William Faulkner: H Αμερική που πονάει και αγαπάμε (του Θανάση Μήνα)

0
1574

 

γράφει ο Θανάσης Μήνας

 

«Αν θέλεις να κατανοήσεις τον αμερικανικό Νότο, διάβασε ένα οποιοδήποτε βιβλίο του Γουίλιαμ Φώκνερ», είπε κάποτε ο βραβευμένος με Πούλιζερ συγγραφέας Ρίτσαρντ Φορντ. Η λογοτεχνία του Φώκνερ (1897-1962) είναι ουσιαστικά συνώνυμη με τη «Λογοτεχνία του Νότου». Τα μυθιστορήματά του χαρτογραφούν τη φθορά της «παλιάς φρουράς» του Νότου∙ συγχρόνως επισημαίνουν ότι κατάλοιπα των (υπερ)συντηρητικών παραδόσεων και νοοτροπιών, της απέραντης, ψευδεπίγραφης ηθικολογίας και μιας επινοημένης αριστοκρατικής γενεαλογίας, στοιχεία που συνέχισαν να επιβιώνουν στις περιοχές αυτές για πολλές δεκαετίες μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο (1861 -1865). Τα έργα του εξετάζουν αυτά τα περίπλοκα ζητήματα από κοινωνική, ψυχολογική και φυλετική σκοπιά. Οι εσωτερικές συγκρούσεις των τοπικών οικογενειών, πολλές από τις οποίες έχουν ιστορικές ρίζες (Κόμπσον, Σαρτόρις, Μπόρεγκαρντ, κλπ) είναι επίσης πανταχού παρούσες στα έργα του.

Ως μοντερνιστής, ο Φώκνερ συνέθεσε τις τραγικές, νοτιο-γοτθικές (southern gothic) ιστορίες του με ένα πυκνό, ρεύμα συνείδησης, μια αφηγηματική τεχνική που επιχείρησε να καταγράψει την άμπωτη και την ακανόνιστη ροή των σκέψεων των χαρακτήρων του. Το ύφος του είναι πυκνό, μερικές φορές κατακερματισμένο, κάνοντας χρήση, με μοντερνιστικό τρόπο, των τοπικών ιδιολέκτων. Σε πολλές περιπτώσεις το συντακτικό του είναι  δυσανάγνωστο και μοιάζει να λανθάνει, όμως έτσι μιλούσαν/μιλούν οι άνθρωποι στον Νότο∙ η πρόζα του εκφράζει την τοπική προφορικότητα.

Οι χαρακτήρες του Φώκνερ, εν τω μεταξύ, κυμαίνονται από τους απογόνους των σκλάβων μέχρι τους πλουσιότερους αριστοκράτες του Νέου Νότου, από τους αγράμματους και ψυχικά ασθενείς μέχρι τους πτυχιούχους του Χάρβαρντ.

Οι χαρακτήρες αυτοί τοποθετούνται στην επινοημένη, όμως πλήρως χαρτογραφημένη ως προς την ανθρωπογεωγραφία της, κομητεία Γιοκναπατάουφα, φανταστική αναπαράσταση του Οξφορντ της κομητείας του Λαφαγιέτ στην Πολιτεία του Μισισίπι, όπου γεννήθηκε ο Φώκνερ στις 25 Σεπτεμβρίου του 1897 και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.

