της Γιώτας Βάσση (*)
Τη Ζέφη Δαράκη (Αθήνα 1939), μείζονα ποιήτρια της Β΄ μεταπολεμικής γενιάς (ή Γενιάς του ’60) γνωρίζω από κοντά εδώ και χρόνια, καθώς τμήμα της διπλωματικής μου εργασίας σε συνεργασία με το Κέντρο Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας αφορούσε την ποίησή της και τότε επιδίωξα να τη γνωρίσω από κοντά. Συναντηθήκαμε την πρώτη αυτή φορά στο σπίτι της- μάλιστα ο σύζυγός της και εμβληματική μορφή της Α’ μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς, Βύρωνας Λεοντάρης, διακριτικά παρών, μας έβγαλε και μία φωτογραφία, απολογούμενος για το αποτέλεσμα… Συναντηθήκαμε ξανά στο Συνέδριο για τον, εκλιπόντα πια, Βύρωνα Λεοντάρη (Νοέμβριος 2022) και προέκυψε στο εξής ένας τακτικός «διάλογος» είτε μέσω των πρόσφατων έργων της είτε μέσω ωραίων, δια ζώσης, συζητήσεων. Αφορμή αυτής της συνομιλίας, η τελευταία της ποιητική συλλογή, Αόρατη Μαρία, ύψιλον, Αθήνα 2022.
Γ.Β: κυρία Δαράκη, αγαπητή Ζέφη, στην Αόρατη Μαρία, κι όχι μόνο στο ομώνυμο συνθετικό ποίημα που έδωσε τον τίτλο στην ποιητική σας συλλογή, διαπιστώνεται μια συνεχής διερώτηση του ποιητικού υποκειμένου για το έργο του, την ποιητική του, μία αυτοαναφορικότητα, όχι, ωστόσο, αποκομμένη από τα συλλογικά γεγονότα. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι, παρά τη βαθμιαία εσωτερίκευση στα ποιήματά σας (ήδη από το 1971, όπως επισημαίνεται στην κριτικογραφία), η έγνοια για το κοινωνικό- πολιτικό δεν σας έχει εγκαταλείψει και επανέρχεται τακτικά στα έργα σας. Το προσωπικό δράμα δεν συντελείται εν κενώ, ακόμη κι αν είναι ανεξάρτητο από αυτό.
Ζ.Δ: πράγματι, στην Αόρατη Μαρία τίθεται γενικότερα το ερώτημα της ανθρώπινης μοίρας και παράλληλα το θέμα της Τέχνης ως ένα αιώνιο παρόν. Συχνά συμβολίζοντας το παρόν του έρωτα και του θανάτου- μες το παρόν του θανάτου υπεισέρχεται άλλοτε υποδόρια, άλλοτε εν εξεγέρσει, η διάσχιση των ιστορικών, συχνά των φοβερών ιστορικών, γεγονότων.
Γ.Β: στον διάλογο της Μαρίας με τον «Άλλο» (το αρσενικό άλλο), παρατηρείται, πέραν της επικοινωνίας, του ερωτικού διαλόγου των ερωμένων προσώπων, και ο διάλογος δύο ομότεχνων στο πεδίο της Τέχνης, εν προκειμένω της Ποίησης. Σε αυτό το πεδίο, λοιπόν, η Μαρία δεν αρνείται τη θηλυκότητά της ούτε την εργαλειοποιεί, δεν διεκδικεί επιθετικά ή έστω ηχηρά τον χώρο που της αναλογεί στην Ποίηση, αλλά αναδεικνύει το ζήτημα της ισοτιμίας. Επιπλέον, ο διάλογος δύο ομότεχνων, ανεξάρτητα από το φύλο τους, αναδεικνύει την πραγματική αναμέτρηση του δημιουργού με την Τέχνη, με τον ίδιο του τον εαυτό. Τι λέτε πάνω σε αυτή την παρατήρηση;
Ζ.Δ: στην ενότητα «Αόρατη Μαρία», η Μαρία και ο συνομιλητής της- από το ύψος του ανδρικού υπερώου- διερωτώνται αμφότεροι για την αντιστοιχία της ποίησης- της τέχνης, με το κοινό της. Εκείνος την παροτρύνει να «αφήσουμε ελεύθερο εκείνο τον παραστρατημένο τον αδέσποτο στίχο/ να το σκάσει απ’ το ποίημα/ αναγκάζοντας τις λέξεις/ να γίνουν ζωή». Η Μαρία ως φυλακισμένο είδωλο τέχνης- «σαν έρωτας μες τον καθρέφτη»- δεν επιθυμεί να απαρνηθεί τη φύση της και στο ερώτημα του συνομιλητή της… «ώστε επιτέλους ελευθερώνοντας το είδωλό της», αφήνει αναπάντητο το ερώτημα. Αφήνει την απάντηση στον αναγνώστη. Διότι δεν τίθεται θέμα «απελευθέρωσης» της τέχνης, της γυναικείας γραφής, τίθεται θέμα ισοτιμίας, όπως σωστά διαπιστώσατε. Και γενικότερα, εμβάθυνσης στο σύγχρονο παρόν της τέχνης («σ’ εκείνο τον πολυπληθή συνωστισμό που ασπαίρει ενίοτε…»).
