Νικόλας Σεβαστάκης.
Να διαβάζουμε Νίτσε; Το ερώτημα επανέρχεται τακτικά από τις αρχές του εικοστού αιώνα όταν ο «νιτσεϊσμός» γινόταν συρμός στους κύκλους της καλλιτεχνικής και λόγιας Ευρώπης επηρεάζοντας πνεύματα τόσο διαφορετικά όσο ο Σορέλ, ο Ζιντ ή ο Νίκος Καζαντζάκης. Και βέβαια είναι ερώτημα που δεν μπορεί να έχει μία και μοναδική απάντηση. Γιατί ο Νίτσε συνδέθηκε με διαφορετικούς αισθητικούς και φιλοσοφικούς τρόπους: με τον ανορθολογικό ρομαντισμό και τον ριζικό εμπειρισμό, με την αποθέωση της φιγούρας του Καλλιτέχνη και την εξέγερση εναντίον της φιλελεύθερης δημοκρατίας, με την αντιθρησκευτική πολεμική και το εγκώμιο της «ηθικής των ευγενών».
Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, η άνοδος και η πτώση του εθνικοσοσιαλισμού εν μέσω ερειπίων και φρίκης είχε σοβαρή επίδραση στη δεξίωση του «νιτσεϊσμού» στην Ευρώπη. Στη Γερμανία, με την εξαίρεση στενών κύκλων πανεπιστημιακών και συγγραφέων, η κληρονομιά θεωρήθηκε πολιτικά ύποπτη και πάντως απρόσφορη για το έργο μιας κριτικής θεωρίας της σύγχρονης κοινωνίας. Οι ριζοσπάστες νέοι του ΄60 διάβαζαν Έγελο και Φρόυντ μέσα από τα έργα της σχολής της Φρανκφούρτης, όχι Νίτσε. Στη Γαλλία, ωστόσο, θα συμβεί η αντίστροφη κίνηση: καινοτόμες αναγνώσεις της νιτσεϊκής σκέψης θα περάσουν και θα ασκήσουν επιρροή μέσα από τον Φουκώ, τον Ζιλ Ντελέζ και βεβαίως με την παριζιάνικη υποδοχή της περιβόητης «σκέψης του Είναι» του Χάιντεγκερ.
Αργότερα, μετά τη δεκαετία του ΄80, τη σκυτάλη παίρνουν οι Αμερικανοί «μεταδομιστές» και νεότερες τάσεις της πολιτισμικής θεωρίας που ζωγραφίζουν έναν διαφορετικό Νίτσε: τον στοχαστή του αγώνα και της ριζικής ενδεχομενικότητας, τον Νίτσε που επιτίθεται στα θεμέλια και στους κώδικες της δυτικής μεταφυσικής.
Με αυτές τις σύντομες και σχηματικές αναφορές, επανέρχομαι λοιπόν στο ερώτημα: έχει νόημα να διαβάζουμε Νίτσε στην Ελλάδα του 2015;
Το βέβαιο είναι ότι ο Έλληνας αναγνώστης έχει πια τη δυνατότητα να διαβάσει όλο τον Νίτσε και με αυτό τον τρόπο να διαμορφώσει τη δική του κρίση μέσα από τις σελίδες του Γερμανού φιλοσόφου. Η έκδοση των Απάντων, μεταφραστικός άθλος του Ζήση Σαρίκα στις εκδόσεις Πανοπτικόν, είναι ένα πνευματικό γεγονός για την ελληνική «φιλοσοφική αγορά». Στη χώρα μας η δυναμική επέκταση του πεδίου της μετάφρασης χαρακτηρίζεται ακόμα και σήμερα από ένα πνεύμα επιλεκτικού υποκειμενισμού: μεταφράζονται πολλά και εξαιρετικά κείμενα αλλά με πολλά κενά και παραλείψεις σε συντακτικά και θεμελιώδη έργα της δυτικής γραμματείας. Στον Νίτσε, άλλωστε, υπάρχει μια πλούσια εμπειρία μεταφράσεων με μεγάλο βάθος χρόνου από τον Γιάννη Καμπύση, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Ιωάννη Ζερβό και τον Κωστή Μεραναίο ως την Λίλα Τρουλινού, τον Πέτρο Γιατζάκη, την Ελένη Καλκάνη και πολλούς ακόμα τα τελευταία δέκα χρόνια. Η απουσία μιας ενιαίας γλωσσικής αίσθησης στην απόδοση των γραπτών ενός στοχαστή –δεν μιλώ εδώ για το δόκιμο ή όχι των εκάστοτε μεταφραστικών προτάσεων– δημιουργεί όμως προβλήματα στη μετάδοση της γνώσης και στην αποτίμηση του έργου του.
Η ολοκλήρωση των Απάντων του Νίτσε απαντά λοιπόν θετικά στο ερώτημα για την «ευκαιρία» που έχουμε να διαβάζουμε τον Νίτσε στην ολότητά του. Το άλλο σκέλος του ερωτήματος οδηγεί ξανά στη συζήτηση επί της ουσίας· για τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν έναν στοχασμό σε διαρκή κίνηση, ευάλωτο σε θυμικές εντάσεις και παράδοξα, ικανό, τέλος, να προκαλεί αρνητικά και θετικά τον αναγνώστη του. Ας μη το ξεχνάμε όμως: ο Νίτσε υπήρξε εμφατικά αντιδημοκράτης και ειρωνικός επικριτής των εξισωτικών και κοινωνικά μεταρρυθμιστικών φιλοσοφιών της νεωτερικής εποχής. Απεχθανόταν τον Ρουσσώ και αποδοκίμαζε τον Μιλ, τον Καντ, τον αστικό φιλελευθερισμό και τους σοσιαλισμούς όλων των αποχρώσεων. Την ίδια στιγμή όμως το έργο του είναι σπαρμένο με τα άνθη μιας τρυφερής βιοσοφίας, μιας σοφίας ευαίσθητης στα αιτήματα «αυτοδημιουργίας» που έχουν τα άτομα των αστικών και δημοκρατικών εποχών. Επιπλέον, οι σκέψεις του για τον ευρωπαϊκό μηδενισμό, την κρίση της κουλτούρας και το πρόβλημα των αξιών στη νεωτερικότητα προαναγγέλλουν τη δική μας πολιτισμική συνθήκη και τις αντινομίες της.
Αν λοιπόν οι «νιτσεϊσμοί» του παρελθόντος δεν έχουν πια νόημα ούτε και θέση στο παρόν μας, τα κείμενα του στοχαστή διατηρούν αμείωτο το αναγνωστικό τους ενδιαφέρον. Μαζί με την ικανότητα να δημιουργούν ευπρόσδεκτα ρήγματα στους τετριμμένους τρόπους κατανόησης του zeitgeist και στους νεκραναστημένους δογματισμούς μας.
Εξαιρετικές οι μεταφράσεις του Σαρίκα, εύστοχος ο Σεβαστάκης πάντα