του Μάνου Κουμή
Στην ιστορία της Δύσης, κάθε κρίση, οικονομική, κοινωνική ή και πολιτισμική, εκφραζόταν έκδηλα ή και υποδόρια με μεταλλαγές στο πεδίο της αναπαράστασης. Σημαίνοντα και σημαινόμενα φαίνεται να ακολουθούν πορεία αναδιάταξης, ενώ τα ιστορικά υποκείμενα πασχίζουν για την πληρέστερη και ακριβέστερη αποτύπωση της πραγματικότητας: έτσι, από την στροφή του 17ου αιώνα και την παραδοχή του Άμλετ ότι ο κόσμος έχει διασαλευθεί,[i] μέχρι και τα τολμηρά θεωρητικά άλματα των δεκαετιών ‘70 και ’80 στο τέλος του περασμένου αιώνα για την αυταξία της τέχνης, ή και την πεποίθηση ότι αποτελεί έναν αέναα αυτοπροσδιοριζόμενο οργανισμό,[ii] το ζητούμενο παρέμενε ο αλλοτριωμένος άνθρωπος της ιστορίας, το ποιόν του αληθινού βιώματος, καθώς και η εύρεση και αξιοποίηση των ορθών εργαλείων για την κατανόηση των μηχανισμών των ανθρώπινων κοινωνιών. Μπορεί, βέβαια, η γλώσσα και οι μηχανισμοί αφήγησης να αποτελούν τους αποφασιστικότερους παράγοντες διαμόρφωσης των εκάστοτε ταυτοτήτων, του κόσμου και ως εκ τούτου της πραγματικότητας, – τα όρια της γλώσσας μου καθορίζουν τα όρια του κόσμου μου, όπως το ήθελε ο Wittgenstein – οι θεωρητικές μελέτες του Πωλ ντε Μαν στο πεδίο της αυτοβιογραφίας έδειξαν τη πλάνη και την ψευδαίσθηση του υποκειμένου ως προς το απατηλό του εγχείρημα να αποτυπώσει την πραγματικότητα, τόσο του ίδιου όσο και του κόσμου.[iii]
Την ίδια περίοδο που ο Βέλγος κριτικός πρωτοστατούσε στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής και θεωρίας, ο Αμερικάνος συγγραφέας William Maxwell παρουσιάζει το έργο αντίο τώρα, τα λέμε αύριο, συμμετέχοντας σιωπηρά στη συζήτηση γύρω από τα ακανθώδη ζητήματα της λογοτεχνικής αναπαράστασης, του Ρομαντικού ψεύδους και της μυθιστορηματικής αλήθειας,[iv] εν τέλει, της σχέσης μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Η αυτοτελής έκδοσή του εμφανίζεται το 1980, και ως εκ τούτου, το έργο εμπεριέχει όλα τα στοιχεία εκείνα που συνηγορούν με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του μεταμοντερνισμού: έντονος υποκειμενισμός, ήρωες σε μεταιχμιακή σχέση πραγματικότητας και μη, εναλλαγή των λογοτεχνικών ειδών, ύφος παιγνιώδες και εξομολογητικό. Εν τούτοις, το λογοτεχνικό ταλέντο αλλά και η πολυετής τριβή πάνω στα κείμενα, στο βαθμό που υπήρξε λογοτεχνικός επιμελητής του New Yorker, οδηγούν τον William Maxwell να μετριάσει τις ρηξικέλευθες λεκτικές και συντακτικές ακροβασίες των συγχρόνων του, συνδυάζοντάς τις με τα σταθερά υλικά της αμερικάνικης λογοτεχνίας: ύφος απλό και καθημερινό αντιστρόφως ανάλογο των νοημάτων, σύμφωνα με το παράδειγμα του Herman Melville, στέρεη και σφιχτή δομή, ομοιάζοντας στις αστυνομικές ιστορίες του Poe, λιτή σύνταξη όπως στα κείμενα του Salinger.
