Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Η ΠΡΩΤΗ, Η ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ ΛΟΓΩ ΚΟΡΟΝΟΪΟΥ δεν είχε λήξει ακόμα, αλλά έκανε ζέστη, και η Καίτη με τον Τάσο αποφάσισαν να κάνουν το τραπέζι στον κύριο Ντίνο ένα βράδυ στη βεράντα τους.
Ο κύριος Ντίνος και η κυρία Λιάνα είχαν μετακομίσει στον πρώτο όροφο βγαίνοντας στη σύνταξη ―το φωτογραφείο το είχε αναλάβει πια ο γιος τους― στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας, λίγο πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση.
Υπήρξε εξαρχής αμοιβαία συμπάθεια ανάμεσα στο νεότερο ζευγάρι, του δικηγόρου και της συμβολαιογράφου, και στους ηλικιωμένους γείτονές τους, τον φωτογράφο και τη γυναίκα του. Και σύντομα άρχισαν να ανταλλάσσουν δείπνα, καμιά φορά και γεύματα, μια φορά τον μήνα ή και πιο αραιά.
Η κυρία Λιάνα θα πρέπει να ήταν καλλονή μικρή, τα σημάδια του αλλοτινού θριάμβου ήταν ορατά επάνω της ακόμα και στα εξήντα τόσο, που την πρωτογνώρισαν. Και δεν είχε αλλάξει ιδιαίτερα κάπου οκτώ χρόνια αργότερα, όταν πέθανε ξαφνικά στον ύπνο της από ανακοπή καρδιάς, αφήνοντας τον κύριο Ντίνο στο έλεος της μοναξιάς του.
Ο γιος του τον είχε στον νου του τον ηλικιωμένο, ερχόταν συνήθως επίσκεψη τα πρωινά της Κυριακής, ενώ τρεις φορές την εβδομάδα μία Ουκρανή οικιακή βοηθός καθάριζε και του μαγείρευε. Ίσως έβλεπε και κανέναν άλλον γνωστό ή φίλο του πότε πότε ο κύριος Ντίνος, αλλά μάλλον όχι.
Η κόρη του ζούσε στην Κρήτη, από όπου καταγόταν ο άντρας της, και ο φωτογράφος με τη γυναίκα του έκαναν παλαιότερα τις θερινές διακοπές τους αποκλειστικά στο νησί. Τα δύο τελευταία χρόνια, όμως, δηλαδή από τον θάνατο της συζύγου του και μετά, ο κύριος Ντίνος αρνιόταν να ξεκαλοκαιριάσει στο Ρέθυμνο και παρέμενε στην Αθήνα.
Η Καίτη είχε χάσει πρόσφατα και τους δύο γονείς της, και αντιμετώπιζε το ζεύγος των γειτόνων τους ως αντικαταστάτες, ή αλλιώς ως υποκατάστατα της μητέρας και του πατέρα της. Και με τον τρόπο της, μετά την απώλεια της κυρίας Λιάνας, είχε αναλάβει προσωπικά τον χήρο.
Ψυχολογικά ήταν προφανές ότι τον είχε πάρει η κάτω βόλτα τον κύριο Ντίνο, η συμβολαιογράφος το είχε συζητήσει και με τον γιο του στο τηλέφωνο.
«Έχει κατάθλιψη ο μπαμπάς, πήγαμε σε γιατρό, αλλά αρνείται να πάρει τα φάρμακά του», της είχε παραπονεθεί εκείνος.
Και τώρα, με την καραντίνα, η Καίτη και ο Τάσος ανησυχούσαν ιδιαίτερα για τον συνταξιούχο, εξού και η αποψινή πρόσκλησή του σε δείπνο.
Ο ηλικιωμένος ήταν ψηλός και φαλακρός, με σκούρες σακούλες κάτω από τα μάτια, και είχε αφήσει γένια από τότε που έμεινε χήρος. Μπήκε διστακτικά στο διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου, με ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί για τους οικοδεσπότες κι ένα μικρότερο με τσίπουρο για την αφεντιά του, και η υπερδιέγερσή του τους φάνηκε αρχικά κάτι μεταξύ εκνευρισμού και αμηχανίας.
