της Ελένης Σβορώνου
Τα ζώα που μιλούν είναι ίσως το πιο σταθερό μοτίβο της παιδικής λογοτεχνίας. Μέσα στον απέραντο κόσμο των τετράποδων, δίποδων και φτερωτών πλασμάτων που αναλαμβάνουν να μιλήσουν για τα ανθρώπινα μέσα από παραβολές και μεταφορές, διακρίνεται ένα (λογοτεχνικό) είδος ζώων που διακρίνονται για τη σοφία τους και τη φιλοσοφημένη στάση ζωής τους. Ο δημιουργός τους δεν τα επιλέγει επειδή είναι χαριτωμένα, «γλυκά» και χνουδωτά σα λούτρινα –ενιότε έχουν και αυτά τα χαρακτηριστικά—ούτε επειδή υποφέρουν από τον άνθρωπο και διατυπώνουν το αίτημα της προστασίας του περιβάλλοντος. Δε λειτουργούν ως πρόφαση για χειρισμό δύσκολων θεμάτων (όπως η απώλεια ή ο φόβος) ούτε είναι καρικατούρες ανθρώπινων τύπων με στόχο το γέλιο. Αντίθετα, διατηρούν τη ζωική τους φύση και τα χαρακτηριστικά με τρόπο λειτουργικό και ουσιαστικό για το πλάσιμο του λογοτεχνικού χαρακτήρα τους και για την εξέλιξη της πλοκής. Κυρίως όμως για να προτείνουν μια φιλοσοφική ενατένιση του βίου που προκύπτει είτε από τη φαινομενική τους αφέλεια είτε από τη σοφία της φύσης. Είναι πλάσματα που η καρδιά κι ο νους τους συντονίζονται με τον καρδιακό παλμό της Γης. Φέρουν μια αρχέγονη σοφία από μακρινές εποχές, από τότε που άνθρωποι, ζώα και φυτά είχαν πολύ στενούς δεσμούς, αποτελούσαν διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας ουσίας.
Τα μικρά παιδιά (προσχολικής ηλικίας) διατηρούν ίχνη ανάμνησης από αυτή την εποχή. Διανύουν ένα σύντομο στάδιο όπου η βροχή, το δέντρο, ο σκύλος και ο εαυτός τους έχουν κάτι το ομοούσιο (S.R. Kellert – E.O. Wilson eds., 1995, Τhe Biophilia Hypothesis, The Island Press). Είναι περίπου η ίδια περίοδος που τα παιδιά διατυπώνουν τα αλλεπάλληλα «γιατί» που τρελαίνουν καμιά φορά τους γονείς. Διότι ξέρουν ότι καμία απάντηση δεν είναι ικανοποιητική. Θα οδηγήσει, απλώς, σε ένα νέο «γιατί». Και είναι σε αυτά ακριβώς τα κενά, τα χάσματα κατανόησης των εξηγήσεων που δίνουν οι μεγάλοι, που τα παιδιά προτείνουν τις δικές τους εξηγήσεις για τον κόσμο αφήνοντας άναυδους όσους ενήλικες έχουν την τύχη να βρίσκονται κοντά τους σε μια τέτοια αποκαλυπτική στιγμή. Στις πιο πετυχημένες λογοτεχνικές εκδοχές των ζώων-φιλόσοφων η φιλοσοφία συναντιέται με την παιδική αφέλεια και η αρχαία σοφία της φύσης με τον αποσπασματικό, γριφώδη, ανατρεπτικό και ποιητικό λόγο των παιδιών. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικής ποιότητας λογοτεχνικά έργα που ωστόσο τα σκέπασε η σκόνη των απλουστευμένων εικονογραφημένων εκδοχών τους και των κινηματογραφικών μεταφορών τους. Ή ούτε και αυτή. Απλώς πέρασαν απαρατήρητα κερδίζοντας λίγους αλλά καλούς φίλους στη χώρα μας.
