Ζωή σε παραμορφωτικό καθρέπτη (της Δέσποινας Παπαστάθη)

0
230

 

της Δέσποινας Παπαστάθη

 

 

«Πόσο οργισμένη είμαι; Δεν θέλετε να ξέρετε. Αυτό κανένας δεν θέλει να το ξέρει», είναι οι εναρκτήριες φράσεις στο μυθιστόρημα της Claire Messud, Η γυναίκα του επάνω ορόφου (μτφρ.: Ρένα Χατχούτ, Gutenberg, Αθήνα 2022) και αποδίδουν στο ακέραιο το συναίσθημα που διακατέχει στο σύνολο του έργου την κεντρική ηρωίδα του. Η Νόρα Μαρί Έλντριζ, σαράντα δύο ετών, ούτε γριά ούτε νέα, ούτε χοντρή ούτε αδύνατη, ούτε ψηλή ούτε κοντή, ούτε ξανθιά ούτε καστανή, ούτε χαριτωμένη ούτε άσχημη, ελεύθερη –αυτό που παλιά το έλεγαν γεροντοκόρη– εργάζεται ως δασκάλα στην τρίτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου Άπλετον στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης, αισθάνεται πως είναι μια Όχι Ακριβώς Ξεχωριστή Γυναίκα και αναζητά εναγωνίως την έξοδο από μια παραπλανημένη ζωή σαν να είναι παγιδευμένη στο πανηγυριώτικο, διόλου αστείο και διασκεδαστικό, Σπίτι με τους Καθρέφτες. Η πεζή και ανούσια, κατ’ αυτήν, καθημερινότητά της θα ανατραπεί όταν στην τάξη της θα εμφανιστεί ο Ρεζά Σαχίντ, ένα οχτάχρονο αγόρι, πρότυπο και παραμυθένιο στα μάτια της Νόρας. Η ηρωίδα θα συνδεθεί με την οικογένεια του μικρού, τον Σκαντάρ, Λιβανέζο πανεπιστημιακό καθηγητή ηθικής και τη Σιρένα, Ιταλίδα καλλιτέχνιδα, έχοντας την ψευδαίσθηση πως καλύπτει το πολύπλευρο –ερωτικό, σεξουαλικό, συναισθηματικό, μητρικό– κενό της ζωής της.

Η Claire Messud (Γκρίνουιτς-Κονέκτικατ, 1966) στο μυθιστόρημα αυτό -το έκτο της πολυβραβευμένης συγγραφέως- με επιδεξιότητα συνθέτει το ψυχογράφημα και την ταυτότητα της γυναίκας ηρωίδας της. Η Νόρα είναι η Γυναίκα του Επάνω Ορόφου. Είναι η γυναίκα που θυσίασε το όνειρο για καλλιτεχνική δημιουργία, και γιατί όχι και καταξίωση –θέμα που επανέρχεται με μεγάλη συχνότητα στην αφήγηση– στο βωμό της οικονομικής ανεξαρτησίας, υπό την πίεση μιας μητέρας άγριας, παράξενης και καταδικασμένης να ζει μια συμβατική, σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές για το φύλο και την τάξη, σιωπηλής απόγνωσης ζωή, θέτοντας πάντα τις ανάγκες των άλλων ως προτεραιότητα. Οι Σαχίντ έχοντας αντιληφθεί την εμμονή της Νόρας μαζί τους, θα την εκμεταλλευτούν με κάθε ανίερο και αθέμιτο τρόπο μέχρι την τελική προδοσία της, που θα την προσγειώσει ανώμαλα στη σκληρή πραγματικότητα. Έτσι, η Νόρα θα μεταμορφωθεί σε γκουβερνάντα του μικρού Ρεζά, σε μιας νύχτας ερωμένη του Σκαντάρ και στη βοηθό και πηγή έμπνευσης της Σιρένα. Αυτή πάλι είναι μια αληθινή καλλιτέχνιδα, που ζει μια αληθινή ζωή με την οικογένειά της, υπηρετώντας, παράλληλα, πιστά την τέχνη της, χωρίς ηθικές αναστολές και ενδοιασμούς.

Κάθε καλοειπωμένη ιστορία διδάσκει, ενώ η σημασία ή η σημαντικότητα μιας αφήγησης πηγάζει από τη διασταύρωση του κόσμου του κειμένου με τον κόσμο αυτού που το διαβάζει. Ο κόσμος της Νόρας, φιλοτεχνημένος με ευαισθησία και διορατικότητα από τη Messud, ανοίγει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη έναν κόσμο πιθανών εμπειριών, μέσα στον οποίο είναι δυνατόν κάποιο άτομο να ζήσει. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα είναι σχεδόν σίγουρο πως πολλοί αναγνώστες, και όχι μόνο γυναίκες –αυτές φαίνεται να έχουν λόγω των κοινωνικών καταναγκασμών το θλιβερό πλεονέκτημα– θα αναγνωρίσουν στη Νόρα πτυχές του εαυτού και της ψυχολογίας τους. Θα νιώσουν πως ανήκουν στον κόσμο-ορίζοντα του έργου μέσω της φαντασίας, καθώς και στον κόσμο-ορίζοντα στον οποίο εκτυλίσσεται η αληθινή ζωή τους. Η διπλή αυτή βίωση της ζωής της Νόρας, στο φαντασιακό και το πραγματικό, πολλαπλασιάζει εκθετικά  τη βιωμένη εμπειρία και τα συναισθήματα του αναγνώστη. Και αυτή ίσως είναι η πιο σημαντική πτυχή και κέρδος του μυθιστορήματος, η αβίαστη ταύτιση, ανεξάρτητα από το φύλο του αναγνώστη, με τη Γυναίκα του Επάνω Ορόφου.

Το τέλος του μυθιστορήματος –δεν θα το αποκαλύψω– όπως και το σύνολό του, είναι διαβρωτικά τραγικό και συνάμα κάπως αστείο. Είναι ικανό να εξοργίσει ή να ικανοποιήσει και τον πλέον υπομονετικό αναγνώστη, ο οποίος έχει παρακολουθήσει με ευλάβεια τον εσωτερικό απολογισμό που κάνει η ηρωίδα για τη ζωή και την τέχνη, ενώ ταυτόχρονα αίρει όποια πιθανή απορία μας έχει μείνει για την απύθμενη οργή που τη διακρίνει, καθ’ όλη την πορεία της γεμάτης ενέργεια και ιδέες αφήγησης. Το κυριότερο, όμως, είναι ένα τέλος ανοιχτό, που επιτρέπει στον αναγνώστη να το γράψει όπως αυτός επιθυμεί, και, ζώντας την ιστορία της Νόρας, να ελευθερωθεί από κάθε δεσμευτική βεβαιότητα.

 

Claire Messud, Η γυναίκα του επάνω ορόφου (μτφρ.: Ρένα Χατχούτ, Gutenberg, Αθήνα 2022)

Προηγούμενο άρθροΟδηγός Αποκρυπτογράφησης Βιβλιοπροτάσεων (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)
Επόμενο άρθρο«Σφήκες»: «ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;» (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