του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)
Όταν πριν από κάποια χρόνια πέρασα από τη Σάμο απέναντι στα τουρκικά παράλια για να επισκεφτώ τα ερείπια της αρχαίας Εφέσου, η εμπειρία μου ήταν συγκλονιστική: η πόλη του Ηράκλειτου, όπως είχε εξελιχθεί στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, αναστηλωμένη σε κρίσιμο βαθμό, μου αποκάλυπτε πόσο πιο σύνθετος ήταν ο αρχαίος πολιτισμός σε σχέση με την εντύπωσή μου από την επαφή με την αρχαιότητα που είχα στην Ελλάδα. Η Έφεσος, λοιπόν, τρύπησε τον χάρτη των βεβαιοτήτων μου, ανοίγοντας την πόρτα στη δημιουργική αναδημιουργία αυτού του χάρτη.
Όπως γίνεται συχνά, όταν ζήσεις μια θαυμαστή εμπειρία νομίζεις ότι και η επόμενη θα είναι ανάλογη. Μετά την Έφεσο αποφασίσαμε να κατευθυνθούμε στη Σμύρνη. Το σοκ της επίσκεψης ήταν μεγάλο, μα με ριζικά διαφορετική έννοια από την προηγούμενη εμπειρία μας. Ήταν βεβαίως σοβαρό ότι είχα στο μυαλό μου τον χάρτη της «Σμύρνης των Ελλήνων», όπως η πόλη (ή τουλάχιστον ένα μεγάλο τμήμα της) υπήρχε πολλές δεκάδες χρόνια πριν, πριν από την πυρκαγιά και τη συνολική καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού. Το ζήτημα είναι ότι με την επαφή αυτός ο χάρτης δεν σκίστηκε απλώς, όπως έγινε στην Εφεσο, όπου είχα κλειδιά και σημεία επαφής, ώστε να διορθώσω τον χάρτη μου συνδέοντας τον πολιτισμό των μικρασιατικών παραλίων με αυτόν της κεντρικής Ελλάδας, και της Ρώμης, μα και την επιστήμη της αρχαιολογίας που κατάφερε την εξαιρετική αναστήλωση, με τη συνεργασία Τούρκων και άλλης εθνικότητας αρχαιολόγων και μηχανικών. Στη Σμύρνη ο χάρτης κουρελιάστηκε και πετάχτηκε στα σκουπίδια. Δεν είχα από πού να πιαστώ, καθώς ο χάρτης που είχα στο μυαλό μου είχε καεί μέσα σε ελάχιστες μέρες, με εξολοθρευτική βία που ισοπέδωσε ένα μεγάλο μέρος της πόλης, μετατρέποντάς τη σε tabula rasa, μια λευκή σελίδα που θα γραφόταν από την αρχή. Εννοείται ότι οι άνθρωποι που έζησαν στη Σμύρνη μετά το 1922, έφτιαξαν τον χάρτη της εξ υπαρχής, μα αυτός είναι ένας από τους πάρα πολλούς χάρτες πόλεων που δεν μπορώ να διαβάσω, απλά επειδή δεν έχει υπάρξει επαφή μαζί τους.
Είναι ενδιαφέρον ότι στην πρώτη (γιατί η δεύτερη ή η τρίτη είναι μια άλλη ιστορία- όπως στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους) επαφή με την Εφεσο και τη Σμύρνη, η αρχαία πόλη που δεν υφίσταται πιά εδώ και πάρα πολλούς αιώνες, καθώς από παραθαλάσσια πόλη με λιμάνι μετατράπηκε σταδιακά- με τις προσχώσεις του ποταμού Μαιάνδρου- σε πόλη της ενδοχώρας και σταδιακά παρήκμασε, ήταν αυτή που με συνάρπασε, και όχι η σύγχρονη σφύζουσα από ζωή μεγαλούπολη, η οποία μάλιστα συμβαίνει να διατηρεί διαχρονικά το αρχαίο όνομά της.
Οπότε, τί είναι σε μια πόλη; Πότε υπάρχει συνέχεια στην εξέλιξή της, και όποτε αυτή η συνέχεια υπάρχει, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της;
Οι πόλεις ως ενεργειακά πεδία
Είναι σαφές ότι οι πόλεις είναι οι άνθρωποί της- περασμένοι, τωρινοί που συμπεριλαμβάνουν και όσους είναι και δεν είναι εκεί, και οι εν δυνάμει: οι άνθρωποι και οι δομές τους. Όμως, για να αντιληφθούμε διαυγέστερα τον τρόπο τους, είναι χρήσιμο να δούμε τις πόλεις κατ’αρχάς ως ενεργειακά πεδία που λειτουργούν σε συνάρτηση με ένα ευρύτερο σύστημα. Υπάρχουν λόγοι που μια πόλη γεννιέται εδώ κι όχι εκεί, που μεγαλώνει ή μικραίνει, που ζει πολύ ή λίγο, έτσι ή αλλιώς.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το ενεργειακό πεδίο, που αντιστοιχεί σε μια πόλη, δεν είναι μονότροπο: είναι πολλές και διαφορετικές οι επί μέρους ενέργειες που το διατρέχουν, σε απόσταση η μία με την άλλη ή όχι, σε ώσμωση, σε σύνθεση ή σε σύγκρουση μεταξύ τους. Σε ανάλογη κατάσταση βρίσκεται το πεδίο κάθε πόλης συνολικά με τις άλλες συνιστώσες του συνολικού συστήματος.