Ο κοσμαγάπητος Γουίνι το αρκουδάκι «γεννήθηκε» το 1926 από τον Βρετανό λογοτέχνη και δοκιμιογράφο Α.Α. Μιλν και σύντομα μεταφέρθηκε, με μεγάλη επιτυχία, σε θεατρικές σκηνές του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης. Oι ιστορίες του Γουίνι περιλαμβάνονται σε δυο βιβλία, στο Η-ΓΟΥΙΝΝΥ-Ο-ΠΟΥΦ (1926) και στο TO ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΥΦΟΓΕΙΤΟΝΙΑ (1928) που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νεφέλη το 1996 σε μετάφραση Παυλίνας Παμπούδη. (Το πρώτο βιβλίο είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Οδυσσέας, το 1982.) Έκτοτε αναλαμβάνουν τα παιδικά εικονογραφημένα με τις απλουστευμένες εκδοχές του αμφίφυλου αρκούδου. Τα πρωτότυπα βιβλία είναι “chapter books” με διακριτικό ασπρόμαυρο σκίτσο του E. Shepard. Έχουμε δηλαδή ένα βιβλίο που εντάσσεται στην ισχυρή παράδοση της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας που απευθύνεται σε παιδιά και σε ενήλικες ταυτόχρονα (Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, Πίτερ Παν, Ο άνεμος στις ιτιές κ.α.) τόσο με τη μορφή όσο και με το περιεχόμενό τους. Όσο για το λεξιλόγιο και το συντακτικό, το πρώτο δεν περιορίζεται στις λίγες απλές λεξούλες των πεντάχρονων και εξάχρονων και το δεύτερο δε φοβάται τις μεγάλες προτάσεις. Με δυο λόγια, ο συγγραφέας εμπιστεύεται την ευφυία του παιδιού και μάλιστα «κλέβει» από τους πρωτότυπους εκφραστικούς του τρόπους και τα ασυνείδητα λεκτικά παιχνίδια του. Η πρώτη σκηνή του πρώτου βιβλίου όπου μαθαίνουμε πώς ο Κρίστοφερ Ρόμπιν ονόμασε το αρκούδι του έχει ως εξής:
«Η-Γουίννυ-ο-Πούφ.
΄Όταν άκουσα για πρώτη φορά το όνομά του, είπα αυτό που κι εσείς ετοιμαζόσαστε να πείτε, «Μα εγώ νόμιζα ότι είναι αγόρι!».
«Κι εγώ το ίδιο» είπε ο Κρίστοφερ Ρόμπιν.
«Τότε γιατί τον λες «η-Γουίννυ»; Είναι κοριτσίστικο όνομα, δεν μπορείς να τον λες έτσι…»
«Δεν τον λέω έτσι».
«Μα είπες…»
«Είπα, αυτός είναι η-Γουίννυ-ο-Πουφ. Δεν ξέρεις τι θα πει «ὁο;»
«Α, ναι, τώρα ξέρω» είπα βιαστικά. Κι ελπίζω να πείτε κι εσείς το ίδιο γιατί δεν πρόκειται να σας δοθεί άλλη εξήγηση.»
(H-ΓΟΥΙΝΝΥ-Ο-ΠΟΥΦ, σ.15, εκδ.Οδυσσέας)
Αυτά περί έμφυλης ταυτότητας!
Όσο για τη σημασία των ονομάτων, όταν ο Κρίστοφερ Ρόμπιν ρωτάει, για λογαριασμό του Γουίνι, τι θα πει πως ο τάδε ζούσε «υπό το όνομα» τάδε, ο αφηγητής εξηγεί:
«Θα πει πως είχε γραμμένο το όνομα στην πόρτα με χρυσά γράμματα, και ζούσε κάτω απ’ αυτό.»
(H-ΓΟΥΙΝΝΥ-Ο-ΠΟΥΦ, σ.16)
Και η σκηνή συνοδεύεται από το σκίτσο του Γουίνι να κάθεται σ’ ένα κούτσουρο κάτω από μια ταμπέλα με το συγκεκριμένο όνομα.
Το σημαίνον και το σημαινόμενο!
Πολλά τα λεκτικά παιχνίδια, ιδίως στα στιχάκια που σκαρώνει διαρκώς ο Γουίνι. Έντονη και η χιουμοριστική διάθεση και η λοξή ματιά στον κόσμο του Γουίνι και της παρέας του. Το γουρουνάκι, ο γάιδαρος, η κουκουβάγια, ο κούνελος, το καγκουρό και το παιδί της, ο τίγρης και φυσικά ο ίδιος ο Κρίστοφερ Ρόμπιν ζούνε μέσα στο δάσος τις περιπέτειες του ελάχιστου που περιέχει το μέγιστο.
Μια μέρα η παρέα πάει εκστρατεία («Εξ-Στα-Τρία») στον Βόρειο Πόλο.
«Πρόκειται για μια εκστρατεία. Αυτό σημαίνει Εκστρατεία. Όλοι σε μια μακριά
γραμμή», εξηγεί ο Κρίστοφερ Ρόμπιν στον Γουίνι.
