Της Έφης Ζαμπούνη
Στο πρωτότυπο αυτό βιβλίο ο ψυχαναλυτής Θανάσης Χατζόπουλος αναλύει με ρηξικέλευθο τρόπο το φαινόμενο της πανδημίας και τις προεκτάσεις της στον ψυχισμό αποδίδοντας τα πολλαπλά νοήματά της. Εντάσσει την πανδημία στην ανθρώπινη ιστορία και στο ανθρώπινο βίωμα εξανθρωπίζοντας ένα φαινόμενο που αρχικά και για καιρό θεωρήθηκε πρωτοφανές, ασύλληπτο και τρομακτικό για τον σύγχρονο κόσμο. Τα ιστορικά δεδομένα που εκθέτει αλλά και το αποτύπωμά τους στην υποκειμενική διάσταση δεν αφήνουν αμφιβολίες για την ακύρωση τραυματικών καταστάσεων όπως αυτών που ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να αγγίζουν την διαγραφή. Ως ψυχαναλυτής μας συνδέει με τις συλλογικές αναπαραστάσεις του παρελθόντος, όπως κατασκευάστηκαν σε άλλες μαζικές μολυσματικές νόσους, και εκτρέπει τη μεταδοτικότητα σε μια σειρά μεταφορικών νοημάτων. Κάθε ασθένεια, μας λέει, κουβαλά κάτι από την ιδέα της μολυσματικότητας. Αφουγκράζεται την ιστορική συνθήκη από το γραφείο του και τους ασθενείς του και ανατρέχοντας στην σκέψη του Φρόυντ αλλά και σύγχρονων αναλυτών και διανοητών τοποθετεί την θνητότητα στο επίκεντρο της πανδημίας και μέσα από αυτή τη μετάθεση αποκαθιστά όλο το νόημα που κινδύνευσε να χαθεί την περίοδο αυτή.
Στα εικοσιένα κεφάλαια του βιβλίου του περνά από την πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα στους περιορισμούς του θανάτου στον ψυχισμό με μία κίνηση εκκρεμούς ανάμεσα στα δύο. Στο φόντο της πανδημίας εμφανίζεται εμφατικά η ανθρώπινη θνητότητα, που τίθεται σήμερα σε παραγνώριση και αποκλεισμό όσο ποτέ άλλοτε. Συγχρόνως η θνητότητα συγκαλύπτεται μέσα στην αναπαραστατική δυσκολία της νόσου. Στο παράδειγμα της ισπανικής γρίπης του 1918 το αφηρημένο και αόρατο του ιού συντελεί σε μία παραστατική αδυναμία, σε μία παραστατική χλιαρότητα, δρα λιγότερο ερεθιστικά στον ψυχισμό σε σύγκριση με τις εικόνες του πολέμου που οδηγούν σε παραστατικές πυκνώσεις. Ο συγγραφέας παραθέτει την μελέτη του Φρέντυ Βινέ που μιλά για απροσδιοριστία και του Καμύ ο ποίος στο περίφημο έργο του Η πανούκλα αποδίδει στην επιδημία «κάτι το αθέατο που την οδηγεί στις τάξεις του αφηρημένου.»
Παρακολουθώντας την σκέψη του Φρόυντ, όπως αυτή εξελίσσεται στα γραπτά του γύρω από την απουσία μιας αναπαράστασης του θανάτου στο ασυνείδητο, θέτει το ερώτημα αν ο θάνατος, ως τέλος της ζωής, εξοβελίζεται από τον ψυχισμό-συνείδηση και το προσυνειδητό ή εάν ο εξοβελισμός είναι συνέπεια της ενδεχόμενης απουσίας εγγραφής του στο ασυνείδητο ικανής να παρασύρει όλα τα μέρη του ψυχισμού στο σύνολό του. Εάν κανένα αρνητικό δεν περιέχεται στο ασυνείδητο ο θάνατος δεν έχει θέση, πολύ περισσότερο που το ασυνείδητο ως η πηγή του «παιδικού» είναι αχρονικό. Η τάση όμως του τραυματικού για επανάληψη και τα τραυματικά όνειρα δείχνουν την επιρροή τους στο ασυνείδητο και αίρουν την βεβαιότητα της απάρνησής του. Επισημαίνει πως οι εγγραφές του γίνονται με οτιδήποτε το ανακαλεί, από τον θάνατο των αγαπημένων άλλων μέχρι τις στιγμές όπου η ακεραιότητα του σώματος απειλείται ή διακυβεύεται, κι έτσι δηλώνεται η πραγματικότητα των ορίων της ζωής.
