του Γιάννη Στρούμπα
Με τον αινιγματικό τίτλο Το μερίδιο ο Ευθύμης Λέντζας, στη δεύτερη ποιητική του συλλογή και πρώτη που κυκλοφορεί στο εμπόριο, εκκινεί τη διεκδίκηση όσων αναλογούν στον ποιητικό του αφηγητή. Η πορεία δεν προδιαγράφεται εύκολη, καθώς ο ποιητικός ήρωας, ήδη από το μότο της συλλογής, παρουσιάζει σε α΄ ενικό πρόσωπο, εξομολογητικά, τη νοσηρή του κατάσταση: «Τα βράδια κοιμάμαι βαριά·/ τα χάπια –λέω– κάνουν καλή δουλειά…». Τα χάπια, υποδηλωτικά ψυχικής νόσου, συναντούν πλαστικές πεταλούδες και σύριγγες, επίσης ιατρικά υλικά, πλάι στον μοναδικό στίχο της συλλογής που ρίχνει φως στον τίτλο της: «Εδώ: πεταλούδες πλαστικές, σύριγγες,/ μια τουαλέτα χωρίς κωλόχαρτο – θάνατος:/ […] Τριάντα πέντε χρόνια για το μερίδιο των αγγέλων». Το μερίδιο του Λέντζα, κατά συνέπεια, είναι ένα μερίδιο αγγέλων· ένα μερίδιο ζωής ή θανάτου, σε συνθήκες αξεδιάλυτης συνύπαρξης των δύο καταστάσεων, σε αγώνα επικράτησης της μιας κατάστασης επί της άλλης στο πεδίο ενός νοσηλευτικού ιδρύματος, το οποίο επιβεβαιώνει την κρισιμότητα της πάλης. Άλλωστε και τα τριάντα πέντε χρόνια, σαν το μέσο περίπου των χρόνων του ανθρώπινου βίου, μοιάζουν μ’ ένα μεταίχμιο που επιτείνει τη συντελούμενη πάλη μεταξύ ζωής και θανάτου. Σε σκηνικό εφιαλτικό, με ρητή την αναφορά στον θάνατο και με έκφραση σκληρή («κωλόχαρτο»), ο ποιητής τονίζει τη νοσηρότητα που καθιστά αμφίρροπη τη μάχη, ενώ τα έντομα πεταλούδες συνυπάρχουν στη συλλογή με τις ιατρικές, συνθέτοντας εκ παραλλήλου τον στοχασμό για το σύντομο του βίου, σε βαθμό μάλιστα ώστε να μην επιτρέπεται η ίδια η γνωριμία των προσώπων: «σε εικοσιτέσσερις ώρες, χιλιάδες/ πεταλούδες θα ’ναι νεκρές κι/ εμείς ακόμα δεν συστηθήκαμε».
Η παρουσία του ποιητικού ήρωα στο νοσηλευτικό ίδρυμα δεν αποσαφηνίζεται εξαρχής. Όμως ο Λέντζας, στην εξέλιξη της πραγμάτευσής του, προσκομίζει στοιχεία που βοηθούν στην αναγνώριση του σκηνικού. «Τι παράξενος που είναι ο διπλανός μου –/ όλο μου κλέβει τη φωνή και το οξυγόνο./ Τον βλέπω στο παράθυρο μπροστά,/ συχνά τις νύχτες, κάπου χάνεται νοερά./ Ο άθλιος –σκέφτομαι– μάλλον θα/ ψάχνει τον σφυγμό μου». Πλάι στους κρίσιμους όρους «οξυγόνο» και «σφυγμός» σχηματοποιείται κι ένας θάλαμος νοσηλείας, με το «παράθυρό» του και τον έτερο νοσηλευόμενο, στην παρακείμενη κλίνη, δίπλα στον ποιητικό ήρωα. Ο συσχετισμός των όρων («φωνή» – «οξυγόνο») προσδίδει σ’ αυτούς και μεταφορική σημασία, με τον γειτνιάζοντα ασθενή επίσης να νοσεί ψυχικά («κάπου χάνεται νοερά») και να ορθώνεται στα μάτια του ποιητικού πρωταγωνιστή σαν απειλή. Ο ποιητής δεν αφήνει περιθώρια παρανόησης: «Ιμάντες, αίματα, σιωπή./ Κώλος θεός – ξανά σιωπή,/ με τα χέρια δεμένα στα κάγκελα./ […] Γελάει καμιά φορά στο/ παραλήρημά του – κανείς δεν ήρθε/ να τον δει· πριν ξημερώσει, ο τυχερός,/ δεν θα ’χει πια ζωή». Οι ιμάντες που ακινητοποιούν τον ψυχικά νοσούντα στο κρεβάτι, τα αίματα και το παραλήρημα επιβεβαιώνουν την ταυτότητα του νοσοκομειακού ιδρύματος: ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο, όπου ο θάνατος καραδοκεί κι όπου το οξύμωρο του «τυχερού» μελλοθάνατου τονίζει την τραγικότητα των συνθηκών. Ακόμη και το οξύ σχόλιο «Κώλος θεός» ενισχύει την τραγικότητα, σε μια υπαρξιακή διαπίστωση που διερωτάται πώς είναι δυνατόν να επιτρέπονται από τον Θεό τόση κατάπτωση, τόση μοναξιά.