(H-ΓΟΥΙΝΝΥ-Ο-ΠΟΥΦ, σ.115)
Και πράγματι όλοι οι φίλοι, μαζί και όλο το συγγενολόι του κούνελου, μπαίνουν σε μια μακριά γραμμή και πάνε να ανακαλύψουν τον Βόρειο Πόλο. Η κούραση τους έχει ήδη καταβάλει όταν ο Ρο, το παιδί της Κάγκου, κινδυνεύει να παρασυρθεί από το ρεύμα του ποταμού και να χαθεί. Όλα τα ζώα τρέχουν να φέρουν πασσάλους για να φτιάξουν ένα φράγμα και να σταματήσουν την ξέφρενη πορεία του μικρού Ρο. Αφού η επιχείρηση σωτηρίας στέφεται με επιτυχία ο Γουίνι συλλαμβάνει την ιδέα. Παίρνει στα χέρια του έναν πάσσαλο και τον μπήγει στη γη. Ιδού! Αυτός είναι ο Βόρειος Πόλος! (Pole στα αγγλικά σημαίνει πόλος και πάσσαλος). Κι όλη η παρέα είναι κατευχαριστημένη που ανακάλυψε τον Βόρειο Πόλο. Και αποφαίνεται πως σίγουρα υπάρχει και Νότιος και Ανατολικός και Δυτικός! Είναι η «κατ’ αναλογία σκέψη» των παιδιών που φτιάχνει μια Κινεζία, κατά το Ιταλία, Αγγλία και Γαλλία. Οι μεγάλοι χαμογελούν με συγκατάβαση και σπεύδουν να διορθώσουν, αλλά ο ποιητής βλέπει μια ευκαιρία να διευρύνει τα σύνορα του κόσμου, να καταστήσει το αδύνατο δυνατό και να υπονομεύσει το αυτονόητο.
Οι ήρωες εξελίσσονται, μαθαίνουν να είναι πιστοί φίλοι, να βοηθούν ο ένας τον άλλον, και παίρνουν απλά μαθήματα ζωής όταν πέφτουν στις παγίδες που οι ίδιοι στήνουν για τους άλλους.
Ο Γουίνι φιλοσοφεί μέσα από τα στιχάκια του. Μια μέρα ο κούνελος αποφασίζει να δώσει ένα μάθημα στον τίγρη, γιατί είναι πολύ “bouncy”, το παρακάνει με τους πήδους τους, καταλαμβάνει πολύ χώρο. Πρέπει να τον “unbounce”, να τον περιορίσουν! Ο Γουίνι παρασύρεται στο σχέδιο του κούνελου για τον εκφοβισμό του τίγρη αλλά διαισθάνεται πως κάτι δεν είναι ακριβώς σωστό και τραγουδά στον κούνελο πως αν ο κι ο ίδιος ήταν πιο μεγάλος, πιο εντυπωσιακός, πιο ευλύγιστος και πιο ταχύς, μάλλον δε θα τον ενοχλούσε ο τίγρης! Παραθέτουμε στα αγγλικά που ρέουν πιο κελαρυστά!
«If Rabbit
Was bigger
And fatter
And stronger,
Or bigger
Than Tigger,
If Tigger was smaller,
Then Tigger’s bad habit
Of bouncing at Rabbit
Would matter
No longer,
If Rabbit
Was taller.”
(The House at Pooh Corner, σ. 109)
Πόσο πιο εύστοχα και λακωνικά να μιλήσει κανείς για τα παιχνίδια εξουσίας, για τη ζήλεια, τη ματαιοδοξία και το αιώνιο παιχνίδι της ισχύος, του κύρους και της επιρροής. Και φυσικά για το κρυφό και άρρητο σύμπλεγμα κατωτερότητας που κατατρώει τα σωθικά όποιου δεν τα έχει καλά με τον εαυτό του.
Ναι, ο Γουίνι είναι ένας φιλόσοφος κι ας είναι ένα αρκούδι χωρίς πολύ μυαλό, όπως του αρέσει να λέει. Περπατά στο δάσος και τραγουδά την «αρκουδοζωή». Στοχάζεται περί ποίησης. Οι στίχοι έρχονται και σε βρίσκουν, λέει, αλλά πρέπει κιόλας να ξέρεις πού να πας για να τους συναντήσεις.
Μια μέρα ο Γουίνι ξυπνά ευδιάθετος και νιώθει πως έχει επιθυμήσει τους φίλους του. Θέλει να πάει να δει το γουρουνάκι, ή καλύτερα τον γάιδαρο, τη κουκουβάγια, τον κούνελο…Αλλά το ποτάμι κυλάει ήρεμα κι ο ήλιος λάμπει. Κάθεται για μια στιγμή σε μια πέτρα, από αυτές που πατάς για να περάσεις στην άλλη όχθη, και αφουγκράζεται το δάσος. Κάθετα εκεί και απλώς είναι ο Γουίνι (being Pooh). Eίναι αυτή η μικρή στιγμή που όλη η πλάση συντονίζεται εντός σου και οι φίλοι μπορούν να περιμένουν. Είσαι ο εαυτός σου σε αρμονία.
