Στην εξοχή της ποίησης δεν έχουνε πια στέγες τα σπίτια! Είναι ξεσκέπαστα και τα τζιτζίκια σφηνωμένα στα μαλλιά της γης ψάλλουν ερωτικά, ψάλλουνε τ’ αγριοπούλια χωμένα στις γλαυκές κόχες των έρημων όρμων. Εκεί, σε τέτοιες ώρες, περνάει, πάντοτε αγκαλιασμένο, ένα ζευγάρι. Ο έρωτας -ας προσκυνήσουμε- λειτουργεί σ’ όλη την έκταση και σ’ όλο το βάθος του τη ζωή, ενώ οι δείχτες της καρδιάς δείχνουν το πιο λαμπρό μεσημέρι […].[2]
Στα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη συνοψίζονται, κατά την άποψή μου, τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Κώστα Μπουρναζάκη. Με την καλαίσθητη τέταρτη ποιητική του συλλογή Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια[1] ο ποιητής μας οδηγεί σε μια ποίηση που προσεταιρίζεται την έξαρση και την άπειρη συνδυαστική της φαντασίας, για να δημιουργήσει ένα τοπίο καθαρά ονειρικό, το οποίο νιώθουμε πιο πραγματικό απ’ το πραγματικό. Ο κόσμος αυτός χτίζεται με μια γλώσσα που αποδεικνύει σε κάθε βήμα ότι είναι σε θέση να υποδυθεί το πιο περίπλοκο ρητορικό σχήμα, να οργανώσει την αφήγηση με αμφισημίες και γοητευτικές συζεύξεις, να ανασύρει εικόνες οι οποίες συγκροτούν έναν αρκαδικό παράδεισο, γεμάτο χρώματα κι αρώματα, ήχους και φως.
Μέσα στην ειδυλλιακή αυτή ατμόσφαιρα ο ποιητής «μισοκλείνει τα βλέφαρα», καταδύεται σε επίπεδα βάθους και κάνει ορατό το αόρατο. Ανασύρει κρυμμένες ομορφιές, αποκαλύπτει αθέατες όψεις και άδηλες αναλογίες του κόσμου. Και συλλαμβάνει όχι απλώς το πάθος. εμμένει στις συναισθηματικές αποχρώσεις που υποδηλούν το πάθος. Η ψυχή του, που έχει συλλάβει βαθιά ό, τι ο νους πρόκειται να εκφράσει, έχει τη δύναμη –την αντλεί από την μέθεξη στο «μεγάλο μεσημέρι» της φύσης- να αναστήσει τον φυσικό κόσμο με μια πειθώ λυρική. Με έναν απελευθερωμένο λυρισμό ο οποίος γεννά τις ρωμαλέες εικόνες («η τέχνη σκέφτεται με εικόνες» μας είπε ο Σκλόφσκι) που οργανώνουν ποιητικά την αφήγηση.
Στην ποίηση αυτή χαιρόμαστε λοιπόν εικόνες άτριφτες (οπτικές, απτικές, ακουστικές), βαθύτατα ερωτικές: «την ηχώ του γέλιου της πάνω απ’ το φράχτη με τις λεμονιές», το κλήμα να «ξετυλίγεται» και να σκιρτάει τον κάμπο», το «πυρόξανθο» τραγούδι να «φτιάχνει ένα λόφο σιντριβάνια στεναγμών», τη στέρνα να κοιμάται «μέσα στα μπράτσα της συκιάς», τον εραστή που «ντύνεται με τ’ άρωμα του δίκταμου», το δροσερό κορίτσι που «λαμπερό από φωτιές» «σαστίζει τα σύννεφα» και φτάνει «ώς την πατρίδα της καρδιάς μας» για να σημάνει «καλημέρα»!
Χαιρόμαστε μια γλώσσα ανθηρή και γλαφυρή, φυσική και κομψοεπή, που είναι σε θέση, όπως απαιτούσε ο Ελύτης, «να παρακολουθήσει το πιο ασυγκράτητο παραλήρημα, να προικιστεί με τη λαμπρότερη χλιδή, να γεμίσει δυο και τρεις σελίδες, αν η περίσταση το φέρει, με μια μοναδική φράση, που να διαγράφει με όσο γίνεται μεγαλύτερη άνεση και χάρη την τροχιά της».[3] Η πλατιά ανάσα, ο πλούτος, η πολυτυπία, η πλαστικότητα της γλώσσας αυτής συγκροτούν τη λειτουργική σχέση της με την ουσία του ποιητικού έργου. Η τόλμη της ανασύρει λέξεις ιδιωματικές (γαρδέλι, σκλώπα, αλισάχνη), λόγιες (ηδύπνοος, όλβιος, ευδία, έρεβος), λαϊκές (λυπητερά, λιγοθυμιά), προκειμένου να αποδώσει τις λεπτές αποχρώσεις που επιθυμεί.
