Ζέμπαλντ ― Τριπ: η ποιητική στιγμή και το στιγμιότυπο του βλέμματος

0
940

 

Σωτηρία Καλασαρίδου

Ο πρωτότυπος γερμανικός τίτλος του παρόντος έργου των W.G. Sebald και Jan Peter Tripp είναι Unerzählt, που θα πει κάτι το οποίο δεν έχει λεχθεί, κάτι το ανείπωτο. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την πρώτη στιγμή η ελλειπτικότητα του πρωτότυπου τίτλου δημιουργεί ένα πλεονάζον ερμηνευτικό κενό που πυροδοτεί αφενός μια σειρά ερωτηματικών, αλλά δευτερευόντως ίσως και να εκκολάπτει συνθήκες αποστασιοποίησης του αναγνώστη ή ακόμη πιο προωθημένα μπορεί και να θέτει τις βάσεις μιας a priori ανθιστάμενης ανάγνωσης του έργου. Ο λόγος εν προκειμένω γίνεται περί του βιβλίου των  που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν (Μάιος, 2016) σε μετάφραση και επίμετρο του Βασίλη Παπαγεωργίου. Η ελληνική μετάφραση / απόδοση του τίτλου από τον Παπαγεωργίου σε Αδιήγητη Ιστορία, όχι μόνο δεν καταστρατηγεί το νόημα της λέξης του «ανείπωτου» αλλά επιτελεί μια διττή λειτουργία: πρώτα διασφαλίζει τις γέφυρες επικοινωνίας με τον αναγνώστη, αφού το αντιθετικό εννοιολογικό ζεύγμα αδιήγητο vs ιστορία λειτουργεί αναγνωστικά διεγερτικά, ενώ παράλληλα, ο τίτλος καλείται να ερμηνεύσει το σύνολο του περιεχομένου του βιβλίου στον βαθμό που μετριάζει το αρνητικό πρόσημο που εισάγεται με το στερητικό «-un» ― και εν προκειμένω «-α» ― της πρώτης λέξης σε μια οιονεί κατάφαση μέσα από την επιλογή της λέξης ιστορία για το δεύτερο σκέλος του ζεύγους, η οποία παραπέμπει σε κάτι συντελεσμένο. Άλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας συνταιριάζει σε ένα τετράστιχο του παρόντος έργου τις δύο λέξεις: «Αδιήγητη/ παραμένει η ιστορία/ των αποστραμμένων/ προσώπων/».

Θα επιχειρήσω μια σύντομη αλλά αναγκαία παρέκβαση: ο μεγάλος λιθοξόος της Μνήμης, ο γερμανός, ακαδημαϊκός, και συγγραφέας Winfried Georg Sebald, ή όπως ο ίδιος ήθελε να τον αποκαλούν απλά Max, ταύτιζε «τη Mνήμη με την ηθική ραχοκοκαλιά της λογοτεχνίας». Η εν λόγω, από τον ίδιο μάλιστα τον συγγραφέα, ιδεολογική εξίσωση μας φέρνει μπροστά σε ένα θεμελιώδες ερώτημα: είναι τα θέματα των έργων του Ζέμπαλντ η αναπόδραστη συνθήκη για την υπέρβαση της μορφής; Μελετώντας το συντελεσμένο πλέον έργο του Ζέμπαλντ διαπιστώνουμε πως οι θεματικοί άξονες όλης της γραπτής παραγωγής του, ανεξαιρέτως λογοτεχνικού είδους, ενέχουν μιαν ιδιαιτερότητα, καθώς δεν είναι απλά οι πυρήνες πάνω στους οποίους εξυφαίνεται η πλοκή και η αφήγηση, αλλά είναι μέρη και μηχανισμοί της ίδιας της αφήγησης, είναι η ταύτιση ιδεολογίας και μορφής σε μια πραγματικά απόλυτη και ιδανική, θα τολμούσα να πω, εκδοχή της.

Επί τροχάδην θα αναφερθώ στα υπόλοιπα έργα του Ζέμπαλντ που έχουν μεταφρασθεί στα ελληνικά: η ποιητική συλλογή Εκ του φυσικού, Αίσθημα ιλίγγου, μυθιστόρημα με ήρωες τον Σταντάλ, τον Κάφκα, τον Καζανόβα, Οι Ξεριζωμένοι, έργο που μπορεί να χαρακτηριστεί μυθιστόρημα, μαρτυρία, χρονικό, δοκίμιο και βιογραφία, Οι δακτύλιοι του Κρόνου, ένα δείγμα της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας με έντονο βέβαια ταυτόχρονα το στοιχείο της προσωπικής αφήγησης, Η φυσική ιστορία της καταστροφής, έργο προσωπικής αφήγησης που ταυτόχρονα ενοφθαλμίζει την ερμηνεία και την κριτική, και τέλος το χαρακτηρισμένο ως μυθιστόρημα Άουστερλιτς. Μορφικά, η υβριδικότητα του έργου του, η οποία έχει υπογραμμισθεί από μελετητές, οροθετείται και  προσδιορίζεται μέσα από σχέσεις εκατέρωθεν ωσμώσεων ανάμεσα στο μυθιστόρημα και τη μαρτυρία, το χρονικό και το δοκίμιο, τη βιογραφία, την προσωπική αφήγηση και την ταξιδιωτική λογοτεχνία, με αρκετές δόσεις ερμηνείας και κριτικής.

