Του Θανάση Μήνα.
Μια βιογραφία του Bruce Springsteen έχει εξ’ ορισμού ενδιαφέρον: με την εξαίρεση του Dylan, που όμως από τα τέλη του 60 και μετά προστατεύει (ή ενίοτε συσκοτίζει) με σχεδόν…πυντσονικό τρόπο την περσόνα και τον μύθο του, κανένας άλλος εν ζωή μουσικός δεν συμπυκνώνει στη δημόσια εικόνα και στο λόγο του τις αντιφάσεις της Αμερικής, της άλλης έστω Αμερικής, τόσο έντονα όσο ο Springsteen. Τραγουδοποιός-ήρωας της εργατικής (ή έστω της μικρομεσαίας) τάξης ή μέρος του star system; Αμφισβητίας ή απολογητής του Αμερικάνικου Ονείρου; Ρεαλιστής ή ρομαντικός; Αφεντικό (the Boss) ή σύντροφος;
Γνώμη μου είναι ότι ο Springsteen πρεσβεύει όλα τα παραπάνω συγχρόνως, όμως εν τέλει είναι στη σωστή πλευρά, και η διαπίστωση αυτή δεν αφορά μόνο στη μουσική του προσφορά (τουλάχιστον τρεις-τέσσερις δουλειές του αξιώνουν μια θέση ανάμεσα στα σπουδαιότερα rock albums των τελευταίων σαράντα χρόνων). Στο ίδιο συμπέρασμα κατατείνει και η βιογραφία του Πίτερ Έιμς Κάρλιν. Δύο λόγια πρώτα για τον συγγραφέα: ο Κάρλιν αρθρογραφεί τακτικά στους N.Y Times και στο περιοδικό The People. Δοκιμασμένος βιογράφος μουσικών του rock, είναι μεταξύ άλλων ο συγγραφέας της πιο διεισδυτικής βιογραφίας (από αυτές που έχω τουλάχιστον υπόψη μου) της ιδιοφυΐας που ακούει στο όνομα Brian Wilson.
Το υλικό στο βιβλίο του Κάρλιν είναι διαρθρωμένο όπως συνηθίζεται στις περισσότερες μουσικές βιογραφίες που είναι γραμμένες από επαγγελματίες του είδους. Η δομή του είναι η εξής: παιδικά-εφηβικά χρόνια-οικογενειακές σχέσεις/ νεανική περίοδος του μουσικού/ δρόμος προς την καταξίωση/ εποχή της δόξας/ εποχή της ωριμότητας. Στην αφήγησή του δεν υπάρχουν κενά. Βοηθά και το γεγονός ότι το βιβλίο γράφτηκε με την έγκριση του Springsteen και ο συγγραφέας είχε πρόσβαση στο αρχείο του τελευταίου, ενώ σχεδόν όλοι οι μουσικοί, παραγωγοί, μάνατζερ, στελέχη της δισκογραφίας κλπ., που σχετίστηκαν με τον Bruce, καταθέτουν τις δικές τους μαρτυρίες. Οι δικές τους διηγήσεις εξάλλου προσδίδουν στο κείμενο τη ζωντάνια και την αμεσότητα του προφορικού λόγου.
Απ’ όλους τους επιμέρους σταθμούς της ζωής και της καριέρας του Springsteen, τους οποίους ο συγγραφέας εξετάζει διεξοδικά, για μένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ακόλουθοι:
Πρώτο, το πορτρέτο του rocker σε νεαρή ηλικία, δηλ. τα παιδικά-εφηβικά του χρόνια στο εργατικό New Jersey, που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του μαζί με τα πρώτα του ακούσματα (Elvis και rock n’ roll του 50, Beatles και Dylan αργότερα, Phil Spector και Beach Boys, soul της Motown). Η ευαισθησία, η συμπάθεια απέναντι στην εργατική τάξη, το ταξικό ένστικτο που εμφανίζεται κατά κόρον στη στιχουργική του Springsteen, πηγάζει από τα βιώματα, τις απλές χαρές αλλά και τις στερήσεις και τους περιορισμούς της παιδικής-εφηβικής του ηλικίας. Ο Springsteen έγινε ο χρονικογράφος της καθημερινότητας στο New Jersey, τη γενέθλια πολιτεία από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Το μοτίβο του ήρωα που διατηρεί μια σχέση αγάπης-μίσους με τη γενέτειρά του απαντά προνομιακά στους στίχους του. Όπως έγραψε εύστοχα κάποιος, «υπάρχουν δύο τύποι ανθρώπων στα τραγούδια του Springsteen. Αυτοί που μένουν στην πόλη τους και σαπίζουν και αυτοί που τρέχουν για να ξεφύγουν και καίγονται».