Στα όνειρα αναλυομένων, που παρουσιάζονται στο κεφάλαιο «Θάνατος και αναπαράσταση», οι αναπαραστάσεις «συνοδεύουν από την μεριά της ζωής τη στιγμή της εξόδου ή το μετά από αυτήν, επενδύουν τον θάνατο, τη συνθήκη για την οποία δεν έχουμε αναπαραστάσεις περιεχομένου.» Τα όνειρα πένθους περιλαμβάνονται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αλλά και όνειρα που επιχειρούν να παραστήσουν καταστροφές και αυτοκαταστροφές κρυμμένες στο ασυνείδητο και δρώσες μέσω της γενεαλογικής μεταφοράς. Το άγχος θανάτου μπορεί να αφορά, γράφει ο Θανάσης Χατζόπουλος υπογραμμίζοντας τα λόγια της γαλλίδας ψυχαναλύτριας Ναταλί Ζαλτζμάν, την εξαφάνιση, την εγκατάλειψη, την καταστροφή. Οι διάφορες μορφές τους χρήζουν αποδοχής και αναγνώρισης για να μην ακολουθήσουν την οδό της απάρνησης που τις συνοδεύει συχνά, εκφραζόμενης και μέσω του σώματος. Στην περίπτωση αυτή το σώμα μπορεί να αναλάβει εμπειρίες του τραυματικού μη δυνάμενες να παρασταθούν ψυχικά, οδηγούμενο έτσι στην ασθένεια ή τον πρόωρο θάνατο.
Η διαγραφή της νόσου που απασχόλησε με την εμφάνιση της πανδημίας βρίσκεται σε συνάρτηση με την αποφυγή του θανάτου και αυτό δεν είναι πρωτόγνωρο λέει ο συγγραφέας αποτυπώνοντας τα λόγια της Σούζαν Σόνταγκ για τον καρκίνο (1993)
«Καθώς ο θάνατος αποτελεί τώρα ένα απωθητικά κενό νοήματος συμβάν, η αρρώστια εκείνη που γενικά θεωρείται ως συνώνυμο του θανάτου βιώνεται ως κάτι που πρέπει να κρύβεται». Η συνθήκη της πανδημίας ανακαινίζει παλαιότερες αναπαραστάσεις γύρω από τον θάνατο μέσω των αλλαγών που επιφέρει στην εργασία και στην κοινωνική ζωή και θέτει στο προσκήνιο τον θάνατο των άλλων. «Είναι δύσκολο να μην θεωρήσουμε αυτή τη στιγμή τη ζωή μας σαν επιβίωση, την ύπαρξή μας σαν εκείνη των διασωθέντων…. Εδώ και καιρό αναμφίβολα, δεν είχαμε συναισθανθεί σε αυτό το βαθμό τι η δική μας ζωή οφείλει στον θάνατο των άλλων» μεταφέρει ο συγγραφέας από τον σύγχρονο διανοητή Βενσάν Ντελακρουά και το συνδέει με το χωρίο του Φρόυντ έναν αιώνα πριν σχετικά με το άγχος θανάτου του ζωντανού που προέρχεται από την συνείδηση ενοχής.
Έτσι ο προσωπικός θάνατος αναδύεται ανάγλυφα μέσα από τον θάνατο του άλλου και μέσα από την σχέση με αυτόν. Σχέση που κατακυρώνεται από την αρχή της ζωής, με τον Άλλον καθοριστικό στην «ψυχο-σωματο-σεξουαλική» ανάπτυξη κάθε παιδιού. Η τελευταία διευρύνθηκε από τον Φρόυντ ως κάθε τι που συνδέεται με την ζωή, πλάι στην οποία ο Θανάσης Χατζόπουλος προσθέτει την έννοια της θνητότητας, η σημασία της οποίας λέει δεν έχει αναγνωριστεί αρκετά μέχρι σήμερα. «Αν απειλείται από κάτι ελλείψει του Άλλου το ανθρώπινο μωρό, αυτό είναι ο θάνατος, φυσικός πρώτα και ψυχικός στη συνέχεια εφόσον ο φυσικός έχει απομακρυνθεί» αλλά και «για κάθε οργανισμό η επιβίωση εξαρτάται από την μεσολάβηση του Άλλου».