Έχοντας βάλει ένα πλαίσιο με αφαιρετικά σχήματα, ας προσπαθήσουμε να δούμε τα πράγματα συγκεκριμένα. Το βιβλίο «Η Ρωμηοσύνη της Πόλης 1453- 1600» του Κώστα Μ, Σταματόπουλου, εκδόσεις Καπόν, 2023, προσφέρεται γι’αυτό. Ακολουθούν μερικά χαρακτηριστικά σημεία, που αφορούν την όποια συνέχεια της πόλης, μα και τις διαφορετικές ενέργειες που τη διατρέχουν:
-Η Κωνσταντινούπολη σχεδόν ερήμωσε από πληθυσμό, ως συνέπεια της Άλωσης. Όταν ο Πορθητής αποφάσισε για στρατηγικούς λόγους να κάνει την Πόλη πρωτεύουσά του, διέταξε μεγάλεις μετακινήσεις πληθυσμών, χριστιανών και μουσουλμάνων, για την εποίκησή της. Έχει πολύ μεγάλη σημασία ότι αυτές οι μετακινήσεις εμπεριείχαν πολλή βία (ποιος θέλει να φύγει από το σπίτι του, για να πάει σε έναν άγνωστο τόπο;), και στο βιβλίο αυτή η ένταση αποτυπώνεται με στοιχεία (οι αντιδράσεις συμπεριλαμβάνουν ακόμα και κατάρες για το μέλλον της πόλης).
Επομένως, ενώ από τη μια βλέπουμε τη συνέχεια της Πόλης ως κρίσιμου ενεργειακού κόμβου, από την άλλη βλέπουμε ότι η ενέργειά της είναι τόσο ριζικά διαφορετική, άρα ασυνεχής, σε σχέση με τις προηγούμενες φάσεις της εξέλιξής της: πέρα από το γεγονός ότι η πόλη περνάει σε άλλη σφαίρα επικυριαρχίας με εντελώς άλλα χαρακτηριστικά από την υπερχιλιετή προηγούμενη, οι νέοι- βίαια εγκατεστημένοι- κάτοικοι βλέπουν εκ των πραγμάτων το νέο περιβάλλον τους ως tabula rasa, ως «λευκή σελίδα»- δεν είχαν οποιαδήποτε σχέση προηγουμένως μ’αυτό.
-Για τον χριστιανικό πληθυσμό βεβαίως- ακόμα κι αν δεν είχε προηγούμενη σχέση με την Κωνσταντινούπολη- υπήρχαν κρίσιμες θρησκευτικές και πολιτιστικές αναφορές: οι εκκλησίες της πόλης, για παράδειγμα, συνιστούσε ένα σύστημα αναφοράς σε συνάφεια με τα προηγούμενα, που θεωρητικά τουλάχιστον ενισχυόταν από την απόφαση του Πορθητή να διατηρήσει το Πατριαρχείο. Στο πεδίο της πραγματικότητας πάντως, αυτό το σύστημα αναφοράς διαρκώς συρρικνωνόταν: το Πατριαρχείο αποστερημένο της Αγίας Σοφίας που μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος, μετακόμισε στην αρχή στον μεγαλοπρεπή μεν ετοιμόρροπο δε ναό των Αγίων Αποστόλων από τον οποίο στη συνέχεια εκδιώχτηκε για να χτιστεί τέμενος στη θέση του, έκανε στη συνέχεια την Παμμακάριστο έδρα του για να εκδιωχτεί κι από κει και να καταλήξει στο Φανάρι.
Γενικότερα, όπως επισημαίνει ο Κ. Σταματόπουλος στο βιβλίο του, ενώ τα νέα περίβλεπτα τεμένη, έργα ως επί το πλείστον του αρχιτέκτονα Σινάν, χριστιανού από την Καππαδοκία που έγινε μουσουλμάνος (είναι χαρακτηριστικό της εποχής ότι έκανε επανειλημμένως αιτήσεις για να καταταγεί στο σώμα των Γεννιτσάρων), υψωνόταν με τους μιναρέδες τους στον ουρανό υποδηλώνοντας τη νέα κυρίαρχη ταυτότητα της πόλης, παράλληλα οι χριστιανοί «έσκαβαν βαθιά» γεμίζοντας την Πόλη με υπόγεια αγιάσματα, καθώς η κατασκευή νέων εκκλησιών ήταν πρακτικά αδύνατη, είτε λόγω της Νομοθεσίας είτε λόγω οικονομικής αδυναμίας: οι χριστιανοί εκείνης της εποχής στην Πόλη ήταν κατά πλειοψηφία ενδεείς και αγράμματοι.
