της Βαρβάρας Ρούσσου
Η θέση μου είναι πως η νόσος δεν αποτελεί μεταφορά και πως ο ασφαλέστερος τρόπος να αντιμετωπίζουμε τη νόσο -και ο υγιέστερος να νοσούμε- είν’ ένας τρόπος στον υπέρτατο βαθμό αποκαθαρμένος από τη μεταφορική σκέψη και ένα τρόπος που προβάλλει σε αυτή τη σκέψη τη μεγαλύτερη αντίσταση.». Αυτά σημειώνει περιεκτικά και εύστοχα η Σούζαν Σόνταγκ στο εμβληματικό πλέον έργο της Η νόσος ως μεταφορά. Το AIDS και οι μεταφορές του.
Η γενναία αυτή διατύπωση ωστόσο παράγει μια σειρά ερωτημάτων για τον ασθενή και το περιβάλλον του. Με πόση δυσκολία και φόβο περιβάλλεται ακόμη και η εκφορά του ονόματος ορισμένων νόσων όπως ο καρκίνος; Με πόση αμηχανία αντιμετωπίζονται οι πάσχοντες από βαριά ή και ανίατα νοσήματα; Σε ποιο βαθμό περιθωριοποιούνται οι ασθενείς; Ας ανακαλέσουμε εδώ τον τρόπο που περιθωριοποιήθηκαν τα πρώτα θύματα του HIV και με πόση αντίστοιχα ανακούφιση ο μη γκέι πληθυσμός όρισε το AIDS ως μάστιγα μόνο των αχαλίνωτων στο σεξ ομοφυλόφιλων απομακρύνοντάς το από το πλειοψηφικό στρέιτ σώμα. Η νόσος ταυτίζεται με το κακό, το δυσοίωνο, την ανικανότητα, το θάνατο και μοιάζει να σκοτώνει ακόμη και μόνον όταν κατονομάζεται.
Για να ανταπεξέλθει το άτομο που νοσεί στη πρόσθετη τεράστια δυσκολία της ψυχικής οδύνης που επιβαρύνει τον ενδεχόμενο σωματικό πόνο επιστρατεύονται ψυχολόγοι, ψυχίατροι και αγωγή. Η απώλεια της υγείας δεν σημαίνει μόνο τον αγώνα για την πιθανή αποκατάστασή της αλλά την συμπόρευση με την θλίψη και την προετοιμασία για το θάνατο.
Ορισμένες από τις ασθένειες δεν είναι άμεσα θανατηφόρες αλλά εκφυλιστικές και συνεπώς οδηγούν αργά αλλά με βεβαιότητα στην ανικανότητα (παραλυσία, -ημιπληγία και κυρίως τετραπληγία-, τυφλότητα, κ.ά. ήτοι αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης). Σε τέτοιες περιπτώσεις και κυρίως με την ορατότητα τέτοιων ασθενειών και την ειδική συνθήκη που διαμορφώνεται γύρω από το πάσχον άτομο, το καθεστώς αντιμετώπισής τους από το κοινωνικό σύνολο, που ορκίζεται στον ικανοτισμό και τη νευροτυπικότητα, μεταβάλλεται: από το φόβο του θανάτου και το μίασμα η αντίδραση εστιάζεται στον οίκτο για την μη-ικανότητα.
Στο έργο του ο Φουκώ έθεσε τις βάσεις για τη βιοεξουσία και εξέτασε τους μηχανισμούς εξουσίας που ανάγουν τους λόγους της ιατρικής και γενικά τη βιοιατρική επιστήμη σε ένα πλαίσιο κανονιστικών λόγων και πρακτικών που επιβάλλουν την υγεία και την ακεραιότητα των σωμάτων. Η συναρμογή λόγων και πρακτικών, θεσμών και αξιών δηλαδή εξουσίας και γνώσης με στόχο την εποπτεία και διαχείριση της υγείας του ανθρώπινου σώματος, ως πλαίσιο γίνεται πιεστικό για τον ασθενή παρότι η βιοιατρική λειτουργεί προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης ή της συνδρομής στην ασθένεια.