Ο γιος του δικηγόρου και της συμβολαιογράφου σπούδαζε νομικά στην Κομοτηνή, και μόλις άρχισε ο υποχρεωτικός εγκλεισμός λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, επέστρεψε άρον άρον στα πάτρια εδάφη. Ασφυκτιούσε κλεισμένος στο σπίτι, περιφερόμενος σαν την άδικη κατάρα και γκρινιάζοντας χωρίς έλεος.
«Έχουμε κάνει τα σύγχρονα παιδιά όχι μόνο μαμόθρεφτα και υπερβολικά εξαρτημένα απ’ τους γονείς τους, αλλά και τρομερά κακομαθημένα», γκρίνιαζε με τη σειρά του και ο Τάσος, αποδεικνύοντας από πού είχε πάρει το κουσούρι ο γιος τους.
Εκείνο το βράδυ ο Γιώργος είχε φάει μαζί τους. Και στη συνέχεια, αφού καληνύχτισε τον κύριο Ντίνο, αποσύρθηκε στο δωμάτιό του, από όπου αντηχούσαν οι αγγλικοί διάλογοι της σειράς που παρακολουθούσε στο Netflix.
Ο συνταξιούχος είχε καθίσει στη μία άκρη του μακρόστενου τραπεζιού της βεράντας, και στην άλλη, η οικογένεια του δικηγόρου. Μπορεί να καταπατούσαν την καραντίνα με την πρόσκληση σε δείπνο, αλλά τηρούσαν σχολαστικά τα υπόλοιπα μέτρα ασφαλείας.
Όσο ο μικρός ήταν ακόμα στο τραπέζι, ο κύριος Ντίνος, με την υπερδιέγερσή του να κοχλάζει, αγωνιζόταν να φανεί νευρωτικά χαρούμενος και επικοινωνιακός, είχε πάθει λογοδιάρροια, και αρχικά τους διηγήθηκε ένα περιστατικό από τα νεανικά του χρόνια, συνοδεύοντας τα λόγια του με κάτι απίθανες χειρονομίες: τα μεγάλα χέρια του τρικύμιζαν διαρκώς στον αέρα.
Γύρω στα είκοσί του, λέει, είχε ενταχθεί σε μία αριστερίστικη οργάνωση, και στη διάρκεια κάποιας αφισοκόλλησης άρχισε να τους καταδιώκει η αστυνομία. Το τριμελές συνεργείο σκόρπισε προς όλες τις κατευθύνσεις, και ο κύριος Ντίνος βρήκε καταφύγιο σε μια άγνωστη πολυκατοικία: χτύπησε όλα τα κουδούνια μαζί, και μόλις εδέησαν να του ανοίξουν την εξώπορτα, όρμησε στο υπόγειο και κρύφτηκε πλάι στον λέβητα του καλοριφέρ. Κι όταν οι ένοικοι τον ανακάλυψαν, τρόμαξε να τους πείσει να μην τον καταγγείλουν στην αστυνομία ως κλέφτη.
Ώσπου, χωρίς άλλη καθυστέρηση, ο ηλικιωμένος είχε στραφεί στον Γιώργο και του είχε πιάσει την κουβέντα για το μπάσκετ, με το οποίο ο γιος του ζευγαριού είχε μανία. Ο κύριος Ντίνος έπαιζε κάποτε κι αυτός, και τον έβλεπες να εκμαιεύει τις απαντήσεις του μικρού με μεγάλη άνεση, αναμιγνύοντας όρους του αθλήματος με παρατηρήσεις που έδειχναν γνώστη της τεχνικής του.
Το παιδί τον είχε κατασυμπαθήσει, κι όταν σηκώθηκε κάποια στιγμή να φύγει, ήταν απίστευτη η ταχύτητα με την οποία άλλαξε πάλι θέμα συζήτησης ο χήρος. Για την ακρίβεια, αυτή τη φορά είχε γίνει ανέλπιστα εξομολογητικός, εντυπωσιάζοντας το δίδυμο των ακροατών του.
