του Δημοσθένη Αγραφιώτη (*)
Στη δεκαετία του 70, μετά την υπόδειξη και σύσταση του Claude Royet–Journoud (1941) και του Emmanuel Hocquard (1940-2019) συνάντησα στο Στρασβούργο τον Philippe Lacoue-Labarthe (1940-2007), την Claire Nancy (1941) και τον Jean-Luc Nancy (1940-2021) και έκτοτε «απολαμβάνω» τους πολύτιμους καρπούς μίας βαθιάς φιλίας. Τα τελευταία σαράντα χρόνια, με τον Philippe Lacoue-Labarthe και την Claire Nancy, οι συναντήσεις και οι ανταλλαγές μας παρέμειναν ισχυρές και έγιναν όλο και πιο γόνιμες. Με τον Jean-Luc Nancy, οι συνυπάρξεις ήταν σποραδικές αλλά εξαιρετικά φορτισμένες νοηματικά. Χάρις στην Claire Nancy παρακολούθησα την πορεία του πρώτου συζύγου της και επίσης την πολύπλοκη και πολυκύμαντη οικογενειακή τους ζωή. Είχα την εντύπωση ότι ζούσα το βίο της οικογένειας «Nancy» χωρίς να έχω συχνές επαφές με τον ίδιο, ενώ είχα συνεχή ενημέρωση για τα παιδιά και τα εγγόνια τους για τα οποία είχε να πάντα χρόνο να διαθέτει και να τους μοιράζει γενναιόδωρα τη φροντίδα του.
Με τον Philippe Lacoue-Labarthe, είχα το προνόμιο να ζήσω από κοντά και με τρόπο συνεχή τόσο την ανέλιξή του ως φιλόσοφου όσο και ως «θνητού όντoς». Αντίθετα, στην περίπτωση του Jean-Luc Nancy, κάθε φορά που επικοινωνούσα με την Claire Nancy, ένα από τα επαναλαμβανόμενα και μονότονα ερωτήματά μου ήταν: «πώς είναι η υγεία του Jean-Luc;» Δηλαδή, παρακολούθησα την πορεία του με τρόπο ασυνεχή, έμμεσο και αγωνιώδη. Για δεκαετίες, μερικά «θαύματα» ελάμβαναν χώρα καθώς κάθε φορά που ο Jean-Luc Nancy βρισκόταν στο νοσοκομείο σε κρίσιμη ή εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση, επενέβαινε ο από μηχανής Θεός, δηλαδή η ιατρική επιστήμη και πρακτική και έδιναν την λύση στο εκάστοτε πρόβλημα υγείας του. Ο Jacques Derrida περιγράφει τα συναισθήματα απελπισίας του όταν πληροφορήθηκε ότι ο φίλος του Jean-Luc Nancy έμπαινε στο χειρουργείο και οι πιθανότητες επιβίωσής του ήταν πολύ χαμηλές. Μάλιστα μια φορά πήγε να τον επισκεφτεί στο νοσοκομείο έχοντας την εντύπωση του τελευταίου αποχαιρετισμού. Και όμως ο φιλόσοφος και το πολλαπλά πάσχον σώμα του διένυσαν μια διαδρομή 81 ετών κάτω από την συνεχή απειλή του θανάτου στην τελευταία φάση της [1].
Η προαναφερόμενη εισαγωγή έχει αναμφίβολα έναν ανεπίτρεπτο προσωπικό χαρακτήρα, ωστόσο είναι απαραίτητο να αναφερθεί ο τόπος απ’ όπου θα δοθούν κάποια ψήγματα από τον «τρικυμιώδη» βίο του Jean-Luc Nancy που στάθηκε, όπως διαπιστώνουν όλοι οι χρονικογράφοι, μακριά από τα τρέχοντα «σκάνδαλα» της γαλλικής φιλοσοφικής σκηνής. Επίσης θα πρέπει να τονιστεί ότι το βλέμμα μας ή καλύτερα οι μαρτυρίες μας δεν έχουν φιλοσοφική υφή αλλά ποιητική και πολιτιστική.