Ένα διαφορετικό πεδίο μελέτης συνιστούν τα αυτοάνοσα νοσήματα, εκείνα δηλαδή που συνδέονται με το ανοσοποιητικό σύστημα καθώς εδώ οι τρόποι με τους οποίους το σώμα αναγνωρίζει το οικείο ως κανονικό αλλά και το οικείο ως ξένο-παθολογικό θέτουν ζητήματα ενσώματου εαυτού. Και πάλι, σε επίπεδο λόγου, η μεταφορά για το λόγο της υγείας και της αρρώστιας θέτουν στο κέντρο το σύνθετο σώμα που είναι ο εαυτός.[1]
Στη λογοτεχνία την πρωτεύουσα θέση, εκτός των ψυχικών ασθενειών, επέχει η εξιδανικευμένη, ευγενής νόσος της φυματίωσης και η παρουσία της σε πολλές περιπτώσεις έχει μελετηθεί εξονυχιστικά. Ο καρκίνος έχει επίσης αποτελέσει ένα γόνιμο θεματικό πεδίο καθώς μάλιστα δεν εντοπίζεται σε συγκεκριμένα όργανα του σώματος αλλά μπορεί να πλήξει οποιοδήποτε σημείο και με διαφορετικές ορατές ή μη συνέπειες. Ασθένειες που μπήκαν στο λεξιλόγιό μας στην ύστερη νεωτερικότητα, και μάλιστα πρόσφατα, όπως μυασθένειες, Αλτσχάϊμερ (παλαιότερα ταυτισμένο μόνο με τη γεροντική άνοια κατά συνέπεια με τη φυσική γήρανση) ή η σκλήρυνση κατά πλάκας έχουν ευάριθμες αναπαραστάσεις στη λογοτεχνία.
Ειδικότερα, για τη Σκλήρυνση Κατά Πλάκας (ΣΚΠ), εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζω, κυκλοφορούν το μυθιστόρημα της Κύπριας Μαρίας Πυλιώτου Λεώνη (2012, Πατάκης) που απευθύνεται κυρίως σε έφηβους ενώ έχει εκδοθεί και η συλλογική ανθολογία «ποίησης και ποιητικής πρόζας» Λόγια ελπίδας (2011, Μπαρμπουνάκης) που προέκυψε από ανοιχτό κάλεσμα με επιμέλεια Αναστασίας Γκίτση και Κωνσταντίνου Ζορμπά.
Πριν λίγες εβδομάδες προστέθηκε η ποιητική συλλογή ΣΚΠ της Χριστίνας Λιναρδάκη. Το νέο αυτό βιβλίο, πέρα από το ότι είναι επώνυμο αποτέλεσμα ενός ατόμου, συντίθεται από πρόσωπο με προϊστορία και τριβή στο χώρο της λογοτεχνίας, με ευρύ αναγνωστικό υπόβαθρο και παρουσία στην κριτική της λογοτεχνίας, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερη τη συλλογή.
Πρώτον, η φωνή εκφοράς αποκαλύπτει τον εαυτό της αποφεύγοντας εμπρόθετα και συστηματικά κάθε μεταφορά, ακριβώς με τον τρόπο που η Σόνταγκ συστήνει ως διαχείριση της νόσου. Δεύτερον, το ποιητικό υποκείμενο είναι γυναίκα οπότε η έμφυλη διάσταση στους πειθαρχικούς ορισμούς της αρτιμέλειας και ικανοτισμού αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς η ενσώματη γυναικεία εμπειρία μπορεί να απαξιωθεί τόσο ως εμπειρία όσο και αναφορικά με τους τρόπους διαχείρισής της. Τρίτον, προσαρμόζει τους τρόπους στο βίωμα και όχι το βίωμα στους τρόπους. Επιλέγει δηλαδή την κάθετη επίθεση στο θέμα της που, όπως θα δούμε, δεν παραμένει στην ΣΚΠ αλλά ανοίγει έναν ποιητικό διάλογο και με άλλες ασθένειες έτσι που η νόσος γενικά γίνεται το γενικότερο αντικείμενο.
Η συλλογή απαρτίζεται από 36 ποιήματα σε δυο ενότητες («Ουλές» με 21 ποιήματα, «Πληγές» με τα υπόλοιπα). Η πρώτη ενότητα περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από την τρέχουσα ασθένεια ενώ οι άλλες αντλούν από παρελθοντικά βιώματα σχετικά με ασθένειες (καρκίνος της μητέρας, επιληψίες και εγκεφαλικό παππού και γιαγιάς) και με ατυχή συμβάντα της προσωπικής ζωής της ποιητικής φωνής. Συστήνεται έτσι ένα ποιητικό υποκείμενο που ωριμάζει μάλλον πρόωρα και ως εκ τούτου τραυματικά εν μέσω ασθενειών και απωλειών.
Έτσι τα 21 πρώτα ποιήματα συνθέτουν το χρονικό της ασθένειας από τον πρώτο εντοπισμό της, με τη διαδοχή εμφάνισης συμπτωμάτων, τη διάγνωση, τη συμπτωματολογία που συνιστά την ορατότητα της νόσου και επιβάλλει τη συνειδητοποίησή της, την αγωγή που δεν είναι θεραπευτική.