Η υπόκωφη αγωνία του, όμως, η κρυφή υπερένταση, η ασυνείδητη υπερδιέγερσή του, ήταν πάντα εδώ, παρούσες, δουλεύοντας ακατάπαυστα κάτω από την επιφάνεια, και οδηγώντας τον προς τα εμπρός, όπως το πλοίο οι μηχανές του.
«Όταν πρωτογνωριστήκαμε με τη Λιάνα», τους έλεγε, «της είχα προτείνει να μου ποζάρει, μαγεμένος απ’ την ομορφιά της, απ’ την ακτινοβολία, απ’ τη λάμψη της. Και παρ’ όλο που η συγχωρεμένη ήταν γενικά πολύ συνεσταλμένος άνθρωπος, είχε δεχτεί σχετικά εύκολα, χωρίς να μου φέρει σπουδαίες αντιρρήσεις.
»Εκ των υστέρων, μου αποκάλυψε ότι κάτι σ’ εμένα, στη συμπεριφορά μου, την είχε αφοπλίσει και κάμφθηκαν οι αντιστάσεις της. Μου άρεσε τόσο πολύ, ώστε το έδειχνα, φαίνεται, χωρίς να το καταλαβαίνω. Πώς εκπέμπουν το καλοριφέρ θερμότητα ή ο ραδιοφωνικός σταθμός το πρόγραμμά του; Κάπως έτσι εξέπεμπα μάλλον κι εγώ τον θαυμασμό μου.
»Στο τέλος φτάσαμε στο σημείο», και εδώ ο κύριος Ντίνος κόμπιασε κοκκινίζοντας προκαταβολικά σαν παντζάρι, «να τη φωτογραφίζω γυμνή».
Αυτή η μυθιστορηματική λεπτομέρεια από τον έρωτα του φωτογράφου και του μοντέλου του, αλλά και όσες άλλες σχετικές τούς εξέθεσε εκείνο το βράδυ ο ηλικιωμένος, εντυπωσίασαν την Καίτη και τον Τάσο, κι έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη τους.
Το αποκορύφωμα, σίγουρα, ήταν η πληροφορία ότι ο κύριος Ντίνος εξακολουθούσε όλ’ αυτά τα χρόνια να τραβάει γυμνές πόζες της συμβίας του, ακόμα και αφού είχαν πια μεγαλώσει. Μια πληροφορία που τους όρκισε να κρατήσουν μυστική από τα δυο παιδιά του, επειδή φοβόταν μην τα σκανδαλίσει.
Ο ηλικιωμένος έπινε το τσίπουρο σαν νερό, το καραφάκι κόντευε να αδειάσει, και η Καίτη τον ρώτησε πρώτα αν κάνει να πίνει τόσο, με τα φάρμακα που έπαιρνε.
«Είπα να το ρίξω λίγο έξω, απόψε», είπε εκείνος χαμογελώντας σατανικά. «Να ξεδώσω. Δεν πρόκειται να πάθω τίποτα χειρότερο, σ’ το υπογράφω. Εξάλλου, τα ψωμιά μου τα έφαγα, αν είναι να μου συμβεί κάτι τώρα, από δω πάν’ κι άλλοι. Για να μη σου πω ότι μου φαίνεται κι ευπρόσδεκτο. Να ξεμπερδεύουμε. Δεν είναι ζωή αυτή που ζω».
«Αχ, σας παρακαλώ, κύριε Ντίνο, μη λέτε τέτοια πράγματα, σας ικετεύω. Μου σφίγγεται η καρδιά. Και ξέρετε; Νιώθω ενοχές ότι σας έχω παρατήσει και δεν σας προσέχω, δεν σας προσέχουμε, όσο πρέπει. Νιώθω ενοχές, λες και μου το είχε ζητήσει η κυρία Λιάνα να το κάνω, και της το είχα υποσχεθεί. Σας παρακαλώ πολύ, λοιπόν».
Και ύστερα τον προέτρεψε να τους περιγράψει πώς περνούσε τώρα, με την καραντίνα.
