100 χρόνια Ζοζέ Σαραμάγκου: Πώς οι Χαρακτήρες Έγιναν τα Αφεντικά και ο Συγγραφέας ο Μαθητευόμενός τους (μτφρ. Αλ.Σαμοθράκη)

0
691

 

O Ζοζέ Σαραμάγκου, (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998) έδωσε μια διάλεξη που ήταν  αναφορά σε όλο του το έργο, το πως ορίστηκε η φυσιογνωμία και ο χαρακτήρας από τους παπούδες του, πως μπήκε στη λογοτεχνία, πως εμπνεύστηκε τους ήρωες του.   To κείμενο δημοσιεύεται πρώτη φορά στα ελληνικά. (μτφρ. από τα αγγλικά: Αλεξάνδρα Σαμοθράκη)

Από τις 10 έως τις 13 Νοεμβρίου, η Πρεσβεία της Πορτογαλίας στην
Αθήνα και η Ταινιοθήκη της Ελλάδος διοργανώνουν το Φεστιβάλ
Κινηματογράφου ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ 100, με την προβολή έξι ταινιών
εμπνευσμένων από τα βιβλία και τη ζωή του Πορτογάλου νομπελίστα. Είσοδος ελεύθερη.  info : http://www.tainiothiki.gr/el/

 

***

O Ζοζέ Σαραμάγκου αφηγείται: 

 

Ο σοφότερος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου δεν ήξερε να διαβάζει ή να γράφει. Στις 4 τα ξημερώματα, όταν η υπόσχεση μιας καινούργιας μέρας ακόμη μετεωριζόταν πάνω από τη γαλλική γη, σηκωνόταν από το αχυρόστρωμά του και έφευγε για τα χωράφια, για να βοσκήσει τη μισή ντουζίνα γουρουνάκια του, από την γονιμότητα των οποίων θρεφόταν ο ίδιος και η γυναίκα του. Οι γονείς της μαμάς μου ζούσαν τόσο φτωχικά, με αυτή την περιορισμένη εκτροφή γουρουνιών που μετά τον απογαλακτισμό τους πωλούνταν στους γείτονές τους στο Azinhaga, το χωριό μας στην επαρχία Ribatejo. Ονομαζόντουσαν Jerónimo Meirinho και Josefa Caixinha και ήταν και οι δύο αγράμματοι. Τον χειμώνα, όταν το βραδυνό κρύο πάγωνε το νερό στα πυθάρια έξω από το σπίτι, πήγαιναν στο χοιροστάσιο και έπαιρναν τα αδύναμα γουρουνάκια για να τα βάλουν στο κρεβάτι τους. Κάτω από τις τραχιές κουβέρτες, η ζέστη των σωμάτων τους έσωζε τα γουρουνάκια από βέβαιο θάνατο λόγω του ψύχους. Αν και οι δυο τους ήταν καλοί άνθρωποι, δεν ήταν μια συμπονετική ψυχή που τους κινητοποιούσε: αυτό που τους ενδιέφερε, χωρίς συναισθηματισμό ή ρητορική, ήταν να προστατέψουν τον άρτο τον επιούσιο, όπως είναι φυσιολογικό για ανθρώπους που, προκειμένου να συντηρηθούν, δεν έχουν μάθει να σκέφτονται παραπάνω από τα βασικά.

Πολλές φορές βοήθησα τον παππού μου στα καθήκοντα του χοιροβοσκού, πολλές φορές έσκαψα τη γη στον λαχανόκηπο δίπλα στο σπίτι και έκοψα ξύλα για τη φωτιά, πολλές φορές, γύριζα και ξαναγύριζα τον μεγάλο σιδερένιο τροχό της αντλίας νερού. Αντλούσα νερό από το κοινοτικό πηγάδι και το κουβαλούσα στους ώμους μου.  Πολλές φορές, κρυφά, αποφεύγοντας τους άνδρες που φυλούσαν τις εκτάσεις με το καλαμπόκι, πήγαινα με τη γιαγιά μου, πάλι αξημέρωτα, εξοπλισμένοι με τσουγκράνες, σακιά και σχοινί να απομαζώσουμε από τις καλαμιές το χαλαρό άχυρο που θα χρησίμευε για να στρώσουμε στα ζωντανά.

Και μερικές φορές, τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες, μετά το βραδυνό, ο παππούς μου θα μου έλεγε: «José, απόψε θα κοιμηθούμε και οι δύο κάτω από τη συκιά». Υπήρχαν και άλλες δυο συκιές, αυτή όμως, σίγουρα επειδή ήταν η μεγαλύτερη, επειδή ήταν η γηραιότερη και πανάρχαια, ήταν για όλους στο σπίτι, η συκιά. Μάλλον από αντονομασία, μια λόγια λέξη που συνάντησα πολλά χρόνια αργότερα και έμαθα τι σημαίνει. Μέσα στη γαλήνη της νύχτας, και τα ψηλά κλαδιά του δέντρου, εμφανιζόταν ένα αστέρι και μετά αργά κρυβόταν πίσω από ένα φύλλο κάνοντας με να γυρίσω το βλέμμα μου αλλού, όπου έβλεπα να εμφανίζεται σαν ένα ποτάμι που έρρεε βουβά στον βαθουλωτό ουρανό, η οπάλινη διαύγεια του Γαλαξία, ο Δρόμος προς το Σαντιάγκο, όπως ακόμη τον αποκαλούσαμε στο χωριό.  Ο ύπνος καθυστερούσε, η νύχτα εποικιζόταν από ιστορίες που ο παππούς μου έλεγε και ξαναέλεγε: θρύλοι, οράματα, φρίκες, μοναδικά επεισόδια, παλιοί θάνατοι, τσακωμοί με ματσούκια και πέτρες, τα λόγια των προγόνων μας, ανεξάντλητη διαδόσεις αναμνήσεων που με κρατούσαν ξύπνιο ενώ ταυτόχρονα με νανούριζαν.

Δε μπόρεσα ποτέ να μάθω αν σταματούσε την αφήγηση όταν συνειδητοποιούσε πως κοιμήθηκα ή αν συνέχιζε να μιλάει για να μην αφήσει μισο-απαντημένη την ερώτηση που απαρεγκλίτως έθετα κατά τις μεγαλύτερες παύσεις που επίτηδες έκανε κατά τη διήγηση: «Και μετά τι έγινε;» Ίσως επαναλάμβανε τις ιστορίες για τον εαυτό του, προκειμένου να μην τις ξεχάσει ή για να τις εμπλουτίσει με νέες λεπτομέρειες.