Δεύτερο, η σχέση του με τρεις στενούς φίλους και συνεργάτες του. Καταρχάς με τον δημοσιογράφο-μουσικοκριτικό, μάνατζερ και παραγωγό Jon Landau, τον άνθρωπο που δημιούργησε τον μύθο του Springsteen με εκείνη την περίφημη, προφητική κριτική του που κατέληγε: «είδα το μέλλον του rock n’ roll και ονομάζεται Bruce Sprigsteen» (εφημερίδα The Real Paper της Βοστώνης, 1974). O Κάρλιν υπερθεματίζει ότι η αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον Landau και στον Springsteen, η οποία ξεκίνησε στο Born To Run (1975), βοήθησε σημαντικά την πορεία του τελευταίου προς την κορυφή. Η οξυδέρκεια του Landau και η γνώση του modus operandi της μουσικής βιομηχανίας, έσπρωξαν σε πολλές περιπτώσεις τον Springsteen στο να κάνει τις σωστές επαγγελματικές επιλογές, εμπορικά μιλώντας. Ας σημειωθεί ότι τα δύο πρώτα album του Bruce, πριν δηλαδή ξεκινήσει η συνεργασία του με τον Landau, παρά την αδιαμφισβήτητη καλλιτεχνική αξία τους, δεν πήγαν ιδιαίτερα καλά σε πωλήσεις (τουλάχιστον όχι όσο προσδοκούσε η Columbia).
Κατά δεύτερο λόγο, η φιλία και η επαγγελματική σχέση του Springsteen με τον σαξοφωνίστα Clarence Clemons και με τον κιθαρίστα Steve Van Zandt. Ο Κάρλιν σωστά αποδίδει τα όποια σκαμπανεβάσματα στην καριέρα του και στις μεταπτώσεις στη στάση του ίδιου του Sprinsteen απέναντι τους προαναφερθέντες μουσικούς και φίλους του. Οι δύο τους αποτέλεσαν τα πιο γερά στηρίγματα του Bruce, αποφαίνεται ο συγγραφέας. Αν ο ίδιος ο Springsteen είναι το μυαλό και η καρδιά της E Street Band, τότε οι Clemons και Van Zandt ήταν μαζί τα πνευμόνια, τα χέρια και η ραχοκοκαλιά της μπάντας. Ειδικά οι σελίδες του βιβλίου που αφορούν στον θάνατο του σαξοφωνίστα είναι από τις πιο φορτισμένες συναισθηματικά.
Τρίτο, και συνολικά πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο: η δεκαετία του 80 και ιδιαίτερα η περίοδος του Born In The USA. Το εν λόγω album πούλησε πάνω από 15 εκατ. αντίτυπα στις ΗΠΑ (και 30 εκατ. σε όλο τον κόσμο), μετέτρεψε τον Springsteen σε αληθινό super star, αγαπήθηκε όσο λίγα αλλά και παρεξηγήθηκε όσο λίγα. Η αμφίσημη ανάγνωση των στίχων στο ομώνυμο κομμάτι σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτό χρησιμοποιήθηκε (ερήμην του Springsteen) στην προεκλογική εκστρατεία του Reagan, έκανε πολλούς να καταδικάσουν τον Springsteen ως συντηρητικό, υπερ-πατριώτη, φίλο των Ρεπουμπλικάνων κλπ. Τι και αν ο Springsteen απαίτησε άμεσα και πέτυχε την απόσυρση του τραγουδιού του από τα μικροπολιτικά παιχνίδια της αμερικανικής δεξιάς; Το στίγμα έμεινε…Στην πραγματικότητα, οι στίχοι στο Born In The USA πραγματεύονται, μεταξύ άλλων, το τραύμα της επιστροφής των βετεράνων του Βιετνάμ σε μια πατρίδα αφιλόξενη (ΗΠΑ), η οποία αφού τους έστειλε να σκοτώσουν και να σκοτωθούν σε μια άλλη χώρα, στη συνέχεια τους έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Με αυτό το κρατούμενο, το τραγούδι του Springsteen προσιδιάζει περισσότερο στην οπτική αντιπολεμικών ταινιών όπως το Born on the Fourth of July του Oliver Stone για τις συνέπειες του πολέμου του Βιετνάμ παρά στην ρεπουμπλικανική αφήγηση για το ίδιο θέμα.
