Ύστατος Καπνός (της Μαρίας Τσάτσου)

0
191

 

 

της Μαρίας Τσάτσου (*)

Πυκνή, με βάθος σκέψης, κάποτε σκληρή, αλλά με λεπτές αποχρώσεις μελαγχολίας και συγκίησης, η ποιητική αυτή συλλογή καταγράφει τον βηματισμό του ποιητή μέσα σ΄ένα τοπίο πόλης όπου κυριαρχούν η μοναξιά και η ματαιομένη ελπίδα αλλά αναδύονται ζωντανές, η τρυφερότητα, η προσμονή και η ανάμνηση του έρωτα και η ενάργεια για ό,τι συμβαίνει στον  περιβάλλοντα χώρο. Ο ποιητής ακολουθεί έναν κλασικό τρόπο εκφοράς χωρίς εκτροπές της σύνταξης και παραδοξολογίες για να εντείνει την εκφραστική δύναμη του λόγου. Παρατίθενται με αμεσότητα και προσοχή εκλεπτυσμένες εκφάνσεις ενός πνεύματος ρομαντικού με όλα τα μοτίβα που αυτό συνεπάγεται: το μοναχικό δωμάτιο, τη σιωπή των άλλων, την αδυναμία των λέξεων, την νικημένη ποίηση, τα όρια του έρωτα. Αυτή όμως η ρομαντική ροπή δεν οδηγεί σε καταστροφική απαισιοδοξία και πεισιθάνατες καταστάσεις. Εραστής της ζωής ο ποιητής, προικισμένος με μια παρατηρητικότητα φωτογραφική σχεδόν και μια διάχυτη ερωτική διάθεση επιτυγχάνει μια σύζευξη φωτός και σκότους σε ένα chiaroscuro αυθόρμητο και ειλικρινές που αιχμαλωτίζει:

«Το μικρό μου δωμάτιο / ιδανικό / για μεγάλες λεκτικές δεξιώσεις / Το σκοτεινό μου διαμέρισμα / σωστό καταφύγιο /

για φωτισμένους ανθρώπους / Το στενό μου μπαλκόνι / ό,τι πρέπει / για υπερπόντια ταξίδια / του νου.

         Στα σπλάχνα της πόλης / τη θάλασσα μυρίζω / της μοναξιάς / μα και το άγγιγμα νιώθω / της ζεστασιάς».

(ΣΤΑ ΣΠΛΑΧΝΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ …)

Μακρυά από του να επιδίδεται στην λαγνεία των λέξεων, και την στιχουργική δεξιοτεχνία που κάποτε γίνεται αυτοσκοπός στην ποίηση, ο Στράτος Κοσσιώρης έχει την ικανότητα, στην προσεκτική και έντιμη ποίησή του να δημιουργεί δυνατά συναισθήματα και έντονες απεικονίσεις, όπως στη φράση «μεγάλες λεκτικές δεξιώσεις», ή όπως στο ποίημα «Ο ΝΑΡΚΑΛΙΕΥΤΗΣ» :

«Οι λέξεις νάρκες / ξεχασμένες απ΄όλους / όπως κάθε σημαντική στιγμή / που χάνεται σιωπηλά / μέσα στο χρόνο.

         Το ποίημα / έδαφος ακίνδυνο /… ώσπου, / να εισβάλει σ΄αυτό / ο ποιητής / μέγας ναρκαλιευτής το ποίημα / έδαφος / θανατηφόρο».

Η ταυτότητα της ποίησης και το τι είναι το ποίημα απασχολούν συχνά τον καλό ποιητή στην σύντομη αλλά πολύ περιεκτική αυτή συλλογή της ποιητικής του δουλειάς. Ο αγώνας με τις λέξεις, βασανιστικός αλλά ουσιαστικός τον διακατέχει συνεχώς, φθάνοντας σε δραματικά ύψη :

         «Ένας απρόσκλητος επισκέπτης / θα΄ρθει κάποτε / να μου χτυπήσει την πόρτα / έκπληκτος τότε θα τρέξω ν΄ανοίξω / όμως έξω / δεν θα υπάρχει κανείς / παρά μόνο μια λέξη / αιμόφυρτη θα ξεψυχάει / ενώ λίγο πιο πέρα / στη μέση του δρόμου / θα στέκει / το κουφάρι / ενός ποιήματος».     (Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ)