Σε εκείνη την ηλικία και όπως όλοι κάνουμε κάποια στιγμή, περιττό να πω πως φανταζόμουν τον παππού Jerónimo ως αφέντη όλης της γνώσης του κόσμου. Όταν, με το πρώτο φως, το κελάηδισμα των πουλιών με ξυπνούσε, δεν ήταν πια εκεί, είχε πάει στο χωράφι με τα ζωντανά αφήνοντας με να κοιμηθώ παραπάνω. Τότε σηκωνόμουν, δίπλωνα την τραχιά κουβέρτα και ξυπόλυτος- στο χωριό πάντα περπατούσα ξυπόλυτος μέχρι τα 14 μου- και με άχυρα κολλημένα στα μαλλιά μου, περνούσα από το καλλιεργημένο τμήμα της αυλής στο άλλο, με τα χοιροστάσια, δίπλα στο σπίτι. Η γιαγιά μου, που ήταν στο πόδι πάντα πριν τον παππού μου, έβαζε μπροστά μου ένα μεγάλο μπωλ καφέ με κομματάκια ψωμιού μέσα και με ρωτούσε αν κοιμήθηκα καλά.

Αν της διηγούμουν κάποιο κακό όνειρο, προερχόμενο από τις ιστορίες του παππού μου, πάντα με καθησύχαζε: « Μη δίνεις και πολλή σημασία, στα όνειρα δεν υπάρχει τίποτε στερεό.» Τότε νόμιζα, πως, αν και η γιαγιά μου ήταν σοφή γυναίκα, δε μπορούσε να σταθεί στο ύψος του παππού μου, ενός άνδρα, που κάτω από μια συκιά, με τον José, τον εγγονό του, στο πλευρό του, μπορούσε να κινητοποιήσει το σύμπαν μόνο με μερικές λέξεις. Μόνο πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο παππούς μου είχε αφήσει τον κόσμο τούτο και ήμουν πια άνδρας, συνειδητοποίησα πως η γιαγιά μου, τελικά, επίσης πίστευε στα όνειρα.  Δεν θα μπορούσε να υπάρχει άλλος λόγος γιατί, ενώ καθόταν ένα απόβραδο στην πόρτα της καλύβας όπου πλέον ζούσε μόνη της, είπε: « Ο κόσμος είναι τόσο όμορφος και είναι τόσο κρίμα που πρέπει να πεθάνω». Δεν είπε πως φοβόταν να πεθάνει, αλλά πως ήταν κρίμα, λες και η σκληρή ζωή της, με την αδιάκοπη δουλειά, αυτή τη σχεδόν τελευταία στιγμή, λάμβανε τη χάρη ενός υπέρτατου και τελευταίου αποχαιρετισμού, όπου αποκαλύφθηκε η παρηγοριά της ομορφιάς. Καθόταν στην πόρτα ενός σπιτιού διαφορετικά απ’ όλα τα άλλα σπίτια που μπορώ να φανταστώ σε ολόκληρο τον κόσμο, επειδή εκεί μέσα είχαν ζήσει άνθρωποι που μπορούσαν να κοιμηθούν αγκαλιά με γουρουνάκια λες και ήταν παιδιά τους, άνθρωποι που λυπόντουσαν να αφήσουν τα εγκόσμια επειδή ο κόσμος ήταν τόσο όμορφος, και ο Jerónimo, ο παππούς μου, ο χοιροβοσκός και παραμυθάς, όταν ένιωσε το τέλος του να πλησιάζει, πήγε και αποχαιρέτησε τα δένδρα στην αυλή ένα – ένα, αγκαλιάζοντας τα και κλαίγοντας επειδή ήξερε πως δεν θα τα ξαναδεί.

Πολλά χρόνια αργότερα, γράφοντας για πρώτη φορά για τον παππού Jerónimo και τη γιαγιά Josefa (δεν έχω αναφέρει ακόμη πως, σύμφωνα με πολλούς που τη γνώρισαν νέα, ήταν μια γυναίκα ασυνήθιστης ομορφιάς), επιτέλους συνειδητοποίησα πως μετέτρεπα αυτούς τους απλούς ανθρώπους σε λογοτεχνικούς χαρακτήρες: αυτός ήταν, πιθανόν, ο τρόπος μου να μην τους ξεχάσω, σχεδιάζοντας και επανασχεδιάζοντας τα πρόσωπά τους με το μολύβι που πάντα αλλάζει η μνήμη, χρωματίζοντας και εικονογραφώντας τη μονοτονία της καθημερινότητάς τους, σα να δημιουργούσα, πάνω από τον ασταθή χάρτη της μνήμης, την υπερφυσική ξε-πραγματικότητα της χώρας όπου είχαν αποφασίσει να περάσουν τη ζωή τους.

Η ίδια νοοτροπία που, με την αινιγματική φιγούρα ενός Βέρβερου παππού κατά νου, με οδήγησε να περιγράψω περίπου με αυτά τα λόγια μια παλιά φωτογραφία που έδειχνε τους γονείς μου «και τους δυο να στέκονται, όμορφοι και νέοι,  στραμμένοι προς τον φωτογράφο, με μια έκφραση σοβαρότητας ή ίσως και φόβου μπροστά στην κάμερα ακριβώς τη στιγμή που ο φακός επρόκειτο να παγιδεύσει την εικόνα που δεν θα ξαναέβλεπαν ποτέ ξανά, επειδή την επόμενη μέρα, θα ήταν, ανένδοτα μια άλλη μέρα… Η μητέρα μου γέρνει τον δεξί της ώμο προς μια ψηλή κολώνα και κρατάει, στο δεξί της χέρι, που κολλάει στο σώμα της, ένα λουλούδι. Ο πατέρας μου έχει τυλίξει το χέρι του στην πλάτη της, το ροζιασμένο χέρι του φαίνεται πίσω από τον ώμο της σαν φτερό. Στέκονται ντροπαλοί, σε ένα κλαρωτό χαλί. Ο καμβάς του ψεύτικου φόντου δείχνει ασαφή και παράταιρα νεοκλασικά κτίρια». Και στο τέλος: «Θα έρθει μια μέρα που θα διηγηθώ αυτά τα πράγματα. Τίποτε από αυτά δεν έχει σημασία παρά μόνο για εμένα. Ένας Βέρβερος παππούς από τη Β. Αφρική, ένας άλλος χοιροβοσκός, μια φανταστικά όμορφη γιαγιά, σοβαροί και εμφανίσιμοι γονείς, ένα λουλούδι σε μια φωτογραφία- τι άλλη γενεαλογία θα μπορούσα να επιθυμήσω; Και σε ποιο καλύτερο δένδρο θα μπορούσα να γείρω;»