Έτσι και στην Αδιήγητη Ιστορία συναντούμε όλα τα κεφαλαιώδη ζητήματα του λογοτεχνικού ζεμπαλντικού σύμπαντος: α) Πρώτα «το παλίμψηστο της Μνήμης»: η περίτεχνη και σχολαστική περιγραφική καταγραφή αντικειμένων, τοπίων, γεγονότων, καταστάσεων εξισώνεται με το σάλτο μορτάλε στα άδυτα της Μνήμης. Ο συγγραφέας / ποιητής/ περιπατητής/ εγκαθιδρύει σχέσεις έντασης και ρήξης ανάμεσα στις καταστατικές αρχές του τραύματος και της λήθης, θεμελιώνοντας διαζευκτικά μαζί με τη Μνήμη και την αντι-Μνήμη. Διαβάζουμε: «Θυμάσαι / πόσο παράξενα γκρίζο /ήταν το φως όταν/ ήμασταν τον Μάρτιο/ στο Νησί των Παγωνιών/» αλλά και «Φρικτή/ η σκέψη / των φθαρμένων /ρούχων μας/». β) Δεύτερος ανιχνεύσιμος θεματικός πυρήνας είναι το μαρτύριο της απώλειας σε αντίστιξη με την αναλγητική δράση της μαρτυρίας: «Από την πλώρη/ του εγκεφάλου οι/ κατά κάποιον τρόπο στο φτερό/ πυροβολημένες εικόνες/ φθάνουν στη cellula memorialis/ στον θάλαμο ψύξης/ στη μνήμη/». γ) Τρίτο στοιχείο είναι η ρευστότητα του χρόνου και η κατάργησή του ως εννοιολογικής κατηγορίας. Έτσι και εδώ στην Αδιήγητη Ιστορία ο συγκεχυμένος χρόνος του ρολογιού αμβλύνει εσκεμμένα την αίσθηση της χρονικότητας: «Όμως ο χρόνος/ στον οποίο/επικρατεί σκοτάδι/ ο χρόνος που δεν τον/ βλέπει κανείς/». δ) Τέταρτο στοιχείο είναι η όραση και το θεματικό μοτίβο των ματιών, όπου στο έργο του Ζέμπαλντ συνδέεται με τη σκιά του πολέμου, μοτίβο που και εδώ αποτελεί την κεντρομόλο δύναμη του έργου. Η όραση γίνεται το εργαλείο που υποβοηθά τη Μνήμη να συλλάβει και να οργανώσει έναν χορό απείρων στοχασμών και η άμβλυνσή της ενίοτε μετατρέπεται σε ισοδύναμο θανάτου: Διαβάζουμε: «Λέγεται / ότι ο Ναπολέων/ είχε αχρωματοψία/ & το αίμα γι’ αυτόν/ πράσινο σαν / το χορτάρι/» ή και «Όταν ξυπνά/ τα βλέφαρά της ακόμη/ μισόκλειστα/ λέει ότι είδε/ στον ύπνο της/ ένα χαλί κουρελιασμένο/», όπως και «Του μουσκαρδίνου/ η σκιά/ είναι /ο θάνατος/».

Εν προκειμένω, περιχαρακωμένος στις ευάριθμες λέξεις των ελάχιστων στίχων ο Ζέμπαλντ μοιάζει παραδόξως ακόμη πιο απελευθερωμένος, γιατί η αφαιρετικότητα του εξασφαλίζει την ακρίβεια, η λιτότητα της έκφρασης κερδίζει το στοίχημα της στιβαρής εικονοποιίας. Μακριά πάντα από κλισέ και ρητορικά στερεότυπα ο Ζέμπαλντ ανυψώνει τις βιωματικές προσλαμβάνουσες σε πολύτιμες ποιητικές μικρογραφίες, σε πυκνώσεις που κεντρίζουν και τη δική μας συνείδηση με την οξύτητά τους. Όμως με το παρόν έργο ο Ζέμπαλντ επιτυγχάνει μια ακόμη υβριδοποίηση: αυτήν του επιγράμματος με το ποίημα, εγκαινιάζοντας ένα νέο είδος επιγραμματικής ποίησης, κατά την οποία εκ πρώτης όψεως, φαίνεται πως τα ποιητικά αποστάγματά του, τα ενσταντανέ ποίησης σε μίνιμαλ μορφή να μην εμπίπτουν σε κανόνες και νόρμες στιχουργικής. Και ίσως να είναι έτσι. Εντούτοις, διαβάζοντας τους τέσσερις έως δέκα το πολύ στίχους καθενός εκ των τριάντα τριών ποιημάτων πιο προσεκτικά, και ίσως θα τολμούσα να πω και μεγαλόφωνα, μπορεί να ανακαλύψει μέσα από τους εσκεμμένους διασκελισμούς όχι τόσο μια μετατόπιση του νοήματος και μιαν επίφαση ειρωνείας, αλλά κυρίαρχα τη μουσικότητα που εγκιβωτίζει ένα κρυφό παράπονο, πλεονεκτήματα που βέβαια διασφαλίζονται και από την ευρηματική μετάφραση.