«Κοιτάζω παλιές φωτογραφίες, φωτογραφίες μιας ζωής. Ιδίως αυτές που είχα τραβήξει στη Λιάνα μου, γι’ αυτό μ’ έπιασε και σας είπα, απόψε, όλ’ αυτά που σας είπα, για το πόσο ρόλο έπαιξαν στη σχέση μας οι φωτογραφίες.
»Όλοι λένε ότι λόγω εγκλεισμού είν’ ευκαιρία να διαβάσεις βιβλία ή να δεις ταινίες. Όμως, με τέτοιον ψυχαναγκασμό και υπό πίεση, δεν έχεις καμία όρεξη, καμία διάθεση. Τα μυθιστορήματα και οι ταινίες είναι προπαντός απόλαυση, και απόλαυση με το ζόρι δεν γίνεται.
»Να σας πω την αλήθεια μου, δεν αντέχω ούτε τις ειδήσεις να δω στην τηλεόραση, ή να διαβάσω τις ενημερωτικές σελίδες στο Διαδίκτυο. Βαρέθηκα, κουράστηκα, αηδιάζω.
»Και κάνω τον απολογισμό μου, τώρα που ετοιμάζομαι να φύγω, και βλέπω ότι μόνο ο έρωτας μετράει σ’ αυτή τη ζωή, είναι το παν, το σπουδαιότερο, το πιο ασύγκριτο απ’ όλα. Τα υπόλοιπα είναι δευτερεύοντα, μικρά, λίγα.
»Ακόμα και τα παιδιά σου, παρότι είναι τόσο σημαντικά, πιο σημαντικά κι από το ίδιο σου το πόδι, ή το χέρι, ή το κεφάλι σου, που λέει ο λόγος, ακόμα κι αυτά έπονται. Με την έννοια ότι κι αυτά ο έρωτας τα γέννησε, αποτελούν το αποκορύφωμά του, το μείζον έργο του, την ενσάρκωσή του.
»Συγχωρήστε με, γίνομαι υπερβολικός όταν μεθάω, δεν ξέρω τι λέω. Κι επειδή ανέφερα, προηγουμένως, τα νεανικά μου χρόνια και το αριστερίστικο παρελθόν μου, ξέρετε τι θεωρώ ότι είναι το αντίθετο του έρωτα, το αντίθετο αυτής της αποθέωσης της ζωής, που είναι ο έρωτας; Όσοι θέλουν να διορθώσουν, ν’ αλλάξουν, να σώσουν τον κόσμο. Αριστεροί κυρίως, αλλά και κάθε άλλου είδους κοσμοδιορθωτές, έτσι τους αποκαλώ.
»Ανάμεσά τους θα βρεις ασφαλώς και πολλούς ερωτιάρηδες, πιο ερωτιάρηδες κι απ’ τον Δον Ζουάν. Και κάποτε ο κοσμοδιορθωτής, με τον οίστρο που τον πιάνει, είναι σε θέση να ερωτευτεί περισσότερο από κάθε άλλον. Εννοώ ότι ίσως σας φανεί βλακεία μου που αντιπαραθέτω τους κοσμοδιορθωτές στον έρωτα, που τους αντιπαραβάλλω, σαν να πρόκειται γι’ αντίπαλα στρατόπεδα, αλλά έτσι πιστεύω. Σιχαίνομαι τους κοσμοδιορθωτές, σιχαίνομαι τον παλιό εαυτό μου που ήταν τέτοιος, σιχαίνομαι αυτή την πλευρά μου που ακόμα υφίσταται, κρυμμένη βαθιά μέσα μου.
»Ε, λοιπόν, το συμπέρασμά μου απ’ τη ζωή είναι ότι αυτοί που θέλουν να διορθώσουν, ν’ αλλάξουν, να σώσουν τον κόσμο, στο τέλος καταντούν ανελέητοι και άκαρδοι, άσπλαχνοι. Και συνήθως οδηγούν τα πράγματα σε μακελειό, σε αιματοχυσία. Οδηγούν τα πράγματα σε αιματοχυσία, δήθεν για να τερματίσουν τις αιματοχυσίες. Ο κόσμος δεν αλλάζει, δεν διορθώνεται, δεν σώζεται τελικά. Ο κόσμος είναι ανεπανόρθωτα χαλασμένος.