Η λεπτουργημένη γλώσσα του Μπουρναζάκη, πατώντας γερά πάνω στο βίωμα, διαποτίζεται από τη λατρεία για τη ζωντανή φύση, τρέφεται από την ανάμνηση ενός επίγειου παραδείσου και αναβλύζει στην επιφάνεια ως καθαρός λυρισμός. Πυροδοτημένος από το συναίσθημα και με μια ανανεωμένη ρητορική ο συμβολιστικός (ή και υπερρεαλιστικός) αυτός λυρισμός, οδηγεί στην αλλαγή της ποιητικής εικονοποιίας, στη μουσικότητα της γραφής.[4] Η συναισθηματική φόρτιση μεταπλάθεται. γίνεται τέχνη.
Γιατί, καθώς η φύση εισορμά στην ψυχή του ποιητή, θολώνει τη σκέψη, θαμπώνει τα μάτια. Η πραγματικότητα διευρύνεται ώς τα ακρότατα σημεία της. Και είναι τότε που ξεκινά «το πανηγύρι των χρυσόφτερων», με τα κοτσύφια να ψάλλουν «μόνον οιωνούς φαντασίας», με τον ουρανό «να ανάβει», τον τσαλαπετεινό «να φορά το δροσερό του στέμμα», τον ήλιο να κατευθύνει το ερωτικό του βλέμμα στη γη που τον ποθεί. Ατμόσφαιρα ερωτική μέσα στην οποία και το πιο μικρό θαλασσοπούλι «νοτισμένο με βιολέτες ήχων φέγγει κι ανυψώνεται».
Μέσα στην ανύψωση και τη συγχώνευση αυτή και καθώς οι φυσικές των πραγμάτων διαστάσεις καταργούνται, ο ποιητής μας οδηγεί σε μια άλλη, εσωτερική πραγματικότητα, τη μόνη ικανή να εκφράσει τον άνθρωπο ακεραιωμένο, σε πλήρη αρμονία με τη φύση. Από την πληρότητα αυτή πηγάζει, νομίζω, η συγκίνηση και τρέφεται ο λυρισμός του ποιητή, που κάνει την αλήθεια πιο αισθητή και προικίζει με ικανότητες ηθοποιίας τα στοιχεία της φύσης. Είναι το κλήμα που «ξετυλίγεται» και που σκιρτάει τον κάμπο», το «πυρόξανθο» τραγούδι που «φτιάχνει ένα λόφο σιντριβάνια στεναγμών», οι πευκοβελόνες που «ξεθάρρεψαν και τρέχουν με τα νούφαρα» και άλλα πολλά.
Ο αναγνώστης χαίρεται λοιπόν εξαρχής ένα έργο υποβολής. Βιώνει το πάθος. Συντονίζεται με τον έκδηλα ενθουσιαστικό τόνο των ποιημάτων και γοητεύεται από την αληθινή φύση αυτού του κόσμου. Ενός κόσμου κατάμεστου «ανένδοτα τζιτζίκια», «τρελά πετροχελίδονα» που «θερίζουν ασταμάτητα / τις ξένοιαστες φωνές της γης». όπου τα ξέφρενα νερά επιδίδονται «σ’ ένα χορό διαμαντικών», τα «ακόπαστα δελφίνια» δημιουργούν νερένιους πίδακες, όπου τα μάραθα, τ’ αγριοσέλινα μοσχοβολούν ανάμεσα στα «βουερά ψηφιδωτά των ελαιώνων» και στα σταφύλια που «μισοκοιμούνται» «στων φύλλων τα χρυσά φτερά». Ένα τοπίο ακεραίως μεσογειακό που συνεχίζει επ’ άπειρον «τις άφοβες μεταμορφώσεις» («αντιγραμμένο παραπάνω ξαναρχίζει», θα έλεγε ο Σεφέρης).
Μέσα στο αρκαδικό αυτό τοπίο (locus amoenus) η μουσική πάντα ηδυμελής και εύμολπη: μια πολυφωνία με το κανονάρχημα των πουλιών, «μια αγκαλιά φωνών από πουλιά που δεν τα βλέπεις», ξετρελαμένα γαρδέλια, κοτσύφια που «ψάλουν οιωνούς της φαντασίας», γέλια-τραγούδια των σειρήνων πάνω στο «ανύσταχτο λευκό σκαρί». Απόμαχοι ήχοι από τις αναπνοές των πηγαδιών, από το φύσημα της νύχτας στο «χιόνι της αμυγδαλιάς», από το «χτυποκάρδι μιας νυχτιάς».
Η οργιαστική φύση υποβάλλει την ανάμνηση ενός έρωτα εξουσιαστικού, παράφορου: «Ο νους μας ήταν ήλιος με τ’ άλογα αφημένα». Στην εορτάσιμη αυτή ποίηση η μνήμη διασώζει από του χρόνου την καταδρομή τα «ηλεκτρισμένα κάτασπρα φιλιά», το γυμνό σώμα να «σταλάζει ανεμπόδιστο» στο κρυστάλλινο πέλαγος, τα «λυμένα παραδείσια μαλλιά», τα «διψασμένα χείλη» πάνω στα οποία «λάμπουν τα αινίγματα του κόσμου».