Το 1992 είχα προσκληθεί από τους δυο φιλοσόφους στο σεμινάριό τους που ήταν αφιερωμένο στη Γεωπολιτική/Γεωφιλοσοφία της Ευρώπης και είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω την προσέγγισή μου για την υπόσταση της Ευρώπης, στο όνομα της πολιτιστικής της ιδιαιτερότητας [2]. (Στα αρχεία του σεμιναρίου βρίσκεται αντίγραφο της εισήγησής μου στα Γαλλικά). Το κρίσιμο ερώτημα για μένα ήταν : «μπορούμε να προσεγγίσουμε την Ευρώπη ξεπερνώντας μια εθνική ή εθνοκεντρική θεώρηση;» Η εισήγησή μου προκάλεσε την άμεση αντίδραση του Jean-Luc Nancy ο οποίος με ρώτησε: «σε τι συνίσταται η προσωπική σας ελληνική σκοπιά και ουσία;». Το σεμινάριο είχε μια ιδιότυπη δομή. Το βράδυ της Παρασκευής ήταν αφιερωμένο σε μια εισήγηση και τις πρώτες ερωτήσεις. Ενώ το πρωινό του Σαββάτου ήταν προσαρμοσμένο σε ένα πιο ανοικτό διάλογο. Έτσι είχα όλο το βράδυ να ετοιμάσω την απάντησή μου – στο μεταξύ, με τα μέλη του σεμιναρίου (εκτός από τον Jean-Luc Nancy) δειπνήσαμε σε ένα αγροτικό σπίτι που λειτουργούσε και σαν ιδιωτικός χώρος εστίασης και απολαύσαμε τις γνωστές κρέπες της Αλσατίας, ωστόσο το ερώτημά του με αναστάτωσε και μου στέρησε εν μέρει την απόλαυση του λιτού «συμποσίου» μας. Την επόμενη μέρα διατύπωσα την απάντησή μου με βάση τις απόψεις του Επίκουρου και με ιδιαίτερη έμφαση στην αντίληψή του για το κλίναμεν [2],[3]. Η απάντησή του στη συνέχεια έδειξε ένα σχετικό ξάφνιασμα καθώς δεν είχα αναφερθεί στα κυρίαρχα φιλοσοφικά ρεύματα (π.χ. πλατωνισμό) και επισήμανε και τις δικές του αναζητήσεις σχετικά με το κλίναμεν ή την παρέκκλιση. Ένα αίσθημα συμμαχίας με κυρίευσε καθώς οι ερωτήσεις και οι απόψεις των υπόλοιπων μελών του σεμιναρίου (φιλόσοφοι, σπουδαστές εν διατριβή, προπτυχιακοί φοιτητές κ.α.) συσσωρεύονταν και έπρεπε να απαντήσω σε αυτές με σθένος και σαφήνεια. Τη μικρή εκείνη επικούρεια στιγμή την αναπολώ σήμερα ως διανοητικό βάλσαμο!