Αχ αρκουδοζωή! Όταν προς το τέλος του δεύτερου βιβλίου τα ζώα καταλαβαίνουν πως ο Κρίστοφερ Ρόμπιν λείπει στο σχολείο, η αυλαία κλείνει. Ο Μιλν βέβαια φροντίζει να δώσει πολύ όμορφα στα ζώα και στους μικρούς αναγνώστες να καταλάβουν γιατί είναι σημαντική η γραφή και η ανάγνωση και ο κόσμος της γνώσης. Ο Βόρειος Πόλος πρέπει να αποκτήσει το πραγματικό του νόημα. Και ο Ανατολικός κι ο Δυτικός να καταντήσουν ένα αστείο. Αλλά έτσι είναι. Είναι η ώρα του αποχαιρετισμού. Ο Κρίστοφερ Ρόμπιν παίρνει μόνο τον Γουίνι μαζί του για τον τελευταίο περίπατο στο μαγικό δάσος της παιδικής ηλικίας. Εκεί, σ’ αυτό το δάσος όπου ο αρκούδος, το παιδί, ο φιλόσοφος κι ο ποιητής γίνονται ένα γράφεται το πιο συγκινητικό κεφάλαιο. Ο αρκούδος δε θα μπορεί πια να καταλάβει όλα αυτά που θα του λέει ο Κρίστοφερ Ρόμπιν, για ιππότες και συντεταγμένες, παράγοντες και υποτείνουσες. Μα το δάσος με την αρκουδοζωή του θα είναι πάντα εκεί και θα παραδίδει σημαντικά μαθήματα φιλοσοφίας.
Ο Μιλν έκλεισε γενναία τον κύκλο των ιστοριών του Γουίνι σε δυο βιβλία. Αρνήθηκε να συνεχίσει, παρά τις απαιτήσεις κοινού και εκδοτών, για να μην χάσουν οι ιστορίες τους τη φρεσκάδα της αρχικής έμπνευσης. Η δέσμευσή του όμως στα ζώα-φιλόσοφους φαίνεται πως διατηρήθηκε. Το 1930 ο Μιλν μετέφερε στο θέατρο το κλασικό έργο του σκωτσέζου συγγραφέα Κέννεθ Γκρέιαμ, Ο άνεμος στις ιτιές που είχε εκδοθεί είκοσι χρόνια πριν από τον πρώτο Γουίνυ, το 1908. Το βιβλίο αυτό, επίσης chapter book, χωρίς εικονογράφηση στην πρώτη του έκδοση, απευθύνεται σε μεγαλύτερα παιδιά, νέους και ενήλικες. Κεντρικοί ήρωες ο Νεροπόντικας, ο Σφάλαγκας, ο Ασβός και ο Βάτραχος.
Και η ακροποταμιά. Όπως και στον Γουίνι, η φύση δεν είναι απλώς σκηνικό. Μιλάει. Ο άνεμος στις ιτιές ψιθυρίζει ήχους, ανεπαίσθητους χρησμούς. Το ποτάμι άλλοτε κυλάει ήρεμα κι άλλοτε φουσκώνει κι αγριεύει και γεμίζει το σπίτι του Νεροπόντικα λάσπη και υγρασία. Τα ζώα ζούνε στον ρυθμό της φύσης. Τον χειμώνα κουρνιάζουν, κοιμούνται και ξυπνούν μονάχα για να φάνε, να γράψουν λίγους στίχους και να πάρουν πάλι κανέναν υπνάκο. Την άνοιξη όμως δεν τους χωράει ο τόπος. Ξεμυτούν από τις φωλιές τους, βγαίνουν από τα βάθη της γης και γλεντάνε τις μακριές ημέρες και τις φεγγαρόλουστες νύχτες.
Οι τόποι που ενέπνευσαν τους συγγραφείς είναι συγκεκριμένοι. Το δάσος του Γουίνι (το «Hundred Acre Wood») είναι εμπνευσμένο από το δάσος του Asdhown στο East Sussex το οποίο εξερευνούσε συχνά ο γιος του Μιλν, ο πραγματικός Christopher Robin. Έτσι και το ποτάμι του Γκρέιαμ είναι εμπνευσμένο από τον Τάμεση και την κοιλάδα που σχηματίζει στο Berkshire όπου έζησε και έγραψε ο συγγραφέας μετά τη συνταξιοδότησή του. Η αγγλική φύση έχει γέννησε πολλούς ήρωες. Οι Κήποι του Κένσιγκτον τον Πίτερ Παν, το δάσος του Sherwood στο Nottingham, τον Ρομπέν των Δασών ενώ μια βαρκάδα στον Τάμεση ήταν και η αφορμή για τη σύλληψη της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Ο λογοτεχνικός χάρτης της αγγλικής φύσης μπορεί να συμπληρωθεί από τις μικροσκοπικές νεράιδες που κατοικούν τα λουλούδια (εντελώς διαφορετικές από τις δικές μας επικίνδυνες νεράιδες των νερών) και τα ξωτικά (που επίσης διαφέρουν από τα δικά μας καλικαντζαράκια).