Όταν ο Φώκνερ δέχθηκε την πρόκληση της επιθεώρησης Paris Review να μοιραστεί τις σκέψεις του για την τέχνη της μυθοπλασίας το 1956, προσέφερε πολλές χρήσιμες συμβουλές στους επίδοξους συγγραφείς. «Ένας συγγραφέας χρειάζεται τρία πράγματα, την εμπειρία, την παρατήρηση και τη φαντασία – οποιαδήποτε δύο από τα οποία, μερικές φορές οποιοδήποτε από τα οποία – μπορούν να τροφοδοτήσουν την έλλειψη των άλλων», δήλωσε. Και λίγο πιο κάτω: «Ένας συγγραφέας πρέπει να γνωρίζει τα απαραίτητά εργαλεία του επαγγέλματός του». Για τον Φώκνερ αυτά ήταν «χαρτί, καπνός, φαγητό και λίγο ουίσκι». «Μπέρμπον, εννοείς;» ρώτησε ο συνομιλητής του, λόγω της νότιας καταγωγής του συγγραφέα. «Όχι, δεν είμαι τόσο ιδιαίτερος», είπε ο Φώκνερ. «Μεταξύ σκοτς και τίποτα, θα πάρω το σκοτς». Σε όσους διαμαρτύρονταν ότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν το ύφος της γραφής του, ακόμη και αφού είχαν διαβάσει δύο ή τρεις φορές κάποιο βιβλίο του, ο Φώκνερ πρότεινε: «Διαβάστε το τέσσερις φορές».

Ο Φώκνερ συνέχισε να γράφει σε όλη τη ζωή του, στα χρόνια μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας  (1949), όμως η κριτική ορθά θεωρεί ότι δημιούργησε τα κορυφαία και πιο πρωτοποριακά έργα του στη δεκαετία του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Σε αυτήν περίοδο εντάσσονται τα τρία μείζονα μυθιστορήματά του, που κυκλοφορούν σε νέες, καλοδουλεμένες μεταφράσεις από τις εκδόσεις Gutenberg: Ο αχός και το πάθος (The Sound and the Fury, 1929), το Καθώς ψυχορραγώ (As I Lay Dying, 1930) και το Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! (Absalom, Absalom! 1936). Από τις ίδιες εκδόσεις ετοιμάζεται άλλο ένα μείζον μυθιστόρημά του, Το φως τον Αύγουστο (Light in August, 1932), για τον επόμενο χρόνο.

 Ο αχός και το πάθος

Ο αχός και το πάθος είναι ουσιαστικά μια τραγωδία παρά ένα τυπικό μυθιστόρημα. Διόλου τυχαία, ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από έναν μονόλογο του σαιξπηρικού Μακμπέθ:

«Out, Out, brief candle! / Life’s but a walking shadow, a poor player / That struts and frets his hour upon the stage / And then is heard no more: it is a tale / Told by an idiot, full of sound and fury, / Signifying nothing» (Πράξη 5η, Σκηνή 5η)

Ο αχός και το πάθος αφηγείται την ιστορία της παρακμής και της πτώσης της οικογένειας Κόμπσον. Όταν ο Φώκνερ ρωτήθηκε από έναν μαθητή του γιατί οι Κόμπσον βιώνουν μια τέτοια καταστροφή, απάντησε σιβυλλικά: «Ζουν στη δεκαετία του 1860» (δηλαδή στα χρόνια του Αμερικανικού Εμφυλίου). Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται από το 1900 έως το 1928, αλλά οι Κόμπσον παραμένουν παγιδευμένοι στις παρωχημένες ιδέες, στάσεις και συμπεριφορές του Νότου στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου. Καταστράφηκαν από την ματαιοδοξία τους, επειδή επέμεναν αναχρονιστικά να θέλουν να ζουν εσαεί με τα προνόμια που τους εξασφάλιζε άλλοτε η ταξική και φυλετική καταγωγή τους.

Στο βιβλίο η αφήγηση της ίδιας ιστορίας δίνεται τέσσερις φορές, από την οπτική γωνία τεσσάρων διαφορετικών χαρακτήρων – όλοι τους μέλη της οικογένειας Κόμπσον.

Χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες. Οι τρεις πρώτες παρουσιάζονται από την οπτική γωνία των τριών γιων της οικογένειας Κόμπσον: Μπέντζι ο «ηλίθιος», Κουέντιν, ο αυτοκτονικός μαθητής, Τζέισον ο αποτυχημένος επιχειρηματίας. Η τέταρτη ενότητα έχει έναν τριτοπρόσωπο παντογνώστη-αφηγητή. Αν και μένει ανώνυμος, υπονοείται η Αφροαμερικανή Ντίλσι, η υπηρέτρια της οικογένειας.