Μια εξίσου έντονη και υπαρξιακή συνομιλία είχαμε με τον Jean-Luc Nancy, στη διάρκεια (αλλά και μετά) του συνεδρίου που έγινε στην Αθήνα το 2008 στη μνήμη του Philippe Lacoue-Labarthe στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών (IFA) με την παρουσία των Jean-Luc Nancy, Claire Nancy, Alain Badiou και άλλων φιλοσόφων [4]. Διατύπωσα την άποψη ότι ο Philippe Lacoue-Labarthe έδειξε πως πεθαίνει ένας φιλόσοφος στο τέλος του εικοστού αιώνα και ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε πρότυπα σε φιλοσόφους όπως o Εμπεδοκλής και ο Σενέκας, και τότε ο Jean-Luc Nancy συμπλήρωσε σε «φιλοσόφους που εν τέλει αυτοκτονούν». Η συνδυασμένη διαπίστωση για την πορεία του φίλου και συνεργάτη του στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου προφανώς τον φόρτισε [4]. Είχαμε την ευκαιρία να το κουβεντιάσουμε ξανά στη διάρκεια της επίσκεψής μας στον αρχαιολογικό χώρο του Θορικού, όπου το 1997 ο Philippe Lacoue-Labarthe είχε εντυπωσιαστεί από τη συνύπαρξη του θεάτρου και των μεταλλείων στην Αρχαία Ελλάδα, από το οβάλ σχήμα του θεάτρου και από την (πιθανή) ξύλινη κατασκευή της σκηνής. Με ξαναρώτησε πώς συνέλαβα την ιδέα της «αργής αυτοκτονίας» του Philippe Lacoue-Labarthe. Η απάντησή μου επικεντρώθηκε στα γεγονότα ζωής του τελευταίου καθώς και τις δραματικές ανακατατάξεις του φιλοσοφικού πεδίου στη Γαλλία μετά την εμφάνιση των «νέων φιλοσόφων», του σκανδάλου Sokal και των μηχανισμών παραγωγής φιλοσοφικής παιδείας [ βλέπε και τη σχετική διάγνωση του φίλου του Jacques Derrida για τη γαλλική ιδιοτυπία στην παραγωγή φιλοσοφικής γνώσης και εκπαίδευσης των επαγγελματιών φιλοσόφων[5]. Ο Jean-Luc Nancy θεώρησε ότι η προσωπική διαδρομή του «Lacoue» θα μπορούσε να ιδωθεί και από αυτή την προοπτική, δηλαδή της έμμεσης αυτοκτονίας αλλά αυτό αποτελεί θέμα έρευνας από τους μελλοντικούς μελετητές του. Το τοπίο του Θορικού με το θέατρο, τη θάλασσα, τα υπολείμματα των μεταλλείων, τις εγκαταστάσεις της μεταλλουργίας και τη σύγχρονη πόλη του Λαυρίου καλλιέργησαν σκέψεις και συναισθήματα που συνδέονταν με τις αναζητήσεις του Philippe Lacoue-Labarthe στο χώρο του θεάτρου και των απαρχών του, ενώ στην περίπτωση του συνοδοιπόρου και φίλου του, καλλιέργησαν (μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια) το υπαρξιακό ερώτημα ενός φιλοσόφου στο τέλος της ζωής του σχετικά με τη φθαρτότητα του σώματός και των πολιτιστικών προτύπων στον διεθνοποιημένο κόσμο μας.
Ο Jean-Luc Nancy προερχόταν από μια οικογένεια χριστιανών που είχε δείξει όχι μόνο «μεγάλα λόγια» αλλά και συγκεκριμένη ευαισθησία για τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής τους. Ο ίδιος (όπως και η πρώτη σύντροφός του Claire Matet) ήταν μέλος της Χριστιανικής Φοιτητικής Νεολαίας JEC (Jeunesse étudiante chrétienne) όπου και είχε την εμπειρία ενός πολιτικού ριζοσπαστικού κινήματος και όπου απέκτησε δεξιότητες ισχυρής κριτικής σκέψης. Απ’ αυτή την εμπειρία κοινωνικο-πολιτικής δράσης μη κομμουνιστικής υφής (και όχι μόνο) τροφοδοτείται το συνεχές ενδιαφέρον του για την κοινότητα (communauté).