Το ποτάμι λοιπόν είναι που κυλάει αντί για αίμα στις φλέβες του Νεροπόντικα και του χαρίζει την ήρεμη ενατένιση του κόσμου. Ο Σφάλαγκας ξυπνάει μια ανοιξιάτικη μέρα στην υπόγεια φωλιά του, παρατάει τη φασίνα, και βγαίνει να απολαύσει τη μέρα. Συναντά τον Νεροπόντικα, που ξέρει απέξω κι ανακατωτά την ποταμίσια ζωή, γίνονται φίλοι και αποφασίζουν να μείνουν μαζί. Ο Νεροπόντικας, πάντα υπομονετικός, νοιάζεται για τις ανάγκες του φίλου του, τον φροντίζει, τον διδάσκει πώς να προστατεύει τον εαυτό του από τα επικίνδυνο δάσος και ρισκάρει τη ζωή του για να τον σώσει όταν χρειάζεται. Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται ο Βάτραχος. Επηρμένος, επιπόλαιος και ματαιόδοξος διαρκώς μπλέκει σε μπελάδες καθώς το νέο του πάθος με τα αυτοκίνητα τον στέλνει σε νοσοκομεία, αστυνομικά τμήματα και τελικά στη φυλακή. Μάταια οι δυο φίλοι κι ο επίσης σοφός Ασβός προσπαθούν να του βάλουν μυαλό. Τελικά θα αποδειχθεί και ο μόνος ήρωας που δεν αλλάζει ουσιαστικά, αλλά μόνο επειδή εξαναγκάζεται. (Γι αυτό και ο ψυχολόγος Robert de Board το 1998 τον στέλνει στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι με το βιβλίο του O βάτραχος στο ντιβάνι!).
Ζήσε στον ρυθμό της φύσης και της φύσης σου, ανακάλυψε τον εαυτό σου, αποδέξου τα όριά σου, διεύρυνέ τα αλλά μην αλλοτριώνεσαι και, προπαντός, στάσου πλάι στον φίλο σου και τίμα το σπίτι σου. Αυτές είναι βασικές αρχές που προκύπτουν από τη ζωή στην ακροποταμιά. Ειδικά το τελευταίο, το σπίτι, το home (όχι το house) είναι αξία σπουδαία. Οι περιγραφές των σπιτιών του Ασβού, του Νεροπόντικα και του Σφάλαγκα είναι κέντημα. Όταν ο Σφάλαγκας περνάει κοντά από το σπίτι του και οσμίζεται την εγκαταλειμμένη φωλιά του πέφτει σε μαύρη θλίψη. Πρέπει επειγόντως να επιστρέψει. Κι ο γενναιόδωρος Νεροπόντικας του κάνει το χατίρι, παρά τις αντίξοες συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται αυτό, και τιμά το σπίτι του φίλου του, τις ρίζες του, την προέλευσή του. Μόνο τότε ο Σφάλαγκας συνέρχεται και μπορεί να συνεχίσει πάλι τη ζωή του με τον Νεροπόντικα.
Από τις κορυφαίες στιγμές η διάσχιση του χωριού. Ο Νεροπόντικας κι ο Σφάλαγκας παρατηρούν τους ανθρώπους κλεισμένους στα σπίτια τους, στη θαλπωρή του τζακιού τους, και τους συλλαμβάνουν σε μια στιγμή όμορφης χαλάρωσης, μια στιγμής που είναι τόσο δύσκολο να αποδώσει ακόμη κι ένας καλός ηθοποιός. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί χαίρονταν με τη φυσικότητα κάποιου που νομίζει ότι δεν τον βλέπει κανείς.
Σ’ ένα άλλο δωμάτιο του ίδιου σπιτιού ένα πουλάκι κοιμάται στο κλουβί του. Έχει κι αυτό σπίτι. Αλλά τι σπίτι! Είναι μια τραγική φιγούρα γιατί δεν γνωρίζει καν πως είναι αιχμάλωτο. Με την ανάμνηση αυτής της εικόνας και με βαριά καρδιά οι δυο φίλοι επιστρέφουν σπίτι τους. Για να τους ανταμείψει, όμως, η ζωή με μια μοναδική νύχτα στο ποτάμι. Ένα απόγευμα η Βίδρα εμπιστεύεται στον Νεροπόντικα τον καημό της. Το παιδί τους έχει μέρες να φανεί. Ο Νεροπόντικας κι ο Σφάλαγκας ανησυχούν. Δεν τους κολλάει ύπνος. Παίρνουν τη βάρκα τους και πάνε να ψάξουν το παιδί. Τη νύχτα είναι όλα πολύ διαφορετικά στην ακροποταμιά. Σκιές, ήχοι, σουρσουρίσματα, το θρόισμα των φύλλων, και ξάφνου ένας άλλος ήχος:
«Έπαψε!» είπε αναστενάζοντας ο Νεροπόντικας και ξαναβουλιάζοντας στη θέση του. «Αχ, κι ήταν τόσο όμορφο και παράξενο! Πρωτάκουστο! Γιατί να τελειώσει τόσο σύντομα! Μακάρι να μην το είχα ακούσει! Ξύπνησε μέσα μου κάτι σαν λαχτάρα που πονάει και τίποτα δεν φαίνεται ν’ αξίζει παρά μόνο να ξανακούσει κανείς αυτό τον ήχο και να συνεχίσει να τον ακούει για πάντα. Μα, άκου το! Να το πάλι!» αναφώνησε κι αναταράχτηκε ακόμη μια φορά. Μαγεμένος, άναυδος, σώπασε για κάμποση ώρα.»