Συνδετικό κρίκο των τεσσάρων αφηγήσεων αποτελεί η ιστορία της Καντάνς (Κάντι), της «χαμένης γυναίκας», αδελφής των τριών προαναφερθέντων Κόμπσον. Η Κάντι βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των χαρακτήρων, αλλά παραμένει απρόσιτη και άγνωστη – «όπως η ίδια η αλήθεια», καθώς ο Φώκνερ προσφέρει μόνο ανταγωνιστικές, υποκειμενικές αναφορές. Το μυθιστόρημα είναι επίσης στρωμένο με αυτό που ο Φώκνερ ονόμασε «αντίστιξη» – προσεκτικά μοτίβα λέξεων και εικόνων για τη δημιουργία μιας καλλιτεχνικής ενότητας που υπερβαίνει τις κατακερματισμένες προοπτικές που εμφανίζονται.

Οι τέσσερις ενότητες, παρά τις τυπικές διαφορές τους, αλληλοεπικαλύπτονται με σημαντικούς τρόπους. Στην ουσία, λένε την ίδια ιστορία—αυτή της άπιαστης κόρης, η οποία χώρισε από τον σύζυγό της και την αποκήρυξε η οικογένειά της, αφού αποκαλύφθηκε ότι το παιδί της, είχε συλληφθεί εκτός γάμου. Όταν η ντροπιασμένη Κάντι εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία το 1911, δεν πήρε μαζί την κόρη της. Η τελευταία παρέμεινε με την οικογένεια για να μεγαλώσει ως Κόμπσον. Αν και η παρουσία της είναι διάχυτη παντού, η Κάντι δεν εμφανίζεται σε κανένα σημείο του βιβλίου. Αναδομείται μέσα από τις αναμνήσεις των τριών αδερφών της, καθένας από τους οποίους τη θυμάται και τη σχετίζεται με διαφορετικό τρόπο.

Ο αχός και το πάθος διαδραματίζεται στον μεταπολεμικό αμερικανικό Νότο, την περίοδο μετά την Ανασυγκρότηση (1865–77). Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή της αμερικανικής ιστορίας, ο Νότος βρισκόταν στη διαδικασία επαναπροσδιορισμού του εαυτού του και των αξιών του. (Το καθεστώς της δουλείας μπορεί να καταργήθηκε τυπικά, όμως οι φυλετικοί διαχωρισμοί συνέχισαν να επιβιώνουν τουλάχιστον ως τα τέλη της δεκαετίας του 1950 ή και αργότερα, μέσω των θεσμοθετημένων νόμων του λεγόμενου Τζιμ Κρόου [Jim Crow]). Ορισμένες οικογένειες του Νότου (συνήθως παλιές οικογένειες) αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε αυτή τη διαδικασία. Αντίθετα, έμειναν προσκολλημένες στις παραδόσεις και τις αξίες τους—σε αόριστες έννοιες τιμής, αγνότητας και παρθενίας. Έτσι, απομονώθηκαν κοινωνικά, όπως οι Κόμπσον στο μυθιστόρημα. Το βιβλίο καταγράφει την παρακμή αυτών των οικογενειών. Οι Κόμπσον, είναι άμεσοι απόγονοι των αριστοκρατών-γαιοκτημόνων. Είναι οι κληρονόμοι των αξιών και των παραδόσεων τους, από τους οποίους εξαρτάται η επιβίωση (ή η τελική εξαφάνιση) αυτής της αριστοκρατίας του Νότου .