Έγραψα αυτά τα λόγια σχεδόν πριν από 30 χρόνια, μην έχοντας άλλο σκοπό από το να ξαναχτίσω και να καταγράψω στιγμές από τις ζωές αυτών των ανθρώπων που με έφεραν στον κόσμο και ήταν κοντά μου, σκεπτόμενος πως δεν θα χρειαζόταν να εξηγήσω τίποτε άλλο για να καταλάβουν οι άλλοι από που προέρχομαι και από τι υλικά είμαι φτιαγμένος και τι έγινα σιγά σιγά. Όμως τελικά έκανα λάθος, η βιολογία δεν καθορίζει τα πάντα και όσο για τη γενετική, πολύ μυστήρια θα πρέπει να είναι τα μονοπάτια της για να κάνουν το ταξίδι της τόσο μακρύ… Από το γενεαλογικό μου δένδρο (συγχωρέστε με για το θράσος να το αποκαλέσω έτσι, αφού είναι τόσο περιορισμένο ως προς την ουσία των χυμών του) έλειπαν όχι μόνο μερικά από τα κλαδιά που ο χρόνος και οι συνεχείς συναντήσεις της ζωής είχαν σπάσει από τον κορμό αλλά και κάποιος να υποβοηθήσει τις ρίζες του να εισχωρήσουν στα βαθύτερα υπόγεια στρώματα, κάποιος που θα μπορούσε να εξακριβώσει την πυκνότητα και τη γεύση των καρπών του, κάποιος που θα μπορούσε να επιμηκύνει και να δυναμώσει την κορυφή του ώστε να το μετατρέψει σε καταφύγιο για διαβατάρικα πουλιά και στήριγμα για τις φωλιές.

 

Όταν χρωμάτιζα τους γονείς και τους παππούδες μου με τα χρώματα της λογοτεχνίας, μετατρέποντάς τους από συνηθισμένους ανθρώπους με σάρκα και οστά σε χαρακτήρες βιβλίων , φρεσκόσυλληφθέντες και με διαφορετικούς τρόπους χτίστες της ζωής μου, χωρίς να το συνειδητοποιήσω, κατέγραφα και το μονοπάτι με το οποίο οι χαρακτήρες που θα εφεύρισκα αργότερα, οι άλλοι, οι πραγματικά λογοτεχνικοί, θα κατασκεύαζαν και θα μου έφερναν τα υλικά και τα εργαλεία με τα οποία, επιτέλους, για καλύτερό ή για χειρότερο, αποτελεσματικά και αναποτελεσματικά, με κέρδος και απώλεια, με ελλείψεις αλλά και υπεραφθονία, θα με έκαναν το άτομο που είμαι σήμερα: ο δημιουργός αυτών των χαρακτήρων αλλά ταυτόχρονα και η δημιουργία τους.

Κατά μια έννοια, θα μπορούσε να ειπωθεί πως γράμμα το γράμμα, λέξη τη λέξη, σελίδα τη σελίδα, βιβλίο μετά από βιβλίο, διαδοχικά εμφύτευα στον άνδρα που ήμουν τους χαρακτήρες που δημιουργούσα. Πιστεύω πως χωρίς αυτούς δεν θα ήμουν αυτός που είμαι σήμερα- χωρίς αυτούς ίσως η ζωή μου να μην είχε πετύχει να γίνει κάτι παραπάνω από ένα θολό σκίτσο, μια υπόσχεση που όπως τόσες άλλες, έμεινε απλά μια υπόσχεση, η ύπαρξη κάποιου που θα μπορούσε να ήταν, εν κατακλείδι όμως δεν κατάφερε να γίνει.

Τώρα μπορώ να δω καθαρά αυτούς, τους αφεντάδες της ζωής μου, αυτούς που μου έμαθαν στους εντατικότερους ρυθμούς τη σκληρή δουλειά του ζειν, τις ντουζίνες των χαρακτήρων από τα μυθιστορήματά και τα έργα μου που τώρα βλέπω να παρελαύνουν μπροστά στα μάτια μου, αυτούς τους άνδρες και τις γυναίκες από χαρτί και μελάνι, αυτούς τους ανθρώπους που πίστευα ότι καθοδηγώ σύμφωνα με τα καπρίτσια μου, ως αφηγητής, υπάκουους στη θέληση μου ως συγγραφέα, σαν αρθρωτές μαριονέτες οι πράξεις των οποίων δεν θα μπορούσαν να έχουν άλλη επίδραση σε εμένα εκτός από το βάρος και την ένταση των σχοινιών με τα οποία τις κινούσα. Από αυτούς τους αφεντάδες, ο πρώτος ήταν, αναμφίβολα, ο ζωγράφος των μετρίων πορτραίτων, που αποκαλούσα απλά H, ο βασικός χαρακτήρας μιας ιστορίας που νιώθω πως εύλογα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια διπλή μύηση (η δική του, αλλά επίσης, κατά κάποιον τρόπο, και του συγγραφέα), με τίτλο Εγχειρίδιο Ζωγραφικής και Καλλιγραφίας, που με δίδαξε την απλή ειλικρίνεια της παραδοχής και της παρατήρησης, χωρίς πικρία ή δυσφορία, των δικών μου περιορισμών: καθώς δεν θα μπορούσα και δεν φιλοδοξούσα να τολμήσω να εξερευνήσω έργα από το μικρό μου χωράφι, το μόνο που μου απέμενε ήταν η δυνατότητα να σκάψω προς τα κάτω, υπογείως, προς τις ρίζες. Τις δικές μου αλλά και του κόσμου, αν μου επιτρέπεται τέτοια υπέρμετρη φιλοδοξία. Δε μου πέφτει λόγος φυσικά, να αξιολογήσω την αξία των αποτελεσμάτων των προσπαθειών μου, σήμερα πάντως το θεωρώ πασιφανές πως όλη μου η δουλειά από τότε υπηρετούσε αυτό τον σκοπό και αυτή την αρχή.