Μετά από πολλες περιπέτειες θεωρίας και πράξης εγκατέλειψε το χριστιανικό «στρατόπεδο» Μια δεύτερη επιρροή προήλθε από το “κουαρτέτο” των διανοητών:Joubert/ Théo Frey/Paul Kobish/Nancy που συνδεόταν με την Διεθνή των καταστασιακών (L’ Internationale Situationniste)- ο πρώτος μάλιστα είχε διαγραφεί από την προαναφερόμενη Διεθνή. Ωστόσο, θεωρείται ότι ο Nancy ανήκει περισσότερο στους μη κομμουνιστές μαρξιστές και λιγότερο στους καταστασιακούς. Έτσι με την εξέγερση του 68 του δόθηκε η ευκαιρία να θέσει εν τη πράξει μερικές ιδέες για μια νέα οργάνωση της ατομικής και συλλογικής ζωής. Για παράδειγμα υποστήριξε μια πιο δημοκρατική οργάνωση του Πανεπιστημίου, μια μεγαλύτερη ελευθερία στις εκπαιδευτικές διαδικασίες, μια πιο ανοιχτή θεματολογία για την φιλοσοφική έρευνα. Αποτέλεσμα των προσδοκιών του Μάη του 68 αποτέλεσε το γεγονός ότι ο τομέας της φιλοσοφίας στο Στρασβούργο άνοιξε διάλογο με τη Λογοτεχνία, το Θέατρο, τη Μουσική και απέκτησε τη φήμη ενός πραγματικά νεοτερικού εργαστηρίου έρευνας και στοχασμού – βλέπε και τα σχετικά κείμενα[4],[5]. Επίσης, η παρουσία σπουδαστών από πολλές χώρες της Ευρώπης, της Αφρικής και της Βόρειας και Λατινικής Αμερικής συνέβαλε στην δημιουργία ενός γόνιμου διεθνιστικού περιβάλλοντος στο τμήμα της Φιλοσοφίας. Τέλος, οι έρευνες του «κουαρτέτου» για το πολιτικό γίγνεσθαι επικεντρώθηκαν στην ανάλυση των κειμένων του Φρόιντ, του Χάιντεγκερ, του Μαρξ και του Μπατάιγ και στη μελέτη του φασιστικού φαινομένου καθαυτού οδήγησαν στην έκδοση μιας σειράς βιβλίων για Με μια άλλη έκφραση, ο Jean-Luc Nancy (και όλη η ομάδα του) ασχολήθηκαν με τα ζητήματα που συνδέονται με το κοινωνικό, το πολιτικό και το στοχαστικό γίγνεσθαι με πλήρη διανοητική εγρήγορση και με υψηλές απαιτήσεις ακεραιότητας.
Σ’ ένα από τα ταξίδια μου στο Στρασβούργο, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου :Επιστήμη, Τεχνολογία, Κοινωνία, διαπίστωσα σε ότι υπήρξε από την ηγεσία του ιδρύματος η βούληση να δοθεί ισχυρή ώθηση στις θετικές επιστήμες και τις επιστήμες της Μηχανικής (engineering). Το Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου έχει μια ιδιαίτερη ιστορία, καθώς στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής της Αλσατίας, το ίδρυμα πέρασε στην παρανομία και έγινε προσπάθεια να λειτουργήσει με τρόπο αυτόνομο και ανεξάρτητο. Η ιστορία του Ιδρύματος παρουσιάστηκε σε εργαστήρια /σεμινάρια του προαναφερόμενου Δικτύου. Έτσι, στις δεκαετίες του ‘30 και του ‘40 υπήρχε μια ειδική παράδοση και ηρωική ατμόσφαιρα λόγω του θάρρους και της γενναιότητας του προσωπικού του. Προς το τέλος του 20ου αιώνα το Πανεπιστήμιο αποφάσισε να διαπρέψει στις θετικές και τις εφαρμοσμένες επιστήμες και όχι μόνο στις θεωρητικές, ανθρωπιστικές ή κοινωνικές, γι’ αυτό ζήτησαν και από το τμήμα φιλοσοφίας να ενδιαφερθεί περισσότερο για την Επιστημολογία, τη Φιλοσοφία των Επιστημών, και την εφαρμοσμένη ηθική σε ζητήματα υγείας και περιβάλλοντος. Οι δύο υπεύθυνοι καθηγητές Philippe Lacoue-Labarthe και Jean-Luc Nancy είχαν ήδη αρχίσει μια τέτοια στροφή στον προσανατολισμό των σπουδών και των ερευνών που διεύθυναν, δηλαδή μια στροφή προς την διεπιστημονικότητα, την συνομιλία με τις