Έχω ενστάσεις για το Born In The USA, όπως και για τα περισσότερα albums του Springsteen στη δεκαετία του ‘80 και στις αρχές του ‘90 (δηλαδή από το αριστουργηματικό Nebraska και μετά), όμως οι ενστάσεις αυτές δεν οφείλονται στους στίχους, ούτε στην ποιότητα των συνθέσεων αυτή καθαυτή. Αλλού είναι το πρόβλημα: στην παραγωγή και στην ενορχήστρωση. Η πληθωρική χρήση των συνθεσάιζερ, ο υπερ-επαγγελματισμός στην παραγωγή και η σχεδόν ισοπεδωτική μίξη για να λειανθούν οι γωνίες και οι οξύτητες στον ήχο (προς αναζήτηση ευρύτερου ακροατηρίου) απόδιωξαν τη θερμότητα από τα τραγούδια του Springsteen. Δεν ήταν ο μόνος που την πάτησε κατ’ αυτόν τον τρόπο στα πλαστικά 80’ς. Κι άλλοι μεγάλοι, από τον Dylan έως τον Neil Young και από τον Stevie Wonder έως τους Rolling Stones, παρουσίασαν την ίδια περίοδο τα πλέον ψυχρά, τεχνοκρατικά και άνευρα albums της καριέρας τους, τα οποία έπασχαν στα ίδια ακριβώς σημεία. Όπως και να το κάνουμε, το rock n’ roll θέλει λίγη βρωμιά για να είναι rock n’ roll.
Το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου στο οποίο αξίζει να σταθώ περισσότερο είναι η περίοδος της ωρίμασης ή, αλλιώς, όπως τη χαρακτήρισε κάποιος, η περίοδος της εξιλέωσης του Springsteen, που ακολούθησε μερικά χρόνια μετά την κραυγαλέα επιτυχία του Born In The USA. Η περίοδος αυτή εγκαινιάζεται με τo album The Ghost Of Tom Joad (1995), στο οποίο ο Springsteen επιστρέφει στην εμπειρία του Nebraska, ανακαλύπτει εκ νέου την Αμερική του Στάινμπεκ και προσπαθεί να επανασυνδεθεί με τις καταβολές του, δηλ. με τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους και τα προβλήματά τους. Γίνεται ο μετριοπαθής αγκιτάτορας Springsteeen, αντλώντας από τα πρότυπα πολιτικοποιημένων τραγουδοποιών όπως ο Woody Guthrie και ο Pete Seeger. Δύσκολα πάντως θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι ο Springsteen ανήκει στην εργατική-συνδικαλιστική Αριστερά (όπως ο Guthrie) ή στη Νέα Αριστερά (όπως ο Seeger). Είναι μάλλον ένας παλαιάς κοπής φιλελεύθερος – με την έννοια που έχει το liberal στη αμερικανική πολιτική σκηνή. Ο φιλελευθερισμός του Springsteen, όπως τον αναλύει και πάλι εύστοχα ο Κάρλιν, δεν ταυτίζεται με τον νεοφιλελεύθερο συντηρητισμό των Ρεπουμπλικάνων. Αντίθετα, πηγάζει από τις ιδέες του Τόμας Πέην και του Ουώλτ Οουίτμαν και περνά αναγκαστικά μέσα από τον Θορώ. Ο ιδεαλιστής Springsteen αποστρέφεται την εκμετάλλευση, καταδικάζει την αστυνομική βία (χαρακτηριστικό παράδειγμα το American Skin που περιλαμβάνεται στο τελευταίο του album), και υπερασπίζεται τα εργασιακά δικαιώματα, το δημόσιο σύστημα υγείας, το δικαίωμα στη διαμαρτυρία, την αλληλεγγύη και τη συλλογική δράση για το κοινό καλό κ.ά. Υπερασπίζεται με άλλα λόγια το κοινωνικό συμβόλαιο και αγανακτεί με τη σημερινή αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού ύστερα από την αδυσώπητη νεοφιλελεύθερη επίθεση των τελευταίων δεκαετιών.
Ο Κάρλιν δεν κάνει αγιογραφία. Σε πολλές σελίδες του βιβλίου ασκεί κριτική στις επιλογές του Springsteen, πρόκειται όμως για μια κριτική γόνιμη που ανοίγει τον διάλογο. Επιπλέον, σε αντίθεση με άλλες βιογραφίες, από το βιβλίο ευτυχώς απουσιάζουν οι όποιες πιπεράτες αναφορές στην προσωπική ζωή του. Ο Πίτερ Έιμς Κάρλιν σέβεται την ιδιωτική ζωή του βιογραφούμενου. Τα όσα μας παραδίδει, φωτίζουν το έργο και όχι την κρεβατοκάμαρα του δημιουργού. Πρόκειται εν τέλει για μια καλογραμμένη και έντιμη βιογραφία, που δικαιούται ένας rocker όπως ο Sprinsteen.
INFO: Μπρους,
Πίτερ Έιμς Κάρλιν
Το Ροδακιό, 2013
σελ. 661
μτφ. Γιώργος Μιχαλόπουλος