Ο αχός και το πάθος κυκλοφόρησε από τον Αμερικανό εκδότη Cape & Smith στις 7 Οκτωβρίου του 1929, σε μια πρώτη εκτύπωση 1.789 αντιτύπων. Δεν πούλησε ιδιαίτερα, η δύσκολη πρώτη ενότητα του μυθιστορήματος απέτρεψε πολλούς αναγνώστες. Οι κριτικοί γενικά αναγνώρισαν και επαίνεσαν τη φιλοδοξία και την τεχνική πολυπλοκότητα του μυθιστορήματος, αλλά κάποιοι βρήκαν την υλική του βάση «ανάξια της τεράστιας και περίπλοκης δεξιοτεχνίας» που δαπανήθηκε για αυτό». Παρόλα αυτά, μερίδα της κριτικής ορθά αντιπαρέβαλλε το μυθιστόρημα με τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς (1922), αναφορικά με το στυλ της αφήγησης που ενσωματώνει εσωτερικούς μονολόγους και ρεύματα συνείδησης.

Ο ίδιος ο Φώκνερ, κάπως απογοητευμένος από τις μέτριες πωλήσεις, χαρακτήρισε το έργο «εξαιρετική αποτυχία». Σήμερα αυτή η «εξαιρετική αποτυχία» θεωρείται  μοντερνιστικό ορόσημο και αριστούργημα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα .

Καθώς ψυχορραγώ

Το Καθώς ψυχορραγώ γράφτηκε επίσης με την τεχνική συνειδησιακής ροής, χρησιμοποιώντας δεκαπέντε διαφορετικούς αφηγητές (ανάμεσά τους και μια νεκρή) που παραδίδουν πενήντα εννέα εσωτερικούς μονολόγους από τους οποίους οι αναγνώστες πρέπει να συναρμολογήσουν την ιστορία, σαν να συνθέτουν ένα παζλ.

Ο Φώκνερ ανασυνθέτει σ’ αυτό το μυθιστόρημα τις εικόνες μιας απελπισμένης ανθρωπότητας – πάντα με φόντο τον Νότο. ‘Ένα αγροτικό κάρο, που σέρνει οδυνηρά ένα αυτοσχέδιο ξύλινο φέρετρο, ένα κιβούρι, σε ένα κατακλυσμένο από τη βροχή τοπίο, σε μια ξεχασμένη από τον χρόνο πόλη. Ένας αγρότης και τα παιδιά του, διαφόρων ηλικιών, κάθονται στο κάρο ή περπατούν δίπλα στα μουλάρια, ένας νεαρός άνδρας καβαλάει ένα ανήσυχο άλογο, το φέρετρο φέρει τα σημάδια του ρουστίκ και, καθώς το πλησιάζει κάποιος, αντιλαμβάνεται ότι η νεκρή θα έπρεπε να έχει ταφεί προ πολλού – όμως η τελευταία της επιθυμία ήταν να ταφεί στη γενέτειρά της, και αυτός είναι ο σκοπός του μακάβριου ταξιδιού. Στην πορεία τους παραμονεύει ένα πλημμυρισμένο ποτάμι και μια μισοκατεστραμμένη γέφυρα που δεν είναι παρά ένας σωρός κορμών. Ο αγρότης και οι γιοι του μαλώνουν μεταξύ τους. Τι θα κάνουν; Θα ρισκάρουν ή θα γυρίσουν πίσω; Γιατί κάνουν αυτό το ταξίδι ούτως ή άλλως, και τι έχουν στο μυαλό τους;

Ο Φώκνερ μιλάει για τις εμμονές, τα πάθη, τις επιθυμίες τη δυστυχία και τον πόνο των ανθρώπων που συμμετέχουν σ’ αυτό το μικρό καραβάνι των «φτωχών λευκών». Κάθε χαρακτήρας, αναλαμβάνοντας με τη σειρά του ένα σύντομο νήμα της αφήγησης, καταθέτει μια ολοζώντανη περιγραφή του προσκυνήματος που έκαναν ο Άνς Μπάντρεν και τα παιδιά του για να θάψουν τη σύζυγό του και μητέρα τους, Άντι Μπάντρεν, στο Τζέφερσον, την ιδιαίτερη πατρίδα της.