(Άνεμος στις ιτιές, σ. 140)
Είναι ο αυλός του τραγόμορφου θεού που κρατά στην αγκαλιά του το παιδί της Βίδρας. Για μια φευγαλέα συγκλονιστική στιγμή μπόρεσαν να τον δούνε οι δυο φίλοι, ένα αληθινό θαύμα, κι ύστερα η εικόνα έσβησε κι εκείνοι την ξέχασαν. Γιατί η θέαση το θεού ήταν μια ύβρις. Τη λήθη την έστειλε ο θεός για να μπορέσουν οι θνητοί αυτοί να συνεχίζουν τη ζωή τους.
Αυτός είναι ο άνεμος στις ιτιές, ο αυλός του θεού. Κι αν ο Πάνας (που δεν κατονομάζεται, αλλά η μορφή του αποδίδεται με μια εξαίσιο περιγραφή) μετακόμισε από τα δάση της Αρκαδίας στον Τάμεση, χαλάλι του, γιατί έπεσε στα χέρια συγγραφέα που του έδωσε νέα ζωή. Δεν θα μπορείς πια ν’ ακούσεις άνεμο στις ιτιές και να μη σκεφτείς τον Πάνα με τον αυλό του (σύμφωνα με μια ερμηνεία το όνομα Παν είναι από το σανσκριτικό «Παβάνα» που σημαίνει άνεμος).
Τα Μούμιν δεν είναι ακριβώς ζώα, είναι sui generis! Είναι κάτι ανάμεσα σε ιπποποταμάκια και ανθρώπους. Τα γέννησε η φαντασία της Φινλανδο-σουηδής Τούβε Γιάνσον και κυλοφόρησαν, στην οριστική τους μορφή, σε βιβλίο, αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτά τα πλάσματα γεννήθηκαν για τη φιλοσοφία! Πρόκειται για μια οικογένεια με δυο παιδιά που ζει σε έναν φανταστικό τόπο εμπνευσμένο από τα σκανδιναβικά φιορδ. Το σπιτικό τους είναι χτισμένο στην Κοιλάδα των Μούμιν. Η μαμά Μούμιν φροντίζει τον κήπο, το φαγητό, και όλη την οικογένεια αφήνοντας σε όλους τον ζωτικό χώρο ελευθερίας τους. Καταλαβαίνει πολύ καλά τις διαθέσεις του μπαμπά Μούμιν και τον στηρίζει ακόμη και στις πιο παράτολμες ιδέες του. Ο μπαμπάς πάλι γράφει τα απομνημονεύματά του, αναζητά τις ρίζες του και την ταυτότητά του σε νέα κατορθώματα. Τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα από τις περιπέτειες που ζούνε μακριά από την οικογενειακή εστία αλλά και πολύ κοντά, ψυχικά, σε αυτήν. Οι Μούμιν είναι μια οικογένεια που κατέχει την τέχνη να παραμένει δεμένη χωρίς να καταπιέζει κανένα μέλος της.
Τον ρόλο του φιλοσόφου τυπικά έχει ο Μάουζιν, ένα κακάσχημο πλάσμα που κάθεται όλη μέρα και προβλέπει καταστροφές, είναι μια παρωδία φιλοσόφου. Αλλά στην πραγματικότητα είναι τα ίδια τα Μούμιν και οι άλλοι ήρωες που προτείνουν τη φιλοσοφική στάση ζωής. Τα αδέλφια Μούμιν μαζί τον μικρό τους φίλο Σνίφιν, ένα ζώο σα καγκουρό, ξεκινούν έναν μακρύ ταξίδι για να πάνε στο Αστεροσκοπείο των Μοναχικών Βουνών και να μάθουν για την πιθανή σύγκρουση ενός κομήτη με τη γη. Στον δρόμο η παρέα βρίσκει τον Σνούφκιν, ένα ζώο –ποιητή που ζει με τα ελάχιστα, για τη χαρά της εξερεύνησης και της δημιουργίας. Ο Σνούφκιν ακολουθεί την παρέα στην ανεύρεση του Αστεροσκοπείου. Στην πορεία τους δείχνει μια σχισμή στο βράχο που έχει πολύτιμα πετράδια. Ο Σνίφιν ορμάει να τα πάρει. Αρχίζει και μαζεύει όσα περισσότερα μπορεί όταν βλέπει δυο λαμπερά κόκκινα ζαφείρια. Με τρόμο συνειδητοποιεί, αμέσως μετά, ότι είναι τα μάτια μιας γιγάντιας σαύρας που σα κακάσχημος δράκος φυλάει το θησαυρό του. Τρέμοντας ολόκληρος βγαίνει έξω. Κλαίει με αναφιλητά.