Κοντολογίς, ενώ η Κωνσταντινούπολη εκείνης της εποχής ξεκινάει τη νέα (και μακρά) νέα εποχή της ως tabula rasa, μια από τις ενεργειακές συνιστώσες της, το πολυάριθμο- από σχεδιασμό της νέας εξουσίας- χριστιανικό στοιχείο ζεί από πολιτιστική άποψη σε μία κάποια συνέχεια με το συνολικό παρελθόν του στοιχείου, μια φάση που ονομάστηκε από τον περίφημο Ρουμάνο ιστορικό N. Iorga «Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο» (το ομώνυμο βιβλίο του κυκλοφόρησε στα ελληνικά, με πρόλογο του Ν. Σβορώνου από τις εκδόσεις Gutenberg, το 1989). Η συνέχεια αυτή έχει μια κάποια ικμάδα (όπως σημειώνει ο Κ. Σταματόπουλος, ο Βόσπορος γέμισε με καινούρια, νεοελληνικά τοπωνύμια), μα ολοένα απομειούμενη σε επίπεδο ερεισμάτων, όπως προηγουμένως καταδείξαμε. Εχει τη σημασία του ότι στην επόμενη περίοδο από αυτή του βιβλίου, τα νεοελληνικά τοπωνύμια εξαφανίζονται, για να αντικατασταθούν από τουρκικά.
***
Επιμείναμε στην Κωνσταντινούπολη, καθώς πρόκειται για μια πόλη με τεράστιο βάρος στην Ιστορία. Αυτό που είδαμε εδώ με ενάργεια είναι ότι η έννοια της συνέχειας δεν είναι παντός καιρού, και ότι μπορεί να αναφέρεται σε επί μέρους ενεργειακά συστατικά αντί της συνολικής ενέργειας μιας πόλης- η οποία εκτός των πολιτιστικών χαρακτηριστικών, αφορά κυρίως τα παραγωγικά χαρακτηριστικά της.
Δηλαδή, για να απαντήσουμε πειστικά στο ερώτημα αν υπάρχει μια συνέχεια της Πόλης μετά την οθωμανική κατάκτηση, προηγούνται ερωτήματα όπως «Με ποιο τρόπο η Πόλη «βγάζει το ψωμί της», πριν και μετά;», «Ποια είναι η θέση της στο παραγωγικό σύστημα του Κόσμου, πριν και μετά;», «Πώς συνεισφέρουν στο «να βγεί αυτό το ψωμί τα επί μέρους στοιχεία της Πόλης;» και «Πώς μοιράζεται αυτό το «ψωμί» στα επί μέρους στοιχεία;». Τα τελευταία δύο ερωτήματα σχετίζονται με το κατά πόσον υπάρχουν περιθώρια εξελίξεων ή βαλτώματος, στασιμότητας για τους κατοίκους της Πόλης, και αυτό αφορά το πριν (οι επί μέρους ενέργειες καθορίζονται αλλιώς στο «πριν»: δεν είναι όλοι οι χριστιανοί το ίδιο, όσον αφορά τη θέση τους στην ιεραρχία της εξουσίας, αλλά και στο παραγωγικό σύστημα), και το μετά.
Μονοπάτια συνέχειας και ασυνέχειας
Η ενέργεια των πόλεων δεν κρατάει μόνο όσο οι πόλεις είναι ζωντανές- κι αυτό αφορά και κάποια επί μέρους ενεργειακά πεδία προηγούμενων φάσεων των πόλεων. Συχνά συνεχίζει να υπάρχει για πολύ καιρό (ή για λίγο- εξαρτάται από το βάρος της πόλης στον γενικότερο ή τον τοπικό πολιτισμό, καθώς και τις επικρατούσες κάθε φορά συνθήκες) στο συλλογικό φαντασιακό, εμπνέοντας, τρομάζοντας, πάντως επηρεάζοντας τα πράγματα.
Πάντως, όσο το «πριν» είναι σχετικά κοντά από χρονική άποψη ή όταν η ίδια δύναμη που κατέστρεψε το «πριν» συνεχίζει να απειλεί και σήμερα, το συλλογικό φαντασιακό συνδέεται με βιώματα και σύγχρονες καταστάσεις, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζεται η ένταση αυτού του ενεργειακού πεδίου. Για τα καθ’ημάς, η περίπτωση της Σμύρνης- όπως φυσικά και της υπό κατοχή Κύπρου- είναι χαρακτηριστική.