Ο χρόνος ο κερδισμένος και ο απολεσθείς, ο υπονομευμένος και o αλώβητος, ο χρόνος ο συγκεκριμένος, το στιγμιότυπο, αλλά και ο χρόνος ο συγκεχυμένος, ο ατέρμονος λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο και στο έργο του γερμανού εικαστικού Jan Peter Tripp. O Τριπ, γνωστός ζωγράφος, γλύπτης και φωτογράφος συμμετέχει στο εν λόγω βιβλίο με εναρμονισμούς που αποτελούν εξ ολοκλήρου φωτογραφίες από ζεύγη ματιών, στην πλειοψηφία τους διάσημων προσωπικοτήτων της τέχνης και της διανόησης: βλέμματα του Μαρσέλ Προυστ και του Σάμουελ Μπέκετ, του Ζέμπαλντ και της κόρης του Άννας, του ίδιου του Τριπ και του Τρούμαν Καπότε, του Ρέμπραντ και του Φράνσις Μπέικον, του Λουί Ζουβέ, διάσημου ηθοποιού και σκηνοθέτη του γαλλικού κινηματογράφου, αλλά και της κόμισσας της Haussonville. Αν στρέψουμε το δικό μας βλέμμα προσεκτικά στα μάτια των απεικονιζόμενων, θα παρατηρήσουμε κίνηση και ενάργεια, μια δυναμική που υπερβαίνει τα όρια του τυπωμένου χαρτιού, αλλά την ίδια στιγμή και μια οιονεί δράση που μας φέρνει στον νου την άοκνη περιήγηση του Ζέμπαλντ.

Η πρόθεση των δύο δημιουργών ήταν το γραπτό και το εικαστικό έργο να μην τελούν υπό το κράτος μιας εξαρτημένης ώσμωσης, αλλά να λειτουργούν στη βάση ενός σμιξίματος με απαραίτητη συνθήκη την αυθερμήνευση. Τούτο σημαίνει πως η εκάστοτε εικόνα / φωτογραφία του Τριπ δεν συμπληρώνει επεξηγηματικά το ποιητικό νόημα καθενός εκ των επιγραμμάτων του Ζέμπαλντ, δεν ευθυγραμμίζεται δηλαδή με το θέμα του κειμένου και πάνω από όλα κείμενο και εικόνα δεν αποτελούν ένα σετ. Η σχέση τους επομένως δεν στερεί κάτι από την καλλιτεχνική αυθυπαρξία του γραπτού ποιητικού λόγου του Ζέμπαλντ, ούτε από την άλλη πλευρά του φωτογραφικού έργου του Τριπ. Τούτο το διαπιστώνει κανείς εύκολα μέσα από τη συν-ανάγνωση κειμένου και εικόνας.  Όμως τότε προβάλει καίριο το ερώτημα: ποιος ο ρόλος και ο λόγος της συνύπαρξης των δύο καλλιτεχνών κάτω από την ίδια στέγη ενός βιβλίου; Γνωρίζοντας προσωπικά καλύτερα το έργο του Ζέμπαλντ συγκριτικά με αυτό του Τριπ, ανίχνευσα εκεί και τις απαντήσεις που ζητούσα: θα ξεκινήσω από τη θεωρία της πολυτροπικότητας, σύμφωνα με την οποία οι φωτογραφίες και οι εικόνες αποτελούν κείμενα, που χωρίς να ερείδονται στον γλωσσικό κώδικα, πέρα από σημαίνοντα αποτελούν και σημαινόμενα. Η ενδεχομένως υπόρρητη σχέση των δύο αυτών διαφορετικών κωδίκων επικοινωνίας εδράζεται στον τρόπο που θέλουν να αποδώσουν την έννοια του χρόνου. Εκεί εντοπίζεται η κοινή τους καταγωγή και η κοινή αποστολή τους συνάμα: όπως τα ποιητικά επιγράμματα του Ζέμπαλντ κλειδώνουν μια στιγμή του πνεύματος έτσι και ο φωτογραφικός φακός του Τριπ αιχμαλωτίζει ένα στιγμιαίο βλέμμα, ένα στιγμιότυπο των ματιών, δηλαδή του καθρέφτη της ψυχής.

 

 

Ζέμπαλντ Τζ.Γ. Τριπ Πίτερ Γιαν , Αδιήγητη ιστορία, μτφρ: Βασίλης Παπαγεωργίου, Σαιξπηρικόν

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΌταν ο Χάιντεγκερ συναντά τον Φρόυντ
Επόμενο άρθροΑγαπημένε μου ανήσυχε μαθητή (για τον Αντ. Καρτσάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