Η ιστορία εκκινεί με το ψυχορράγημα της ετοιμοθάνατης Άντι, η οποία, φθαρμένη από τη ζωή, βρίσκεται νεκρή, κοιτάζοντας από το παράθυρο τον Κας, τον μεγαλύτερο γιο της, να μαστορεύει ένα φέρετρο. Ο Ανς, ο εγωιστής και πεισματάρης σύζυγός της, σκέφτεται ότι είναι ένας άτυχος άντρας, αλλά ότι είναι θέλημα Θεού. Ο Ντάρλ, ο δεύτερος γιος, με παράξενες σκέψεις να τριγυρνούν στο κεφάλι του, και ο Τζούελ, ο τρίτος, παθιασμένος και εγωκεντρικός, οργίζονται ο ένας εναντίον του άλλου καθώς δουλεύουν. Η κόρη, η Ντιούι Ντελ, αν και λάτρευε τη μητέρα της, δεν ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο εκτός από το γεγονός ότι είναι έγκυος από έναν ανεπίσημο εραστή της…

Το ταξίδι των Μπάντρεν γίνεται από μόνο του μια βασανιστικά εξαγνιστική ιεροτελεστία για τα μέλη της οικογένειας, που καλούνται να περάσουν μέσα από τα δύο αρχέγονα στοιχεία, τη φωτιά (ένας φλεγόμενος αχυρώνας) και το νερό (ένα επικίνδυνο πέρασμα ποταμού) για να συνεχίσουν την πορεία τους.

Εκτός ίσως από τον Μαρκ Τουέιν, κανένας άλλος Αμερικανός συγγραφέας πριν από τον Φώκνερ δεν έχει εξερευνήσει σε τέτοιο βάθος τη δημοτική γλώσσα και τον αρχαϊκό πολιτισμό μιας κοινωνίας που ήταν, και ίσως σε σημεία και κατά τόπους παραμένει, τόσο ξένη σε σχέση με την κυρίαρχη αμερικανική εμπειρία της ραγδαίας οικονομικής/βιομηχανικής/τεχνολογικής ανάπτυξης και αστικοποίησης κατά τον 20ό αιώνα.

Ο Φώκνερ ισχυρίστηκε ότι ολοκλήρωσε το Καθώς ψυχορραγώ μέσα σε έξι εβδομάδες, γράφοντας από τα μεσάνυχτα μέχρι το πρώτο φως της ημέρας, ενώ εργαζόταν ως φύλακας σε ένα εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας για να τα βγάλει πέρα. Ορισμένοι μελετητές του έργου του θεωρούν ότι ο τίτλος του έβδομου μυθιστορήματός του προέρχεται από την Ραψωδία Λ’ της Οδύσσειας (Νέκυια) και από τη συνομιλία του Οδυσσέα με τον νεκρό Αγαμέμνονα στον Κάτω Κόσμο, όπου ο τελευταίος του αφηγείται τις συνθήκες της δολοφονίας του του.

Το Καθώς ψυχορραγώ επηρέασε άμεσα μια σειρά από άλλα βιβλία, που οι συγγραφείς του έχουν αναγνωρίσει ότι έχουν αντιγράψει συνειδητά το αφηγηματικό μοτίβο του Φώκνερ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το βραβευμένο με Booker μυθιστόρημα Τελευταίες εντολές του Βρετανού Γκράχαμ Σουίφτ (1996) και το Getting Mothers Body της Αφροαμερικανικής Suzan-Lori Parks (2003).

 

Αβεσσαλώμ, Αββεσαλλώμ!

Το Αβεσσαλώμ, Αββεσαλλώμ! είναι το πολυεπίπεδο οικογενειακό έπος των οικογενειών Σάτπεν και Κόλφιλντ στον αμερικανικό Νότο, πιο συγκεκριμένα στο Τζέφερσον του Μισισίπι, κατά τις δεκαετίες που προηγήθηκαν του Εμφυλίου Πολέμου.