»Και να σας πω και κάτι ακόμα; Όσο κι αν βαυκαλίζονται οι κοσμοδιορθωτές ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού αργά ή γρήγορα θα πειστεί και θα τους ακολουθήσει, η πικρή αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν καθόλου να διορθώσουν ή ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Το μόνο που ενδιαφέρει την πλειοψηφία είναι να κάνουν παιδιά, κι αν είναι τυχεροί και εγγόνια, και να γεράσουν και να πεθάνουν πλάι στα βλαστάρια τους. Τίποτ’ άλλο».
Ο κύριος Ντίνος βυθίστηκε στη σιωπή του, και μετά από λίγο η Καίτη βρήκε την ευκαιρία να σηκωθεί και να αρχίσει να μαζεύει τα άδεια πιάτα από το τραπέζι. Τα μετέφερε στην κουζίνα, και τους έφερε νέα, καθαρά σερβίτσια και φρούτα.
«Αν κρυώνετε», ενημέρωσε ο Τάσος τον προσκεκλημένο τους, νιώθοντας κάπως αμήχανα, αν έκρινε κανείς από τον τόνο της φωνής του, «γιατί έχει υγρασία τη νύχτα, είμαστε βόρεια προάστια, να σας φέρω κανένα πουλόβερ, ή ζακέτα, ή μπουφάν».
«Μπα, αγόρι μου, αντέχω. Εξάψεις έχω μάλλον αυτή τη στιγμή. Και θα φύγω όπου να ’ναι, να μη σας ξενυχτάω, δεν είμαι και η καλύτερη παρέα, με τις απόλυτες και απαισιόδοξες απόψεις μου, το καταλαβαίνω».
Ο δικηγόρος διαμαρτυρήθηκε υποστηρίζοντας από καθαρή ευγένεια το αντίθετο. Στην πραγματικότητα, όμως, του είχε περάσει από το μυαλό ότι ο κύριος Ντίνος είχε απόλυτο «γνώθι σαυτόν» και ότι η κατάθλιψή του είχε χτυπήσει κόκκινο. Δεν πήγαινε καθόλου καλά ο χήρος.
Τον είδαν να αδειάζει το μπουκαλάκι με το τσίπουρο στο ποτήρι του και να κατεβάζει τις τελευταίες γουλιές, χωρίς να αγγίξει τα κομμάτια του μήλου και του πορτοκαλιού στην πιατέλα που τους είχε σερβίρει η Καίτη.
«Ξέρετε», πήρε πάλι απότομα μπρος ο ηλικιωμένος, αυτή τη φορά με ένα ύφος σοβαρό και ελαφρώς πένθιμο, «κανένας πόλεμος δεν θα είχε γίνει, αν ανάμεσα στον πληθυσμό που αποτελεί τον στρατό, δεν υπήρχαν ένα σωρό άνθρωποι που επιθυμούν βαθύτατα να εξολοθρεύσουν συνανθρώπους τους. Δεν αρκούν οι πρωθυπουργοί, οι δικτάτορες, οι βασιλιάδες, οι στρατηγοί, οι ηγέτες γενικά, όσοι δίνουν εντολές στους στρατιώτες.
»Επομένως, δεν είναι καθόλου αλήθεια ότι οι φαντάροι πολεμούν υπό την απειλή καταδίκης από στρατοδικεία. Κάποιοι, ναι, μπορεί να είναι ειρηνιστές και ουμανιστές. Όχι, όμως, όλοι. Αντιθέτως, πάρα πολλοί απ’ αυτούς βρίσκουν την ευκαιρία που έψαχναν για να βάψουν τα χέρια τους μ’ αίμα.