«Κλαίω για τα πολύτιμα πετράδια» βόγκηξε ο Σνίφιν. «Δεν πήρα ούτε ένα».
Ο Σνούφκιν κάθισε δίπλα του και τον παρηγόρησε: «Ναι, ξέρω. Αλλά έτσι είναι όταν αρχίζεις και θέλεις να έχεις δικά σου διάφορα πράγματα. Εγώ δε θέλω να τα έχω. Τα κοιτάζω μόνο. Κι όταν φεύγω γι’ αλλού, τα παίρνω μαζί μου, μέσα στο μυαλό μου. Έτσι έχω τα χέρια μου πάντα ελεύθερα, αφού δε χρειάζεται να κουβαλάω βαλίτσα».
«Τα πολύτιμα πετράδια θα τα έβαζα στο σακίδιο» απάντησε ο δυστυχισμένος Σνίφιν. «Δε θα τα κουβαλούσα στα χέρια. Ούτε είναι το ίδιο να τα κοιτάζεις και να τα έχεις. Εγώ θέλω να τα πιάνω με τα χέρια μου και να ξέρω ότι είναι δικά μου».
«Δεν πειράζει, Σνίφιν» τον παρηγόρησε ο Μούμιν. «Σίγουρα θα βρούμε κι άλλους θησαυρούς. Σταμάτα να στεναχωριέσαι και πάμε να φάμε. Κάνει κρύο».
Κι έτσι γύρισαν περπατώντας στα σκοτεινά, βυθισμένος ο καθένας στις σκέψεις τους.»
(Κομήτης στην κοιλάδα, σ.σ.70-71)
Αυτή είναι η ατμόσφαιρα στα Μούμιν. Δε λείπει το χιούμορ, η παιδική αφέλεια, οι πρώτοι έρωτες, η λαχτάρα για το παιχνίδι, τη γιορτή και τις λιχουδιές, αλλά η ατμόσφαιρα είναι ομιχλώδης, στοχαστική, σκανδιναβική, με την παράδοση της σκανδιναβικής μυθολογίας των τρολ, να αναδύεται μετουσιωμένη σε φιλοσοφία.
Το θέμα της ιδιοκτησίας επανέρχεται. Ο μικρός Μούμιν βρίσκει ένα ξέφωτο και το θέλει όλο δικό του. Ήταν μια σίγουρη κρυψώνα, κάτι που το ήθελε από καιρό. Μα ξαφνικά μυρμήγκια αρχίζουν να του δαγκώνουν την ουρά. Αυτά τα μυρμήγκια πρέπει να καταλάβουν ότι το ξέφωτο του ανήκει.
«Εντάξει, τα μυρμήγκια έμεναν εκεί πριν εμφανιστεί αυτός. Το ξέφωτο δηλαδή τους ανήκε. Αλλά όποιος ζει μέσα στο χώμα δε βλέπει και δεν ξέρει τι υπάρχει πιο πάνω. Τα μυρμήγκια δεν έχουν ιδέα πώς είναι τα πουλιά ή τα σύννεφα. Ούτε φαντάζονται, βέβαια, ποια πράγματα είναι σημαντικά για τον Μούμιν.
Η δικαιοσύνη τώρα μπορεί να είναι πολλών ειδών. Σύμφωνα με ένα από τα είδη δικαιοσύνης λοιπόν (ένα είδος λιγάκι μπερδεμένο και πολύπλοκο, αλλά πάντως εντελώς δίκαιο), το ξέφωτο ανήκει στον Μούμιν και όχι στα μυρμήγκια.»
(Θαλασσινό ταξίδι, σ. 91))
Υπάρχει μια φασματική μορφή που εμφανίζεται και τρομάζει τα Μούμιν. Είναι η Μόρα. Μια φιγούρα που στο πέρασμά της ξεραίνονται δέντρα και θάμνοι, παγώνουν όλα. Το όνομά της παραπέμπει στον θάνατο. Οι Μούμιν δεν πανικοβάλλονται, απλώς παίρνουν τη λάμπα τους, τη χαρακτηριστική εκείνη λάμπα που φέγγει το ασφαλές φωτοστέφανο της οικογενειακής θαλπωρής, και μπαίνουν στο σπίτι τους. Ο μικρός Μούμιν είναι αυτός που θα δαμάσει περισσότερο από όλους τον φόβο της Μόρας. Θα βρει τρόπο να την κατευνάσει και να συνυπάρξει μαζί της. Είναι κι αυτή μέρος της φύσης.