Ο Κάφκα έγραφε στον φίλο του Μαξ Μπροντ: «η αρρώστια μιλάει για λογαριασμό μου γιατί εγώ της το ζήτησα». Κάτι παρόμοιο ισχύει και στην περίπτωση του ΣΚΠ. Η σωματική υλικότητα προβάλλεται αφήνοντας πίσω θεωρητικά προτάγματα που εμμένουν στην πολιτισμική κατασκευή του σώματος. Ενώ επιχειρείται ο λόγος να μεταβιβαστεί απευθείας στο σώμα ταυτόχρονα φαίνεται η πρόθεση να μην προτείνεται η διχοτομία σώμα/νους αλλά η ταύτιση. Έτσι, αποφεύγεται η ωραιοποίηση της αλήθειας. Η ασθένεια είτε ως προσωπική ενσώματη εμπειρία (πρώτη ενότητα) είτε ως εγγύτερο έμμεσο βίωμα (δεύτερη ενότητα) συνδυασμένο με μια σειρά αποχωρισμών (τέλος γάμου, θάνατοι οικείων) οδηγεί μάλλον προς την ουσιαστικότερη σύνδεση με το σώμα ως πεδίο συγκρούσεων. Ωστόσο, αν και δε συνιστά συστηματική στρατηγική αποσωματοποίησης και απομάκρυνσης από το πάσχον σώμα το ποίημα «Στο αμαξίδιο» μεταφέρει την αίσθηση απώλειας της σωματικής διάστασης, την απονέκρωση του σώματος και τη μετατόπιση προς το πνεύμα/νου που σκέφτεται τη νέα αυτή σωματική κατάσταση: «Εγώ δεν είμαι/το σώμα μου// Το σώμα μου είναι/ένα κουτί/που μέσα του ζω/φυλακισμένη//[…]είναι ένα παράθυρο/ερμητικά κλειστό/που δεν μου επιτρέπει//να δω τον κόσμο». Η λιτότητα, η συντομία των στίχων με τους διασκελισμούς, τα διπλά διάκενα σιωπής, η ακριβολογία παρά τη μεταφορά (σώμα-κουτί), το επίθετο και επίρρημα (ερμητικά κλειστό) μεταφέρουν εύστοχα το στοχασμό πάνω στη νέου τύπου περίεργη σωματικότητα αλλά και την επιμονή των ίδιων πάγιων αναγκών -σωματικών και ψυχικών-: «έχει ανάγκες/να τραφεί/ να το αγαπήσουν/σαν κάθε άλλου» ακυρώνοντας εντέλει την πλήρη αποσωματοποίηση.
Οι αναφορές στα συμπτώματα («Απ’ τα πρώτα συμπτώματα», Άλλα συμπτώματα», «Επιτακτικότητα», «Ακράτεια»), τις εξετάσεις («Mediterranean Hospital» – η νέα απόσταση από τους άλλους «τους υγιείς»: «η Γη σταμάτησε ξαφνικά εκεί […] Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα») «Ηλεκτρομυογράφημα» – ο πόνος και η μεταβολή στην έννοια εκούσιο=υγιές/κανονικό-ακούσιο=νοσηρό/μη κανονικό: «σπασμένο είδωλο/αυτού που ήσουν πριν») και την αγωγή («Φάρμακα») συνοδεύεται από μια αναπλαισίωση ατόμων («Στον διάδρομο», «Στον θάλαμο», «Στη νευρολογική κλινική», «Ιατρικός ρομαντισμός») και προτεραιοτήτων. Η συνάφεια με τους υπόλοιπους πάσχοντες παράγει μια νέα οικείωση και έναν επαναπροσδιορισμό του οικείος-ξένος ενώ παράλληλα συντείνει στην αποδοχή της νόσου, όχι χωρίς οδύνη που όμως υπόκειται στα ποιήματα και δεν προβάλλεται με ρητά εκφρασμένο βαρύ συναισθηματικό φορτίο: «Στο δίκλινο/η άλλη ασθενής/[…]Κάποια μέρα απλά θα ξυπνήσει/τυφλή». Το βάρος του «απλά» ανοικειώνει τη λέξη συμπυκνώνοντας, χωρίς στόμφο, την τραγικότητα. Στο νέο αυτό πλαίσιο, εύλογα, η συλλογή αφιερώνεται «Στους συνασθενείς και τα παιδιά μου».
Ο πρόσφορος λοιπόν τρόπος για τις παραπάνω θεματικές είναι αναπόδραστα η γυμνή κυριολεξία, η αποστεγνωμένη αφήγηση και η λιτή περιγραφή που δεν αποζητά την πρόκληση λύπης ούτε επιβάλλει τον αυτοοικτιρμό αλλά λεκτικοποιεί απέριττα. Προς τούτο συντελούν οι δυο φωτογραφίες των μαγνητικών με τις λευκές εστίες, μια οπτικοποίηση της νόσου, που ενταγμένη στη συλλογή εισάγει και τη δυνατότητα εικαστικής και όχι μόνο λεκτικής αξιοποίησης, προσδίδοντας κυρίως ρεαλισμό στη συλλογή.