***
Βεβαίως, υπάρχουν περιπτώσεις πόλεων που υφίστανται όχι μόνο μια μορφή βίας που επιχειρεί να ισοπεδώσει την προηγούμενη ταυτότητά της, αλλά αλεπάλληλες βίες, διαφορετικού τροπισμού η μία από την άλλη. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι η πόλη Λβιβ (Lviv) στη σημερινή Ουκρανία, που είναι απομακρυσμένη γεωγραφικά από το πεδίο του πολέμου με τους Ρώσους. Η πόλη αυτή βρίσκεται σε μια πολύ ρευστή περιοχή από πλευράς διεκδικήσεων ισχυρών γειτόνων. Όσον αφορά τα καθ’ημάς, οι Ορθόδοξοι χριστιανοί, τον καιρό της οθωμανικής κατάκτησης της είχαν δώσει το όνομα «Λεοντόπολις» και είχαν διαρκείς επαφές, παρά το γεγονός ότι η Καθολικής Εκκλησίας είχε εγκαταστήσει εκεί την έδρα της Ουνίας, η οποία επικαλούμενη τη Σύνοδο της Φερράρας όπου οι βυζαντινοί αποδέχτηκαν την Ενωση των εκκλησιών προκειμένου να τους βοηθήσει η Δύση κατά των Οθωμανών, κρατούσε το ορθόδοξο τυπικό μα αναγνώριζε τον Πάπα ως αρχηγό της. Η διατήρηση της έδρας της Ουνίας εκεί μέχρι σήμερα συνιστά ένα είδος συνέχειας, μα δεν ισχύει το ίδιο για το κύριο πεδίο των εξελίξεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι με κάθε αλλαγή καθεστώτος αλλάζει το όνομα της πόλης: Lemberg επί Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, Lwóv όταν οι Πολωνοί κατέλαβαν την πόλη μετά τη λήξη του Ά Παγκοσμίου Πολέμου, Lvov επί Σοβιετικής Ένωσης, Lviv επί Ουκρανίας. Οι αλλαγές δεν αφορούν μόνο το όνομα, μα και της επίσημης- αν όχι και της ομιλούμενης γλώσσας-, όπως και μαζικές διώξεις τμημάτων των πληθυσμών που εκτιμάται ότι δεν είναι συμβατοί με τη νέα κατάσταση. Οι φρικτές διώξεις του εβραϊκού πληθυσμού, που μέχρι τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο συνιστούσε σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της πόλης, όπως ενορχηστρώθηκαν από τους Ναζί όταν κατέλαβαν το Lwóv, με συμμετοχή ντόπιων, και έχουν αποτυπωθεί σε φωτογραφίες τρόμου και κατάπτωσης, είναι από τις μαύρες σελίδες της Ιστορίας εκείνου του τόπου.
Μία πόλη τόσο πολλαπλά κατεστραμμένη πολιτιστιακά- οι καταστροφές δεν αφορούν τόσο τα κτίρια, που χρησιμοποιούνται κάθε φορά από την επόμενη κατάσταση- είναι δύσκολο να εμπνεύσει έναν φωτεινό πολιτισμό των φαντασμάτων για οποιαδήποτε παρελθούσα συνιστώσα, που να μπορεί μάλιστα να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κοινό. Το βιβλίο «City of Lions, Portrait of a City in two acts: then and now που κυκλοφόρησε το 2023 στο Λονδίνο το 2023 από τον οίκο « Pushkin Press» προσπαθεί να μαζέψει τα θραύσματα του παρελθόντος, παρουσιάζοντας δύο κείμενα ανθρώπων που σχετίζονται με την πόλη: του σημαντικού Πολωνού ποιητή Józef Wittlin, που έφυγε για πάντα την Αμερική με την έναρξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου και γράφοντας αναπολεί το Lwów, και του εβραϊκής καταγωγής Philippe Sands, καθηγητή της Νομικής στο University College του Λονδίνου, που επισκέπτεται το σημερινό Lviv αναζητώντας ίχνη της παρουσίας της εξοντωθείσας οικογένειάς του εκεί. Δύο πολύ ενδιαφέρουσες, και πολύ έντονα συναισθηματικά φορτισμένες προσωπικές προσεγγίσεις, που πάντως έχουν σχέση με τη ρήξη παρά με τη συνέχεια.
Ασφαλώς, οι περιπέτειες των ανθρώπων αφήνουν τα ίχνη τους, κάποιες φορές διά της λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημα «Ταράς Μπούλμπα» του Νικολάϊ Γκόγκολ, δεν έπαψε να προκαλεί το ενδιαφέρον από το 1842 μέχρι σήμερα (στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει από την Ελληνική Εκδοτική, τις εκδόσεις Καστανιώτη, τον Ζαχαρόπουλο, πιθανότατα και από άλλους εκδότες). Εξελίσσεται στις περιοχές της Πόλης των Λεόντων κατά τη διάρκεια των λυσσωδών πολέμων μεταξύ των καθολικών Πολωνών και των ορθόδοξων Κοζάκων. Το έργο, που θεωρείται από τα κορυφαία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εισάγει ως πρωταγωνιστή τον λαϊκό παράγοντα, και παράλληλα αναδεικνύει τις περιπλοκές των ανθρώπινων σχέσεων σε καταστροφικές συνθήκες, με τον έρωτα του γιού του Ταράς Μπούλμπα και της κόρης εξέχοντος παράγοντα των καθολικών δυνάμεων.