Η κύρια αφήγηση επικεντρώνεται στον Τόμας Σάτπεν, έναν φτωχό λευκό άνδρα από τα βουνά της δυτικής Βιρτζίνια, ο οποίος επαναστατεί εναντίον του καταπιεστικού, αλκοολικού πατέρα του, υφίσταται μια προσβολή που του αλλάζει τη ζωή από έναν μαύρο υπηρέτη και μεταναστεύει στην Αϊτή. Εκεί αρχικά γίνεται επιστάτης μιας φυτείας, κερδίζει αρκετά χρήματα και στη συνέχεια μετακομίζει στον Βαθύ Νότο το 1833, έχοντας βάλει ως σκοπό να ξεπεράσει τις ταπεινές του καταβολές, να αγοράσει εκτάσεις γης και να ιδρύσει το δικό του φέουδο.

Ο Τόμας Σάτπεν αναστατώνει την κοινωνία του Τζέφερσον -και ιδιαίτερα την οικογένεια Κόλφιλντ- όταν καταφθάνει από το πουθενά και αποκτά μια τεράστια έκταση γης∙ στη συνέχεια χτίζει μια εντυπωσιακή έπαυλη στην άκρη ενός βάλτου, με τη βοήθεια μιας ομάδας μαύρων αντρών (που δεν είναι ούτε ακριβώς σκλάβοι, ούτε όμως και ελεύθεροι) και ενός Γάλλου αρχιτέκτονα, τον οποίο λίγο πολύ αντιμετωπίζει ως αιχμάλωτο.

Για χρόνια μετά την κατασκευή του σπιτιού, ο Τόμας Σάτπεν διασκεδάζει με τους μαύρους φίλους του και επιδίδεται σε ξέφρενα πάρτι που περιλαμβάνουν κυνήγι και αγώνες πάλης, ενώ το ποτό ρέει άφθονο. Μέχρι που φτάνει η μέρα που αποφασίζει ότι θέλει να κερδίσει τον σεβασμό των γειτόνων του, να γίνει οικογενειάρχης και να  κάνει παιδιά. Διώχνει τους φίλους του και κάνει πρόταση γάμου στην Έλεν Κόλντφιλντ (ο Φώκνερ τη συγκρίνει σε όλο το μυθιστόρημα με μια πεταλούδα).

Με την ένωση του Τόμας και της Έλεν, γεννιούνται ο Χένρι και η Τζούντιθ (ο Τόμας Σάτπεν έχει επίσης μια κόρη μιγάδα, την οποία απέκτησε με μια σκλάβα). Η Έλεν Κόλντφιλντ έχει μια αδερφή, τη δεσποινίδα Ρόζα Κόλντφιλντ, η οποία είναι είκοσι επτά χρόνια νεότερη από αυτήν (μικρότερη από τα δικά της παιδιά). Το πρώτο μέρος της ιστορίας διηγείται η ηλικιωμένη Ρόζα στον Κουέντίν Κόμπσον, του οποίου ο παππούς ήταν ο καλύτερος φίλος του Τόμας Σάτπεν. Ο ρόλος που παίζει η Ρόζα Κόλντφιλντ στο μυθιστόρημα είναι περισσότερο αυτός του πολυεστιακού παρατηρητή.

Όταν ο μικρός Χένρι μεγαλώνει, πηγαίνει στο κολέγιο στο Όξφορντ του Μισισίπι. Εκεί γνωρίζεται και γίνεται καλός φίλος με τον Τσαρλς Μπον. Ο Τσαρλς είναι μεγαλύτερος πιο κοσμικός και πιο εκλεπτυσμένος από τον Χένρι (μεταξύ τους αναπτύσσεται κρυφός, ανομολόγητος ερωτισμός). Όταν ο Χένρι γράφει στους γονείς του για τον Τσαρλς, η μητέρα του βλέπει αμέσως στο πρόσωπό του έναν πιθανό σύζυγο της Τζούντιθ. Ο Τσαρλς επισκέπτεται το σπίτι του Σάτπεν με τον Χένρι αρκετές φορές. Το ενδιαφέρον του για την Τζούντιθ φαίνεται επιπόλαιο. Θα της κάνει πρόταση γάμου ή όχι; Αργότερα μαθαίνουμε ένα σκοτεινό μυστικό για τον Τσαρλς Μπον: η σχέση του με την οικογένεια Σάτπεν είναι μέρος ενός καλά καταστρωμένου σχεδίου εκδίκησης. Αυτό το στοιχείο της ιστορίας οδηγεί την αφήγηση για μεγάλο μέρος του δεύτερου μισού του μυθιστορήματος.