Μετά ήρθαν οι άνδρες και οι γυναίκες του Alentejo, η αδελφότητα των καταραμένων της γης, στην οποία ανήκαν και ο παππούς μου Jerónimo και η γιαγιά μου Josefa, πρωτόγονοι χωρικοί υποχρεωμένοι να διαθέτουν προς ενοικίαση τη δύναμη των χεριών τους για ένα μισθό και συνθήκες εργασίας που θα μπορούσαν μόνο να χαρακτηριστούν άθλιες, λαμβάνοντας πολύ λιγότερο από το καθόλου της ζωής που οι καλλιεργημένοι και πολιτισμένοι που είμαστε με περηφάνεια εμείς αποκαλούμε με χαρά- ανά περίπτωση- πολύτιμη, ιερή ή μεγαλειώδη.

Οι συνηθισμένοι άνθρωποι που ήξερα, εξαπατημένοι από μια Εκκλησία ταυτόχρονα συνένοχη και επωφελούμενη από την κρατική εξουσία και τους γαιοκτήμονες, ήταν διαρκώς υπό αστυνομική παρακολούθηση και διαρκώς θύματα των αυθαιρεσιών μιας πλασματικής δικαιοσύνης. Τρεις γενιές μιας οικογένειας χωρικών, οι Κακοκαιρισμένοι, από την αρχή του αιώνα μέχρι την Απριλιανή Επανάσταση του 1974 που γκρέμισε την δικτατορία, κινούνται μέσα στο μυθιστόρημα με τίτλο «Αναστημένοι από το Έδαφος» και ήταν με τέτοιους άνδρες και γυναίκες αναστημένους από τη γη, αρχικά αληθινούς ανθρώπους και στη συνέχεια λογοτεχνικούς ήρωες, που έμαθα πως το να είμαι υπομονετικός, να εμπιστεύομαι και να εκμυστηρεύομαι στο χρόνο, πως ο ίδιος χρόνος ταυτόχρονα μας χτίζει και μας καταστρέφει προκειμένου να μας ξαναχτίσει και να μας ξανακαταστρέψει. Το μόνο πράγμα δεν είμαι σίγουρος πως έχω συλλέξει ικανοποιητικά είναι κάτι που οι κακουχίες μετέτρεψαν σε αρετή σε αυτές τις γυναίκες και τους άνδρες: μια αβίαστα αυστηρή στάση προς τη ζωή.

Έχοντας πάντως κατά νου πως το μάθημα που έμαθα προ εικοσαετίας παραμένει ακέραιο στη μνήμη μου, πως κάθε μέρα νιώθω την παρουσία του στο πνεύμα μου σαν επίμονη κλήτευση: δεν έχω χάσει, όχι ακόμη τουλάχιστον, την ελπίδα πως αξίζω λίγο ακόμη από το μεγαλείο αυτών των υποδειγμάτων αξιοπρέπειας από τις απέραντες κοιλάδες του Alentejo. Ο χρόνος θα δείξει.

Τι άλλα μαθήματα θα μπορούσα να έχω λάβει από έναν Πορτογάλο που έζησε τον 16ο αιώνα, που έγραψε τους στίχους και τις δόξες, τα ναυάγια και την εθνική απομυθοποίηση στις Λουσιάδες/ (= Οι Λουζιτανοί, του πορτογάλου εθνικού ποιητή Louis de Camões)  που ήταν μια απόλυτη ποιητική ιδιοφυΐα, η μεγαλύτερη στην πορτογαλική λογοτεχνία, όσο και αν αυτό πονάει τον Fernando Pessoa που αυταποκαλείται Super Camões; Κανένα μάθημα δεν θα μου ταίριαζε και ούτε θα μπορούσα να μάθω, εκτός του απλούστερου, που μου προσφέρθηκε από τον Luís Vaz de Camões στην ανόθευτη ανθρωπιά του, πχ, την περήφανη ταπεινότητα ενός συγγραφέα που χτυπάει όλες τις πόρτες για να βρει κάποιον που θα ήθελε να δημοσιεύσει το βιβλίο που έγραψε, υπομένοντας το χλευασμό και την ατίμωση του αίματος και του φύλου, την υπεροπτική αδιαφορία ενός βασιλιά και των ισχυρών παρατρεχάμενων του, την κοροϊδία την οποία πάντα επιφυλάσσει ο κόσμος για τις επισκέψεις των ποιητών, των οραματιστών και των ηλίθιων. Τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του, κάθε συγγραφέας έχει γίνει ή θα γίνει ο Luís de Camões ακόμη και αν δεν έχουν γράψει το ποίημα Sôbolos Rios … Ανάμεσα στους ευγενείς, τους αυλικούς και τους λογοκριτές της Ιεράς Εξέτασης, ανάμεσα στους έρωτες του παρελθόντος και την απογοήτευση του πρώιμου γήρατος, ανάμεσα στην αγωνία της συγγραφής και τη χαρά της ολοκλήρωσης ενός έργου, ήταν αυτός ο άρρωστος άνθρωπος, που μόλις είχε επιστρέψει πάμφτωχος από την Ινδία προς την οποία οι περισσότεροι σάλπαραν για να πλουτίσουν, ήταν αυτός ο στρατιώτης ο τυφλός από το ένα μάτι, κατακρεουργημένος στην ψυχή του, αυτός ο απένταρος γόης που δεν θα έκανε πλέον καμιά γυναικεία καρδιά να σκιρτήσει στη βασιλική αυλή, που ανέβασα στο σανίδι με το έργο Και Τι Να Κάνω Με Αυτό το Βιβλίο; Το τέλος του οποίου επαναλαμβάνει μια άλλη ερώτηση, τη μοναδική που έχει σημασία και που ποτέ δεν θα μάθουμε αν έχει επαρκή απάντηση: « Εσύ τι θα κάνεις με αυτό το βιβλίο;». Με περήφανη ταπεινότητα κουβαλούσε παραμάσχαλα ένα αριστούργημα που αδίκως απορρίφθηκε από τον κόσμο. Περήφανα ταπεινός αλλά και πεισματάρης- ήθελε να ξέρει τι σκοπό θα έχουν αύριο τα βιβλία που γράφουμε σήμερα και αμέσως αμφέβαλε αν θα άντεχαν και πολύ, τους καθησυχαστικούς λόγους που μας δίνουν ή που δίνουμε στον εαυτό μας. Κανείς δεν απατάτε καλύτερα από αυτόν που αφήνει άλλους να τον εξαπατήσουν.