Οι πόλεις με τις περιπέτειες της Πόλης των Λεόντων είναι πολυάριθμες στην Ιστορία. Το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο «Microcosm- Portrait of a Central European City» των Norman Davies και Roger Moorhouse, εκδόσεις Jonathan Cape, αφορά την τραχιά ιστορία της πρωτεύουσας της Σιλεσίας, που σήμερα ανήκει στην Πολωνία, που αναλόγως του κατακτητή της είχε άλλο όνομα, μεταξύ των οποίων Vratislava, Vraclav, Vretslau. Στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν υπό την κυριαρχία των Ναζί με το όνομα Breslau, και υπήρξε από τις πόλεις- κάστρα του Χίτλερ που αμυνόταν ακόμα και μετά την παράδοση του Βερολίνου κατά των Σοβιετικών. Μετά τη λήξη του πολέμου, ο πολυάριθμος γερμανικός πληθυσμός της πόλης μετακινήθηκε αναγκαστικά στη Γερμανία, και αντικαταστάθηκε από κύματα Πολωνών που μετανάστευσαν εκεί, οπότε και η πόλη απέκτησε το σημερινό της όνομά της Wroclaw. Σε κάθε περίπτωση, η ακμάζουσα- πριν από τη ναζιστική κατάκτηση- εβραϊκή κοινότητα είχε εξολοθρευτεί. Σύγχρονες πολωνικές σειρές και ταινίες, που προβάλλονται στο Netflix, αναφέρονται στην αιματηρή και σκοτεινή διάσταση του παρελθόντος της πόλης.
Πρέπει οπωσδήποτε να σημειώσουμε ότι και αν ακόμα η κατοχύρωση της έννοιας της συνέχειας είναι προβληματική για μια πόλη, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή δεν μπορεί να ανθίσει ως μια σύγχρονη κατάσταση, και αυτό έχει τη σημασία του για την προσέγγισή μας. Σ’αυτή την περίπτωση, πρόκειται πάντως για μια πόλη χωρίς σημαντική άϋλη περιουσία.
***
Δεν είναι απαραίτητο να έχει υπάρξει μια πόλη πολυκατεστραμμένη για να μην έχει άϋλη περιουσία. Οι (εντελώς) καινούριες πόλεις (New Towns) που κατασκευάστηκαν κατά κόρον στην Αγγλία, με πρώτη και καλλίτερη τη Milton Keynes, πολυδιαφημισμένες τότε ότι σηματοδοτούν εμπράκτως μια νέα εποχή, δεν διαθέτουν εκ των πραγμάτων την άϋλη περιουσία της συνέχειας, αφού όντως οικοδομήθηκαν «εκ του μηδενός». Ενδέχεται οι κάτοικοί τους να ζουν μια πολύ ποιοτική ζωή, καθώς οι οικονομικοί δείκτες των περισσότερων από αυτές τις πόλεις είναι υψηλοί, μα τέτοιες περιοχές δεν προκαλούν εύκολα το ενδιαφέρον των άλλων, οπότε δεν συμπεριλαμβάνονται στα τουριστικά ή άλλα πρόγραμμα των επισκεπτών στην Αγγλία. Από μια άποψη μάλιστα, η Πόλη των Λεόντων στην οποία προαναφερθήκαμε, έχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από αυτή την άποψη, καθώς ο ιστορικός πλούτος των κτιρίων της που διατηρήθηκαν, είναι σημαντικός.
Αλλά ακόμα κι’αυτό, η σημερινή σημασία των κατασκευών που έχουν απομείνει από παλαιότερες εποχές δεν είναι μονότροπη. Πέραν της απαξίωσής τους από επιχειρηματίες που θέλουν να χτίσουν στη θέση τους κάτι το καινούριο, και πέραν της ανάδειξής τους από την αρχαιολογία και άλλες επιστήμες του ανθρώπου, υπάρχουν και άλλες, διαφορετικές προσλήψεις. Ενίοτε υπάρχει τόση ασυνέχεια με τα προηγούμενα, που θεωρούνται-ακόμα περισσότερο όταν είναι σε κατάσταση χρόνιας εγκατάλειψης- αλλόκοτα, ξένα, ακόμα και ως επίφοβες «μαύρες τρύπες» στην όποια συνηθισμένη κανονικότητα. Είναι χαρακτηριστικά τα κείμενα τα λεγόμενα «Πάτρια της Κωνσταντινουπόλεως» με περιγραφές των εγκατελειμένων αρχαίων μνημείων που είχε μεταφέρει για να κοσμήσει την πρωτεύουσά του ο Μέγας Κωνσταντίνος. Οι άνθρωποι της εποχής των κειμένων (κυρίως του 7ου, 8ου και 9ου αιώνα), μιας ανήσυχης και ενίοτε φοβισμένης Αυτοκρατίας εξ αιτίας των πολλών εξωτερικών απειλών, τα έβλεπαν κυριολεκτικά ως αλλόκοτα και ξένα.