Η κατάπτωση του ποιητικού ήρωα απορρέει από ποικίλους παράγοντες. Τα νιάτα παρέρχονται και οδηγούν σε κατάρρευση: «σοβάδες τα νιάτα και πέφτουν». Οι έρωτες όχι μόνο συντρίβονται, αλλά επανέρχονται εκδικητικοί σαρκάζοντας, ενώ η απόπειρα εύρεσης προσωπικού βηματισμού ατυχεί, δίχως να φέρνει κανένα αποτέλεσμα: «Οι γυναίκες που έθαψα στον ύπνο,/ στο στήθος μου φυτρώσανε γελώντας./ […] Πουθενά το βήμα μου απόψε». Οι σχέσεις με τους γείτονες δεν έχουν καλύτερη τύχη, καθώς κι αυτοί μετακομίζουν, επιβαρύνοντας το αίσθημα της εγκατάλειψης: «Οι γείτονες έχουν από καιρό/ μετακομίσει». Η αναζήτηση του φωτός για τον ποιητικό ήρωα καταντά άγονη: «οι φωνές μας που έφυγαν και πίσω δεν γυρίζουν/ ψάχνοντας για καινούρια καλοκαίρια στον ήλιο». Ακόμη και τα φώτα στον διάδρομο του νοσοκομείου είναι «λυπημένα», και σαν φορείς νοσταλγίας μοιάζουν αδικαίωτα ως προς τις προσδοκίες τους: «Λυπημένα τα φώτα στον διάδρομο –/ νοσταλγικά σαν πλάνα του Ταρκόφσκι». Η αδυναμία του φωτός να δώσει διέξοδο οδηγεί σε εξοικείωση με το σκοτάδι: «Όταν ο κίνδυνος γίνεται δεύτερη γλώσσα/ δεν με τρομάζουν οι κηλίδες στο πάτωμα:/ η κοινή μας ζωή στο σκοτάδι». Ακόμη περισσότερο, το σκοτάδι απολήγει αντικείμενο αγάπης, αν και αδυνατεί να αρθεί στο ύψος της αγάπης προς τον άνθρωπο. Είναι όμως ό,τι απομένει, δεδομένου πως ο άνθρωπος καταπλακώνεται από το χώμα της ταφής και το ποιητικό υποκείμενο περιορίζεται στην απόκοσμη θέα του νεκροταφείου, σε μια αρρωστημένη του εμμονή στο πεδίο των νεκρών.
Στο νοσηρό αυτό κλίμα, τα οράματα διαψεύδονται από τον θάνατο: «Όταν είδα τα χέρια σου να διασχίζουν την Καρδίτσης –/ η μυρωδιά απ’ το χώμα στα μαλλιά σου·/ […] Όχι ζωντανός, αλλά περίπου ζωντανός –». Τα όνειρα επίσης κατακρημνίζονται: «ευτυχισμένοι κι οι δυο δίχως όνειρα». Ο Λέντζας προσδίδει στα όνειρα ταυτόχρονα κυριολεκτική και μεταφορική σημασία. Η ευτυχία σηματοδοτείται από το ξημέρωμα και την έξοδο από έναν ύπνο ανήσυχο, που κατατρύχεται από κυριολεκτικά όνειρα, γεμάτα οδύνη. Τα μεταφορικά όνειρα ωστόσο, ως ανθρώπινοι πόθοι, απουσιάζουν επίσης από τη ζωή των ηρώων, η οποία διολισθαίνει στον συμβιβασμό της με τις ελάχιστες αξιώσεις. Έτσι ο Λέντζας επιφυλάσσει στους ήρωες του μια ευτυχία τραγική, μια έκπτωση και μια ισοπέδωση που επιβάλλονται από την πραγματικότητα και την ανάγκη.