Γ.Β: παρατηρώ, βιωματικά πια, καθώς στις απαντήσεις σας ανακαλείτε στίχους και παλαιότερων ποιημάτων σας, πως κάθε νέα ποιητική κατάθεση λειτουργεί ως τμήμα του όλου, δίχως μετατοπίσεις στα θέματα ή στην τεχνοτροπία, παρά με διαβαθμίσεις εμβάθυνσης στα ίδια ζητήματα. Ορθά έχει επισημανθεί από τον Κώστα Παπαγεωργίου στο παρελθόν πως η ποίησή σας συνιστά «συνθετικό ποίημα εν εξελίξει».
Ζ.Δ: ναι, έτσι είναι. Ακόμη και σε ποιήματα ιδιαίτερα εσωστρεφή επί παραδείγματι (και επανέρχομαι στο πρώτο ερώτημα), χωρίς να αίρεται η εσωστρέφεια, η αγωνία για το κοινωνικό-πολιτικό επανέρχεται σαν ταραχή, σαν δική μου έμμονη ιδέα διατρέχοντας τις ποιητικές συλλογές.
Γ.Β: στην Αόρατη Μαρία, πάλι… Μπαίνω στον πειρασμό να αναφέρω μερικούς στίχους από την απάντηση του «Άλλου»: δε θ’ αλλάξει αυτό το άρρεν υπερώο του κόσμου/ που όσο κι αν το νεραϊδεύεις/ όσο κι αν λεπτουργείς/υπόγειους λειμώνες περνάς μονάχα/από την πίσω πύλη της Ιστορίας / από την πίσω αυλή μιας μυστικής / επανάστασης που αρχίζει και/ τελειώνει επάνω σου-/ δεν περνάς (απόσπασμα από το μέρος Ι του συνθετικού ποιήματος). Στον διάλογο, αυτό το θηλυκό «Εγώ» ζητά πρόσβαση σε έναν απρόσιτο «κήπο», δίχως να απεμπολεί τη θηλυκή του ταυτότητα. «Νεραϊδεύει» και «λεπτουργεί». Δηλώνει την πρόθεσή του, «θα υπάγω», δίχως να απαιτεί. Αλλά η απόφαση είναι τετελεσμένη. Δεν τη συμπεριλαμβάνει ως ισότιμο συνομιλητή. Το υπερώο παραμένει «άρρεν».
Ζ.Δ: φυσικά. Είναι σαν να έχει κριθεί το ζήτημα αιώνες πριν και δια παντός… πρόκειται για την «τελεσίδικη και λιγάκι χυδαία αλήθεια της ζωής».
Γ.Β: μου θυμήσατε μόλις το «credo» σας (1976). Γράφατε τότε: «Ο ποιητής γράφει από μανία να καταργήσει ό,τι βαθύτερα τον έχει πονέσει και ποτέ για να οικοδομήσει. /Δεν είναι οδηγητής, είναι ο τυφλός ακόλουθος μιας μοίρας./ Δεν επιθυμεί να τον ακολουθήσουν τα πλήθη στις κηδείες των στίχων του. / Αποκομμένος πάντα, αυτός νοσταλγεί τα πλήθη- μήπως κι αγγίξει έτσι τη δροσερή νιότη της καθημερινότητας./ Γιατί αισθάνεται ακρωτηριασμένος μπροστά στην τελεσίδικη και λιγάκι χυδαία αλήθεια της ζωής».
Ζ.Δ: έτσι δεν είναι; Ωραία το έγραψα αυτό (γέλια).