Όμως κάθε άλλο παρά νεκρή είναι η ποίηση του Στράτου Κοσσιώρη. Πάλλεται και αναμοχλεύεται σε μεγάλο βάθος από την εξιδανικευμένη γυναικεία παρουσία που ανατροφοδοτεί αυτό που διαφορετικά θα μπορούσε να καταλήξει στην μεταφυσική ξηρότητα και την απόγνωση. Το «Κουφάρι» – ποίημα είναι ολοζώντανο και κάθε άλλο παρά «έδαφος θανατηφόρο». Είναι κάτι γεμάτο αναμνήσεις, γεμάτο προσδοκία και λεπτεπίλεπτες συγκινήσεις ενός νέου που ακόμη και αν συνθέτει μέσα σ΄ένα παγωμένο δωμάτιο και γύρω είναι κλειστά σε μοναξιά τα παραθυρόφυλλα, εκείνος, έστω και μόνος, ξέρει πως ήταν μαζί με το ιδεατό του ίνδαλμα ως το πρωί χορεύοντας έναν θαυμάσιο χορό (passim) με θεατές την ίδια την ποιητική δημιουργία και το ποίημα που εγκυμονείται στην εθελουσία έξοδο του ποιητή από τα τετριμμένα εγκόσμια. Έτσι, μ΄ένα θεαματικό, αλλά χωρίς καμία εκζήτηση τρόπο, με λίγες, αλλά εξαιρετικά εύστοχες και παραγωγικές φράσεις, ο Στράτος Κοσσιώρης, αναδημιουργεί μέσα από την ερήμωση μια θεολογία της πόλης, όπου επιζούν και η ποίηση και η αγάπη, και ο έρωτας, όπου ο άλλος γίνεται μυστικός σύντροφος, και όπου η απελπισία μετατρέπεται σε στίχους που ίσως και εν αγνοία του ποιητή ήταν ξεχασμένοι στην μέσα τσέπη του σακακιού του.

Δεν θα ήταν ίσως υπερβολικά τολμηρό να ειπωθεί ότι ο Στράτος Κοσσιώρης είναι απόφοιτος μιας θητείας στην ατομική καταστροφή, από όπου όμως τον τράβηξε μέσα από κάτι σαν μέθη, αυτή η ίδια η πόλη της μοναξιάς, ωθώντας τον προς μία συναναστροφή με την καθημερινότητα, με το συνεχές ανθρώπινο γίγνεσθαι, με τον έρωτα, ακόμη και όταν και αυτός είναι σκοτεινά λυρικός, αναμεμειγμένος με θάνατο και μοναξιά:

         «Άστραψε μπροστά μου / των ματιών σου, η Χιροσίμα / παντοτινά / να μ΄αρρωσταίνει».     (ΕΡΩΤΙΚΟ)

Με κάτι από Καρυωτάκη και κάτι από Fernando Pessoa, η γραφή και η αίσθηση από τον «Ύστατο Καπνό» έχουν μια σπανιότητα. Λυρισμός, ρομαντισμός, απαισιοδοξία που θυμίζουν άλλες εποχές, χαμένες, αλλά δεν έχουμε μπροστά μας ένα μνημείο του παρελθόντος. Υπάρχει, στην προσεκτική επιλογή λέξεων και εικόνων, στον με επιμονή δουλεμένο στίχο, πραγματική δαντέλα, μια φρεσκάδα νιότης, μια λάμψη, μια σεμνή αφοσίωση, που κάνουν τον ποιητή εναργή περιπατητή στα εγκόσμια μέσα στην ίδια αυτή πόλη που απομονώνει και μπορεί να συνθλίψει. Ο Στράτος Κοσσιώρης παραμένει σύγχρονος ποιητής που συλλαμβάνει τον παλμό της εποχής του, δεν αναμασά απλώς το παρελθόν, όσο και αν τον εμπνέουν, κυρίως, παρελθόντες ποιητικοί τρόποι. Το τελευταίο ποίημα της συλλογής που τιτλοφορείται «Ύστατος Καπνός» αποδίδει στην ουσία της την αξιόλογη αυτή ποιητική δουλειά :

«Στο δρόμο με τα παλιά εργοστάσια / που περπατήσαμε εκείνο το βράδυ / η απροσδόκητη ευτυχία μαζί σου / ύστατος καπνός / μιας από καιρό / ετοιμόρροπης τσιμινιέρας.

         Δούλευες εκείνη τη μέρα / κι ήσουν κουρασμένη / θ΄άπλωνα την ψυχή μου / να κοιμηθείς.

         Κι όπως θα κοιμόσουν / θ΄αντιφέγγιζε στο πρόσωπό σου /

ο μόχθος της αγάπης».

Ο «Ύστατος Καπνός» ευτύχησε να τύχει της εξαιρετικής εκτυπωτικής εργασίας των εκδόσεων «Οροπέδιο».

 

(*) Η Μαρία Τσάτσου είναι ποιήτρια – δημοσιογράφος

 

Στράτος Κοσσιώρης, Ύστατος Καπνός, Εκδόσεις Οροπέδιο

Βρες το εδώ

 

Προηγούμενο άρθροΔημήτρης Αρβανιτάκης: Να συμβάλω στη μελέτη της ιστορίας του ρεπουμπλικανισμού (συνέντευξη στον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθροΗ φωτεινότητα στη σκηνή των πεπραγμένων (του Ηλία Κεφάλα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