όπως συνέβη με την Οιδίπα Μας, πρωταγωνίστρια στη Συλλογή των 49 στο Σφυρί, η φυγή από την πατρική στέγη έχει λειτουργήσει για την Daphne απελευθερωτικά, σαν μια πράξη χειραφέτησης. Αφυπνισμένη πια, δηλώνει στον Hicks ότι έχει ανακαλύψει τον προορισμό της, το πεπρωμένο της, σε μια αποκάλυψη που της έκανε ένα μέντιουμ στη Βιέννη. Την καλεί η Ισπανία:
Σελ. 262: «I’m not sure. I keep running into these psychical types, readers into the future, all telling me I’m on the way to…some kind of anarchist sainthood. Spain supposedly being known for its anarchists the way other is for their wine, their cooking, or the quality of whoopee within their borders. There’s also the church, the military, the old dictator Primo De Rivera, his son who’s putting together his own phalanx of Fascists. Hatred between the Right and the Left gets worse every day, Asturias is ready to explode. Soon as I get hold of a tommy gun I’m just going out before breakfast and start shooting Fascists».
Ο Ισπανικός Εμφύλιος βρίσκεται επί θύραις, ως πρόβα τζενεράλε του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το παλιό τραγούδι που τραγουδούσαν οι απεργοί εργάτες στο Ενάντια στη μέρα, το “Which Side Are You On?”, μεταφέρεται πλέον σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η αναφορά στην Αστούριας από τον Pynchon δεν γίνεται τυχαία: Η Αστουριανή Επανάσταση έλαβε χώρα από τις 4 έως τις 19 Οκτωβρίου 1934. Ξεκίνησε με μια μαζική απεργία που ανέλαβαν οι ανθρακωρύχοι εναντίον της νέας κυβέρνησης, η οποία περιλάμβανε το συντηρητικό-καθολικό κόμμα CEDA. Οι απεργοί κατέλαβαν ένοπλα την εξουσία κήρυξαν επίσημα την Προλεταριακή Επανάσταση και εγκαθίδρυσαν τοπική αυτοδιοίκηση στην περιοχή. Η εξέγερση τελικά συντρίφθηκε από το Ισπανικό Ναυτικό και τον Ισπανικό Δημοκρατικό Στρατό, ο τελευταίος χρησιμοποιώντας κυρίως αποικιακά στρατεύματα από το Ισπανικό Μαρόκο.
Η σκιώδης τραγωδία στην καρδιά του μυθιστορήματος του Pynchon είναι η διαχρονική αποτυχία αποτροπής του κινδύνου του φασισμού. Ο κόσμος απέτυχε να αποτρέψει την άνοδό του το 1932∙ αν και ηττήθηκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη συγχρονία, οι νέες δυνάμεις του φασισμού δείχνουν πιο ισχυρές παρά ποτέ στην μεταπολεμική εποχή. Παρά το εν γένει διασκεδαστικό ύφος του βιβλίου, αυτή είναι η προειδοποίηση του Thomas Pynchon, καθώς διανύει τα 88 του χρόνια, στο τελευταίο ίσως μυθιστόρημά του.
Το φινάλε είναι ελεγειακό. Δίνεται με τη μορφή μιας σύντομης επιστολής από έναν φίλο προς έναν άλλον (ή από τον συγγραφέα προς τον αναγνώστη του). H αφήγηση γίνεται αναπάντεχα πρωτοπρόσωπη, ίσως εξομολογητική: we’ ve got a couple of sunsets to chase.
Thomas Pynchon, Shadow Ticket, Penguin Press, σελ. 304

.
\