Το όνειρο θα μπορούσε να νοηματοδοτήσει τη ζωή, συνεπικουρούμενο ίσως από τον έρωτα: «Αυτές είναι οι μέρες μου/ δίνοντας νόημα στον ήλιο/ με το ένα μάτι στο όνειρο/ το άλλο στη μέθη του έρωτα». Όμως κι ο έρωτας είναι απών, οδηγώντας παράλληλα στην παραίτηση απ’ την ίδια τη ζωή: «ανάξιος ήχος: απών σαν το φιλί σου./ […] Καμιά προσπάθεια για ζωή». Ακόμη και η «υπέροχη στύση» του πρωινού ξυπνήματος («Τα πρωινά ξυπνάω με μια υπέροχη στύση») τονίζει το ανεκπλήρωτο, παραμένοντας αδρανής στην απουσία του ερωτικού συντρόφου. Το ερωτικό σώμα μετατρέπεται σε σουγιά («Δεν είναι σώμα αυτό –/ ένας σουγιάς στην αγκαλιά,/ […] Φεγγάρι φεγγαράκι μου/ δεν με πληγώνεις πια»), ενώ ακόμη και το παιδικό τραγουδάκι ακομπανιάρει τον θάνατο, με την παιδικότητα να συμβαδίζει με την υποψία της ανυπαρξίας και τη συνακόλουθή της τραγικότητα: «Μια υποψία ύπαρξης:/ ώρα χλωμή που βάλθηκες/ ψηλά να μ’ ανεβάσεις./ Μέρα – χεράκι χάρτινο/ τρέξε να με προφτάσεις». Ο Λέντζας, διά της αθώας προσέγγισης του θανάτου, επιτείνει την τραγικότητά του.
Ο προσδιορισμός του έρωτα από τον θάνατο συντελείται από τον ποιητή πολύ χαρακτηριστικά με τον επίμονα ιδιότυπο συσχετισμό του στόματος με το χώμα. Το φιλί κι ο έρωτας στο χώμα παραπέμπουν σε ψυχή που, εξερχόμενη από το στόμα, κατευθύνεται στην υπόγεια, χοϊκή επικράτεια του Άδη: «σωρός μαζεύονται/ τ’ αγάλματα. Τοπία, σπέρματα,/ αναμνήσεις· οχτάωρα, δεκάωρα,/ έρωτες – πτώματα νιάτα./ Έχει τον τρόπο το φιλί να στέκεται στο χώμα». Το στόμα-χώμα ορίζει ακόμα και τον ανεκπλήρωτο έρωτα («Ακόμα κι απόψε με τη γλώσσα στο πάτωμα»), ενώ και η κάθαρση της συνείδησης πραγματοποιείται μόνο με την αποβολή φιλιών και αφιλόξενων σωμάτων ως χώματος από το στόμα: «Τώρα που βγάζω χώμα απ’ το στόμα/ τα αμέτρητα φιλιά και τα αφιλόξενα σώματα/ με καθαρή συνείδηση κοιμάμαι». Αν, λοιπόν, ο θάνατος θα μπορούσε να αποτελεί λύτρωση («ευγνώμονες νεκροί»), και παρά την εύλογη δυσκαμψία στη συμφιλίωση μαζί του («πώς να συμφιλιωθώ με τα κόκαλα;»), τότε ερμηνεύει την τελική επιλογή του ποιητικού ήρωα να παραμείνει πεσμένος στο πάτωμα: «Με ήλιο μικρό σε μεγάλα ντουβάρια,/ σαν φορεμένη κάλτσα είμαι στο/ πάτωμα ζεστός»· ζεστός κι αχνιστός, ακόμη ζωντανός, μα ετοιμοθάνατος. Ετοιμοθάνατος, αν όχι κυριολεκτικά, οπωσδήποτε μεταφορικά, στα πρόθυρα της είσπραξης του «μεριδίου» του.
Με λόγο πυκνό κι αφαιρετικό, συχνά μετρικό, με εναλλαγές από την κυριολεξία στη μεταφορά και κάποτε την ταυτόχρονη λειτουργία τους, ο Λέντζας συνθέτει μια ποιητική συλλογή με κλίμα νοσηρό, το οποίο αναδεικνύει την τραγικότητα των ηρώων και τοποθετεί τους υπαρξιακούς τους προβληματισμούς στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, υγείας και ασθένειας, αγγέλων και δαιμόνων. Ο μετεωρισμός του ποιητικού υποκειμένου αφήνει ανοιχτά ενδεχόμενα και προσκαλεί τον αναγνώστη να συμμετέχει στην απορητική προσέγγιση. Το κυριότερο μερίδιο που επιφυλάσσει ο Λέντζας στον αναγνώστη από τη συλλογή του είναι η πειστική της ατμόσφαιρα, που υποβάλλει τον αναγνώστη και τον μεταφέρει τόσο εντός του ψυχιατρικού ιδρύματος όσο και του ψυχισμού τού ήρωα.