Ο Εμφύλιος Πόλεμος παραβιάζει τις ζωές των χαρακτήρων. Οι τρεις κύριοι ανδρικοί χαρακτήρες (Τόμας και Χέντρι Σάτπεν, Τσαρλς Μπον) επιστρατεύονται, ο Τόμας, ως γαιοκτήμονας, με τον βαθμό του συνταγματάρχη στον στρατό της Συνομοσπονδίας του Νότου. Ο πόλεμος, φυσικά, δεν εξελίσσεται όπως πολλοί Νότιοι ήλπιζαν ή περίμεναν ότι θα συμβεί. Ο Φώκνερ επισημαίνει ότι ο στρατός του Νότου είχε το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας από οποιονδήποτε στρατό στην ιστορία. Οι άνδρες που επιβίωσαν, νικημένοι όχι μόνο στον πόλεμο, αλλά και πνευματικά/ψυχολογικά, επιστρέφουν στα σπίτια τους πεινασμένοι και κουρελιασμένοι, για να ανακαλύψουν πως, ό,τι αγαπούσαν ή τους ένοιαζε, έχει καταρρεύσει. Είναι μια σκοτεινή ιστορία, γεμάτη εκδίκηση, αιμομιξία (ή σχεδόν αιμομιξία), μίζες, οικογενειακά μυστικά, ύβρη, ταξικές και φυλετικές διακρίσεις, απώλεια και βάσανα. Δεν υπάρχει λύτρωση για κανέναν, καμιά αισιόδοξη ματιά για τη ζωή.

Ο τίτλος Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! προέρχεται βέβαια από τον ομώνυμο βιβλικό χαρακτήρα, τον νόθο γιο του βασιλιά Δαβίδ, που επαναστάτησε κατά του πατέρα του και βρήκε νεαρός τον θάνατο. Εξάλλου, στο τέλος του μυθιστορήματος του Φώκνερ, ο μόνος ζωντανός κληρονόμος του Τόμας Σάτπεν είναι ένας διανοητικά ανεπαρκής δισέγγονος, με μεικτό αίμα.  Το Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! είναι πολυσύνθετο έργο και ίσως το πιο δύσκολο που έγραψε ο Φώκνερ. Η πλοκή μπορεί να δείχνει μπερδεμένη λόγω του πλήθους των χαρακτήρων και της τελείως τεθλασμένης αφήγησης, όμως το παραρτήματα του βιβλίου προσφέρει μια χρονολογία γεγονότων, μια γενεαλογία των χαρακτήρων και έναν χάρτη του φανταστικού σκηνικού της ιστορίας, που λειτουργούν άκρως επεξηγηματικά. Παρά τη δυσκολία του, θεωρείται ευρέως ως το αριστούργημα του Φώκνερ. Έχει επίσης χαρακτηριστεί ως «το πιο σημαντικό μυθιστόρημα από οποιονδήποτε λευκό Αμερικανό συγγραφέα που ασχολήθηκε με το φυλετικό ζήτημα».

Καθώς ψυχορραγώ, Εκδόσεις Gutenberg, Απρίλιος 2023, μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, σελ. 287

Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!, Εκδόσεις Gutenberg, Ιούνιος 2023, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, σελ. 531

Ο αχός και το πάθος, Εκδόσεις Gutenberg, Ιούλιος 2024, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, σελ. 410

Προηγούμενο άρθροΟ εκδορέας του σκότους (γράφει ο Γιώργος Λίλλης)
Επόμενο άρθρο«Αντιστάσεις και αμφισβητήσεις» από την Ένωση Προφορικής Ιστορίας (8/11)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