***

Ιδού τώρα ένας άνδρας που έχασε το αριστερό του χέρι στον πόλεμο και μια γυναίκα που ήρθε στον κόσμο με τη μυστηριώδη δύναμη να βλέπει πέρα από το δέρμα των ανθρώπων. Το όνομα αυτού Baltazar Mateus και το παρατσούκλι του Επτά-Ήλιοι, αυτή ακούει στο όνομα Blimunda και αργότερα Επτά-Φεγγάρια, αφού οι γραφές λένε πως όπου υπάρχει ήλιος πρέπει να υπάρχει και φεγγάρι και μόνο η αρμονική συνύπαρξη των δύο, μέσω της αγάπης, θα κάνει τη γη κατοικήσιμη. Πλησιάζει και ένας Ιησουίτης ιερέας που τον λένε Bartolomeu, εφευρέτης μιας μηχανής που μπορεί να πετάει με μόνο καύσιμο την ανθρώπινη θέληση, που, όπως λένε οι άνθρωποι, μπορεί να επιτύχει τα πάντα, τη θέληση που δε μπόρεσε, ή δεν ήξερε πώς, ή μέχρι σήμερα δεν έχει θελήσει, να είναι ο ήλιος και το φεγγάρι της απλής καλοσύνης ή του ακόμη απλούστερου σεβασμού.

Αυτοί οι τρεις τρελοί Πορτογάλοι από τον 18ο αιώνα, σε μια εποχή και μια χώρα όπου η προκατάληψη και οι φωτιές της Ιεράς Εξέτασης φούντωναν, όπου η ματαιοδοξία και η μεγαλομανία ενός βασιλιά έχτισε ένα μοναστήρι, ένα παλάτι και μια βασιλική που θα εξέπλητταν τον ξένο κόσμο, στην απίθανη περίπτωση που είχε μάτια για να δει την Πορτογαλία, μάτια σαν αυτά της Blimunda, που βλέπουν αυτά που είναι κρυμμένα….. Έρχεται και ένα πλήθος χιλιάδων και χιλιάδων ανδρών βρώμικων και με ροζιασμένα χέρια, σώματα εξαντλημένα από το χτίσιμο χρόνο το χρόνο, πέτρα την πέτρα, των αμείλικτων τειχών του μοναστηριού, των τεραστίων δωματίων του παλατιού, των παραστάδων και των κολώνων, του ευάερου κωδωνοστασίου, του θόλου της βασιλικής που αιωρείται πάνω από τον κενό χώρο.

Οι ήχοι που ακούγονται είναι από το τσέμπαλο του Domenico Scarlatti και δεν ξέρει αν θα έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει… Αυτή είναι η ιστορία του Baltazar και της Blinumda, ένα βιβλίο που ο μαθητευόμενος συγγραφέας, χάρη σε όσα είχε διδαχθεί πριν από χρόνια την εποχή του παππού του Jerónimo και της γιαγιάς του Josefa κατάφερε να γράψει με παρόμοιες λέξεις και ποίηση: «Εκτός από τα λόγια των γυναικών, τα όνειρα είναι αυτά που κρατάνε τον κόσμο στην τροχιά του. Επίσης όμως τα όνειρα είναι αυτά που τον στέφουν με φεγγάρια, γι’αυτό ο ουρανός είναι το μεγαλείο στα κεφάλια των ανθρώπων, εκτός εάν τα κεφάλια των ανθρώπων είναι ο ένας και μοναδικός ουρανός.». Ας είναι.

Ο έφηβος ήδη είχε λάβει κάποια μαθήματα ποίησης, από τα βιβλία του όταν, σε ένα τεχνικό σχολείο της Λισαβόνας, ετοιμαζόταν για το πρώτο του επάγγελμα, αυτό του  μηχανικού.  Είχε επίσης καλούς δάσκαλους ποίησης κατά τα ατελείωτα απογεύματα στις δημόσιες βιβλιοθήκες, όταν διάβαζε στην τύχη ευρήματα από τους καταλόγους, χωρίς καθοδήγηση ή συμβουλάτορες, με τη δημιουργική έκπληξη του ναύτη που φαντάζεται κάθε μέρος που ανακαλύπτει. Ήταν όμως στην Βιβλιοθήκη της Βιομηχανικής Σχολής όπου ξεκίνησε να γράφεται Η Χρονιά θανατου του Ρικάρντο Ρέις. Εκεί μια μέρα ένας 17χρονός μηχανικός βρήκε σε ένα περιοδικό με τίτλο Atena ποίημα υπογεγραμμένα με αυτό το όνομα και φυσικά, καθώς διέθετε ελάχιστες γνώσεις της λογοτεχνικής χαρτογράφησης της χώρας, νόμιζε πως υπήρχε στα αλήθεια ένας Πορτογάλος ποιητής που λεγόταν Ρικάρντο Ρέις. Πολύ σύντομα, όμως, ανακάλυψε πως στην πραγματικότητα το όνομά του ήταν Fernando Nogueira Pessoa και υπέγραφε τα έργα του με ονόματα ανύπαρκτων ποιητών, γεννημάτων του μυαλού του. Τους αποκαλούσε «ετερώνυμα», μια λέξη που δεν υπήρχε στα λεξικά της εποχής και γι’αυτό ο μαθητευόμενος των γραμμάτων δυσκολεύτηκε να καταλάβει τι σημαίνει.  Αποστήθισε πολλά από τα ποιήματα του Ricardo Reis ( Για να γίνεις μεγαλοπρεπής, γίνε ένα/ Βάλε τον εαυτό σου στα μικρά πράγματα που κάνεις») αλλά παρά το νεαρό της ηλικίας του και την άγνοιά του, δε μπορούσε να αποδεχτεί πως ένας ανώτερος νους μπορούσε όντως να έχει σκαρώσει, χωρίς τύψεις, τον σκληρό στίχο: «Σοφός είναι αυτός που αρκείται με το θέαμα του κόσμου.»