Το αντίο τώρα, τα λέμε αύριο, έργο ωριμότητας του William Maxwell, παρουσιάζει μια υπόθεση απλή: Ο συγγραφέας περιγράφει, αφενός, την ιστορία δύο γειτονικών οικογενειών στη περιοχή Λίνκολν του Ιλινόι τη δεκαετία του ’20, αλλά και τη σταδιακή τους πορεία προς την αποξένωση και την καταστροφή, μέσω ερωτικών αντιζηλιών, ένοχων μυστικών και εν τέλει ενός φόνου⸱ αφετέρου, στο έργο ξεδιπλώνεται η εναγώνια προσπάθεια του αφηγητή να συμφιλιωθεί αλλά και να διορθώσει λάθη του παρελθόντος, διαδικασία επίπονη, μα και λυτρωτική. Στον αντίποδα της απλής υπόθεσης στέκει η ευρηματική μορφή του έργου, όπου και υφαίνεται ένα περίεργο αμάλγαμα αυτοβιογραφίας και μυθιστορήματος, φέρνοντας στην επιφάνεια ένα υβριδικό είδος λογοτεχνίας. Η καινοτόμα αυτή δομή πόρρω απέχει από το να είναι ρητορική άσκηση. Αντίθετα, φανερώνει την απόπειρα του συγγραφέα να απαντήσει το βασικό επιστημολογικό ερώτημα γύρω από την εγκυρότητα της γνώσης, και κατ’ επέκταση το πώς η μυθιστορηματική αφήγηση μπορεί να αλλάξει ή και να συμπληρώσει τα δεδομένα της ιστορικής αλήθειας.
Μια προσεκτικότερη, λοιπόν, ανάγνωση του κειμένου δείχνει τη διμερή διάρθρωση της ιδιαίτερης αυτής εξομολόγησης. Ο William Maxwell, ουσιαστικά, περιγράφει δύο ιστορίες, ενώ οι τρόποι με τους οποίους τις εκθέτει περιπλέκουν εντέχνως τα όρια μεταξύ μυθιστορηματικής αλήθειας και ιστορικού γεγονότος. Η πρώτη ιστορία είναι προσωπική και αφορά κομβικά στοιχεία μιας άγριας και απότομης ενηλικίωσης. Το πλήθος, δυσάρεστων κυρίως, αυτοβιογραφικών στοιχείων διακόπτει η γνωριμία του αφηγητή με τον Κλίτους Σμιθ, όπου και αναπτύσσεται μια σύντομη, αλλά συνάμα, έντονη και ουσιαστική φιλία. Ένας φόνος θα διαταράξει απότομα αυτή τη σχέση και θα προκαλέσει τον οριστικό χωρισμό τους. Η δεύτερη ιστορία περιλαμβάνει τον αναστοχασμό και την αναδημιουργία με τη λειτουργία της φαντασίας από τον αφηγητή των γεγονότων που οδήγησαν στη δολοφονία, ενώ παράλληλα, μέσω της μνήμης εκκινά μία κεντρομόλα πορεία αναζήτησης και εξιλέωσης. Αν, βέβαια, στο πρώτο μέρος η χρήση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης συνάδει με την έννοια της αναπόλησης, στο βαθμό που ο αφηγητής παρουσιάζει αποκλειστικά τη δική του οπτική γωνία, στο δεύτερο μέρος, όπου ο συγγραφέας επιχειρεί μέσω της μνήμης και της φαντασίας να αποκαταστήσει την όποια αλήθεια, κατακτά την τριτοπρόσωπη αφήγηση, ίδιον μυθιστορηματικής αληθοφάνειας. Έτσι, ο Αμερικάνος συγγραφέας περιπλέκει εντέχνως τα όρια μεταξύ αυτοβιογραφίας και λογοτεχνίας, θίγοντας το γνωσιολογικό πρόβλημα της ουσίας της πραγματικότητας, του υποκειμένου που τη γεννά, αλλά και της γνώσης που τη διατηρεί.