Καθώς το προτελευταίο ποίημα της πρώτης ενότητας τιτλοφορείται «Θεωρία» και αναφέρει -ενθέτει ουσιαστικά τονίζοντάς την με πλάγια γράμματα- την επιστημονική αντίληψη ότι: «τα αυατοάνοσα προέρχονται/από ψυχολογικά τραύματα/και συναφείς πληγές/μια δύσκολη παιδική ηλικία/ένα δυσλειτουργικό γάμο/την κοινωνική καταπίεση/το στρες», η δεύτερη ενότητα επικεντρώνεται σε αυτό το υπόστρωμα πληγών που προέρχεται από το «υγιές» παρελθόν και κρίνεται ως, σε μεγάλο βαθμό, υπαίτιο της νόσου. Έτσι, από την αιφνίδια ορατότητα της ασθένειας (καρκίνος) της μητέρας, πρόκληση φόβου και απορίας («Η περούκα»), στο θάνατό της («Της ταφής») και τη σταδιακή συνείδηση της προσωπικής ευθύνης της εαυτής («τι θα πει/μόνη σε όλα»), τη λήθη του τεθνεώτος στον κόσμο των ζώντων, την τραυματική παιδική ηλικία: «Η ρίζα της ισχνής σχέσης/με το σώμα μου/» («Phisicality») ως απαρχή της απόστασης που επέφερε ή επέτρεψε τη ρίζα της ασθένειας και η επαφή με το νοσηρό ως μια μεταβλητή της καθημερινότητας: «Ανάμεσα σε/μια κρίση επιληψίας της γιαγιάς και/μια κρίση άσθματος του παππού/[…] Οι πληγές αφήνουν ουλές/-αν κλείσουν» («Κρίσεις») και «Κι εκεί που καθόμασταν/στην κουζίνα/το κεφάλι της γιαγιάς/έγειρε αφύσικα/Άλλο ένα εγκεφαλικό/» («Η γιαγιά μου»), η ματαίωση του έρωτα ως ψευδαίσθηση γαμήλιας ευτυχίας («Πυροβολισμός», «Ερείπιο»). Όλα οδηγούν στη συστροφή στην εαυτή, στη δύσκολη σχέση με το υλικό σώμα και στο υπόβαθρο-ρωγμή απ’ όπου θα εισβάλλει σε αυτό το σώμα η νόσος.
Η επιλογή της ποίησης αντί ενός πεζού αφηγήματος αποδεικνύεται ικανότερη. Οι λυρικές στιγμές βέβαια είναι αναπόφευκτες καθώς παρά τη διανοητική επεξεργασία η κάθε ασθένεια πλήττει τη συναισθηματική πλευρά. Η Λιναρδάκη περιορίζει το λυρικό στοιχείο και το κατανέμει φειδωλά σε μερικά σημεία του βιβλίου εισάγοντας και την αναγκαία μεταφορά αλλά και πάλι με τον πλέον απογυμνωμένο τρόπο, όπως στο «ΚΝΣ» (ακρωνύμιο του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος): «Χορδή ξεκούρδιστη/που κάνει κοιλιά/στο σκάφος της κιθάρας/στην κόγχη του ματιού/το οπτικό μου νεύρο».
Η Λιναρδάκη καταθέτει ένα ηχηρό ποιητικό autofiction όπου επιχειρεί να μην αναπαράγει στερεότυπα περί της νόσου αλλά να την προτείνει ως απαρχή αφύπνισης: μια μορφή απόλυτης σχεδόν διαύγειας, όπως σημείωνε και ο Ντοστογιέφσκι. Εντούτοις, δεν χρησιμοποιεί την ασθένεια ως καλλιτεχνικό πρόσχημα αφαιρώντας της την κοινή παν-ανθρώπινη αλλά και έμφυλη διάσταση. Της επιτρέπει να δει τη φθαρτότητα, το εφήμερο, το αναπάντεχο της ανθρώπινης ύπαρξης επειδή αποτελεί ένα σημείο μηδέν από το οποίο μπορεί κανείς να αναστοχαστεί την προηγούμενη ζωή του και για το μέλλον: «να κάνεις κουράγιο/τι άλλο μπορείς» («Στη νευρολογική κλινική»).
[1] Βλ. Martin, Emily (1994). Flexible bodies, Boston: Beacon Press
Χριστίνα Λιναρδάκη, ΣΚΠ, εκδ. ενάντια 2024