Η εγκατάλειψη συνδέεται με την αποξένωση, και τελικά με τη ρήξη της συνέχειας. Κάποιες σχετικά πρόσφατες εμπειρίες αναστήλωσης μου το κατέδειξαν συγκεκριμένα, στο πεδίο. Η πρώτη αφορά το Μέγαρο Βόντελα στη Λήμνο- ένα μαγικό χάλασμα όπως το πρωτοαντίκρυσα με τη φεγγαράδα, μα για κάποιους ανθρώπους που έμεναν στη Μύρινα ήταν φόβιο και γεμάτο φαντάσματα. Όταν κάναμε την έρευνα για την αναστήλωση του επιβλητικού Μεγάρου Τσανακλή στην Κομοτηνή, μας είπαν κάποιοι ότι κατά τη διάρκεια της (φριχτής) βουλγαρικής κατοχής κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου οι κατακτητές βασάνιζαν παιδιά στο υπόγειο, και κάποια άστατα βράδια ακούγονται ακόμα σήμερα οι φωνές τους. Η έκπληξή μας ήταν μεγάλη όταν διαπιστώσαμε ότι το κτίριο δεν είχε υπόγειο! Αλλά και στο ρωμαίκό Ωδείο της Νικόπολης, κατά τη διάρκεια της μελέτης για την άρση της ετοιμορροπίας αυτής της αρχαίας κατασκευής, μας έλεγαν πάλι κάποιοι πως οι ζημιές οφειλόταν σε μάχες με χειροβομβίδες κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου! Καμμία σχέση: αν είχε χτυπηθεί η κατασκευή με χειροβομβίδες η κατάσταση του μνημείου θα ήταν απελπιστική, που δεν ήταν, και επί πλέον ανακαλύψαμε ζωγραφιές Αγγλων περιηγητών του 18ου αιώνα, που έδειχναν το Ωδείο στην ίδια πληγωμένη κατάσταση με τη σημερινή. Τα κρίσιμα στατικά προβλήματα του Ωδείου οφείλονται σε έναν καταστρεπτικό σεισμό που συνέβη πολλούς αιώνες πριν.
Σ’αυτές τις περιπτώσεις, τα έργα των παλαιότερων εποχών που «χάσκουν εν κενώ» λειτουργούν πραγματικά κάποιες φορές ως «μαύρες τρύπες» και ως εμβλήματα του ανοίκειου, του ανησυχαστικού.
***
Στο κλείσιμο αυτής της παραγράφου, έχοντας ήδη αναφερθεί στις επιπτώσεις της βίας στην ασυνέχεια μιας πόλης, οφείλουμε να κάνουμε μια αναφορά στη βία που ασκείται σε καιρό ειρήνης.
Κάθε εξέλιξη, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, όπως στην περίπτωση της ριζικής μεταμόρφωσης των ελληνικών πόλεων στις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, εμπεριέχει εκ των πραγμάτων μια μορφή βίας, αφού καταστρέφει μια κατάσταση για νάρθει μια άλλη. Οι εξελίξεις όμως της ειρηνικής περιόδου γίνονται με τη συμμετοχή των ανθρώπων, ακόμα κι αν δεν είναι αυτοί που αποφάσισαν μια κατεύθυνση αντί μιας άλλης. Σ’αυτή την περίπτωση, η συνέχεια- πολιτιστική, συναισθηματική, διαγενεακή- διατηρείται, έστω κι αν το χτισμένο περιβάλλον των δύο φάσεων είναι διαφορετικό. Κοντολογίς, υπάρχει μια αίσθηση συνέχειας στην Αθήνα, ενώ στη Σμύρνη απουσιάζει εντελώς.
Οπότε;
Το πεδίο της διερεύνησης της συνέχειας ή της ασυνέχειας στη ζωή των πόλεων είναι αχανές. Αυτό που κάνουμε εδώ δεν είναι παρά μια προκαταρκτική προσέγγιση, κατά κάποιο τρόπο επιχειρούμε να ανοίξουμε το θέμα. Δεν είναι εύκολη η προσέγγιση, καθώς υπάρχουν ισχυρές γεωπολιτικές σκοπιμότητες που έχουν ισχυρό συμφέρον να ντύσουν τα πράγματα έτσι ή αλλιώς, ιδεοληψίες, φοβικές προσκολλήσεις, ακόμα και μια διανοητική οκνηρία στον χώρο των επιστημών προκειμένου να ψαχτούν τα άψαχτα ή ακόμα και αδυναμία να ερευνηθούν περιοχές για τις οποίες δεν υπάρχει χρηματοδότηση. Το πεδίο όμως είναι τόσο γόνιμο, που αξίζει την προσοχή μας προκειμένου να προσεγγίσουμε δημιουργικά τον Κόσμο.