Γ.Β: ο διάλογος με τον «Άλλο» στην ποίησή σας, τον αγαπημένο, τον ομότεχνο, τον φανταστικό «άλλο», τον αναγνώστη, επιστρέφει σε εσάς, είναι μέσο ενδοσκόπησης. Στο πλαίσιο αυτό και ο έρωτας- η ερωτική ιστορία και συνομιλία που γίνονται συχνά ένας ερωτικός μονόλογος- αποτελεί ενσυνείδητα το μέσο προς μία αυτοσκόπηση;
Ζ.Δ: Στην ενότητα «Άυλα φρένα» (Αόρατη Μαρία) οι πράξεις και το κροτάλισμα των λέξεων «κλειδώνουν το χρόνο τον καρφώνουν πάνω στα υπάρχοντά του», έτσι που ο χρόνος του σώματος να αρμενίζει παράλληλα με τις πράξεις σαν καταδικασμένος απ’ τις πράξεις. Και έτσι να εκφέρεται ως λόγος εν απογνώσει- «Μα δεν υπάρχει τίποτε πια/στο περιθώριο της γραφής να κρύψω και/ γυρνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο/ σαν από μια άβυσσο σε άλλη, άγγιζε/ τις στάχτες του ανείπωτου στο μέτωπό του». Πάντα υπήρχε στην ποίησή μου η προσπάθεια προσέγγισης της ποίησης, μέσω ενός αόρατου Άλλου- σ’ ένα ατέρμονο σκοτεινό παιγνίδι, ανάμεσα σε δύο, όπου εσύ, μπορεί να είσαι ο κατέναντί σου- και η ανάμνηση να «ρέει πάντα για κάτι που έμεινε αδικαίωτο».
Γ.Β: και ο άγγελος ως θεωρός του διαλόγου; (αν)αγγέλλει ή διαφυλάσσει;
Ζ.Δ: Ο άγγελος υπεισέρχεται στη γραφή πότε επίγειος σαν σκοτεινό προμήνυμα όπου «απαρηγόρητοι οδοιπόροι με τα κουρέλια των ονείρων τους δεμένα στα πόδια», πότε Επουράνιος σαν μια «ευρυχωρία χαρμολύπης».
Γ.Β: πάντως στο τέλος κι αυτός «Έκανε πως δεν καταλαβαίνει/και συνέχισε ήσυχα τον περίπατό του».
Ζ.Δ: μα, είπαμε ότι αυτό το ζήτημα έχει κριθεί…
Γ.Β: ένα από τα εμφανή διακείμενα στην Αόρατη Μαρία είναι η ποίηση του Διονύσιου Σολωμού και των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Στο σημείο αυτό επανέρχεται το ποιητικό σχόλιο για τα κοινωνικά, τα πολιτικά, την επανάσταση, όχι απλώς ως ατομική εξέγερση. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά σας στο «αλωνάκι» (το Μεσολόγγι του Σολωμού ως σύμβολο αγώνα, πεδίο αναμέτρησης). Πώς εγγράφεται στο παρόν αυτή η έκφραση;
Ζ.Δ: στο «αλωνάκι» είναι η εξέγερση των ανθρώπων που έχει εξορισθεί από ένα τερατώδες παρόν σαν ένα έκρυθμο όνειρο ουτοπίας. Ενώ «οι επαναστάσεις είναι κρεμασμένες σε αόρατους κλώνους εκτινάξεων ζωής. Έτσι που από κλώνο σε κλώνο η ελευθερία να μετακινείται σε ολόκληρο τον αγρό των αλυσοδεμένων ανθρώπων». Και στους καιρούς μας «αλυσοδεμένες» είναι οι «νεότητες» εκείνες του σύμπαντος κόσμου όπου δεν μπορούν να πράξουν τα όνειρά τους. Επειδή ακριβώς είναι διαρκές το αίτημα της εξέγερσης του ανθρώπου…
Γ.Β: Στην Αόρατη Μαρία επανέρχεται ο διάλογος της Ευρυδίκης, ένα από τα πολλά προσωπεία του θηλυκού στην ποίησή σας, με τον Ορφέα, παλαιότερα με τον Πλούτωνα. Αν δεν κάνω λάθος, είχε ξεκινήσει κάποια θεατρική προσέγγιση του διαλόγου…
Ζ.Δ: σαν παράταιρη έκπληξη υπεισέρχεται στη συλλογή το ποίημα «Ορφέας και Ευρυδίκη», παραλλαγή του παλιότερου ποιήματος «Πλούτων και Ευρυδίκη» (1974) όπου εκεί η Ευρυδίκη απαρνιέται εκ βαθέων τον Ορφέα, γοητευμένη από τη σκοτεινή αντανάκλαση του πλουτώνιου ενυδρείου. Στο παρόν ποίημα, η Ευρυδίκη προσπαθεί να προσεγγίσει έναν Ορφέα απεγνωσμένο που παραληρεί, «Ω πάψε πια. Είμαστε και οι δύο στίχοι εκτός κειμένου και εκτός μύθου (Πλούτων και Ευρυδίκη). Δεν το βλέπεις;». Πράγματι, είχε ξεκινήσει η θεατρική προσέγγιση των συνθετικών ποιημάτων «Πλούτων και Ευρυδίκη», «Η συνάντηση των μεταμορφώσεων» (Το ιερό κενό) και «Τα βήματα πίσω μου» (Ο λύκος του μεσονυχτίου) από τον Δήμο Αβδελιώτη, αλλά λόγω οικονομικών συγκυριών, ματαιώθηκε.