»Εντέλει», έκανε, και τώρα ήταν πια προφανές ότι επρόκειτο για την πεμπτουσία των σκέψεών του, ή ίσως για τον βαρυσήμαντο επίλογό του, «όλοι αυτοί οι κοσμοδιορθωτές, κυρίως οι αριστεροί, οι κομμουνιστές, κάνουν μια ιλιγγιώδη απλούστευση, μια απίστευτη γενίκευση. Κάνουν λάθος, τρομερό λάθος σ’ ένα σημείο του συλλογισμού τους.
»Το λάθος των μαρξιστών κοσμοδιορθωτών είναι ότι λένε στον εαυτό τους, και στους άλλους, πως αγωνίζονται εξ ονόματος του λαού, των καταπιεσμένων, των από κάτω, αντιμετωπίζοντάς τους συλλήβδην ως ένα πράγμα, ως κάτι ενιαίο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα απ’ αυτό.
»Ο λαός είναι άγιος, και μαζί άθλιος και αχρείος. Έχει καλούς ανθρώπους, αλλά και τέρατα εγωκεντρισμού και απληστίας, κακίας και μοχθηρίας. Και αυτοί, οι τελευταίοι, δεν είναι παραπλανημένοι, όπως θέλουν να πιστεύουν οι κοσμοδιορθωτές. Γιατί να είναι παραπλανημένοι; Γιατί να μην είναι έτσι εκ κατασκευής; Αδιόρθωτοι; Χαλασμένοι;
»Ο κόσμος είναι θαυμάσιος, και ταυτόχρονα φρικτός, ο λαός το ίδιο, το πλήθος αποτελείται εν μέρει από αγγέλους και εν μέρει από διαβόλους, σατανάδες, κι αυτό δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ποτέ, στον αιώνα τον άπαντα.
»Δεν τα λέω μόνο εγώ, έχω διαβάσει παρόμοιες απόψεις ένα σωρό. Απλώς δεν είναι και τόσο δημοφιλείς, η κοινωνία συνηθίζει να τις κρύβει κάτω απ’ το χαλί, γιατί παραείναι ενοχλητικές. Αλλά αν δεν τις πω εγώ, στην ηλικία μου, και κυρίως στην κατάστασή μου, έτοιμος όπως είμαι να σαλπάρω, τότε ποιος στο καλό θα τις πει;
»Μην αυταπατάσθε. Έτσι ήταν ανέκαθεν ο κόσμος, κι έτσι θα είναι. Ποτέ δεν άλλαξε, δεν βελτιώθηκε στο επίπεδο της ηθικής, ποτέ δεν έπαψε να είναι παράλληλα και απίστευτα σκληρός, απίστευτα αισχρός. Ο κόσμος μας ήταν πάντα παράδεισος, και κόλαση μαζί. Ήταν, είναι, και θα είναι!»
* * *
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΝΤΙΝΟΣ ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΜΕ ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ από τον τέταρτο στον πρώτο όροφο, και μπήκε τρεκλίζοντας στο διαμέρισμά του. Αισθανόταν πολύ περίεργα: από τη μία ήταν αναμφισβήτητα μεθυσμένος, και από την άλλη παντελώς νηφάλιος, με την τρελή υπερένταση που τον είχε πιάσει απόψε, να πάλλεται και να σφύζει μέσα του, όπως το αίμα στις φλέβες.
Έβγαλε το μεγάλο μπουκάλι με το τσίπουρο από το ψυγείο, και σέρβιρε τον εαυτό του σε ένα ποτήρι του ουίσκι, γεμίζοντάς το ως επάνω με πάγο. Ύστερα άναψε το φωτιστικό πλάι στην μπερζέρα, κι άρχισε να ψαρεύει από τα τρία μεγάλα χαρτόκουτα, που στάθμευαν τελευταία μονίμως στο σαλόνι, τις φωτογραφίες του και να τις χαζεύει, σιγοπίνοντας τσίπουρο και αναστενάζοντας ασυναίσθητα.
Πότε πότε του ξέφευγαν επιφωνήματα ή και σπασμένες φράσεις, που απευθύνονταν άλλοτε στη Λιάνα του και άλλοτε στον εαυτό του. Ήταν σαφές ότι είχε επαναλάβει κι άλλες φορές την ίδια τελετουργία, την είχε συνηθίσει και επιδιδόταν σ’ αυτήν επιδεικνύοντας ιδιαίτερη άνεση και οικειότητα. Κατά διαστήματα έριχνε ματιές και στο γυάλινο ρολόι που κρεμόταν στον τοίχο.