Ο εμφατικός και έκδηλα ενθουσιαστικός τόνος δεν υπονομεύει, πάντως, το ποίημα, καθώς, ο βαθύτατος αυτός ερωτισμός, με την συνεπικουρία της ιστορίας, της μυθολογίας και της φιλοσοφίας, που υπογειώνονται στην αφήγηση, εξελίσσεται σε έναν πνευματικό αισθησιασμό. Ο χορευτικός ρυθμός αποδίδει τον εσωτερικό ρυθμό της ψυχικής έξαρσης:
[…] Έφευγαν απ’ τα χέρια μας σμήνη περιστεριών
να στεφανώσουν τα χρυσόχορτα τις πέτρες στα συντρίμμια των ναών, […]
κι φλόγα που άπλωνε τη φλόγα μέσα μας και πύρωνε πνιχτά
τις μαύρες δάφνες
ήταν μια ατίθαση χαρά κήπος και γάμος τ’ ουρανού
στο κεφαλόσκαλο του νου και στο νησάκι της καρδιάς
(«Εννιά θαλασσινές μεταμορφώσεις ε΄», σ. 66)
Υπαρξιακή ευδαιμονία και αισιοδοξία που απομακρύνει κάθε επίγειο κακό. Ύψιστη κατάφαση της ζωής που ανανεώνει και μεταλλάσσει τα πάντα, κρατώντας τα φαινόμενα του κόσμου σε μια αιώνια νιότη, σε μια αιώνια καλοσύνη.
Ο ποιητής, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η πραγματικότητα είναι απείρως πλουσιότερη από ό,τι φαίνεται, φτάνει στην ομορφιά και στην αλήθεια χωρίς την εύκολη εγκατάλειψη στην έμπνευση της στιγμής, αλλά με σειρές εμπνευσμένων στιγμών. Τα ποιητικά του ευρήματα δεν είναι επινοημένα. είναι μέταλλα που εξορύσσει ατόφια από ένα μαγικό υπέδαφος, καθώς ο ίδιος αίρεται πάνω από συρμούς και ο λόγος του μετασχηματίζεται διαρκώς με τολμηρές συζεύξεις και μεταφορές. Η εκφραστική τόλμη του -πίσω από την οποία διακρίνει κανείς την αφομοίωση της ποίησης του Σικελιανού, του Ελύτη, της «γενιάς του ’30» εν γένει- ανοίγει ορύγματα στις ποιητικές επιστρώσεις του παρελθόντος και δημιουργεί ένα παρθένο έδαφος όπου θάλλουν καινούργια ποιητικά άνθη.
Τα ποιήματα του Κώστα Μπουρναζάκη, που μεταφέρουν σε νέα μυροδοχεία αρώματα μιας παλαιότερης εποχής, εκφράζουν σε ύψιστη ένταση την μυστική ανταπόκριση που βρίσκει στην ψυχή του ποιητή το μαγευτικό πανόραμα της φύσης. Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια ο ποιητής αλιεύει την Ομορφιά ανάμεσα στη μυστηριακή δύναμη της φύσης και τη διαχρονική ισχύ της γλώσσας, το φυσικό κάλλος και το μυστήριο της ύπαρξης, ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία. Έτσι αποκαλύπτει τις πολυδιάστατες και πολυδύναμες αντανακλάσεις των «ου βλεπομένων πραγμάτων», θυμίζοντάς μας το καβαφικό «Μη μόνον όσα βλέπετε πιστεύετε. Των ποιητών το βλέμμα είν’ οξύτερον»,[5] επιμαρτυρώντας ότι
Ζουν παντοτινά οι πηγές της καρδιάς.
κι η Ομορφιά που για λίγο περιμένει
πιο σιγανά τραγουδώντας σε μια θαλασσινή σπηλιά
ή ανάβοντας σταυρούς στη μαγγανεία της άνοιξης […].
(*) Ο Αντώνης Καρτσάκης είναι Διδάκτωρ Φιλολογίας Παν. Κρήτης
[1] Κώστας Μπουρναζάκης, «Εννιά θαλασσινές μεταμορφώσεις β΄», Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια, Ίκαρος 2020, σ. 62.
[2] Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, 21982, σ. 119.
[3] Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, σ. 15.
[4] Στη συλλογή συναντάμε έξοχους δεκαπεντασύλλαβους. Ενδεικτικά: «μα βρίσκεις πάλι κι άπαρτα του ήλιου τα παλάτια» (13), «παράτολμη κι ολόχρυση, γυμνή μες στην καρδιά μου» (33), «χορός που φεύγει κι έρχεται πλαταίνοντας τον ήλιο» (44), «το πελαγίσιο δάγκωμα που σπαρταράει το χρόνο» (45).
[5] Κ. Π. Καβάφης, «Αλληλουχία κατά τον Βωδελαίρον», Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, φιλ. επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος, 1993, σ. 27.
Κώστας Μπουρναζάκης, Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια, Ίκαρος, 2020
Βρες το εδώ