Η θνητότητα συνεχίζει ο συγγραφέας βρίσκεται σήμερα λόγω της πανδημίας στο προσκήνιο, συνθήκη που μας αναγκάζει να ξανασκεφτούμε όχι μόνο τον θάνατο και την σχέση μας μαζί του αλλά και την σχέση μας με τον Άλλον. «Στο βιολογικό γεγονός της σύλληψης και της γέννησης […] στο οποίο βασίστηκε το υποκείμενο, ο Άλλος λειτούργησε ή όχι ως εκείνος που φρόντισε να κρατήσει (για λογαριασμό του υποκειμένου) όσο πιο μακριά γίνεται τον θάνατο και το φρόντισε μεταδίδοντας, μέσω της φροντίδας και των ελλειμμάτων της, την ψυχή του και την ιστορία της.» Υπάρχει επομένως ανάμεσα στη σεξουαλικότητα, ως μετάδοση της ζωής, και στη θνητότητα μία σύζευξη, ένα κράμα και ένα ιδιότυπο ισοζύγιο με την δεύτερη να υπερτερεί όταν το περιβάλλον απουσιάζει ή κακοποιεί. Αλλά η εξαρχής μετάδοση της θνητότητας από την γέννηση τοποθετεί συνάμα τα όρια στη σεξουαλικότητα όταν και αυτή ξεπερνώντας τα γίνεται συνώνυμο του θανάτου – και εδώ το παράδειγμα του μαζοχισμού μπορεί να είναι αντιπροσωπευτικό.
Στο κεφάλαιο «Τα περιοριστικά μέτρα και ο επικίνδυνος άλλος» παρουσιάζονται δύο ιστορικές περιπτώσεις, το παράδειγμα της γρίπης του 1918 όπου κάθε χώρα προβάλλει στην άλλη τον επικίνδυνο φορέα, οπότε την ονοματίζει αναλόγως (ισπανική γίνεται από Άγγλο ανταποκριτή στη Μαδρίτη), και το παράδειγμα της σύφιλης στο τέλος του 19ου που γίνεται γαλλική, πολωνική, κινέζικη, γερμανική κ. ο. κ. ανάλογα και πάλι με την χώρα που αποδίδει στην άλλη το κακό. Κοινός παρονομαστής ο άλλος, ο ξένος που σε κρίσιμες συνθήκες σαν κι αυτήν, εξηγεί ο συγγραφέας, γλιστράει εύκολα σε θέση επικίνδυνου και «φοβερού», στην περίπτωση αυτή συνάμα θανατηφόρου. Οι συνεπακόλουθες επιπτώσεις στον κοινωνικό δεσμό είναι εύλογες, μαζί με ό,τι αυτός συγκρατεί.
Επιπροσθέτως, οι κανόνες της απομόνωσης και ο περιορισμός της κοινωνικής ζωής συντελούν σε έναν βίαιο διαχωρισμό καλού και κακού, που υπό κανονικές συνθήκες τελούν στενά συνδεδεμένα, ευνοώντας την άνθηση παρανοειδών διεργασιών στον ψυχισμό ή ενισχύοντας υπάρχουσες σε αυτόν καθηλώσεις. Γράφει: «Κάθε φορά που η εξωτερική πραγματικότητα έρχεται να αντηχήσει πλευρές της εσωτερικής, της αφαιρεί αυτό το στήριγμα του ‘πραγματικού’ και γίνεται και η ίδια παρανοειδής και κάποτε παραληρητική.» Όλοι οι παρανοϊκοί, αυτοβασανιστικοί ή αμυντικοί μηχανισμοί όπως είναι γνωστοί στον κόσμο του ονείρου έρχονται σε επαφή με τα γνωρίσματα της ίδιας της κοινωνικής εξωτερικότητας αποκαλύπτοντας μια πρωτόγνωρη συνάφεια ανάμεσα στα όνειρα και στην εξωτερικότητα αυτή, όπως αναφέρεται και από την Μαρτίν Λεμποβισί για τα όνειρα ανθρώπων στο Τρίτο Ράιχ.
