Ζωρζ Περέκ, Ένας άνθρωπος που κοιμάται (της Κατερίνας Γούλα)

0
2754

 

Της Κατερίνας Γούλα.

Το μυθιστόρημα Ένας άνθρωπος που κοιμάται  θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα μυθιστόρημα για τα όρια, όχι με τη μίζερη συμπεριφοριστική έννοια της ανάγκης οριοθέτησης του εαυτού, αλλά αντίθετα με την ψυχαναλυτική ματιά στον άνθρωπο που επιθυμεί να χάσει τα όρια του κορμιού του ελπίζοντας έτσι να διαχυθούν και τα όρια της συνείδησής του, να γλιτώσει από τον εαυτό του, όχι από την προσωπικότητά του και τα πάθη της, δηλαδή την ψυχοπαθολογία του η οποία θα μπορούσε να κρύβει και μια ζωτική δύναμη, αλλά από τους «υγιέστατους» θανατερούς κοινωνικούς ρόλους στους οποίους καλείται να καλουπώσει το εγώ του και να γίνει κάποιος, να πραγματώσει τον εαυτό του σαν να είναι ένα ακόμη σχέδιο.

Georges-Perec-014Ο Ζωρζ Περέκ, στο τρίτο μυθιστόρημα που εξέδωσε, το 1967, αφουγκράζεται όχι σαν παθολογία αλλά σαν φυσικό, πηγαίο ερώτημα κάθε ανθρώπινου όντος αυτό που για την κοινωνία της εργασίας, αυτής που βαφτίζει φυσιολογικό τον λειτουργικό και αποδοτικό άνθρωπο, αποτελεί τη μέγιστη ύβρι, τη σοβαρότερη ασθένεια, να θελήσεις δηλαδή μια μέρα να πας ενάντια στην καθημερινότητα, ν’ αποφασίσεις ότι δεν είσαι στ’ αλήθεια υποχρεωμένος να κάνεις τίποτε, ότι είναι αστείο να ζεις τη ζωή σου σαν μαχητής, μονίμως προσπαθώντας να αποδείξεις ποιος είσαι και ποιος δεν είσαι.

Οι άνθρωποι, τα αντικείμενα, οι υποχρεώσεις παύουν να έχουν την παραμικρή σημασία, ο ήρωας δεν έχει τίποτε να κερδίσει ή να χάσει από αυτά. Αποφασίζει να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σαν «ένας άνθρωπος που κοιμάται», σαν ένας υπνοβάτης που περιπλανιέται χωρίς να έχει να δώσει ή να πάρει κάτι από τα πράγματα γύρω του. Το μυθιστόρημα παίζεται σε δύο σκηνές: στο φτωχικό φοιτητικό δωμάτιο και στην πόλη, ένα συνεχές και αδιαφοροποίητο Παρίσι. Το πρώτο είναι ο περιχαρακωμένος χώρος, το δεύτερο ο αχανής χώρος. Στο πρώτο γνωρίζει τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια, το δεύτερο είναι αναγκαστικά αχαρτογράφητο.

Ο ηρωας προσπαθεί να διαλυσει ολες τις νορμες που του επιβαλλουν ορια και τον αναγκαζουν να συνειδητοποιησει τον εαυτό του: το χρονο, το χωρο, το σωμα

Θα  έλεγε κανείς ότι αποστασιοποιείται από τον κόσμο, αποσύρεται, αδιαφορεί. Από μια άλλη σκοπιά όμως, δεν τον ενδιαφέρουν τα πράγματα, οι σχέσεις, οι άνθρωποι γιατί δεν τα αντιλαμβάνεται πλέον ως εξωτερικά του εαυτού του, έχει γίνει ένα με τον κόσμο κι αυτός ο κόσμος δεν του λέει τίποτε. Θα μπορούσε αυτή η ένωση με τον κόσμο, με το αιώνια μεταβλητό αλλά και ανέκαθεν υπάρχον να μεταφράζει απλά έναν φόβο του τέλους, μια επηρμένη και απελπισμένη προσπάθεια αποτίναξης του θανάτου, λήθης μέσω ενσωμάτωσης στην αδιάσειστη μνήμη του κόσμου.