Υπάρχουν χίλιοι δυο τρόποι να ασχοληθεί κανείς δημιουργικά με το πεδίο. Πρώτα απ’όλα, στα καθ’ημάς, είναι τόσες οι πόλεις όπου άνθισε ο ελληνισμός σε περασμένες εποχές και η συνέχεια με αυτές έχει διακοπεί ριζικά. Αυτό που έχει ενδιαφέρον σήμερα δεν είναι να συνεχίσουμε να τις βλέπουμε ακίνητες σε παρελθόντα χρόνο, μα να μελετήσουμε τις αιτίες των εξελίξεων, όπως αυτές αναπτύχθηκαν σε βάθος χρόνου και όχι ξαφνικά ως αποτέλεσμα ενός πολέμου, όπως και τους παράγοντες της μεταβολής. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη Φιλιππούπολη, τη σπουδαία αυτή πόλη και άτυπη πρωτεύουσα του πολύ ανθηρού ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας, που είναι η σημερινή βουλγαρική πόλη Πλόβντιβ. Ακριβώς γι’αυτά που ζητάμε υπάρχουν υψηλής επιστημονικής στάθμης βιβλία, μεταξύ των οποίων: “Εθνοτική συμβίωση στα Βαλκάνια: Έλληνες και Βούλγαροι στη Φιλιππούπολη, 1878- 1914” του Σπ. Πλουμίδη, εκδόσεις Πατάκη, και “Οικονομία, πολιτική και εθνική ιδεολογία, Η διαμόρφωση των εθνικών κομμάτων στη Φιλιππούπολη του 19ου αιώνα” του Ανδρέα Λυμπεράτου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Υπάρχει μια πλούσια υψηλής στάθμης βιβλιογραφία για τον ανθηρό ελληνισμό έξω από τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και του ελληνικού κράτους, μα υπάρχει ανάγκη περαιτέρων ερευνών και συνθέσεων, που θα βοηθήσουν στη συλλογική αυτοσυνειδησία μας. Υπάρχει το παράδειγμα της Σμύρνης, για την οποία- όπως ήταν φυσικό- η έμφαση των μελετών αφορά την Καταστροφή του 1922 και τα έργα και ημέρες της λαμπερής ελληνικής κοινότητας, που είχε φτάσει στο απόγειό της τις δεκαετίες πριν από την τραγική κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Πολύτιμα όλα αυτά, αλλά πόσο πολύτιμες θα ήταν και μελέτες που να απαντούν σε ερωτήματα όπως: πόση διάρκεια είχε η εκρηκτική ανάπτυξή της πόλης καθ’εαυτής, αλλά και της νεοελληνικής διάστασής της; Έχει η Σμύρνη τις ρίζες της Κωνσταντινούπολης;
Ακόμα πιο σημαντικό: ακμαιότατος ο ελληνισμός της Σμύρνης στην αρχή του 20ου αιώνα, μα δεν ήταν μόνος του στην πόλη. Υπήρχε σοβαρό μουσουλμανικό ποσοστό του πληθυσμού, με τη δυναμική του, όπως υπήρχε και σοβαρό ποσοστό λεβαντίνων- όπως ονομαζόταν οι χριστιανοί της Ανατολής της Μεσογείου- οι επιχειρηματικές δυνατότητες των οποίων ήταν πολύ μεγάλες, με την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων. Μια συνολική Ιστορία του πληθυσμού της Σμύρνης εκείνης της εποχής θα ήταν εξαιρετικά διαφωτιστική για τις θεωρήσεις μας.
Με την ευκαιρία: μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Βασίλη Κολώνα «Σμύρνη, 1870- 1922, Πόλη και Αρχιτεκτονική», εκδόσεις University Press, με μια σοβαρή φωτογραφική τεκμηρίωση των επιφανών κτιρίων του ελληνισμού της Σμύρνης. Ακολουθώντας την προηγούμενη ανάλυση, θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να υπάρξει ένα βιβλίο που να πάει πιο πέρα από την εστίαση μόνο στον ελληνισμό: με βάση τα κτίρια κάθε λογής να αναδειχθεί ο συσχετισμός των επί μέρους κοινοτήτων της πόλης, και η δυναμική των δραστηριοτήτων τους. Ενδιαφέρον βιβλίο για μια τέτοια θεώρηση είναι το βιβλίο «Levant: Splendour and Catastrophe on the Mediterranean» του Philip Mansel (που έχει γράψει άλλο βιβλίο για την Κωνσταντινούπολη), που εξετάζει τη Σμύρνη σε συσχετισμό με την Αλεξάνδρεια και τη Βυρηττό, ως πόλεις που άνθισαν με τον τρόπο που άνθισαν, για μια συγκεκριμένη περίοδο της Ιστορίας της περιοχής.