τέχνες, και τις πολιτιστικές προκλήσεις του πλανήτη μας, από δική τους πρωτοβουλία. Το γεγονός της έμφασης από τη μεριά του Πανεπιστημίου στην επιστήμη και την τεχνολογία ήταν κατά κάποιο παράδοξο τρόπο σύμφωνο με την προσωπική του ζωή, δεδομένου ότι Jean-Luc Nancy είχε αρχίσει την μεγάλη περιπέτεια της επιβίωσής του ως έμβιου όντος : ήταν ζωντανός γιατί η ιατρική επιστήμη και τεχνολογία με τις εξαιρετικά σύγχρονες και πειραματικές μεθόδους τους, επεμβαίναν σε κρίσιμα όργανα και βιολογικά συστήματα του σώματός του. Η γνώση τους στη γερμανική γλώσσα, φιλοσοφία, τέχνη και λογοτεχνία, τους επέτρεπε να λειτουργούν με κριτική αποτελεσματικότητα ακριβώς στα γεωγραφικά και πολιτιστικά όρια των δύο χωρών, αλλά κι αυτή η λειτουργία συνάδει με τις τότε νέες φιλοδοξίες του Πανεπιστημίου. Αναμφίβολα η στρατηγική του τμήματος Φιλοσοφίας εναρμονιζόταν με την ιστορία του Πανεπιστημίου και καλλιεργούσε και το επιθυμητό μέλλον. Με την αποχώρησή τους(ταυτόχρονη συνταξιοδότηση) από την ενεργό πανεπιστημιακή δράση το 2002 έκλεισε ένα λαμπρό κεφάλαιο στην ιστορία του τμήματος Φιλοσοφίας. Ο Philippe Lacoue-Labarthe και η Claire Nancy πήγαν στο Παρίσι ενώ ο Jean-Luc Nancy με τη σύζυγό του Hélène έμειναν στο Στρασβούργο.(Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε τις ιστοσελίδες [1]).
Πριν από δέκα πέντε χρόνια ένα κινηματογραφικό συνεργείο ήρθε από την Γαλλία στην Ελλάδα για να πραγματοποιήσει ένα ντοκιμαντέρ για το Λαύριο και πιο συγκεκριμένα για τα αρχαία μεταλλεία της Λαυρεωτικής ως «τεχνολογικού θαύματος» – αντεστραμμένες πυραμίδες σύμφωνα με μια έκφραση του Δρ. Denis Morin – και μου ζήτησαν να δώσω μια συνέντευξη σχετικά με την πολιτιστική σημασία των αρχαίων εγκαταστάσεων. Επιλέχθηκε ο αρχαιολογικός χώρος του Θορικού για ένα πρώτο γύρισμα. Η βοηθός σκηνοθέτη, μια νεαρή φοιτήτρια των πολυμέσων, με πληροφόρησε ότι την ενδιαφέρουν τα μέταλλα, τα ορυχεία, τα ηφαίστεια και οπωσδήποτε οι αλχημιστές. Μάλιστα, με πληροφόρησε ότι είχε συμμετάσχει στο γύρισμα μιας ταινίας με παρόμοιο θέμα στην περιοχή του Vichy όπου το ρόλο του Αλχημιστή τον έπαιξε ο φιλόσοφος Jean-Luc Nancy (μου έδειξε μάλιστα και αποσπάσματα από την ταινία). Η έκπληξή μου ήταν τεράστια, αλλά και ο θαυμασμός μου εξίσου μεγάλος για τις δεξιότητες και την προσαρμοστικότητά του. Μήπως εν τέλει ο Jean-Luc Nancy δεν ήταν παρά ένας αλχημιστής του καιρού μας που αντί να ψάχνει ελιξίρια και μεταμορφώσεις των μετάλλων σε χρυσό, είχε αφοσιωθεί στη διαλεύκανση των προβλημάτων και των μυστηρίων του καιρού μας; Ίσως το πάσχον σώμα του να του έδινε όλη τη νομιμότητα να ασχοληθεί με τους τρόπους ύπαρξης σ’ ένα κόσμο σε συνεχή μεταβολή; Μήπως η εισαγωγή των προϊόντων υψηλής καινοτομίας στο ίδιο του το σώμα του επέτρεψε να προσεγγίσει το (χριστιανικό) δίπολο «σώμα- ψυχή» στο όνομα της υλικής και πια τεχνολογικής υπόστασής του, και από διάκονος της εξ- αποκαλύψεως αλήθειας να έγινε ένας πειραματιστής της αναστοχαστικής αναζήτησης; Πάντως, κατόρθωσε στο τέλος να φωτίσει με τις πρωτότυπες αναζητήσεις του και με τα κείμενά του, τις πολλαπλές σκοτεινές γωνίες και στιγμές των καιρών μας.