Κάτω από μια φαινομενικά ενδοσκοπική και λιτή γραφή, ψηλαφείται η οργάνωση μιας κοινωνικά εξεγερμένης προσωπικότητας. Πόσο προβλεπόμενη είναι όμως από το σύστημα αυτή η αντίδραση; Μπορεί στ’ αλήθεια να γίνει απειλητική; Σιγά σιγά, ο ήρωας αρχίζει να ζει το πρωτόγνωρο μέχρι ώρας κοινωνικό περιθώριο σαν έναν ακόμη κοινωνικό ρόλο, με τη ρουτίνα του, τις κανονικότητες και τους ψυχαναγκασμούς του. Ο ήρωας προσπαθεί να διαλύσει όλες τις νόρμες που του επιβάλλουν όρια και τον αναγκάζουν να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του: το χρόνο, το χώρο, το σώμα (αγαπημένες κατεδαφίσεις του Περέκ). Υποφέρει όχι γιατί απομακρύνεται από τον εαυτό του, αλλά γιατί δεν μπορεί να απαλλαγεί ολοκληρωτικά από το σκληρό του κέλυφος, από τους ρόλους που του φοράει και τον διαφθείρουν. Βασανίζεται που δεν καταφέρνει να πεθάνει ή να τρελαθεί, να κάνει έτσι αξιοπρεπώς την έξοδό του από τους κοινωνικούς καταναγκασμούς, αλλά αρκείται σε μια οριοθετημένη παραίτηση.

Το παρόν διαστέλλεται αλλά αποτυγχάνει να παίξει τον ηδονικό, τον απελευθερωτικό του ρόλο.  Ο άνθρωπος που κοιμάται νόμισε ότι θα μπορέσει να βγει έξω από το χρόνο, μόνο που ο χρόνος είναι αμείλικτος, αντιμετώπισε την κραυγή του σαν ματαιόδοξο και αυτάρεσκο σκίρτημα, την προσπέρασε και συνέχισε. Προσπαθεί να γίνει παντελώς αδιάφορος αλλά η ζωή τρυπώνει από τη χαραμάδα όταν της κλείνεις όλες τις πόρτες: αυτό που τον επαναφέρει στη βασανισμένη ατομικότητά του, στο εγώ το οποίο δεν μπορεί να αντέξει είναι το ασυνείδητο: το άγχος και τα όνειρα.

Είναι άραγε αυτό το βιβλίο ένα μυθιστόρημα μαθητείας, ενηλικίωσης, διαβατήριας τελετής, αυτογνωσίας; Αν πάρουμε σαν απάντηση τα λόγια του Ζαν Κοκτώ, σε τελική ανάλυση, όλα τα προβλήματα τακτοποιούνται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εκτός από το πρόβλημα της ύπαρξης, το οποίο δεν λύνεται με τίποτε.

 

Το ‘Ενας άνθρωπος που κοιμάται γυρίστηκε ταινία το 1974 με τίτλο: Un homme qui dort . Σκηνοθεσία Georges Perec και Bernard Queysanne (Prix Jean Vigo 1974).

Georges Perec, Jacques Spiesser and Bernard QueysanneΣτη φωτο: Ο Περέκ στη διάρκεια των γυρισμάτων με τους Jacques Spiesser και Bernard Queysanne

info: το βιβλίο “Ο άνθρωπος που κοιμάται” κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1983 σε μετάφραση της Πόλλας Ζαχοπούλου Βλάχου  από τις εκδόσεις Θεωρία.

Προηγούμενο άρθροΘεώνη Δέδε: Όταν οι λέξεις με κυνηγούν
Επόμενο άρθροΝίκος Καρούζος, Η Ελλάδα, οι Έλληνες, η Αττική και η Αργολίδα (της Δώρας Μέντη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