Αργότερα, πολύ αργότερα, ο μαθητευόμενος, ήδη με γκρίζα μαλλιά και κάπως σοφότερος, τόλμησε να γράψει ένα μυθιστόρημα για να δείξει σε αυτόν τον ποιητή των Ωδών το θέαμα του κόσμου το 1936, όπου τον τοποθέτησε να ζήσει τις τελευταίες μέρες του: η κατοχή της Ρηνανίας από το στρατό των Ναζί, ο πόλεμος του Φράνκο ενάντια στην Ισπανική Δημοκρατία, η δημιουργία της πορτογαλικής φασιστικής στρατιάς. Ήταν ο τρόπος του να του πει: « Ιδού το θέαμα του κόσμου, ποιητή μου της γαλήνιας πικρίας και του κομψού σκεπτικισμού. Απόλαυσε, κοίτα, αφού το να κάθεσαι είναι η σοφία σου…»

Η Χρονιά θανάτου του  Ρικάρντο Ρέις έκλεινε με τα μελαγχολικά λόγια: «Εδώ που τελειώνει η θάλασσα και περιμένει η στεριά.» Έτσι, δεν θα γινόντουσαν άλλες ανακαλύψεις από την Πορτογαλία, η μοίρα της οποίας ήταν μια άπειρη αναμονή για ένα μέλλον που κανείς δεν είχε φανταστεί, μόνο τα συνηθισμένα fado, το ίδιο και το ίδιο saudade και τίποτε άλλο… Μετά ο μαθητευόμενος φαντάστηκε πως ίσως να υπήρχε και πάλι τρόπος να σταλθούν πλοία στο νερό, επί παραδείγματι, μετατοπίζοντας τη στεριά και κάνοντας την να σαλπάρει. Ένας άμεσος καρπός της συλλογικής πορτογαλικής μνησικακίας για την ιστορική καταφρόνια της Ευρώπης (και συγκεκριμένα, καρπός της δικής μου μνησικακίας…) ήταν το επόμενό μου μυθιστόρημα- Η Πέτρινη Σχεδία:  αποκομμένη από τη Γηραιά Ήπειρο, ολόκληρη η Ιβηρική Χερσόνησος μεταμορφώθηκε σε ένα μεγάλο επιπλέον νησί, που άρχισε να κινείται από μόνο του χωρίς κουπιά, πανιά ή προπέλες προς το Νότο, « μια μάζα πέτρας και γης, καλυμμένη από πόλεις, χωριά, ποτάμια, δάση, εργοστάσια και θάμνους, αρόσιμη γη με τους ανθρώπους και τα ζώα της» καθοδόν προς μια νέα Ουτοπία: την πολιτισμική συνάντηση των ανθρώπων της Χερσονήσου με αυτούς από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, επομένως αψηφώντας- τόσο μακριά έφτανε η στρατηγική μου- την ασφυκτική εξουσία των ΗΠΑ….

Ένα όραμα διπλά ουτοπικό θα έβλεπε αυτή την ιστορία πολιτικής φαντασίας σαν μια πιο γενναιόδωρη και ανθρώπινη μεταφορά: πως η Ευρώπη, στο σύνολό της, θα έπρεπε να μετακινηθεί προς το Νότο για να εξισορροπήσει τον κόσμο, ως αντιστάθμισμα για τις προηγούμενες και παρούσες αποικιοκρατικές της καταχρήσεις. Δηλαδή, η Ευρώπη επιτέλους ως ηθική αναφορά. Οι χαρακτήρες στην Πέτρινη Σχεδία– δυο γυναίκες, τρεις άνδρες και ένας σκύλος- ταξιδεύουν ακατάπαυστα στην Χερσόνησο ενώ κινείται στον ωκεανό. Ο κόσμος αλλάζει και ξέρουν πως πρέπει να βρουν το νέο τους εαυτό (χωρίς να αναφέρω το σκύλο, που δεν είναι σαν τους άλλους σκύλους). Αυτό θα τους αρκούσε.

Μετά ο μαθητευόμενος θυμήθηκε πως σε μια μακρινή περίοδο της ζωής του είχε εργαστεί ως επιμελητής κειμένου και πως αν με την Πέτρινη Σχεδία είχε, ας πούμε, αναθεωρήσει το μέλλον, τώρα δεν θα ήταν άσχημα να αναθεωρούσε το παρελθόν, με ένα μυθιστόρημα με τίτλο Ιστορία της Πολιορκίας της Λισαβόνας, όπου ένας επιμελητής κειμένων, ελέγχοντας ένα ομότιτλο, ιστορικό βιβλίο και κουρασμένος να βλέπει πως η «Ιστορία» είναι όλο και λιγότερο ικανή να εκπλήξει, αποφασίζει να αντικαταστήσει ένα «ναι» με ένα «όχι»,  υποσκάπτοντας την εξουσία της «ιστορικής αλήθειας». Ο Raimundo Silva,ο επιμελητής κειμένων, είναι ένας απλός, συνηθισμένος άνθρωπος, που ξεχωρίζει από το πλήθος μόνο επειδή πιστεύει πως όλα τα πράγματα έχουν τις ορατές και τις αόρατες πλευρές τους και πως δεν ξέρουμε τίποτε μέχρι να τις δούμε και τις δύο.  Συζητά για αυτό με τον ιστορικό:

« Θα πρέπει να σας υπενθυμίσω πως οι επιμελητές κειμένων είμαστε σοβαροί άνθρωποι, με μεγάλη εμπειρία στη λογοτεχνία και τη ζωή. -Ας μην ξεχνάμε πως το βιβλίο μου αφορά την ιστορία. -Πάντως αφού δεν προτίθεμαι να υποδείξω άλλες αντιφάσεις, κατά την ταπεινή μου άποψη, κύριε, οτιδήποτε δεν είναι λογοτεχνία είναι ζωή, ακόμη και η Ιστορία. Ειδικά η ιστορία, χωρίς να θέλω να γίνω προκλητικός. Και η ζωγραφική και η μουσική. Η μουσική αντιστεκόταν εκ γενετής, έρχεται και φεύγει, προσπαθεί να απελευθερωθεί από τη λέξη, υποθέτω από ζήλεια, μόνο για να παραδοθεί τελικά. Και η ζωγραφική. Λοιπόν, η ζωγραφική δεν είναι παρά λογοτεχνία που γίνεται με πινέλα. Φαντάζομαι πως δεν έχετε ξεχάσει πως η ανθρωπότητα ξεκίνησε να ζωγραφίζει πολύ πριν μάθει να γράφει. Γνωρίζεται την παροιμία «αν δεν έχεις σκύλο, πήγαινε για κυνήγι με μια γάτα», με άλλα λόγια δηλαδή, αυτός που δε μπορεί να γράψει, ζωγραφίζει ή σχεδιάζει όπως τα παιδιά

. -Αυτό που λέτε, με άλλα λόγια, είναι πως η λογοτεχνία υπήρχε πριν ακόμη γεννηθεί.