***
Οι διερωτήσεις σε σχέση με τις συνέχειες και ασυνέχειες των πόλεμο, είναι ατελείωτες, και κάθε μια από αυτές μπορί να ανοίγουν πύλες προς νέες προσλήψεις:
-Ποια η πρόσληψη των πόλεων που γεννήθηκαν και ξανααντίκρυσαν μόνον όταν ξαναγύρισαν στην Ελλάδα οι πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου, 25 ή 30 χρόνια μετά;
-Ποια η πρόσληψη των γερμανικών πόλεων από τους Έλληνες μετανάστες που ξενιτεύτηκαν εκεί για πολλά χρόνια, μπορεί και για ολόκληρη τη ζωή τους; Ή την πρόσληψη των πόλεων και των χωριών που άφησαν πίσω τους;
– Η πρόσληψη των ελληνικών πόλεων από τους πρόσφυγες και μετανάστες που εγκαθίστανται στην Ελλάδα;
Και όπως ήδη γράψαμε, οι δημιουργικές διερωτήσεις δεν έχουν τελειωμό. Υπάρχουν ιστορικά βιβλία που συνεισφέρουν σ’αυτή τη διεργασία. Αξίζει να αναφερθεί εδώ και το βιβλίο «Οι μετανάστες» της Πολύμνιας Αθανασιάδη, εκδόσεις Εστία, που συνεισφέρει με καινοφανή τρόπο στους προβληματισμούς και τις διερωτήσεις για το θέμα
***
Για να συνοψίσουμε τα μέχρι τώρα:
-Από καθαρά τεχνική άποψη, η συνέχεια στη ζωή μιας πόλης, εφ’όσον- ανεξαρτήτως της φύσης της εξουσίας- εξακολουθεί να λειτουργεί ως ενεργειακός κόμβος στο παραγωγικό σύστημα της περιοχής ή ευρύτερα. Αυτό αφορά τον τρόπο που μια πόλη «βγάζει το ψωμί της»
-Ο Πολιτισμός των κατοίκων της πόλης – ή και οι επί μέρους πολιτισμοί συλλογικοτήτων της πόλης- έχει μεν τα δικά του χαρακτηριστικά, και τη δική του δυναμική, όπως αυτά επηρεάζονται σε σχέση με τη συγκεκριμένη πόλη, έχει τη δυνατότητα- εφ’όσον διαθέτει ικανό υπόβαθρο- να διαχέεται σε ευρύτερα περιβάλλοντα, πέραν της πόλης.
Αυτό συνεπάγεται ότι ακόμα και αν με τη βία διακοπεί η συνέχεια του Πολιτισμού- συνολικά ή επί μέρους συλλογικοτήτων- σε σχέση με μια συγκεκριμένη πόλη, μπορεί να υπάρξει συνέχεια αλλού, σε συγχρωτισμό με καινούρια περιβάλλοντα.
Όλα μας ενδιαφέρουν, μα αυτές οι συνέχειες αλλού ενδιαφέρουν πιο πολύ, όχι μόνο γιατί η ιδέα ότι «υπάρχει μετά θάνατον ζωή» είναι παρηγορητική, μα κυρίως επειδή έτσι ανοίγουν οι πύλες της δημιουργίας και των δυνατοτήτων.
Και για να μην υπάρχουν παρανοήσεις: η συνέχεια δεν είναι πανάκεια, πολύ περισσότερο μια συνέχεια περίκλειστη έναντι των όποιων επιρροών. Όπως γράφει η Josephine Quinn, καθηγήτρια της αρχαίας ιστορίες στη Οξφόρδη: «Καμμιά συλλογικότητα δεν είναι νησί, εκτός αν βρίσκονται εκεί για πολύ καιρό και δεν έχουν επινοήσει τις βάρκες. Ευτυχώς: χωρίς καινούριες σχέσεις μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων, ανταλλάσοντας παράξενες ιδέες, δεν θα είχαμε οποιαδήποτε εξέλιξη.
Μας ενδιαφέρει η συνέχεια- γιατί έτσι δεν ξεκινάς από το μηδέν- μα η συνέχεια που είναι ανοιχτή σε επιρροές, ιδανικά υπέρ του υπέρτατου αγαθού, την κατά τον Αριστοτέλη ευδαιμονία.
(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Πρόσφατα βιβλία του είναι «Ο πολιτισμός των φαντασμάτων» και «Ηδονική Γεωγραφία» από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Υπό έκδοση είναι το καινούριο του βιβλίο «Μεθόριος- η αυτοκρατορία των ορίων».