Γύρω στις δύο ώρες από τη στιγμή που είχε επιστρέψει στο διαμέρισμά του, σηκώθηκε, κοίταξε γύρω του αφηρημένα, σαν κάτι να ήθελε να κάνει, σαν κάτι να προσπαθούσε να θυμηθεί, αλλά του διέφευγε.
Έμεινε για λίγο μπροστά στην μπαλκονόπορτα, να ατενίζει τη νυχτωμένη βεράντα, το μέτωπό του ζάρωνε και ξεζάρωνε ασταμάτητα, ένα ασύλληπτο άγχος εξακολουθούσε να δουλεύει υπερωρίες μέσα του.
Ύστερα άρχισε να τριγυρίζει σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού, πήγε ακόμα και στην τουαλέτα, με το ίδιο πάντα χαμένο ύφος, σαν να κάτι να έψαχνε, κάπου πάλευε να εστιάσει τις σκέψεις του, αλλά μάταια.
Στεκόταν στη μέση του δωματίου σαν αποσβολωμένος, και μετά άνοιγε ντουλάπες, συρτάρια, κοιτούσε καλά καλά, ξεψάχνιζε το περιεχόμενό τους με τα μάτια, χωρίς κατά βάθος να βλέπει το παραμικρό, και πήγαινε παρακάτω.
Τελικά ήρθε και στάθηκε μπροστά στην εξώπορτα του διαμερίσματος. Το ένα του μάτι έτρεχε, δάκρυα έσταζαν χωρίς να κλαίει, ή ίσως χωρίς να νιώθει ότι κλαίει. Τα σκούπισε εκνευρισμένος, με άγριες, βίαιες κινήσεις, και αναρωτήθηκε αν μπορούσε κανείς να κλαίει από το ένα μάτι μόνο. Στη συνέχεια αναρωτήθηκε κατά πόσο το είχε αναρωτηθεί φωναχτά όλο αυτό, ή από μέσα του.
Κάποια στιγμή, στη διάρκεια της άσκοπης περιπλάνησής του μες στο διαμέρισμα, είχε ξετρυπώσει τα κλειδιά της ταράτσας από το συρτάρι όπου τα φύλαγε, και τα είχε χώσει στην τσέπη του. Και ούτε που κατάλαβε για πότε βρέθηκε να ξεκλειδώνει την πόρτα της ταράτσας.
Είχε ανέβει ως εκεί από τις σκάλες, για να μην πάρει το ασανσέρ και κάνει φασαρία τέτοια ώρα που όλοι κοιμούνταν του καλού καιρού, και τις είχε ανέβει με αδιανόητο κόπο, έτσι μεθυσμένος όπως ήταν.
Και την ίδια στιγμή, η υπερένταση, η αγωνία, η υπερδιέγερσή του, ό,τι κι αν ήταν αυτό το κύμα και αυτή η κάψα, αυτή η ενέργεια που έβραζε μέσα του, δεν έπαυε να του δίνει δύναμη και να τον ωθεί ασταμάτητα προς τα εμπρός.
Βγήκε στον καθαρό, κρύο αέρα (τόσο αργά, εδώ πάνω, έκανε πολλή ψύχρα), εισπνέοντάς τον με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του, νιώθοντας τεράστια και πρωτόγνωρη ανακούφιση και χαρά και απόλαυση και αγαλλίαση, όπως κάποιος που βγαίνει στο ύπαιθρο μετά από πάρα πολύ καιρό κατάκλισης λόγω νοσηλείας.
Κοιτούσε άπληστα το θέαμα. Λίγα φωτισμένα παράθυρα, και όλα τα υπόλοιπα βυθισμένα στο σκοτάδι.
