Του Θανάση Μήνα. (Michael Kiwanuka, “Love & Hate”, Polydor, 2016).
Δυο μακρινές φράσεις στο πιάνο, εναγώνια προσμονή, τα έγχορδα απαντούν και παίρνουν το τιμόνι, οδηγούν την ενορχήστρωση στο χορωδιακό μέλος, σε μορρικονική τελείωση, καθώς ο αψίκορος ήχος του τσέλου γλυκαίνει το βαρύθυμο μπλουζ του όρθιου μπάσου και η κιθάρα κρατά τα μπόσικα με ακόρντα-γρυλίσματα μοναχικού κογιότ, δόμηση και ξανά δόμηση, στα όρια του βόμβου, σαν να παίζουν κορίνες ο Phil Spector και ο Isaac Hayes στο μυαλό του Ριπ Βαν Ουίνκλ, ώσπου η ορχήστρα να σιγήσει∙ τον τρόμο του κενού γεμίζει εκ νέου το gospel, με αρμονίες που υποδέχονται μια φωνή πλήρη σε αισθησιασμό και επιβλητικότητα. Cold Little Heart: εισαγωγή στο “Love & Hate”, το νέο album του Michael Kiwanuka. Ψυχή στον πάγο. Soul.
H soul του Marvin Gaye, του Otis Redding, του Bill Withers και τουTerry Callier, αλλά και το blues και η folk του Dylan, του Van Morrison, της Joni Mitchell και του Richie Havens έχουν αναθρέψει μουσικά τον 27χρονο Kiwanuka. Βρετανός με καταγωγή από την Ουγκάντα (οι γονείς του την εγκατέλειψαν το 1975 για να γλιτώσουν από το καθεστώς του Αμίν), ο Kiwanuka μεγάλωσε στο Βόρειο Λονδίνο και σπούδασε στη Σχολή Επικοινωνίας, Τέχνης και Ντιζάιν του Πανεπιστημίου του Γουεστμίνστερ. Συγχρόνως έμαθε να παίζει κιθάρα και συνεργάστηκε ως session μουσικός με σχήματα σαν τους Chipmunk and Bashy μέχρι να υπογράψει με το label της Communion (βλέπε Mumford & Sons). Τον Ιούνιο του 2011 κυκλοφόρησε το πρώτο του ΕP “Tell Me a Tale”(The Isle of Wight Sessions): στο ομώνυμο κομμάτι η κιθάρα εισάγει ψιθυριστά τον σκοπό, τα έγχορδα προστίθενται σε διαδοχικές στρώσεις, ο Τοίχος του Ήχου (Wall of Sound) υψώνεται με δραματική ένταση και μια φωνή με μέταλλο αφηγείται χωρίς φιοριτούρες. Στόφα τραγουδοποιού.
Το επιβεβαίωσε με το πρώτο του album (“Home Again”, Polydor, 2012). Ο Kiwanuka αναθέρμανε τις εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στη soul, το blues και την folk, χωρίς όμως να καταφύγει απονενοημένα από την αστική σύγχυση (Steinbeck) στον αναχωρητισμό∙ με την επίγνωση ότι, στη συγχρονία, η soul, το blues και η folk είναι αναπόσπαστα συστατικά στοιχεία του Ήχου της Πόλης (Gillett): blues στην καρδιά του αστικού ιστού (Inner City Blues), στην περίπτωσή μας, ένα ντοκιμαντέρ για την καθημερινότητα του Βόρειου Λονδίνου.
Ανάμεσα στο “Home Again” και στο δεύτερο album του Kiwanuka, μεσολάβησε το σαρανταπεντάρι “You’ve Got Nothing to Lose”, στην ετικέτα της Third Man και σε παραγωγή του εκήβολου Jack White. Στη δεύτερη πλευρά , ο Kiwanuka δοκιμάστηκε στα δύσκολα, διασκευάζοντας το “Waitin’ Around to Die” του Townes Van Zandt (κομμάτια του έχουν επίσης διασκευάσει οι Tindertsicks, οι Walkabouts κ.ά). Θέλει πράγματι απόθεμα ψυχής για να τη βγάλεις καθαρή με τους στίχους του Dylan Thomas της country:
(Sometimes I don’t know where this dirty road is taking me/Sometimes I can’t even see the reason why/I guess I keep on gamblin’, lots of booze and lots of ramblin’/It’s easier than just a-waitin’ ’round to die/One-time friends I had a ma, I even had a pa/He beat her with a belt once cause she cried/She told him to take care of me, she headed down to Tennessee/It’s easier than just a-waitin’ ’round to die).