–Μάλιστα κύριε, ακριβώς όπως ένας άνθρωπος που, τρόπος του λέγειν, υπήρχε πριν δημιουργηθεί. -Μου φαίνεται περίεργο που έχετε χάσει την κλίση σας, θα έπρεπε να είχατε γίνει φιλόσοφος ή ιστορικός, έχετε τον αέρα και το ταπεραμέντο που απαιτείται για αυτούς τους κλάδους, εγώ στερούμαι την απαραίτητη εκπαίδευση, κύριε,  και τι μπορεί να κατορθώσει ένας άνθρωπος χωρίς εκπαίδευση, ήμουν αρκετά τυχερός να διαθέτω τουλάχιστον τα γονίδιά μου στη σωστή σειρά, σε ακατέργαστη μορφή, και έβγαλα μόνο το δημοτικό. Θα μπορούσατε να παρουσιαστείτε ως αυτοδίδακτος, το προϊόν των δικών σας άξιων προσπαθειών, δεν είναι ντροπή, η κοινωνία στο παρελθόν καμάρωνε τους αυτοδίδακτους.-Όχι πια, η πρόοδος έχει έρθει και έχει δώσει τέλος σε όλα αυτά, τώρα τους αυτοδίδακτους τους αποδοκιμάζουν, μόνο όσοι γράφουν ψυχαγωγικούς στίχους και ιστορίες δικαιούνται να γίνουν και να συνεχίσουν να είναι αυτοδίδακτοι, ευτυχώς για αυτούς, αλλά εγώ, πρέπει να εξομολογηθώ πως ποτέ δεν είχα κανένα ταλέντο για λογοτεχνική δημιουργία.- Γίνε φιλόσοφος, άνθρωπέ μου. -Έχετε οξεία αίσθηση του χιούμορ, κύριε, με ένα ξεχωριστό τόνο ειρωνείας, και αναρωτιέμαι πως και αφιερωθήκατε στην ιστορία, που είναι σοβαρή και βαθυστόχαστη επιστήμη, -είμαι είρωνας μόνο στην πραγματική ζωή.- Πάντα μου φαινόταν πως η ιστορία δεν είναι η πραγματική ζωή, η λογοτεχνία είναι και τίποτε άλλο. Αλλά η ιστορία ήταν η πραγματική ζωή την εποχή που δεν θα μπορούσε να αποκαλεστεί ιστορία. Οπότε πιστεύετε, κύριε, πως η ιστορία είναι η πραγματική ζωή. -Φυσικά το πιστεύω, πως η ιστορία ήταν πραγματική ζωή. Αναμφίβολα.- Τι θα απογινόμασταν αν δεν υπήρχε το σημείο διαγραφή, αναστέναξε ο επιμελητής κειμένων.»

Δεν χρειάζεται να προστεθεί πως ο μαθητευόμενος έμαθε, με τον Raimundo Silva, το μάθημα της αμφισβήτησης. Καιρός ήταν.

***

Προφανώς ήταν η εκμάθηση της αμφισβήτησης που τον έκανε να γράψει το Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο. Αληθεύει, και το έχει παραδεχτεί πως ο τίτλος ήταν αποτέλεσμα μιας οφθαλμαπάτης, είναι όμως σωστό να αναρωτηθούμε αν ήταν το γαλήνιο παράδειγμα του επιμελητή κειμένων που προετοίμαζε τη γη για να αναβλύσει το νέο μυθιστόρημα. Αυτή τη φορά το θέμα δεν ήταν να ανατρέξει στις σελίδες της Καινής Διαθήκης αναζητώντας αντιθέσεις, αλλά να φωτίσει τις επιφάνειες, όπως σε έναν πίνακα με χαμηλό φωτισμό που τονίζει το ανάγλυφο, τα ίχνη των διασταυρώσεων, τις σκιές των βαθουλωμάτων. Έτσι διάβασε ο μαθητευόμενος, τώρα περιτριγυρισμένος από τους χαρακτήρες των Ευαγγελίων, σα να ήταν η πρώτη φορά, την περιγραφή της σφαγής των νηπίων και δε μπορούσε να καταλάβει. Δε μπορούσε να καταλάβει γιατί έγιναν ήδη μάρτυρες μιας θρησκείας που θα έπρεπε να περιμένει 30 ακόμη χρόνια για να ακούσει τον ιδρυτή της να αρθρώνει την πρώτη λέξη για αυτήν, δε μπορούσε να καταλάβει γιατί ο μόνος που θα μπορούσε να κάνει κάτι για να σώσει τις ζωές των παιδιών της Βηθλεέμ δεν το τόλμησε, δε μπορούσε να καταλάβει την απουσία του ελάχιστου αισθήματος ευθύνης, τύψεων, ενοχής ή έστω περιέργειας από τον Ιωσήφ μετά την επιστροφή από την Αίγυπτο με την οικογένεια του. Δε μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως ήταν απαραίτητο να πεθάνουν τα παιδιά της Βηθλεέμ για να σωθεί η ζωή του Ιησού: η απλή κοινή λογική που θα έπρεπε να επικρατεί σε όλα τα πράγματα, τόσο τα ανθρώπινα όσο και τα θεϊκά μας υπενθυμίζει πως ο Θεός δεν θα έστελνε το Γιο Του στη Γη, ιδίως με την αποστολή να λυτρώσει την ανθρωπότητα από την αμαρτία, για να πεθάνει στα δύο του, αποκεφαλισμένος από έναν στρατιώτη του Ηρώδη… Σε αυτό το Ευαγγέλιο, γραμμένο από τον μαθητευόμενο με το μεγάλο θαυμασμό που αρμόζει στο μεγάλο δράμα, ο Ιωσήφ θα έχει επίγνωση της ενοχής του, θα αποδεχτεί τις τύψεις ως τιμωρία για την αμαρτία που διέπραξε και θα οδηγηθεί στο θάνατο του σχεδόν χωρίς αντίσταση, λες και είναι το τελευταίο πράγμα που μπορεί να κάνει για να κλείσει τους λογαριασμούς του με τον κόσμο. Το Ευαγγέλιο του μαθητευόμενου δεν είναι, συνεπώς, άλλος ένας παιδαγωγικός μύθος για ευλογημένα πλάσματα και θεούς, αλλά η ιστορία μερικών ανθρώπων που υποβάλλονται σε μια δύναμη που δεν μπορούν να νικήσουν.