Γ.Β: Συζητώντας για το «Περπατώ εις το ποίημα» μου είπατε πως βλέπετε την ποίηση ως «το ερώτημα του ερωτήματος». Πώς το εννοείτε;
Ζ.Δ: στην ενότητα «Περπατώ εις το ποίημα» σαν μια περαιτέρω εμμονή στο «Χαμένο ποίημα» (2018), το ποίημα εκλιπαρεί τη λέξη «ξεβιδωμένη από το φως της», να το «ανασάνει»- «ανάσανέ με γιατί δεν ξέρω τι θέλω να πω/ ενώ εσύ κρυφά τις νύχτες μου εκμυστηρεύεσαι τον εαυτό μου». Και τελικά η ποίηση να κυλάει σαν έδαφος που το χάνομε κάτω από τα πόδια μας (Αναγνωστήριο)… «ο λυπημένος θανάσιμα αναγνώστης/ να παίρνει από πίσω την ερημιά ενός ποιήματος/ ξανά και ξανά/ σα να’ φευγε το δωμάτιο κάτω απ’ τα πόδια του/ κατέβαιναν/ οι υπόγειες στοές ξεχασμένων στίχων/ Και σκύψε σκοτείνιασέ με, μουρμούριζαν τα τζάμια θαμπωμένα/ μέσα στο σπήλαιο πρωινό/ όταν το ποίημα δεν είναι εδώ». Γι’ αυτό τα ερωτήματα μένουν αναπάντητα, μπροστά σ’ έναν μεθυσμένο καθρέφτη που τους επιστρέφει ως απαστράπτον σκοτάδι, το ρίγος του έρωτα και του θανάτου, που είναι το αίνιγμα της τέχνης- ως αίνιγμα του εαυτού του. Και η ποίηση το ερώτημα του ερωτήματος.
Γ.Β: κυρία Δαράκη, αγαπητή Ζέφη, σας ευχαριστώ πολύ για αυτή τη σύντομη συνομιλία. Να κλείσουμε με έναν στίχο σας από την Αόρατη Μαρία;
Ζ.Δ: «Είμαστε δυο στίχοι εκτός κειμένου».
Κι εγώ σε ευχαριστώ, Γιώτα.
(*) Η Γιώτα Βάσση είναι Δρ Φιλοσοφίας (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και συγγραφέας. Έχει ασχοληθεί ακαδημαϊκά με την ποίηση και ειδικότερα με την ποιητική τέχνη της Κικής Δημουλά και της Ζέφης Δαράκη, (D.E.A. Grecia Medieval y Moderna: Estudios sobre su Lengua, Literatura, Historia y Civilization – Universidad de Granada).
Άσ’ τις πληγές ορθάνοικτες, ψυχές, ηφαίστεια, ομορφιές, κρανία, αιδοία.
Άσ’ τις δυνάμεις της ζωής να κάψουν πάλι. (Όσο κοιμούνται ακόμα μέσ’ το χώμα, σπόροι)
Άσ’ τους ανέμους της φωτιάς να ξεχυθούν, θ’ αρθρώσουν κείνοι, να μαντέψεις, καινές, καψαλισμένες, λέξεις γιά χρησμό καινούριο.
Δίχως Δελφούς, και δίχως άλω, τ’ αλώνι, μόνο, αλωνίζει. Τίποτ’ άλλο.
Ν.Χ. Γεωργόπουλος (Klaus Van Geo)