Στον χώρο του εικονογραφημένου παιδικού βιβλίου, τώρα, κατευθείαν απόγονος του Ανέμου στις ιτιές μοιάζει να είναι η σειρά του Μαξ Βέλθουις με τον Βάτραχο. Ο βάτραχος, ο ποντικός, το γουρούνι, η πάπια κι ο λαγός μαθαίνουν τον εαυτό τους, τη διαχείριση συναισθημάτων, τη φιλία, την αποδοχή του Άλλου και άλλα επίκαιρα. Η λιτότητα του κειμένου και της εικόνας συνδυάζεται με τη λεπτή συγκίνηση που υποβάλλουν οι ιστορίες. Υπάρχει κάτι από τον μεστό φιλοσοφικό και ποιητικό λόγο στα κείμενα αυτά.
Η Κέλλυ Ματαθία-Κόβο με το βιβλίο της Τα κίτρινα καπέλα υπερβαίνει τη διδαχή (για την αλληλεγγύη, τη φιλία και την ανθρωπιά) και αγγίζει τα όρια της ποίησης (έτσι κι αλλιώς αφού ο λόγος της έχει ρυθμό και ρίμα) αλλά και της φιλοσοφίας. Αφού οι κακοί δεν ηττώνται κατά κράτος. Συνεχίζουν να υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα. Θα υπάρχουν όμως πάντα και ο Κόκορας ο Πρωινός, ο Ποντικός ο Τρομερός και ο Λαγός που τολμούν να ρισκάρουν τη ζωή τους για να νικήσει το καλό. Η κοινοτοπία του καλού ως απάντηση στην κοινοτοπία του κακού.
Σίγουρα υπάρχουν κι άλλα πολλά καλά βιβλία με ζώα-φιλοσόφους, ιδίως εικονογραφημένα. Το ζωικό σύμπαν του Eric Carle είναι από μόνο του ένας ύμνος στους ρυθμούς της φύσης που έχει πολλά να πει για το πώς πρέπει να ζούμε. Όταν τα ζώα δε γίνονται σκέτη πρόφαση, όταν δεν γίνονται άνθρωποι μασκαρεμένοι σε ζώα, μπορεί να αναδυθεί αυτός ο λόγος που μοιάζει να έρχεται από τα βάθη της γης, να πνέει με τον άνεμο ανάμεσα στις ιτιές και να μυρίζει θαλασσινό αέρα από τις κρύες θάλασσες της Σκανδιναβίας. Είναι τα ζώα αυτά που μιλάνε τη λαλιά της ανθρωπότητας, όπως ακριβώς τα πρόβατα στα Κίτρινα Καπέλα. Είναι οι αμνοί των θεών του κόσμου όλου.
Ιnfo
Λογοτεχνία για παιδιά
Μιλν, Α.Α., μτφ. Π. Παμπούδη, εικ. Ε.Η. Shepard, Η-ΓΟΥΙΝΝΥ-Ο-ΠΟΥΦ, Νεφέλη, 1996.
Μιλν, Α.Α., μτφ. Π. Παμπούδη, εικ. Ε.Η. Shepard, ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΥΦΟΓΕΙΤΟΝΙΑ, Νεφέλη, 1996.
Milne, A.A. The House at Pooh Corner, Methuen Children’s Books, 1989.
Γκρέιαμ, Κ. μτφ. Φ. Κονδύλης, εικ. P. Benson, Ο άνεμος στις ιτιές, Πατάκης, 1998.
Γιάνσον, Τ., μτφ. Μ.Αγγελίδου, Κομήτης στην κοιλάδα, Πατάκης, 2013.
________________________ Καλοκαιρινή μπόρα, Πατάκης, 2013.
________________________ Το καπέλο του μάγου Μουμέρλιν, Πατάκης, 2013.
________________________ Θαλασσινό ταξίδι, Πατάκης, 2013.
Παιδικά εικονογραφημένα
Βέλθουις, Μ., μτφ. Μ.Κοντολέων, Ο Βάτραχος φοβάται, Πατάκης, 2002.
________________________ Ο Βάτραχος είναι βάτραχος, Πατάκης, 2013.
________________________ Ο Βάτραχος κι ο Ξένος, Πατάκης, 2011.
________________________ Ο Βάτραχος είναι ήρωας, Πατάκης, 2013.
________________________ Ο Βάτραχος το χειμώνα, Πατάκης, 2002.
________________________ Ο ερωτευμένος Βάτραχος, Πατάκης, 2010.
________________________ Ο Βάτραχος και ο απέραντος κόσμος, Πατάκης, 2008.
Ματαθία-Κόβο, Κ., Τα κίτρινα καπέλα, Πατάκης, 2017.
Αναφορές βιβλίων για ενήλικες…
S.R. Kellert – E.O. Wilson eds, Τhe Biophilia Hypothesis, The Island Press, 1995.
…και εφήβους
De Board, R., O βάτραχος στο ντιβάνι, Kαλέντης, 1998.