(*) ) Δημοσθένης Αγραφιώτης είναι ποιητής, καλλιτέχνης διαμέσων.
Σημειώσεις
[1] Ο Γάλλος φιλόσοφος Jean-Luc Nancy πέθανε το βράδυ της Δευτέρας 23 Αυγούστου σε ηλικία 81 ετών. Είχε γεννηθεί στο Μπορντό στις 26 Ιουλίου 1940. Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 μέχρι το 2004 δίδαξε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου.
Με το θάνατο του φιλοσόφου γράφτηκαν πολλά κείμενα και δόθηκαν κατάλογοι των εκατό και πλέον βιβλία του. Βλέπε για παράδειγμα, https://en.wikipedia.org/wiki/Jean-Luc_Nancy, https://www.politeianet.gr/sygrafeas/nancy-jean-luc-29822,
https://bookpress.gr/politismos/teleutaia-nea/13965-pethane-o-gallos-filosofos-jean-luc-nancy
https://www.cairn.info/revue-rue-descartes-2006-2-page-86.htm
https://maitron.fr/spip.php?article145672
Το παρόν κείμενο δεν αναφέρεται στο πολυσχιδές έργο του φιλοσόφου, απλά περιορίζεται να δώσει κάποιες στιγμές ή γεγονότα του βίου του, ενδεικτικά της πολυπρισματικής του πορείας.
[2] Δ. Αγραφιώτης, «Πολιτιστικές αβεβαιότητες», Ελληνικά γράμματα Αθήνα, 1995 σελ. 246-276.Παρουσιάζεται η Ελληνική εκδοχή της εισήγησής μου στο σεμινάριο του Στρασβούργου, «Γεωφιλοσοφία της Ευρώπης» το 1992 : «Πως μπορούμε να μιλήσουμε για την Ευρώπη; Τοπο-λογικά, α-τοπήματα».(15-16/05/1992).Μια παραλλαγή του κειμένου της εισήγησης μου δημοσιεύτηκε στα γαλλικά στο περιοδικό «rumeurs»,no 9, 06/2021, με το τίτλο, “Pour l’ Europe.Prefigurations t(r)opologiques”.
[3] Σήμερα θα προσέθετα και την ορίζουσα του Εμπεδοκλή.
[4] Συμπόσιο IFA για τον Philippe Lacoue-Labarthe,10/2008. Βλέπε εισήγησή μου «Η ποιητική του πολιτικού», στο Δ. Αγραφιώτης, Πολιτιστική ποιητική, Ερατώ, Αθήνα, 2012. Το ίδιο κείμενο δημοσιεύτηκε στα γαλλικά στο περιοδικό La Rumeur Libre, no. 8, 2019 « La poétique du politique ». Επίσης, βλέπε και το κείμενο, D. Agrafiotis, « Périphrases/Paraphrases. Carnet de rencontres », Lignes, no 22, pp 149-153. Σε ελληνική εκδοχή το κείμενο «Περιφράσεις/παραφράσεις. Σημειωματάριο συναντήσεων», στο Δ. Αγραφιώτης, Πολιτιστική ποιητική, Ερατώ, Αθήνα, 2012.
[5] Δ. Αγραφιώτης, «Στα όρια των ορίων», χάρτης 27, 03/2021 https://www.hartismag.gr/hartis-27/diereynhseis/sta-oria-twn-oriwn
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Η Claire Nancy με τις πληροφορίες, τις υποδείξεις και επισημάνσεις της κατέστησαν δυνατή τη γραφή αυτού το κειμένου .Οι τυχόν παρανοήσεις οφείλονται αποκλειστικά στον γράφοντα.