Το “Love & Hate”, δεύτερο album του Kiwanuka, περιλαμβάνει δέκα κομμάτια, με εναρκτήριο το “Cold Little Heart” που μνημονεύθηκε στην εισαγωγή – προλόγισμα δίσκου αντάξιο με εκείνο το “Little Child, Running Wild” στο “Superfly” του Curtis Mayfield. Ακολουθεί το “Black Man In A White World”, λιτή ενορχήστρωση, το ριφ της κιθάρας φιδογυρίζει ενόσω η gospel χορωδία κανοναρχεί τον ρυθμό και επαναλαμβάνει το ρεφρέν («Είμαι ένας μαύρος στον κόσμο του λευκού») αντιστικτικά στο ραπ: «Σε όλη μου τη ζωή τρέχω για να ξεφύγω/ Κάποιος μου χτυπάει συνεχώς την πόρτα». Black Lives Matter.
Ακομπανιαμέντα εισάγουν το ομώνυμο κομμάτι, ίσα για να δελεάσουν τη φωνή, «παμ παραράραμ πάραμ παράμ/ παμ παραράραμ πάραμ παράμ», “doo-wop, doo-wah/ doo-wop, doo-wah”, το «χτυποκάρδι της Μεγάλης Πόλης» (Motown) χτίζει το groove, η αφήγηση κλιμακώνεται σε σειρές από ερωταποκρίσεις, με μουσική ραχοκοκαλιά επίμονους χτύπους στο μπάσο τύμπανο και εμβόλιμα σκουπίσματα στο ταμπούρο, μέχρις ότου το talkin’-blues μοτίβο, το αντάξιο του “You’ re Gonna Miss Your Candyman” (Terry Callier, 1972), να φορτιστεί ξανά από τον αχό των εγχόρδων και από το σόλο μιας ηλεκτρικής κιθάρας που ανακαλεί τα ψυχεδελικά παιξίματα του Hendrix και του Eddie Hazel (Funkadelic).
Σύντομο σαν σφύριγμα το “I ll Never Love”, η μελωδία βαλσάρει «κάτω από το σεληνόφως», σιγοντάροντας τον εσωτερικό μονόλογο του νεορομαντικού αφηγητή, στο νου έρχεται το “Try A Little Tenderness” του Otis. Απέριττες είναι και οι μελωδικές γραμμές του“Rule The World”, που ο Kiwanuka ερμηνεύει χαμηλόφωνα και υπαινικτικά, deep soul. Tο funk ζωηρεύει στο “One More Night”: o Μεγάλος Ρυθμός (Blakey), σπασμένος σε πολυώνυμα (broken beats), συναρθρώνει τις τροπικότητες της μουσικής της Μαύρης Διασποράς -από το off-beat της Τζαμάικα ως τις ποικιλόμορφες ρυθμικές κουλτούρες (Yorumba, Asanti κ.ά) της Δυτικής Αφρικής και από εκεί ως το drum n’ bass- που συναντήθηκαν στο μεταπολεμικό Λονδίνο, με τα πνευστά σε έξαρση (to the bridge) και με το όργανο να προσδίδει στον ήχο vintage χρωματισμούς – σαν να τζαμάρουν οι Cymande με τους Osibisa.
Ο ρυθμός πυκνώνει στο φινάλε, στο ελεγειακό “The Final Frame”: απάνθισμα, στον πυρήνα της σύνθεσης απηχούν το “I Love You More Than You’ ll Ever Know” (Al Kooper), το “Wish You Were Here” και το “Little Ghetto Boy” (Donny Hathaway).
«Είμαστε το CNN του γκέτο», έλεγαν οι Public Enemy. Με τον τρόπο της, η soul του Michael Kiwanuka στοιχίζεται πλάι στο hip hop του Kendrick Lamar και στην jazz του Kamasi Washington για να μεταδώσει τι συμβαίνει. Όπως το έθεσε ο Marvin Gaye: What’s Going On – χωρίς ερωτηματικό.