Στο διακύβευμα του χώρου, που αλλάζει με την πανδημία, τίθεται επίσης η σχέση με τον άλλον στην ρύθμιση της εγγύτητας και της απόστασης από αυτόν. «Δεσμοί και χωρισμοί μετράνε τον χώρο και εμμέσως τον χρόνο» σημειώνει καταπληκτικά ο Θανάσης Χατζόπουλος και επισημαίνει πως στον Λακάν η ένταση έχει χωρική διάσταση –στους περιορισμούς αναγνωρίζουμε το βίωμά της–, ενώ το άγχος έχει χρονική διάσταση – οι περιορισμοί χρονίζουν χωρίς ορίζοντα τέλους. Στο Λακάν ο χώρος και η γεωμετρία του συνδέεται άρρηκτα με την επιθετικότητα και την εν συνεχεία ανάδυση του υποκειμένου. Ο περιορισμός της κινητικότητας που προκύπτει στους περιορισμούς είναι επιβλαβής μια και αυτή αποτελεί βασικό στοιχείο της ψυχικής αυτονόμησης από την αρχή της ζωής αλλά και της έκπτυξης του σώματος. Η ορμική της επένδυση βρίσκεται στα θεμέλια του ψυχισμού, καταλήγει ο συγγραφέας, από την κανονική κινητικότητα ως την παθολογική της έκφραση: η σχέση της με το σώμα στα υστερικά συμπτώματα, η ανεπάρκειά της στην κατάθλιψη έως την κατατονία, οι τελετουργίες στις ιδεοψυχαναγκαστικές δομές με τις καθηλώσεις στο χώρο.
Στα τελευταία κεφάλαια αναπτύσσονται οι σημαντικές αλλαγές που επέφεραν στην αναλυτική διαδικασία οι συνεδρίες από απόσταση στη συνθήκη των περιοριστικών μέτρων. Στις διαδικτυακές συνεδρίες το βλέμμα που καταλαμβάνει τόσο πολύ την επιφάνεια της οθόνης μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες αντιστάσεις κατά την διαδικασία επειδή επηρεάζει την ακρόαση του αναλυτή αλλά και τον έλεγχο του αναλυόμενου μέσω του βλέμματος σε βάρος της ελεύθερης κίνησης του λόγου του. Σε αντίθεση με τις τηλεφωνικές που το βλέμμα κρατά μία θέση αναλογίας με την αντίστοιχη στο αναλυτικό ντιβάνι. Η δε φωνή λειτουργεί ως μια πιο συμβολική διάσταση της παρουσίας του Άλλου σε σχέση με το βλέμμα επειδή αποτελεί το φυσικό στήριγμα της ομιλίας και του λόγου. Αν και, όπως τονίζει ο Θανάσης Χατζόπουλος, η λειτουργία φωνής-ακρόασης και για τους δύο συμβαλλομένους στην ανάλυση είναι διαφορετική με την παρουσία του πραγματικού των σωμάτων. Το σώμα έχει μια ειδική θέση στη σχέση παρουσίας-απουσίας και στις συνδέσεις εξωτερικής και εσωτερικής πραγματικότητας και ασυνειδήτου. Προσανατολίζεται –αλλά και προσανατολίζει– με βάση τις διεγέρσεις, τα ελλείμματα και την θνητότητα.
Το βιβλίο του Θανάση Χατζόπουλου, πολύτιμο για τον αναγνώστη, αναλύοντας με λεπτότητα και βαθύτητα τα ζητήματα της πανδημίας αναδιατάσσει τα ζητήματα της ζωής όπως αυτά τείνουν να ξεχνιούνται στις μέρες μας με την επικράτηση των τεχνολογιών και των επιστημονικών προόδων. Οι περιορισμοί στους οποίους παραπέμπει η θνητότητα ξαναβρίσκουν στο βιβλίο του το θετικό, χαμένο νόημά τους για την διατήρηση της ζωής η οποία ορίζεται εξ’ αρχής από τα όριά της και εξαιτίας των οποίων γίνεται εφικτή η μετάδοσή της. Μια μετάδοση, ανέφικτη χωρίς τον Άλλον αφού «η ίδια η ζωή είναι μία μεταδοτική νόσος» όπως ο συγγραφέας, εκπλήσσοντάς μας, μας θυμίζει.
(*) Η Έφη Ζαμπούνη είναι ψυχολόγος και ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.