Ο Ιησούς, που θα κληρονομήσει τα σκονισμένα σανδάλια με τα οποία ο πατέρας του είχε περπατήσει τόσους και τόσους επαρχιακούς δρόμους, θα κληρονομήσει και ένα τραγικό αίσθημα ευθύνης και ενοχής που δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ, ούτε όταν υψώσει τη φωνή του από τον Σταυρό: « Άνθρωποι, συγχωρέστε τον, γιατί δεν ξέρει τι κάνει», αναφερόμενος σίγουρα στο Θεό που τον έστειλε εκεί, αλλά επίσης ίσως σε αυτή την επιθανάτια αγωνία, θυμάται ακόμη τον αληθινό του πατέρα που του έδωσε σάρκα και οστά. Όπως βλέπετε ο μαθητευόμενος είχε ήδη κάνει ένα μεγάλο ταξίδι όταν στο αιρετικό του Ευαγγέλιο είχε γράψει τα τελευταία λόγια του διαλόγου στο Ναό μεταξύ του Ιησού και των Γραμματέων:

«Οι τύψεις είναι ένας λύκος που τρώει το κουτάβι του αφού έχει φάει τον πατέρα του. -Ο λύκος για τον οποίον λες έχει ήδη καταβροχθίσει τον πατέρα μου. -Τότε σύντομα θα είναι η σειρά σου. Και εσύ; Σε έχουν ποτέ καταβροχθίσει;- Όχι απλά με έχουν καταβροχθίσει, με έχουν ξεράσει κιόλας».

Αν ο Αυτοκράτορας Καρλομάγνος δεν είχε ιδρύσει ένα μοναστήρι στη Β. Γερμανία, που είχε γίνει ο πρόδρομος της πόλης του Münster, αν το Münster δεν γιόρταζε την επέτειο των 1200 χρόνων του με μια όπερα για τον φρικτό πόλεμο του 16ου αιώνα ανάμεσα στους Προτεστάντες Αναβαπτιστές και τους Καθολικούς, ο μαθητευόμενος δεν θα είχε γράψει το έργο του Nomine Dei. Για άλλη μια φορά, χωρίς καμία άλλη βοήθεια εκτός της μικρής αχτίδας της λογικής του, ο μαθητευόμενος έπρεπε να εισχωρήσει στον σκοτεινό λαβύρινθο των θρησκευτικών πιστεύω, που με τόση ευκολία κάνουν τους ανθρώπους ικανούς να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν. Αυτά που είδε ήταν: για άλλη μια φορά το αισχρό προσωπείο της μισαλλοδοξίας που στο Münster κορυφώθηκε σε έναν τρελό παροξυσμό, μια μισαλλοδοξία που προσέβαλε την ίδια την αρχή που υπερασπιζόντουσαν τα δυο μέρη. Επειδή δεν ήταν θέμα πολέμου στο όνομα δυο επιζήμιων θεών, αλλά πόλεμος στο όνομα του ίδιου θεού. Τυφλωμένοι από τα ίδια τους τα πιστεύω, οι Αναβαπτιστές και οι Καθολικοί του Münster ήταν ανίκανοι να καταλάβουν την πιο προφανή απόδειξη: την Ημέρα της Κρίσεως, όταν και οι δυο πλευρές θα προσέρχονται για να λάβουν την ανταμοιβή ή την τιμωρία τους για τις πράξεις τους στη γη, ο Θεός- αν οι αποφάσεις του παίρνονται με γνώμονα παρόμοιο με την ανθρώπινη λογική-  θα έπρεπε να τους δεχτεί όλους στον Παράδεισο για τον απλό λόγο πως όλοι πιστεύαν στην ύπαρξή του, Η τρομερή σφαγή στο Münster έμαθε στο μαθητευόμενο πως οι θρησκείες, εκτός από όσα υπόσχονται, ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν για να ενώσουν τους ανθρώπους και πως ο πιο παράλογος πόλεμος από όλους τους πολέμους είναι ο ιερός πόλεμος, δεδομένου πως ο Θεός, ακόμη και αν το ήθελε, δεν μπορεί να κηρύξει πόλεμο στον εαυτό του.

***

Τυφλοί. Ο μαθητευόμενος σκέφτηκε «είμαστε τυφλοί» και έγραψε το Περί Τυφλότητας για να υπενθυμίσει σε όποιον θα το διάβαζε πως διαστρεβλώνουμε τη λογική όποτε ταπεινώνουμε τη ζωή, πως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια προσβάλλεται κάθε μέρα από τους ισχυρούς του κόσμου, πως το παγκόσμιο ψέμα έχει αντικαταστήσει τις πλουραλιστικές αλήθειες, πως ο άνθρωπος έπαψε να σέβεται τον εαυτό του όταν έχασε το σεβασμό του για τα υπόλοιπα πλάσματα της γης.

Στη συνέχεια, ο μαθητευόμενος, λες και προσπαθούσε να εξορκίσει τα τέρατα που γεννήθηκαν από την τυφλότητα της λογικής, άρχισε να γράφει την απλούστερη όλων των ιστοριών: ένας άνθρωπος αναζητά έναν άλλον, επειδή συνειδητοποιεί πως η ζωή δεν έχει τίποτε πιο σημαντικό να απαιτήσει από έναν άνθρωπο. Πρόκειται για το βιβλίο Όλα τα Ονόματα. Άγραφα, όλα τα ονόματα είναι εδώ. Τα ονόματα των ζωντανών και τα ονόματα των νεκρών.

Καταλήγω. Η φωνή που διαβάσατε σε αυτές τις σελίδες επιθυμούσε να είναι η ηχώ των συνενωμένων φωνών των χαρακτήρων μου. Δεν έχω άλλες φωνές πέρα από τις δικές τους. Συγχωρέστε με αν αυτό που σε εσάς φαίνεται λίγο για εμένα είναι το παν.

Προηγούμενο άρθροΗ «φεμινιστική» συνείδηση της Μουτζάν-Μαρτινέγκου (της Βίκυς Πάτσιου)
Επόμενο άρθρο«Kάποιος να κλειδώσει τους συγγραφείς μέσα σε ένα μπαρ» για μια εβδομάδα (του Δημήτρη Ελέα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