Είχε σταθεί μπροστά στο χαμηλό κάγκελο που περιέτρεχε την ταράτσα, και ατένιζε τις γειτονικές πολυκατοικίες και τη νυχτωμένη πόλη πιο κει, στο βάθος, προσέχοντας τον ήχο των ελάχιστων τροχοφόρων που διέσχιζαν τους γύρω δρόμους.
Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι εκεί ακριβώς που στεκόταν, δυο ορόφους πιο κάτω, ήταν η βεράντα της Καίτης και του Τάσου, όπου έτρωγαν πριν από μερικές ώρες. Σχεδόν έτρεξε μακριά από κείνο το σημείο, και ήρθε να σταθεί σε ένα άλλο, για να αφαιρεθεί και πάλι για κάμποση ώρα.
Και τελικά, σαν να το είχε πάρει απότομα απόφαση, άρχισε να παλεύει να σκαρφαλώσει στο κάγκελο, πράγμα που προς στιγμήν φαινόταν αδύνατον, το πόδι του σαν να αρνιόταν να υψωθεί και να καβαλικέψει το σίδερο. Ώσπου τα κατάφερε, και στάθηκε όρθιος από την άλλη πλευρά.
Εξακολουθούσε να είναι πάντα γαντζωμένος στο κάγκελο, με τα παπούτσια του να στριμώχνονται στο παραπέτο και με το χάος να ανοίγεται μπροστά του. Ένιωσε έναν στιγμιαίο ίλιγγο και το στομάχι του σφίχτηκε.
Κατάλαβε ότι δείλιαζε. Δεν ήθελε πια να κάνει ό,τι μια άλλη του πλευρά τον έσπρωχνε, τον ανάγκαζε να κάνει, σαν να είχε δεχτεί μια ψυχρολουσία ξαφνικά, λες και είχε αντιληφθεί μόλις τώρα τη βαθύτερη πρόθεσή του, και επαναστατούσε η ίδια του η συνείδηση.
Μονολόγησε, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει ότι μιλούσε: «Όχι, όχι, δεν πρέπει. Τι πας να κάνεις, ρε γαμώτο; Είσαι με τα καλά σου; Τρελάθηκες; Φύγε, μπρος, παράτα τα και φύγε. Τράβα κάτω, στο διαμέρισμα, τράβα αμέσως, μπρος».
Έστρεψε τα νώτα του στο χάος, στο κενό των πέντε ορόφων που κρεμόταν τώρα πίσω του, κι άρχισε να παλεύει ξανά να σκαρφαλώσει, να αγωνίζεται να περάσει πάλι από την άλλη πλευρά, να βρεθεί στην ασφάλεια της ταράτσας.
Νέα παύση.
Σιωπή.
Ένα σκυλί γαύγισε κάπου μακριά.
Ο κύριος Ντίνος έλυσε τα δάχτυλά του από το κάγκελο, και με την πλάτη του πάντα στραμμένη στο κενό, έδωσε μια ελαφριά ώθηση στο σώμα του και έπεσε ολόκληρος προς τα πίσω.
❧
Υπέροχο!!
καλό,επίκαιρο..μη μας δίνεις ιδέες..μη μας δίνεις ιδέες..
Επίκαιρος, ευαίσθητος, με πολύ δυνατές εικόνες και συναισθήματα!!
Το διήγημα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε και εξαιρετικό!!! Ευχαριστούμε για τη δημοσίευση!!!
❤️❤️❤️❤️
Εξαιρετικό κείμενο !! Για άλλη μια φορά έβαλες λόγια στις σκέψεις μου ( συγνώμη για τον ενικό αλλά ο πληθυντικός μου Ακουγόταν ψυχρός )! Τι άλλο να πω πέρα από ένα μεγάλο ευχαριστώ !!
Πολύ ωραίο και πολύ δυνατό!
Εύστοχος, επίκαιρος, καυστικός. Μια φωνή αγωνίας που δε διατάζει να θίξει μέσα από τα κείμενά του, τον αντίκτυπο των κοινωνικών προβλημάτων, στη ζωή των καθημερινών ανθρώπων.
Τον ευχαριστούμε!!!
Όπως πάντα, υπέροχος Βαγγέλης Ραπτόπουλος!