Την περίοδο που ο William Maxwell παρουσίαζε το αντίο τώρα, τα λέμε αύριο, ο Πωλ ντε Μαν προεξοφλούσε το μέλλον της αυτοβιογραφίας ως είδος, επιχειρηματολογώντας για τον τελικό της εγκιβωτισμό στο χώρο της λογοτεχνίας. Ο Αμερικάνος συγγραφέας ακολουθεί τη σκέψη του Βέλγου κριτικού, όμως καταλήγει να προτάσσει το αντίθετο συμπέρασμα: εκεί που ο δεύτερος βλέπει τους μηχανισμούς της μυθιστορίας να διαλύουν οριστικά την αυτονομία του είδους της αυτοβιογραφίας, ο πρώτος υπενθυμίζει τις αρετές των συμβάσεων της. Έτσι, ενώ παραδέχεται τους κινδύνους που ελλοχεύουν στους μηχανισμούς αφήγησης ως προς την επιδίωξη της αλήθειας, πριμοδοτεί την φαντασία και την μνήμη ως τους αποφασιστικότερους παράγοντες για την ανασύνθεση του παρελθόντος. Δεν είναι τυχαίο που μέσα από μία εκλεπτυσμένη διακειμενική αναφορά, ο William Maxwell στέκεται κριτικά απέναντι στο γραπτό σημείο ως πηγή αλήθειας: τον 19ο αιώνα ο ήρωας του Πόε έλυνε το μυστήριο ενός εγκλήματος μέσα από τις αναφορές που δημοσίευε ο ημερήσιος τύπος, δείγμα ορθολογισμού και του κυρίαρχου αστικού πνεύματος.[v] Έναν αιώνα αργότερα, τα δημοσιεύματα των εφημερίδων στέκουν μακριά από την αλήθεια, συσκοτίζοντάς παρά φωτίζοντάς την.
Σε έναν κόσμο ευμετάβλητο, όπως υπονοεί και ο ευρηματικός τίτλος αντίο τώρα, τα λέμε αύριο, ο William Maxwell προτάσσει την ελάχιστη, βαθύτατα όμως πολιτική στην ουσία της, ενέργεια του αναστοχασμού. Μόνο τότε το ατομικό βίωμα εντάσσεται στη συλλογική ιστορία, χαρίζοντας στο ιστορικό υποκείμενο μια θέση στο κόσμο. Αν η αφήγηση οριοθετεί και ταξινομεί τις έκκεντρες και ετερόκλιτες ανθρώπινες ενέργειες, ο προσωπικός αναστοχασμός εμβαθύνει στη σχέση του υποκειμένου με τον Άλλον. Είναι η στιγμή όπου χρέος και ευθύνη κλείνουν παλαιές – ανοιχτές ακόμα – πληγές, όπως εμφατικά δείχνει η αφήγηση του κεντρικού ήρωα, η οποία δεν είναι καμία άλλη παρά ή ένοχη συνείδηση που επίπονα αναζητά να ορίσει τη σχέση της με τον κόσμο. Όμοια με τα κατοπινά πολιτικά προτάγματα του Said, και τη βαθύτατα πολιτική αυτοβιογραφία του[vi], ο William Maxwell υπενθυμίζει στον αναγνώστη ότι σε έναν ρευστό κόσμο, η έννοια της υποκειμενικής ταυτότητας στηρίζεται στο δίπολο χρέους και οφειλής απέναντι στον Άλλον.
Το αντίο τώρα, τα λέμε αύριο, είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έχει την ευκαιρία να γνωρίσει χάρη στην αριστοτεχνική μετάφραση του Παν. Κεχαγιά, για λογαριασμό των εκδόσεων Gutenberg.
Info: William Maxwell, αντίο τώρα, τα λέμε αύριο, μετάφραση: Παν. Κεχαγιάς, Gutenberg, 2020.
Βρες το εδώ
[i] Άμλετ: Πράξη 1 – Σκηνή 5ή. Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Άμλετ, προλεγόμενα-μετάφραση: Διονύσης Καψάλης, Gutenberg, 2016, σ. 88.
[ii] David Harvey, Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας. Διερεύνηση των απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής, μετάφραση: Ελένη Αστερίου, Μεταίχμιο, 2007.
[iii] Paul de Man, The Rhetoric of Romanticism, New York: Columbia University Press, 1984.
[iv] Ρενέ Ζιράρ, Ρομαντικό ψεύδος και μυθιστορηματική αλήθεια, μετάφραση: Κατερίνα Κολλέτ, Ίνδικτος, 2001.
[v] Αναφορά στο διήγημα του Ε. Α. Πόε Οι φόνοι της οδού Μοργκ
[vi] Έντουαρντ Σαϊντ, Ζωή εκτός τόπου, μετάφραση: Ελένη Λούση, πρόλογος: Κατερίνα Σχινά, Μεταίχμιο, 2017.